Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

31/8/10

Για αρχή οι καπνιστές...

Τις τελευταίες μέρες διάβασα ένα βιβλίο που χρονολογείται από το 2001 και το προτείνω ανεπιφύλακτα σε όλους (τους σύγχρονους Έλληνες). «Η τελευταία μαύρη γάτα», του Ευγένιου Τριβιζά, είναι μια περιπέτεια σε ένα άγνωστο και μακρινό νησί που κρατά τον αναγνώστη με κομμένη την ανάσα από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα.

Εκεί, στο νησί, μια κρυφή Αδελφότητα αποφασίζει να εξοντώσει όλες τις μαύρες γάτες θεωρώντας ότι σε αυτές οφείλεται κάθε στραβό κι ανάποδο του τόπου. Με ισχυρά επιχειρήματα του τύπου «οι μαύρες γάτες φταίνε για την ανεργία, τα άδεια ταμεία, τα άθλια νοσοκομεία, τα ρημαγμένα σχολεία», τα μέλη της Αδελφότητας πείθουν τον Πρωθυπουργό της χώρας να επιβάλλει με νόμο την εξόντωση όλων των μαύρων γατιών. Έτσι τα δύστυχα ζωντανά αφανίζονται με απίστευτα βάρβαρες μεθόδους. Όμως, ένα μαύρο γατί δεν το βάζει κάτω ούτε όταν οι άλλες γάτες του νησιού –οι άσπρες, οι κόκκινες και οι παρδαλές- φοβούμενες αρνούνται να βοηθήσουν και βγάζουν την ουρά τους έξω. Μαζί με το γατί αυτό και μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού άνθρωποι που δεν φοβούνται το αυτόφωρο, τη φυλάκιση, τις διώξεις και τους βασανισμούς.

Τα πράγματα όμως δεν σταματούν εκεί. Σταδιακά η Αδελφότητα. και κατ΄ επέκταση και η Κυβέρνηση. προβαίνουν σε εκκαθαρίσεις όλων των γατιών του νησιού ξεκινώντας από τα γκρίζα, στη συνέχεια εκείνα που έχουν έστω και ένα σημάδι μαύρο επάνω τους μέχρι που αφανίζουν και την τελευταία άσπρη γάτα. Ή τουλάχιστον αυτό νόμιζαν καθώς όχι μόνο ο ήρωας μαύρος γάτος εξακολουθεί να επιζεί αλλά και καμιά 70αριά άλλα γατιά που τα λαμόγια των διωκτών είχαν κρατήσει στην … άκρη για να βγάλουν τη γούνα τους. Όταν λοιπόν θεώρησαν ότι δεν υπήρχε ούτε για δείγμα γάτας στο νησί αμόλησαν δυο καραβιές αρουραίους ανθεκτικούς στα ποντικοφάρμακα με σκοπό να πουλήσει η Αδελφότητα ένα καράβι φάκες που είχε δεμένο στο λιμάνι. Λογάριαζαν όμως χωρίς τον ήρωά μας που με τη βοήθεια των τρυποκάρυδων βούλιαξε το καράβι με τις φάκες κι έτσι οι άνθρωποι –φανατικοί διώκτες των γατιών- έπεσαν στην ανάγκη των τελευταίων του είδους…



Αύριο ξεκινά η εφαρμογή του μέτρου απαγόρευσης του καπνίσματος με ποινές που δεν τις έχουν επιβάλλει ποτέ στους παράνομους εργοδότες, στους τραπεζίτες με τις ληστρικές μεθόδους, στους υπουργούς που αφήνουν τα νοσοκομεία της χώρας μας να διαλύονται προς όφελος του ιδιωτικού τομέα υγείας, στους «σύμβουλους-οικονομολόγους» που πούλησαν το βιός μας σε ένα χαρτί (βλ. ομόλογα ασφαλιστικών ταμείων) στους πάσης φύσεως και προελεύσεως «λαδωμένους» του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, στους καταπατητές της γης μας, σε όλους αυτούς που ρημάζουν μέχρι σήμερα τα πάντα.

