Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

30/12/13

2014


Ο Νικολάς Γκιγιέν (1902-1989) θεωρείται ο Εθνικός Ποιητής της Κούβας, σύμβολο του αγώνα για την κατάργηση των ταξικών και φυλετικών διακρίσεων. 


Η τέχνη του Νορβηγού ζωγράφου Έντβαρντ Μουνκ (1863-1944) θεωρήθηκε «εκφυλισμένη» από τους Ναζί και με την άνοδό τους στην εξουσία απέσυραν όλα τα έργα του από τις γερμανικές πινακοθήκες.

29/12/13

Ο Μαύρος Πέτρος

.

Είναι γνωστό ότι ο Άγιος Βασίλης των Ορθοδόξων, ταυτίζεται με τον Άγιο Νικόλαο των Καθολικών. Και στην ιστορία αυτού του Αγίου, οι Δυτικοί έχουν προσθέσει διάφορα ξωτικά, ταράνδους κι άλλα στοιχεία που πηγάζουν από κάθε πολιτισμό.

Στις ΗΠΑ, πριν ο κόκκινος Άγιος Βασίλης γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής με τη διαφήμιση της Coca Cola (1931), όλοι τον φαντάζονταν όπως στον ολλανδικό μύθο του Sinter Klaas που μεταφέρθηκε στη Ν. Υόρκη από μετανάστες τον 17ο αιώνα.

Το 1773 έκανε την εμφάνισή του στον αμερικανικό Τύπο ως St. Α. Claus, αλλά εκείνος που  μετέφερε στο κοινό των ΗΠΑ λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την ολλανδική εκδοχή του Αγίου Νικολάου ήταν ο διάσημος συγγραφέας Ουάσινγκτον Ίρβινγκ. 

Στην Ιστορία της Νέας Υόρκης, που δημοσίευσε ο Ίρβινγκ στις 6 Δεκεμβρίου 1809 με το ψευδώνυμο Diedrich Knickerbocker, ο Άγιος Βασίλης περιγράφεται να καταφθάνει έφιππος την παραμονή της εορτής του Αγίου Νικολάου (6/12), χωρίς όμως τη συνοδεία του Μαύρου Πέτρου (Black Peter). Μάλιστα, η ιστορία αυτή άνοιξε κυριολεκτικά τις πόρτες των εντύπων στο συγγραφέα, ο οποίος φρόντισε να πλέξει έναν μύθο για τον Ολλανδό ιστορικό Diedrich Knickerbocker που πλήρωσε με το ..χειρόγραφό του το λογαριασμό του ξενοδοχείου του στη Ν. Υόρκη!

Αλλά ποιος ήταν αυτός ο Black Peter ή Zwarte Piet στην ολλανδική γλώσσα; Πρόκειται για το συνοδό του Αγίου Νικολάου, πολύ πριν τους τάρανδους και τα ξωτικά. Εμφανίζεται στην παράδοση των Ολλανδών τον 15ο αιώνα αποτελώντας το φυσικό αντίθετο του Αγίου.


Υποδηλώνοντας έμμεσα και την αποικιοκρατική ισχύ της χώρας αυτής, ο Μαύρος Πέτρος είναι μαύρος, ψηλός και αδύνατος, με σκούρα μαλλιά και γενειάδα αποτελώντας την κακή όψη των Χριστουγέννων. Ήταν εκείνος που αντί για δώρα μοίραζε κάρβουνα στα άτακτα παιδιά τα οποία μάλιστα αντί να τα χαϊδεύει όπως ο Ευρωπαίος Άγιος Βασίλης, καμιά φορά τους έριχνε και μια στο κεφάλι με το ραβδί που κρατούσε για το σκοπό αυτό.  Επίσης, υπήρχε μια παράδοση σύμφωνα με την οποία στο σακούλι του παράχωνε τα κακά παιδιά για να τα πάρει μαζί του στην Ισπανία!

Με τα χρόνια ο Μαύρος Πέτρος που είχε ταυτιστεί με το διάβολο, ξέπεσε σε βοηθό αφού ο θεόσταλτος Άγιος Βασίλης τον καθυπόταξε. Η απεικόνισή του δεν ήταν σταθερή. Αρχικά αποτυπωνόταν ως Ισπανός πειρατής ενώ αργότερα, στο απόγειο του ιμπεριαλισμού, ως Ινδός ή Αφρικανός και πάντως έτσι ώστε να αντανακλάται και η γεωπολιτική κατάσταση της κάθε εποχής. Δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις που ο Μαύρος Πέτρος απεικονίσθηκε με ιδιαίτερα ρατσιστικό τρόπο, ως σκλάβος με δεσμά, τα οποία βέβαια ισχυρίζονταν ότι συμβόλιζαν την υποταγή του Διαβόλου στο Θεό.

