Για την Ευρωπαϊκή Ημέρα Μουσικής, την ημέρα του θερινού ηλιοστάσιου (21 Ιουνίου) κι επειδή εδώ είναι Βαλκάνια... δεν είναι παίξε - γέλασε, όπως τόνιζε, κάποτε, και ο Διονύσης.
.
Το μπουλγαρί είναι ένα τρίχορδο όργανο που κατατάσσεται στην οικογένεια των ταμπουράδων, μουσικών οργάνων τα οποία χρονολογούνται από την αρχαιότητα όπως άλλωστε δηλώνει και το όνομά τους. Πράγματι οι μεν Αρχαίοι Έλληνες με το όνομα «πανδουρίς» προσδιόριζαν τα μονόχορδα όργανα με μικρό ηχείο και μακρύ βραχίονα ενώ οι Ασσύριοι και οι Σουμέριοι με τη λέξη «παντούρ» εννοούσαν το μικρό τόξο. Οι ταμπουράδες που συναντώνται συχνότερα στη δημοτική ποίηση είναι το μπουλγαρί, το γιογγάρι, το μπουζούρι, το πανδούρι και καραντουζένι και φυσικά ο γνωστός ταμπουράς. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι τα όργανα αυτά είναι τα συνηθέστερα στη δημοτική ποίηση όχι μόνο σε σχέση με τους άλλους ταμπουράδες αλλά και με όλα τα υπόλοιπα. Επιπλέον διαπιστώνονται και στα δημώδη άλλων εθνών όπως Αιγυπτίων, Ιρακινών και Τούρκων (οι περιοχές με βάση τα σύγχρονα κράτη).
Οι μελετητές της ιστορίας των ταμπουράδων αναφέρουν ότι πρόκειται για όργανα που εμφανίσθηκαν στον ελλαδικό χώρο πολλούς αιώνες πριν, υιοθετήθηκαν από τους Άραβες και επέστρεψαν και πάλι στη χώρα μας με παραλλαγμένη ονομασία, τόσο ώστε να τα θεωρούμε σήμερα ανατολίτικα παραβλέποντας την αρχαιοελληνική προέλευση των λέξεων. Πάντως τα όργανα αυτά κυριάρχησαν στο χώρο που καταλάμβανε η Οθωμανική Αυτοκρατορία και δικαίως θεωρούνται αντικείμενα πολιτισμικής ανταλλαγής. Ειδικότερα για το μπουλγαρί, έτυχε ευρείας χρήσης στην Κρήτη ωστόσο δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν εμφανίσθηκε εκεί ταυτόχρονα με τους Τούρκους. Το βέβαιο είναι ότι την εποχή της Ενετοκρατίας το όργανο κυριαρχούσε στην αστική κρητική μουσική με εκτελεστές Τούρκους, Τουρκοκρητικούς (εξισλαμισμένοι Έλληνες της Κρήτης) και Χριστιανούς οι οποίοι τραγουδούσαν, όλοι, τα ίδια πράγματα στις δύο γλώσσες. Έτσι σιγά σιγά ταυτίστηκε με τη μουσική παράδοση των μεγάλων πόλεων του νησιού (Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο) με κορύφωση τα ταμπαχανιώτικα τραγούδια, όπου συναντώνται τρεις μουσικοί πολιτισμοί: ο κρητικός, ο μικρασιάτικος και εκείνος του ρεμπέτικου.