Ωστόσο είναι φυσικό κι επόμενο το θράσος τους να λαμβάνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Αφού τους αφήσαμε να μας βάλουν στη «φάκα», τώρα μπορούν με επιχείρημα την υγεία μας να αρχίσουν να απαγορεύουν. Ίσως έτσι να ξεχάσουμε τα ράντζα, τις ουρές, τα χαλασμένα μηχανήματα, τους θανάτους από έλλειψη μονάδων εντατικής ή και νοσοκομείων σε απομακρυσμένες περιοχές. Μπορεί να ξεχάσουμε, ακόμη, τα ανύπαρκτα μέτρα υγιεινής και ασφάλειας στους χώρους εργασίας, τους άθλιους δρόμους, τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία από τον τρόπο διαχείρισης (;) των απορριμμάτων, τα ξεχέρσωμα της γης, τη μεικτή χρήση γης, τη μόλυνση του υπεδάφους και του υδροφόρου ορίζοντα, και ένα σωρό άλλα σοβαρά και σοβαρότερα ανοικτά θέματα υγείας και υγιεινής στη χώρα μας που δημιουργούν ένα νοσολογικό χάρτη όμοιο με τον πολιτικό.
Σήμερα είναι οι μαύρες γάτες –οι καπνιστές, αύριο αυτοί που πίνουν καφέ, αυτοί που διασκεδάζουν, αυτοί που διαβάζουν, αυτοί που σκέφτονται… Παιδεία, πρόληψη, αγωγή υγείας: άγνωστες λέξεις. Αντ΄ αυτών, «πάταξη», «ρουφιανιλίκι» και «επιτροπές».

Προτάσεις
Τριβιζάς, Ευγένιος (2001) Η τελευταία μαύρη γάτα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Τσιγαρόβηχας, Γεφυρισμοί.

19/8/10

Η επίδραση του ήλιου

Στον Κωστή που ανέτειλε πριν από 23 χρόνια με την ευχή να μεσουρανεί για πολλά-πολλά ακόμη κι ακόμη... σαν ήλιος!

Βασίλι Καντίνσκι, Άτιτλο, 1941, Μουσείο Σολομών Ρ. Γκούγκενχαϊμ, Νέα Υόρκη.

Σαν έφυγαν όλοι και ξανάρχισε να συγυρίζει
απ΄ την αρχή το σπίτι,
ένιωσε αυτή την καθημερινή επανάληψη
να της λύνει τα γόνατα.
Κι άξαφνα
κατάλαβε τον ήλιο από τις λάμψεις που τίναζαν
τα πιρούνια στην κουζίνα
σαν ένα σμήνος ολόχρυσα πουλιά φωτίζοντας
τους τοίχους.
Τότε έβγαλε την ποδιά της, την ακούμπησε
στη ράχη της καρέκλας
και σκούπισε τα μάτια της.
Ο κόσμος, λοιπόν, είναι ολόχρυσος.

Γιάννης Ρίτσος
Θερινό Φροντιστήριο 1953-1964

6/8/10

Τα ξωτικά και ο ζηλιάρης γείτονας (Μνήμη)

Ένα ιαπωνικό παραμύθι που διηγούνται ως καλό μάθημα για εκείνους που δεν μπορούν να χαρούν την καλή τύχη των άλλων χωρίς να έχουν μερίδιο. Στη μνήμη των αδικοχαμένων κατοίκων της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, θυμάτων του μεγαλύτερου εγκλήματος που «άφησαν» οι επιστήμονες να γίνει στην ιστορία της ανθρωπότητας, από τους «συνήθεις» εγκληματίες αυτής.