Πάντως, από τότε που έγινε υπάλληλος του Άγιου Βασίλη, η δουλειά του ήταν να αντικαθιστά τα χόρτα και τα καρότα που άφηναν τα παιδιά στα παπούτσια τους κάτω από τις καπνοδόχους με γλυκά και δώρα. Κι όταν αυτά δεν ήταν φρόνιμα την είχαν άσχημα, γιατί ο Μαύρος Πέτρος δεν άφηνε τίποτε!

Στους άλλους λαούς της Βόρειας Ευρώπης (Αυστρία, Γερμανία και Ελβετία) το κακό πνεύμα που υπηρετούσε τον Άγιο Βασίλη, για την τιμωρία των ανήσυχων παιδιών, περιγραφόταν ως κερασφόρο τέρας, με μακριά μαλλιά και κόκκινη γλώσσα και ήταν γνωστό με διάφορα ονόματα, όπως: Klaubauf, Krampus, Grampus και Bartel.

Μέχρι σήμερα ο Μαύρος Πέτρος υπάρχει σε διάφορες εκδοχές, ωστόσο έχει χάσει το ραβδί του και το ντύσιμό του, χαρακτηρίζεται από αναγεννησιακό στυλ: κοντά παντελόνια, κάλτσες κι ένα καπέλο με φτερό. Για να μην χάσει δε, τη σύνδεσή του με την Αφρική φοράει πάντα χρυσά σκουλαρίκια. Μοιάζοντας, πια, περισσότερο με ξωτικό, ο ρόλος του είναι απλώς να βοηθά τον Άγιο Νικόλαο να μοιράσει τα δώρα την παραμονή της γιορτής του, στις 6 Δεκεμβρίου.
.
Πηγές

Ενδιαφέρον
Σε μια περιπέτεια του Σέρλοκ Χολμς  με τίτλο Η Περιπέτεια του Μαύρου Πέτρου,  ο Σερ Άρθρουρ Κόναν Ντόυλ, εξηγεί ότι ο πρωταγωνιστής-θύμα είχε λάβει αυτό το όνομα όχι μόνο επειδή ήταν μελαψός με τεράστια γενειάδα αλλά κι επειδή ήταν ο τρόμος και ο φόβος όλων γύρω του. 

22/12/13

Τα Φετεινά Κάλαντα

[Δημοσιεύθηκαν στο «Ριζοσπάστη» της 25ης Δεκεμβρίου 1946, με την υπογραφή «Α.Γ.». Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτότυπου. Με  πλάγια γραφή προτείνεται η προσαρμογή στίχων στο παρόν, για την οποία, όπως θα διαπιστώσετε, δεν απαιτούνται και πολλές παρεμβάσεις. Το χαρακτικό, επίσης από το ίδιο φύλλο, πρωτοσέλιδα, με τίτλο και υπότιτλο «Χριστούγεννα 1946. Μακρυά από το σπίτι τους, στο νησί της εξορίας»]


Χριστός γεννάται σήμερον

Καλήν εσπέραν Άρχοντες κι αρχοντογεννημένοι
και Άγγλοι που στην πλάτης μας είσαστε καθισμένοι.
(κι Ευρωπαίοι που στην πλάτης μας είσαστε καθισμένοι).
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει
αλλού οι λαοί αγάλλονται κι εδώ οι δοσίλογοι όλοι!
(αντί όλοι οι λαοί ν΄ αγάλλονται, μόνο οι δοσίλογοι όλοι!)

Ήταν και τότε Κατοχή στη γη των Ιουδαίων
κι απογραφή διέταξε ο … Νόρτον των Ρωμαίων.
(κι απογραφή διέταξε ο … Τόμσεν των Ρωμαίων.)
Κι ο Ιωσήφ σαν τώμαθε αμέσως ξεκινάει
μαζύ με τη Μαρία του, στη Βηθλεέμ να πάει.
Στην πόλη φθάνει και ζητεί μια στέγη για να μείνει
γατί η Μαρία προ παντός χρειαζότανε μια κλίνη.
Μα όπου κι αν εχτύπησε, παντού, σ΄ όλες τις θύρες
για νοίκι του ζητήσανε… Χρονιάτικο και λίρες!
(για νοίκι του ζητήσανε… Χαράτσια και τοκογλυφίες!)
(για νοίκι του ζητήσανε… Χαράτσια και εφορίες!)