Το μπουλγαρί κατασκευάζεται από ξύλο μουριάς και απαιτεί υπομονή και δεξιοτεχνία καθώς είναι μονοκόμματο, ελλειψοειδές στο καπάκι του, με διακύμανση βάθους μέχρι το σημείο σύγκλισης των παρειών του. Το καπάκι του είναι από κατράνι (ξύλο κέδρου του Λιβάνου) δεν έχει άνοιγμα για τη διαφυγή του ήχου από την πλευρά των χορδών αλλά από εκείνην προς την πλευρά του οργανοπαίχτη, αντιδιαμετρικά από το μάνικο (μπράτσο). Χαρακτηριστικό, μάλλον, αποκλειστικό της κρητικής εκδοχής του οργάνου. Οι χορδές είναι τρεις και διπλές, ατσάλινες και λεπτές ενώ οι δεσμοί στο μάνικο είναι από σύρμα χαλκού γυριστοί με έναν κόμπο ο οποίος σύμφωνα με τον Ρος Ντέιλι υπάρχει μόνο σε μουσικά όργανα του Αφγανιστάν. Πολλοί ισχυρίζονται ότι το όνομά του το οφείλει στην πρώτη μπάσα χορδή του που καλείται «βουργάρα» ή «μπουργάρα» ή «μπουργάνα» καθώς αντικαταστάθηκε από Βούλγαρους μουσικούς οι οποίοι το διέδωσαν στην Βαλκανική.
Σήμερα, πια, τόσο το ξύλο κατασκευής όσο και οι χορδές του μπουλγαριού σπανίζουν και ασφαλώς εκλείπουν οι κατασκευαστές του οργάνου. Κρίσιμο χρονικό σημείο για την διατήρηση κατασκευής του μπουλγαριού στην Κρήτη θεωρείται η περίοδος 1940-1944 οπότε σκοτώθηκαν, στην Αλβανία ο Γιάννης Παπαδάκης ανιψιός του Καρεκλά, σπουδαίου οργανοποιού, και ο επίσης μεγάλος Ρεθυμνιώτης μπουλγαριστής Γιώργης Πολιουδάκης ή Χαλίλης σε ατύχημα. Από πολλούς θεωρείται πολύ πιθανόν να μην παραγκωνιζόταν το μπουλγαρί από το λαούτο μεταπολεμικά, πράγμα που έγινε, εάν οι δύο αυτοί άνθρωποι επιβίωναν και κληροδοτούσαν τα μυστικά της κατασκευής του στις επόμενες γενιές.
Εκείνος όμως ο άνθρωπος που έκανε γνωστό το μπουλγαρί έξω από τα όρια της Κρήτης, παντρεύοντας την ελληνική παράδοση είναι αναμφισβήτητα ο Στέλιος Φουσταλιεράκης ή Φουσταλιέρης, Ρεθυμνιώτης μουσικός και ωρολογοποιός που γεννήθηκε σαν σήμερα 19 Ιουνίου, του έτους 1911 και όπως του άρεσε να επισημαίνει ημέρα Κυριακή και ώρα τρεις το απόγευμα. Ο Φουσταλιέρης ήταν ανιψιός, από τη μητέρα του Κυριακούλα, του ξακουστού λυράρη της εποχής Αντώνη Καρεκλά. Ο πατέρας του Στέλιος Φουσταλιεράκης σκοτώθηκε σε ατύχημα σε ηλικία 19 ετών, λίγο πριν γεννηθεί ο μουσικός και έτσι αυτός έλαβε το όνομά του. Τέλειωσε σε νυκτερινό σχολείο τις τρείς πρώτες τάξεις του Δημοτικού και στα 11 ξεκίνησε να μαθαίνει την τέχνη της ωρολογοποιίας χωρίς να κρύβει όμως το πάθος του για το μπουλγαρί. Ένα όργανο που κοσμούσε όλες τις ταβέρνες του Ρεθύμνου και γοήτευε τον μικρό Στέλιο σε σημείο που όταν κατάφερε να κερδίσει το πρώτο χρηματικό δώρο (ένα ολόκληρο κατοστάρικο) το διέθεσε για την αγορά ενός τέτοιου οργάνου. Δεν δίσταζε μάλιστα να δηλώνει ότι ήταν τόση η λαχτάρα του που έκλαιγε βλέποντάς το στα χέρια άλλων! Ο Καρεκλάς τον μύησε στα μυστικά του μπολγαριού και δύο χρόνια αργότερα ξεκίνησε να παίζει για ένα κομμάτι ψωμί σε γάμους και γλέντια που μπορεί να διαρκούσαν, όπως είναι γνωστό, μέχρι και 15 μέρες. Αργότερα κατάφερε να αγοράσει το δεύτερο μπουλγαρί του, το οποίο δεν αποχωρίστηκε ποτέ.