Η Kikue Komatsu ήταν 37 ετών, όταν έριξαν την ατομική βόμβα στη Χιροσίμα. Είδε αυτή τη σκηνή, το πρωί της 7ης Αυγούστου 1945 μισό χιλιόμετρο από το σημείο μηδέν. Τριάντα χρόνια αργότερα δημιούργησε τον πίνακα στον οποίο γράφει: «Ψάχνοντας για την κόρη μου, πλησίασα σε ένα βουνό από πτώματα σε έναν από τους δρόμους της σφαγής. Άνθρωποι είχαν προφανώς σπεύσει να βυθίσουν τα πρόσωπά τους στο νερό της δεξαμενής, όπου έχασαν τη ζωή τους αγκαλιασμένοι. Πόσο πρέπει να είχαν ουρλιάξει για νερό; Η καρδιά μου πονά και προσεύχομαι γι΄ αυτούς». Πηγή

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ένας άνθρωπος ξέμεινε στα βουνά τη νύχτα και φοβούμενος την ερημιά αναζήτησε και βρήκε καταφύγιο στον κορμό ενός δέντρου. Όμως μετά από λίγη ώρα μαζεύτηκε γύρω από το δέντρο μια μεγάλη παρέα από ξωτικά του δάσους, γεγονός που θορύβησε ακόμη περισσότερο τον έρμο τον άνδρα ο οποίος τα κρυφοκοίταζε κατατρομαγμένος. Ωστόσο εκείνα δεν φαίνονταν να έχουν άγριες διαθέσεις. Αντίθετα, το ΄ριξαν στο κρασί και στο χορό σε σημείο που ο άνδρας ξέχασε τους φόβους του και ξεμυτίζοντας από το κοίλωμα του δέντρου πήγε κοντά τους και άρχισε να γλεντοκοπάει και ο ίδιος.

Όταν η μέρα ήταν έτοιμη να χαράξει τα ξωτικά είπαν στον άνδρα: «Είσαι πολύ ευχάριστος για συντροφιά και θέλουμε να ξανάρθεις. Πρέπει, όμως, να το υποσχεθείς και να κρατήσεις την υπόσχεσή σου». Και για να τον δεσμεύσουν, μάλιστα, πήραν μια τεράστια σαρκώδη ελιά που είχε ο άνθρωπος στο μέτωπό του, εκ γενετής, και την κράτησαν αμανάτι. Μετά ο καθένας πήγε στον προορισμό του.

Ο άνθρωπος ήταν πολύ ικανοποιημένος όχι μόνο επειδή πέρασε μια τόσο ευχάριστη βραδιά αλλά κι επειδή ξεφορτώθηκε το σημάδι που κουβαλούσε μια ζωή. Και ήταν τόση η χαρά του που, σαν έφτασε στον τόπο του, διηγήθηκε την περιπέτειά του σε όλους τους συγχωριανούς του. Ανάμεσα σε αυτούς που την άκουσαν ήταν και ένας γείτονάς του που κάθε άλλο παρά φίλος του ήταν. Είχε τόσο μεγάλο φθόνο για τον άνδρα-φίλο των ξωτικών που αποφάσισε να περάσει και ο ίδιος μια νύχτα στον κορμό του δέντρου ίσα για να έχει κι εκείνος κάτι να λέει!

Αλίμονο όμως, την ώρα που αποφάσισε να το κάνει. Τα ξωτικά έχοντας καιρό να δούνε τον καλό τους σύντροφο είχαν ξεχάσει τα χαρακτηριστικά του με αποτέλεσμα όταν είδαν τον άνδρα να βγαίνει από τον κορμό του δέντρου να νομίζουν ότι ήταν ο φίλος τους που κράτησε την υπόσχεσή του. Κι έτσι χαρούμενα όπως ήταν θεώρησαν σωστό να του επιστρέψουν το αμανάτι! Τότε ένα από τα ξωτικά βγάζει από την τσέπη του την κρεατοελιά και την κολλάει με ενθουσιασμό στο μέτωπο του ζηλιάρη γείτονα που έφυγε από το χωριό με μια ελιά στο κούτελο και γύρισε με δύο!

Πηγή παραμυθιού: D. L. Ashliman

Απόδοση: α.μ.