Κι ο Ιωσήφ κατέφυγε στο σπήλαιο με φούρια
κι εκεί τον εδεχθήκανε τα βώδια, τα γαϊδούρια,
γιατί εκείνα ήτανε, ω φίλοι συμπολίτες,
γαϊδούρια κι όχι σύγχρονοι… μεγαλοϊδιοκτήτες!
Εν τω σπηλαίω τίκτεται ο ποιητής των όλων
και οι άγγελοι, που έψαλλον εις τον ουράνιο θόλον,
ευθύς προτάσεις είχανε ναρθούνε στην Αθήνα,
να πούνε το τραγούδι τους και μέσ΄ στην… Αρζεντίνα.
(να πούνε το τραγούδι τους όπως στην Αρζεντίνα).

Ενώ οι ποιμένες έψαλλαν το Δόξα εν υψίστοις
Του Παπανδρέου έλαμψε η νέα του η… πίστις.
-πιστεύομεν, πιστεύομεν, ο Παπατζής φωνάζει
(-λεφτά έχομεν, έχομεν, ο Παπατζής φωνάζει)
Και όλοι, εχθροί και φίλοι του, με δαύτον κάνουν χάζι.

Εκ της Περσίας έρχονται οι μάγοι με τα δώρα
να φέρουν λίγη ενίσχυση στη δόλια μας τη χώρα.
Μα όλα τους τα εφόδια, που λέτε, μάνι-μάνι
τα πήραν οι ημέτεροι και οι βιομηχάνοι.
Αυτοί επήραν τον χρυσόν ευθύς σαν τα κοράκια
και τον κατεσπατάλησαν να φέρουνε… χτενάκια.
(και τον κατεσπατάλησαν να φέρουν… δανειάκια).
Τον λίβανον τον πήρανε, χωρίς ποσώς ν΄ αργήσουν
Οι βουλευτές μες στη Βουλή, τον Σματς να λιβανίσουν
(Οι βουλευτές μες στη Βουλή, την Τρόικα να λιβανίσουν).

Τότε λοιπόν για τον Χριστόν ως ήκουσε ο Ηρώδης
αμέσως εταράχθηκεν κι έγινε θηριώδης.
Και τις ορδές του διέταξε, παιδιά παντού ν΄ αρπάξουν
κι όλα τα συνομήλικα με το Χριστό να σφάξουν.
Και ήταν τότε απέραντος ο χαλασμός και σάλος.
Μόν΄ ο Σοφούλης γλίτωσε γιατί ήταν πιο μεγάλος!
(Μόν΄ ο Βενιζέλος γλίτωσε γιατί ήταν πιο μεγάλος!)
Έμοιαζε κείνο το κακό και των σπαθιών η χρήσις
Με του Δραγούμη τις γνωστές εδώ επιχειρήσεις
(Με του Μάνεση τις γνωστές εδώ επιχειρήσεις)
Κι όπως ηκούσθη η Ραχήλ τον θρήνον να λέει
Έτσι ηκούσθη και η Ελλάς τα τέκνα της να κλαίει!

Μα σήμερα Χριστούγεννα, ο κόσμος διηγιέται
πως της Αγάπης ο Θεός στην ύπαιθρο γεννιέται.
Κι ο Γονατάς, σαν τώμαθε, στράβωσε το στόμα
(Κι ο Σαμαράς, σαν τώμαθε, στράβωσε το στόμα)
Κι επήρε, από την κακίαν του, του Ρεΐζέν το χρώμα.
(Κι επήρε, από την κακίαν του, του Σόιμπλε το χρώμα.)
Και σαν Ηρώδης έτρεξε, το βρέφος να σπαράξει
Μα ο λαός θ΄ αγωνιστεί και θα το διαφυλάξει
γιατ΄ ένα αστέρι οδηγεί το Έθνος όλο τώρα,
τ΄ άστρο της Συμφιλίωσης, για να σωθεί η χώρα…
(τ΄ άστρο της Ανατροπής, για να σωθεί η χώρα…)

19/12/13

Αυλαία...