Το 1933 ή 1934 ερχόμενος στον Πειραιά, για να εργασθεί σε ρολογάδικο, είχε την ευκαιρία να συναντηθεί στον καφενέ του Μπάτη, στου Καραϊσκάκη, με τα μεγαλύτερα ονόματα του ρεμπέτικου. Ο Μάρκος, ο Τούντας, ο Παπαϊωάννου, ο Στράτος, ο Μπαγιαντέρας, ο Κερομύτης, ο Τσιτσάνης και άλλοι εραστές του ρεμπέτικου δέχτηκαν στη συντροφιά τους τον Φουστελιέρη αναγνωρίζοντάς του όχι μόνο το ταλέντο του αλλά, κυρίως, το πάθος του για αυτό το περίεργο όργανο που δεν είχε να ζηλέψει τίποτε από τη Μαριγούλη, την Κούλα, την Γυφτοπούλα, την Τσιγγάνα ή τον γέρο-Μάγκα όπως ονόμαζαν τα μπουζούκια τους και τους μπαγλαμάδες τους. Έτσι σύντομα το Στελάκι από την Κρήτη «τακτοποιήθηκε» στην κρεμάστρα οργάνων στου Μπάτη ενθουσιάζοντας με την τριπλοπενιά του όλους τους ρεμπέτες. Στην εικόνα το Στελάκι το οποίο μετά από επιδιόρθωση έχει τάστα και όχι κινητούς μπερντέδες.
Η επαφή του Φουσταλιέρη με την Περαιώτικη κομπανία δεν ήταν τυχαία. Ο Γιώργος Μπάτης που έμεινε γνωστός για την παθολογική αγάπη του στο μπουζούκι και στον μπαγλαμά είχε περάσει κάποτε από την Κρήτη ως βοηθός… οδοντιάτρου όπου και γνωρίσθηκε με τον μεγάλο μπουλγαρίστα. Το 1937 έκλεισαν το καφενείο του Μπάτη κι εκείνος άνοιξε νέο στο Γιουσουρούμ (ξανά στον Πειραιά). Την ίδια χρονιά ο Φουσταλιέρης επέστρεψε στην Κρήτη όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του (1992). Το σημαντικότερο, ίσως, γεγονός της περιόδου αυτής ήταν ότι ο Φουσταλιέρης με την υποστήριξη του Γιάννη Τούντα και παρά της αντιξοότητες που προήλθαν από τη δικτατορία του Μεταξά (λογοκρισία, διωγμοί κλπ) κατάφερε να μπει στο χώρο της δισκογραφίας, «χτυπώντας» 24 δίσκους με την τεχνική του ισπανικού κεριού. Με τον τρόπο αυτό έκανε την αρχή καθώς ακολούθησαν και άλλες πολλές δισκογραφικές δουλειές. Σημαντική ήταν η συνεργασία του με μια σπουδαία κρητική φωνή, ίσως τη σπουδαιότερη, τον Ρεθυμνιώτη Γιάννη Μπερνιδάκη ή Μπαξεβάνη, όπως έμεινε γνωστός παρομοιάζοντας το τραγούδι του με περιβόλι (φωτ.).
