Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

25/6/11

Οι τρεις αγελάδες

Ένα αγγλικό παραμύθι από τη συλλογή του καθηγητή D.L.Ashliman. Απόδοση στην ελληνική: α.μ.

MΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ζούσε ένας γεωργός που είχε τρεις πανέμορφες και αφράτες αγελάδες, τη Φατσούλα, τη Διαμαντούλα και την Ομορφούλα. Ένα πρωί φτάνοντας στο στάβλο, βρήκε τη Φατσούλα τόσο αδυνατισμένη που μπορούσε να την πάρει ο αέρας. Το δέρμα της κρεμόταν σαν άδεια σακούλα καθώς ίχνος κρέατος δεν είχε μείνει πάνω της. Ακίνητη εκεί, η Φατσούλα, τον κοιτούσε με τα τεράστια μάτια της λες κι αντίκριζε φάντασμα. Την ίδια μέρα όμως είχε όμως συμβεί και κάτι ακόμη. Στο τζάκι της κουζίνας του υπήρχε ένας σωρός από στάχτη όμοια με εκείνην που αφήνουν τα ξύλα όταν καίγονται, γεγονός που έκανε το γεωργό να αναρωτιέται αν όλα όσα έβλεπε ήταν πραγματικότητα. Την επόμενη μέρα, η γυναίκα του βγαίνοντας από το σπίτι είδε τη Διαμαντούλα μεταμορφωμένη σε ένα σακί από κόκαλα, σαν τη Φατσούλα δηλαδή, ενώ η στοίβα με τα καυσόξυλα είχε μείνει μισή. Αλλά και στο τζάκι, το ύψος της στάχτης είχε φτάσει το ένα μέτρο!

Φραντς Μαρκ[*], Η μοίρα των ζώων, 1901, Μουσείο Κουνστ, Βασιλεία, Ελβετία. Wikipedia


Μια και δυο λοιπόν, ο γεωργός αποφάσισε να μείνει ξάγρυπνος τη νύχτα μήπως και καταλάβει, επιτέλους, τι συμβαίνει. Έτσι, κρύφτηκε σ΄ ένα ντουλάπι από το οποίο μπορούσε να ελέγχει όλο το σπίτι του, κι άφησε την πόρτα μισάνοιχτη ώστε να δει ποιος ή τι θα μπει μέσα. Οι ώρες πέρναγαν και μόνο το ρυθμικό «τικ, τακ» του ρολογιού ακουγόταν. Ο γεωργός είχε αρχίσει να κουράζεται, πια, και στην προσπάθειά του να παραμείνει ξύπνιος δάγκωνε το μικρό του δάκτυλο. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του σπιτιού και χίλια ξωτικά, γελώντας και χορεύοντας, εισέβαλαν μέσα τραβώντας την Ομορφούλα από το σκοινί μέχρι το κέντρο του δωματίου. Εκείνος, αν και ήταν σίγουρος ότι από στιγμή στιγμή θα πέθαινε από την τρομάρα του, μπόρεσε να κρατηθεί ζωντανός, μόνο και μόνο από περιέργεια για ό,τι θα ακολουθούσε.

Ακόμη κι ο χρόνος φαινόταν να είχε σταματήσει γι΄ αυτόν. Τρομοκρατημένος, όπως ήταν, δεν άκουγε ούτε το «τικ, τακ» του ρολογιού και το μόνο που τον απασχολούσε ήταν η δύστυχη Ομορφούλα, η τελευταία όμορφη αγελάδα του. Είδε τα ξωτικά να τη ρίχνουν κάτω, να πέφτουν πάνω της και να τη γδέρνουν με τα μαχαίρια τους. Είδε να τρέχουν μερικά απ΄ αυτά έξω στην αυλή και να επιστρέφουν κουβαλώντας καυσόξυλα ανάβοντας μια μεγάλη φωτιά στο τζάκι. Είδε να μαγειρεύουν το κρέας της Ομορφούλας του, ψητό, τηγανητό κι όπως αλλιώς γίνεται. Ξαφνικά ένα από τα ξωτικά, που φαινόταν να είναι ο βασιλιάς τους φώναξε: «Προσέξτε, μην σπάσει ούτε ένα κόκκαλο!».