Σάββας Παπανικολάου (1966-2013)


Κάποτε θα ΄φευγες, και θα ΄µουν
εγώ που θα σου το ζητούσα.
Ξέρεις, καθένας έµαθε
κάποτε, κάπου, µια φορά,
ένα µονάχα τρόπο να ΄ναι·
τ’ άλλα κουβέντες άχρηστες,
µια θλιβερή περιφορά
σε δειλινά που αρνήθηκαν
κάποτε, κάπου, µια φορά,
να µας συντρίψουν.
(Κι όµως, καθένας έµαθε
να νοσταλγεί τη συντριβή του.)

Κάποτε θα ΄φευγες· πως ήταν
κάποια στιγµή που φάνηκε να σµίγουν
δρόµοι σαφώς ασύµβατοι, δεν έχει σηµασία:
νύχτα, κι η νύχτα, µια φορά
τουλάχιστον, θα κάµψει την κάθε διαφορά.
Όσο για µας: αυτό που φεύγει και µακραίνει
διαφέρει κατά συντριβή
απ΄ ό,τι φεύγεται και µένει.


Γιώργος Μπλάνας, Νύχτα,  Ποίημα 9, Νεφέλη 1991.

11/12/13

Η Κόρη του Χιονιού

Ένα «παγωμένο» ρωσικό παραμύθι με αφορμή τα προσωρινά μέτρα «ανακούφισης» των φτωχών. Ένα παραμύθι που μας παραπέμπει στα μπαλώματα του καπιταλισμού και τις κάλπικες υποσχέσεις των ψευδοαντιπάλων του.



Βίκτωρ Μιχαΐλοβιτς Βασνιετσώφ, Η Κόρη του Χιονιού, 1899.

Πριν από πολλά-πολλά χρόνια, σε μια ξύλινη καλύβα ενός μακρινού ρώσικου χωριού ζούσε ένα ζευγάρι χωρικών. Ο Ακέμ και η Μάσα ήταν πολύ αγαπημένοι μα κάτι έλειπε για να συμπληρώσει την ευτυχία και την αρμονία τους: ένα παιδί.
Το λαχταρούσαν και οι δύο και γι΄ αυτό συνήθιζαν να κάθονται πλάι στο παράθυρο ή την πόρτα της καλύβας τους, κοιτάζοντας τα παιδιά των γειτόνων να παίζουν. Εκείνες τις στιγμές εύχονταν μέσα τους  να είχαν κι αυτοί ένα παιδί. Περνώντας όμως τα χρόνια η ευχή έγινε λύπη.

Μια κρύα μέρα του χειμώνα, όταν το χιόνι στρώθηκε παχύ-παχύ στους δρόμους ο Ακέμ και η Μάσα παρακολουθούσαν σιωπηλοί τ΄ αγόρια του χωριού  να παίζουν χιονοπόλεμο για να ζεσταθούν φτιάχνοντας ταυτόχρονα χιονάνθρωπους, θηλυκούς κι αρσενικούς.
Ξαφνικά ο Ακέμ, χαμογελώντας, γυρίζει προς τη Μάσα και της λέει: «Τι λες Μάσα,  δεν βγαίνουμε κι εμείς έξω να φτιάξουμε έναν χιονάνθρωπο, όπως τα παιδιά;»
Η Μέσα γέλασε κι εκείνη, αλλά έστω κι αν της φαινόταν παράξενο στην ηλικία τους να κάνουν τέτοιο πράγμα, του αποκρίθηκε: «Ναι! Ας πάμε! Μπορεί να  φτιάξει και το κέφι μας, λιγάκι. Αλλά δεν βλέπω γιατί θα πρέπει να φτιάξουμε έναν άντρα ή μια γυναίκα από χιόνι κι όχι ένα παιδί που έτσι κι αλλιώς στην πραγματικότητα η ζωή μάς το έχει στερήσει;».
«Πιστεύω Μάσα, ότι το μυαλό σου δουλεύει αρκετά έξυπνα, παρ΄ όλη την ηλικία! Έλα, λοιπόν, πάμε να στρωθούμε στη δουλειά!», απάντησε ο Ακέμ.  