Από την εποχή εκείνη, όπως αναφέρθηκε, και για τα επόμενα χρόνια ο Φουσταλιέρης παρέμεινε στην Κρήτη δημιουργώντας με το μπουλγαρί του μια σχολή με μοναδικές εκτελέσεις βάζοντας έτσι τη σφραγίδα του όχι μόνο στην κρητική αλλά και στην ελληνική μουσική. Κατά γενική παραδοχή είναι ο άνθρωπος που ένωσε με γέφυρες την κρητική, μικρασιατική και ρεμπέτικη μουσική με εξαιρετική και προσωπική τεχνική δημιουργώντας μια κοινή μουσική κληρονομιά. Ο Στέλιος Φουσταλιεράκης πέθανε στο Ρέθυμνο το 1992 και χωρίς να εγκαταλείψει την άλλη τέχνη του, του ωρολογοποιού στάθηκε προσηλωμένος μια ολόκληρη ζωή στο μπουλγαρί του για το οποίο όπως έλεγε ο ίδιος: Εγώ λεφτά δεν έκαμα από το μπουλγαρί μου, έκαμα φίλους μπιστικούς και το 'χω σε τιμή μου.
Το μπουλγαρί είναι ένα τρίχορδο όργανο που κατατάσσεται στην οικογένεια των ταμπουράδων, μουσικών οργάνων τα οποία χρονολογούνται από την αρχαιότητα όπως άλλωστε δηλώνει και το όνομά τους. Πράγματι οι μεν Αρχαίοι Έλληνες με το όνομα «πανδουρίς» προσδιόριζαν τα μονόχορδα όργανα με μικρό ηχείο και μακρύ βραχίονα ενώ οι Ασσύριοι και οι Σουμέριοι με τη λέξη «παντούρ» εννοούσαν το μικρό τόξο. Οι ταμπουράδες που συναντώνται συχνότερα στη δημοτική ποίηση είναι το μπουλγαρί, το γιογγάρι, το μπουζούρι, το πανδούρι και καραντουζένι και φυσικά ο γνωστός ταμπουράς. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι τα όργανα αυτά είναι τα συνηθέστερα στη δημοτική ποίηση όχι μόνο σε σχέση με τους άλλους ταμπουράδες αλλά και με όλα τα υπόλοιπα. Επιπλέον διαπιστώνονται και στα δημώδη άλλων εθνών όπως Αιγυπτίων, Ιρακινών και Τούρκων (οι περιοχές με βάση τα σύγχρονα κράτη).
Οι μελετητές της ιστορίας των ταμπουράδων αναφέρουν ότι πρόκειται για όργανα που εμφανίσθηκαν στον ελλαδικό χώρο πολλούς αιώνες πριν, υιοθετήθηκαν από τους Άραβες και επέστρεψαν και πάλι στη χώρα μας με παραλλαγμένη ονομασία, τόσο ώστε να τα θεωρούμε σήμερα ανατολίτικα παραβλέποντας την αρχαιοελληνική προέλευση των λέξεων. Πάντως τα όργανα αυτά κυριάρχησαν στο χώρο που καταλάμβανε η Οθωμανική Αυτοκρατορία και δικαίως θεωρούνται αντικείμενα πολιτισμικής ανταλλαγής. Ειδικότερα για το μπουλγαρί, έτυχε ευρείας χρήσης στην Κρήτη ωστόσο δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν εμφανίσθηκε εκεί ταυτόχρονα με τους Τούρκους. Το βέβαιο είναι ότι την εποχή της Ενετοκρατίας το όργανο κυριαρχούσε στην αστική κρητική μουσική με εκτελεστές Τούρκους, Τουρκοκρητικούς (εξισλαμισμένοι Έλληνες της Κρήτης) και Χριστιανούς οι οποίοι τραγουδούσαν, όλοι, τα ίδια πράγματα στις δύο γλώσσες. Έτσι σιγά σιγά ταυτίστηκε με τη μουσική παράδοση των μεγάλων πόλεων του νησιού (Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο) με κορύφωση τα ταμπαχανιώτικα τραγούδια, όπου συναντώνται τρεις μουσικοί πολιτισμοί: ο κρητικός, ο μικρασιάτικος και εκείνος του ρεμπέτικου.