Όταν πια, όλα τα δαιμόνια είχαν καταβροχθίσει κάθε ίχνος κρέατος, ξεκίνησαν να παίζουν με τα κόκαλα, πετώντάς τα μεταξύ τους. Όμως, μέσα σε αυτό το πανδαιμόνιο ένα κοκαλάκι από το πόδι της Ομορφούλας βρέθηκε πολύ κοντά στην πόρτα της ντουλάπας που ήταν κρυμμένος ο γεωργός. Εκείνος κατατρόμαξε και μόνο στη σκέψη ότι τα ξωτικά θα το αναζητήσουν και απλώνοντας δειλά το χέρι του, το τράβηξε μέσα. Την ίδια στιγμή είδε τον βασιλιά των ξωτικών, όρθιο στο τραπέζι να διατάζει: «Μαζέψτε τα κόκαλα!», κι αμέσως εκείνα άρχισαν να σεργιανούν στο δωμάτιο, μαζεύοντάς τα ένα-ένα. «Τακτοποιήστε τα, τώρα», διέταξε ξανά ο βασιλιάς, και τα ξωτικά τα έβαλαν όλα στη θέση τους, μέσα από το δέρμα της αγελάδας, που δίπλωσαν με περισσή τεχνική. Στη συνέχεια ο βασιλιάς, άρχισε να κτυπά με το ραβδί του τη μάζα οστών και δέρματος και σε λίγο ακούστηκε ένα πονεμένο μουγκανητό. Η αγελάδα ξαναζωντάνεψε!

Αλίμονο όμως! Όταν τα ξωτικά άρχισαν να την τραβούν πίσω στο στάβλο, τα πράγματα ήταν δύσκολα για εκείνην αφού της έλειπε κάτι από το ένα της πόδι. Αλλά ήταν πια πολύ αργά. Ο κόκορας ξημέρωνε μια νέα μέρα και τα ξωτικά κρύφτηκαν αφήνοντας την Ομορφούλα δυο φορές πληγωμένη και τον γεωργό τρέμοντας να κουκουλώνεται στο σκεπάσματά του.

Επίκαιρο ηθικό δίδαγμα
Η περιέργεια και η αγωνία δεν σε σώζουν. Αντίθετα, σε οδηγούν στη φυγομαχία που σημαίνει το τέλος σου.


[*]Φραντς Μαρκ (Franz Marc, 1880-1916)
Γερμανός εξπρεσιονιστής ζωγράφος και χαράκτης, ιδρυτικό μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας «Ο Γαλάζιος Καβαλάρης», στην οποία συμμετείχε, μεταξύ άλλων Ρώσων καλλιτεχνών-μεταναστών, και ο Β. Καντίνσκι. Γεννήθηκε στο Μόναχο από πατέρα ζωγράφο ενώ η μητέρα του ήταν γνωστή ως πιστή καλβινίστρια. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της πόλης του ενώ μεταξύ 1903-1907 μελέτησε τεχνικές στο Παρίσι όπου συναναστράφηκε με πολλούς καλλιτέχνες μεταξύ των οποίων και η Σάρα Μπερνάρ. Εκεί, όμως, διαπίστωσε και έντονες ομοιότητες του έργου του με εκείνων του Βίνσεντ βαν Γκογκ. Την ίδια περίοδο μελέτησε την τεχνική της βυζαντινής αγιογραφίας επισκεπτόμενος τη Θεσσαλονίκη και το Άγιο Όρος, τουλάχιστον.

Επηρεασμένος από τον φουτουρισμό και τον κυβισμό ανέπτυξε μια δική του, ξεχωριστή, τεχνική αποτυπώνοντας συνήθως ζώα στο φυσικό τους περιβάλλον. Το έργο του διακρίνεται από έντονη απλότητα, βαθύτατη ευαισθησία και χαρακτηριστικά χρώματα τα οποία εκφράζουν συγκεκριμένα νοήματα και σκοπούς: το μπλε για την αρρενωπότητα και την πνευματικότητα, το κίτρινο για τη θηλυκότητα και τη χαρά, το κόκκινο για τη βία.

Η προσωπική του ζωή ήταν θυελλώδης με μεγάλους έρωτες και δύο γάμους. Σκοτώθηκε στη μάχη του Βερντέν, από γαλλική σφαίρα, λίγο πριν την αναχώρηση από το μέτωπο των σπουδαίων καλλιτεχνών που είχαν αποφασίσει οι Γερμανοί με σκοπό να τους προστατεύσουν. Οι Ναζί καταδίκασαν το έργο του Μαρκ, χαρακτηρίζοντας τον ίδιο ως «εκφυλισμένο καλλιτέχνη». Το συγκεκριμένο έργο ολοκληρώθηκε το 1913 και φέρει στο πίσω μέρος σημείωση του ζωγράφου στην οποία εκφράζει την έντονη αγωνία του για τον επικείμενο πόλεμο.