Το ηλικιωμένο ζευγάρι βγήκε έξω, κι άρχισαν να παίζουν με το χιόνι φτιάχνοντας ένα παιδί. Έφτιαξαν τα πόδια, το σώμα, τα χέρια και τη στιγμή που έβαλαν μια χιονόμπαλα για κεφάλι, καμαρώνοντας το χιονόπαιδο που δημιούργησαν,  ένας άγνωστος περαστικός κοντοστάθηκε και τους ρώτησε: «Πώς το λένε το θαύμα που φτιάξατε;».
«Κόρη του Χιονιού!» απάντησε γελώντας η Μάσα, εξηγώντας  το πώς και το γιατί.  
«Μπορεί οι Άγιοι να σε βοηθήσουν!» είπε εκείνος και συνέχισε το δρόμο του.  
Όταν πια είχαν στερεώσει καλά την Κόρη του Χιονιού, ο Ακέμ άρχισε να φτιάχνει τη μύτη, δύο τρύπες για μάτια, και μια μικρή γραμμή για στόμα. Μόλις όμως χάραξε το στόμα, εμβρόντητος αισθάνθηκε ζεστή ανάσα να βγαίνει απ΄ αυτό. Γρήγορα τράβηξε το χέρι του μακριά και κοιτώντας τις τρύπες των ματιών αντίκρισε δυο όμορφα, πραγματικά, μπλε μάτια! Τα χείλη ζωντάνεψαν και κοκκίνισαν και η μύτη ζωήρεψε κι αυτή. Μα στ΄ αλήθεια κανείς άλλος δεν είχε τόσο όμορφη, λεπτή και μικρούλα μύτη.  

«Θεέ μου! Τι συμβαίνει; Είναι πειρασμός του Κακού αυτό;», φώναξε ο Ακέμ, χτυπώντας πολλές φορές το πρόσωπό του για να συνέλθει. Όμως η Κόρη του Χιονιού είχε ήδη τυλίξει τα χεράκια της γύρω από το λαιμό του και τον φιλούσε όπως ένα ζωντανό πλάσμα.
«Ακέμ! Ακέμ!» Φώναξε η Μάσα τρέμοντας από χαρά, «επιτέλους μας λυπήθηκε ο Θεός κι έστειλε αυτό το παιδί να μας ξανανιώσει στα γεράματα».
Μα τη στιγμή που η Μάσα ετοιμαζόταν ν΄ αγκαλιάσει το χιονόπαιδο, προς μεγάλη έκπληξη και των δύο, το χιόνι κύλισε στη γη και από μέσα ξεπήδησε ένα όμορφο κοριτσάκι!
«Θεέ μου! Μικρούλα Κόρη του χιονιού! Μικρή μου αγάπη!», φώναξε η τρισευτυχισμένη Μάσα οδηγώντας το πεντάμορφο κοριτσάκι στην καλύβα τους. Εν τω μεταξύ ο Ακέμ δεν είχε συνέλθει ακόμη. Ξύνοντας το κεφάλι του, απορούσε και προβληματιζόταν γι΄ αυτό που συνέβη. Δεν ήξερε καλά-καλά αν ήταν ξύπνιος ή ονειρευόταν. Ήξερε όμως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

Αλλά, η Κόρη του Χιονιού ήταν εκεί μαζί τους, προσφέροντας τόση ευτυχία όση δεν είχαν ποτέ και μάλιστα μεγάλωνε ώρα με την ώρα, ώστε πολύ γρήγορα έγινε ένα ψηλό, όμορφο και χαριτωμένο κορίτσι. Κι ο Ακέμ  τελικά αποδέχθηκε ότι όλα ήταν φυσιολογικά μια και το καλύβι τους ήταν γεμάτο από χαρά. Τώρα πια, τα κορίτσια και τ΄ αγόρια του χωριού ήταν συχνοί επισκέπτες, έπαιζαν, διάβαζαν και τραγουδούσαν με την Κόρη του Χιονιού η οποία έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να διασκεδάζουν όλοι γύρω της. Μιλούσε, γελούσε, και ήταν τόσο χαρούμενη και τόσο εγκάρδια, ώστε όλοι την αγαπούσαν πολύ, και προσπαθούσαν με τη σειρά τους να την ευχαριστήσουν με κάθε δυνατό τρόπο. Ταυτόχρονα, όμως, δεν υπήρξε ποτέ καλύτερη και πιο υπάκουη κόρη από την Κόρη του Χιονιού.