Το μπουλγαρί κατασκευάζεται από ξύλο μουριάς και απαιτεί υπομονή και δεξιοτεχνία καθώς είναι μονοκόμματο, ελλειψοειδές στο καπάκι του, με διακύμανση βάθους μέχρι το σημείο σύγκλισης των παρειών του. Το καπάκι του είναι από κατράνι (ξύλο κέδρου του Λιβάνου) δεν έχει άνοιγμα για τη διαφυγή του ήχου από την πλευρά των χορδών αλλά από εκείνην προς την πλευρά του οργανοπαίχτη, αντιδιαμετρικά από το μάνικο (μπράτσο). Χαρακτηριστικό, μάλλον, αποκλειστικό της κρητικής εκδοχής του οργάνου. Οι χορδές είναι τρεις και διπλές, ατσάλινες και λεπτές ενώ οι δεσμοί στο μάνικο είναι από σύρμα χαλκού γυριστοί με έναν κόμπο ο οποίος σύμφωνα με τον Ρος Ντέιλι υπάρχει μόνο σε μουσικά όργανα του Αφγανιστάν. Πολλοί ισχυρίζονται ότι το όνομά του το οφείλει στην πρώτη μπάσα χορδή του που καλείται «βουργάρα» ή «μπουργάρα» ή «μπουργάνα» καθώς αντικαταστάθηκε από Βούλγαρους μουσικούς οι οποίοι το διέδωσαν στην Βαλκανική.
Σήμερα, πια, τόσο το ξύλο κατασκευής όσο και οι χορδές του μπουλγαριού σπανίζουν και ασφαλώς εκλείπουν οι κατασκευαστές του οργάνου. Κρίσιμο χρονικό σημείο για την διατήρηση κατασκευής του μπουλγαριού στην Κρήτη θεωρείται η περίοδος 1940-1944 οπότε σκοτώθηκαν, στην Αλβανία ο Γιάννης Παπαδάκης ανιψιός του Καρεκλά, σπουδαίου οργανοποιού, και ο επίσης μεγάλος Ρεθυμνιώτης μπουλγαριστής Γιώργης Πολιουδάκης ή Χαλίλης σε ατύχημα. Από πολλούς θεωρείται πολύ πιθανόν να μην παραγκωνιζόταν το μπουλγαρί από το λαούτο μεταπολεμικά, πράγμα που έγινε, εάν οι δύο αυτοί άνθρωποι επιβίωναν και κληροδοτούσαν τα μυστικά της κατασκευής του στις επόμενες γενιές.
Εκείνος όμως ο άνθρωπος που έκανε γνωστό το μπουλγαρί έξω από τα όρια της Κρήτης, παντρεύοντας την ελληνική παράδοση είναι αναμφισβήτητα ο Στέλιος Φουσταλιεράκης ή Φουσταλιέρης, Ρεθυμνιώτης μουσικός και ωρολογοποιός που γεννήθηκε σαν σήμερα 19 Ιουνίου, του έτους 1911 και όπως του άρεσε να επισημαίνει ημέρα Κυριακή και ώρα τρεις το απόγευμα. Ο Φουσταλιέρης ήταν ανιψιός, από τη μητέρα του Κυριακούλα, του ξακουστού λυράρη της εποχής Αντώνη Καρεκλά. Ο πατέρας του Στέλιος Φουσταλιεράκης σκοτώθηκε σε ατύχημα σε ηλικία 19 ετών, λίγο πριν γεννηθεί ο μουσικός και έτσι αυτός έλαβε το όνομά του. Τέλειωσε σε νυκτερινό σχολείο τις τρείς πρώτες τάξεις του Δημοτικού και στα 11 ξεκίνησε να μαθαίνει την τέχνη της ωρολογοποιίας χωρίς να κρύβει όμως το πάθος του για το μπουλγαρί. Ένα όργανο που κοσμούσε όλες τις ταβέρνες του Ρεθύμνου και γοήτευε τον μικρό Στέλιο σε σημείο που όταν κατάφερε να κερδίσει το πρώτο χρηματικό δώρο (ένα ολόκληρο κατοστάρικο) το διέθεσε για την αγορά ενός τέτοιου οργάνου. Δεν δίσταζε μάλιστα να δηλώνει ότι ήταν τόση η λαχτάρα του που έκλαιγε βλέποντάς το στα χέρια άλλων! Ο Καρεκλάς τον μύησε στα μυστικά του μπολγαριού και δύο χρόνια αργότερα ξεκίνησε να παίζει για ένα κομμάτι ψωμί σε γάμους και γλέντια που μπορεί να διαρκούσαν, όπως είναι γνωστό, μέχρι και 15 μέρες. Αργότερα κατάφερε να αγοράσει το δεύτερο μπουλγαρί του, το οποίο δεν αποχωρίστηκε ποτέ.