Το κορίτσι-δώρο είχε ένα υπέροχο δέρμα, λευκό σαν το χιόνι, τα μάτια της ήταν σαν τα λουλούδια «μη-με-λησμόνει», τα χείλη και τα μάγουλά της, σαν τα τριαντάφυλλα. Ήταν η εικόνα της πραγματικής υγείας και της ομορφιάς. Με τα όμορφα χρυσά μαλλιά της να κυλούν στην πλάτη της, έμοιαζε ακριβώς όπως ένα δεκαεπτάχρονο κορίτσι, κι ας ήταν μόλις λίγων ημερών!  
Μια μέρα η Μάσα είπε στο σύντροφό της: «Ακέμ, πόσο καλός στάθηκε ο Θεός μαζί μας; Πόσο χαρούμενους μας έκανε η Κόρη του Χιονιού αυτές τις λίγες μέρες που είναι κοντά μας, και πόσο λυπημένοι και γκρινιάρηδες ήμασταν πριν.»
«Ναι, Μάσα», αποκρίθηκε ο Ακέμ, «οφείλουμε να ευχαριστήσουμε το Θεό για όλα όσα έχει κάνει για μας, και Τον ευχαριστώ που έχουμε χαρά αντί για λύπη, στο σπιτικό μας.»

Ο Χειμώνας πέρασε, οι ουρανοί καθάρισαν, την Άνοιξη βγήκε ο ήλιος και για μια ακόμη φορά τα χελιδόνια άρχισαν να γυρίζουν, το γρασίδι και τα δέντρα έγιναν πράσινα. Όλα μαζί τα κορίτσια των Ρώσων χωρικών, μαζεύονταν στο δάσος να χορέψουν και να τραγουδήσουν με τ΄ αγόρια. Αλλά η Κόρη του Χιονιού ένιωθε  να βαριέται.
«Τι έχεις αγάπη μου;» ρώτησε η Μάσα, «είσαι άρρωστη; Είσαι πάντα τόσο φωτεινή και χαρούμενη, και τώρα είσαι τόσο βαριεστημένη λες και ξαφνικά κάποιος σου έκανε μάγια».
«Όχι, μανούλα μου. Δεν συμβαίνει τίποτα αγαπημένη μου», είπε η Κόρη του Χιονιού, αλλά εξακολουθούσε να βρίσκεται στην ίδια κατάσταση. Σταδιακά άρχισε να χάνει το ροδαλό της χρώμα και ν΄ αποκτά, όλο και περισσότερο την όψη μιας δυστυχισμένης, γεγονός που θορύβησε τους ανθρώπους γύρω της.

Το τελευταίο χιόνι είχε πλέον εξαφανιστεί, οι κήποι άρχισαν να ανθίζουν, τα ποτάμια και οι λίμνες κελάρυζαν, τα πουλιά τραγουδούσαν χαρούμενα. Όλος ο κόσμος αισθανόταν πιο χαρούμενος μα η Κόρη του Χιονιού γινόταν όλο και πιο δυστυχισμένη.
Καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα στο πιο δροσερό μέρος της καλύβας. Αγαπούσε το κρύο του χειμώνα, ήταν ο καλύτερος φίλος της, και μισούσε αυτή τη φρικτή ζέστη. Ήταν ευτυχισμένη όταν έβρεχε λίγο, μα ψηνόταν από τον ήλιο μετά τη βροχή. Δεν την απασχολούσε ο χειμωνιάτικος ήλιος αλλά ο καλοκαιρινός που ήταν και ο εχθρός της.  Πράγμα πολύ φυσιολογικό αφού το κορίτσι γεννήθηκε το χειμώνα, μέσα από το χιόνι!

Επιτέλους, έφτασε η μεγάλη γιορτή του Καλοκαιριού. Οι νέοι και οι νέες του χωριού επισκέφθηκαν την Κόρη του Χιονιού ζητώντας από τη Μάσα να την αφήσει να πάει μαζί τους στο δάσος. Στην αρχή η Μάσα αρνήθηκε, αλλά τα κορίτσια την παρακάλεσαν τόσο πολύ, ώστε αφού το σκέφτηκε για τα καλά, έδωσε τη συγκατάθεσή της θεωρώντας ότι η γιορτή θα φτιάξει το κέφι της θυγατέρας της.
«Αλλά», είπε, «να την προσέχετε όπως εγώ, σαν κόρη οφθαλμού! Αν της συμβεί κάτι, δεν ξέρω τι θα κάνω!»
«Εντάξει! Εντάξει! Θα την προσέχουμε! Το ίδιο την αγαπάμε κι εμείς», φώναξαν οι νέοι και τράβηξαν μαζί με την Κόρη του Χιονιού προς το δάσος όπου τα κορίτσια έπλεκαν στεφάνια την ώρα που τα αγόρια μάζευαν ξύλα για να τα κάψουν.

Την ώρα του ηλιοβασιλέματος άναψαν τη φωτιά, και στάθηκαν όλοι στη σειρά, αγόρια και κορίτσια, για να περάσουν από πάνω της. Τελευταία στάθηκε η Κόρη του Χιονιού.  
«Μη φοβάσαι», της είπαν τα κορίτσια, «μη μένεις πίσω, πήδηξε μετά από εμάς.»
Με το «Ένα! Δύο! Τρία!» πήραν φόρα και πήδηξαν χαρούμενες τις φλόγες. Ξαφνικά ακούστηκε μια διαπεραστική κραυγή και κοιτάζοντας γύρω ανακάλυψαν ότι η Κόρη του Χιονιού ήταν άφαντη!
«Αχ», φώναξαν, γελώντας, «μας κάνει ένα από τα γνωστά κόλπα της. Το πιο πιθανό είναι να έχει κρυφτεί κάπου. Ελάτε, πάμε να την ψάξουμε».  
Χωρίστηκαν ανά δύο και άρχισαν να την αναζητούν προς όλες τις κατευθύνσεις. Αλίμονο, όμως, χωρίς αποτέλεσμα! Κανείς δεν μπόρεσε να βρει τη χαμένη φίλη τους. Σύντομα τα ευτυχισμένα προσωπάκια τους σκυθρώπιασαν και  η χαρά έδωσε τη θέση της στη θλίψη και την αγωνία. Όταν συναντήθηκαν όλοι ξανά, στην άκρη του δάσους, άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους για να βεβαιωθούν ότι έψαξαν παντού.
«Ίσως να έχει πάει στο σπίτι της», είπε ένας.
Αυτή η σκέψη έλαμψε ως ελπίδα. Έτσι, όλοι μαζί, έτρεξαν στη φτωχική καλύβα της Μάσα και του Ακέμ.  Μα ούτε κι εκεί βρήκαν την Κόρη του Χιονιού. Έψαχναν κι όλη  την επόμενη μέρα και τη νύχτα, και την τρίτη και την τέταρτη. Την αναζητούσαν στο χωριό, καλύβα-καλύβα, και στο δάσος, δέντρο-δέντρο, θάμνο-θάμνο. Μάταια όλα! Πουθενά δεν μπόρεσαν τη βρουν.

Περιττό να πούμε ότι η θλίψη των φτωχών γονιών της δεν περιγράφεται με λόγια. Ο Ακέμ και η Μάσα ήταν απαρηγόρητοι. Κάθε μέρα, κάθε νύχτα η Μάσα περιπλανιόταν στο δάσος καλώντας την χαμένη θυγατέρα της σαν τρελή: «Ω, μικρή μου Κόρη του Χιονιού! Ω! μικρή μου αγάπη!»
Αλλά καμιά απάντηση δεν πήρε στο κάλεσμά της. Ούτε μια λέξη από τη γλυκιά φωνούλα. Η Κόρη του Χιονιού δεν πρόκειται να βρεθεί ποτέ. Αυτό ήταν βέβαιο, πια. Αλλά πώς εξαφανίστηκε, πού είχε πάει; Την είχαν κατασπαράξει τα άγρια ζώα του δάσους ή την άρπαξε κάποιο αρπακτικό πουλί και τη μετέφερε μακριά  προς τη θάλασσα; Όχι, δεν ήταν τ΄ άγρια θηρία, ούτε τ΄ αρπακτικά, αλλά καθώς η μικρούλα πηδούσε πάνω από τη φωτιά εξατμίστηκε και σαν λεπτό σύννεφο πέταξε ψηλά στον ουρανό.

Απόδοση: Α.Μ.

Πηγή: Edith M. S. Hodgetts, Tales and Legends from the Land of the Tzar: Collection of Russian Stories, 2nd edition, London: Griffith Farran and Company, 1891, pp. 46-52. Διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο του D. L. Ashliman μαζί με άλλες εκδοχές του.