Το 1933 ή 1934 ερχόμενος στον Πειραιά, για να εργασθεί σε ρολογάδικο, είχε την ευκαιρία να συναντηθεί στον καφενέ του Μπάτη, στου Καραϊσκάκη, με τα μεγαλύτερα ονόματα του ρεμπέτικου. Ο Μάρκος, ο Τούντας, ο Παπαϊωάννου, ο Στράτος, ο Μπαγιαντέρας, ο Κερομύτης, ο Τσιτσάνης και άλλοι εραστές του ρεμπέτικου δέχτηκαν στη συντροφιά τους τον Φουστελιέρη αναγνωρίζοντάς του όχι μόνο το ταλέντο του αλλά, κυρίως, το πάθος του για αυτό το περίεργο όργανο που δεν είχε να ζηλέψει τίποτε από τη Μαριγούλη, την Κούλα, την Γυφτοπούλα, την Τσιγγάνα ή τον γέρο-Μάγκα όπως ονόμαζαν τα μπουζούκια τους και τους μπαγλαμάδες τους. Έτσι σύντομα το Στελάκι από την Κρήτη «τακτοποιήθηκε» στην κρεμάστρα οργάνων στου Μπάτη ενθουσιάζοντας με την τριπλοπενιά του όλους τους ρεμπέτες. Στην εικόνα το Στελάκι το οποίο μετά από επιδιόρθωση έχει τάστα και όχι κινητούς μπερντέδες.
Η επαφή του Φουσταλιέρη με την Περαιώτικη κομπανία δεν ήταν τυχαία. Ο Γιώργος Μπάτης που έμεινε γνωστός για την παθολογική αγάπη του στο μπουζούκι και στον μπαγλαμά είχε περάσει κάποτε από την Κρήτη ως βοηθός… οδοντιάτρου όπου και γνωρίσθηκε με τον μεγάλο μπουλγαρίστα. Το 1937 έκλεισαν το καφενείο του Μπάτη κι εκείνος άνοιξε νέο στο Γιουσουρούμ (ξανά στον Πειραιά). Την ίδια χρονιά ο Φουσταλιέρης επέστρεψε στην Κρήτη όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του (1992). Το σημαντικότερο, ίσως, γεγονός της περιόδου αυτής ήταν ότι ο Φουσταλιέρης με την υποστήριξη του Γιάννη Τούντα και παρά της αντιξοότητες που προήλθαν από τη δικτατορία του Μεταξά (λογοκρισία, διωγμοί κλπ) κατάφερε να μπει στο χώρο της δισκογραφίας, «χτυπώντας» 24 δίσκους με την τεχνική του ισπανικού κεριού. Με τον τρόπο αυτό έκανε την αρχή καθώς ακολούθησαν και άλλες πολλές δισκογραφικές δουλειές. Σημαντική ήταν η συνεργασία του με μια σπουδαία κρητική φωνή, ίσως τη σπουδαιότερη, τον Ρεθυμνιώτη Γιάννη Μπερνιδάκη ή Μπαξεβάνη, όπως έμεινε γνωστός παρομοιάζοντας το τραγούδι του με περιβόλι (φωτ.).
Από την εποχή εκείνη, όπως αναφέρθηκε, και για τα επόμενα χρόνια ο Φουσταλιέρης παρέμεινε στην Κρήτη δημιουργώντας με το μπουλγαρί του μια σχολή με μοναδικές εκτελέσεις βάζοντας έτσι τη σφραγίδα του όχι μόνο στην κρητική αλλά και στην ελληνική μουσική. Κατά γενική παραδοχή είναι ο άνθρωπος που ένωσε με γέφυρες την κρητική, μικρασιατική και ρεμπέτικη μουσική με εξαιρετική και προσωπική τεχνική δημιουργώντας μια κοινή μουσική κληρονομιά. Ο Στέλιος Φουσταλιεράκης πέθανε στο Ρέθυμνο το 1992 και χωρίς να εγκαταλείψει την άλλη τέχνη του, του ωρολογοποιού στάθηκε προσηλωμένος μια ολόκληρη ζωή στο μπουλγαρί του για το οποίο όπως έλεγε ο ίδιος: Εγώ λεφτά δεν έκαμα από το μπουλγαρί μου, έκαμα φίλους μπιστικούς και το 'χω σε τιμή μου.
Κλείνοντας το αφιέρωμά μας στον Στέλιο Φουσταλιεράκη υπενθυμίζουμε στίχους του αξέχαστου και πρόωρα χαμένου μεγάλου μας στιχουργού Ηλία Κατσούλη που χωρίς να έχει σχέση με τη Μικρά Ασία αγάπησε και εμπνεύστηκε από τον πολιτισμό της. Στους στίχους αυτούς που έγιναν τραγούδι από τον Παντελή Θαλασσινό, μνημονεύεται το ρεθυμνιώτικο μπουλγαρί.
Κεμεντζές και μπουλγαρί
Φέρε μου νύχτα κύματα
στον ύπνο μου να σπάνε
ν' αλλάζει ο θρόνος βήματα
κοντά της να με πάνε
Να παίζω εγώ στον κεμεντζέ
μπρος στο παράθυρό της
να βάζει η πίκρα φερετζέ
να μπαίνω στο όνειρό της
Φέρε με στα σοκάκια της
νύχτα μου σαν αγιάζι
να τρέμουν τα χεράκια της
όταν θα μ' αγκαλιάζει
Να παίζω εγώ στον κεμεντζέ
μπρος στο παράθυρό της
να βάζει η πίκρα φερετζέ
να μπαίνω στο όνειρό της
Να παίζω εγώ στο μπουλγαρί
τραγούδια σαν το μέλι
και ρεθυμνιώτικο βαρύ
αν πει πως δε με θέλει
Πηγές και περισσότερες πληροφορίες
-Στέλιος Φουσταλιέρης, από το rebetiko wiki
-Για τον Στέλιο Φουσταλιεράκη από το Κρητικό διαδικτυακό ραδιόφωνο
-Στέλιος Φουσταριελάκης, από το angelfire.com
-Το μπουλγαρί, από το cretan-music.gr
-Κεμεντζές και Μπουλγαρί, από το stixoi.gr
-Ο Γιώργος Μπάτης, koutouzis.gr
-Μια συνέντευξη του Ηλία Κατσούλη στο Music Heaven
-Το Στελάκι από την Κρήτη: Στέλιος Φουσταλιέρης 1911-1992, από το klika.gr
-Οι Τουρκοκρητικοί: Οι άγνωστοι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι της οθωμανικής Κρήτης, από το Πόντος και Αριστερά
.