Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

28/10/11

Ο ύψιστος θεσμός είναι ο Λαός

4/10/11

Απροσάρμοστοι (Μνήμη Άλωσης 2009)


Χαρακτικό της Βάσως Κατράκη, από παράνομο λεύκωμα, έκδοση ΕΛΑΣ-ΕΑΜ, 25 Μάρτη 1943, Πηγή: Ενθέματα.



Τέτοια ζωή μας μέλλονταν, να γράφουμεν επιστολές
που να μη στέλνουμε από μίαν αξήγητη δειλία
μονάχα να τις δένουμε σε κορδελίτσες παρδαλές
και να το βρίσκουμε και τούτο ασήμαντη ασχολία.

Να πάλλεται βαθιά η καρδιά, που άξια είτανε για τα καλά,
κι όμως να ζούμε πάντοτε στη σκοτισμένη αφάνεια•
οι ταπεινοί πατώντας μας να δείχνουν μέτωπο ψηλά
και τα δικά μας άπρεπα να φέρουνε στεφάνια.

Το πρόσωπό μας να φορεί φρίκης γκριμάτσα τραγική,
φιλάρεσκα ν' αφήνουμε να λεν πως μας πηγαίνει
να βλέπουμε να φεύγει η ζωή μακριά μας ξένη, βιαστική
και να περνάμε, αθόρυβα μισώντας, μισημένοι.

Το κάθε τι, και πιο πολύ τ΄ όνειρο, να μας τυραγνά
τα βλέμματα των διαβατών στα μάτια μας λεκέδες.
Περήφανοι να δείχνουμε κι όμως τα χέρια μας τ΄ αγνά
να κράτησαν και να κρατούν ακόμα μενεξέδες.

Να λαχταρούμε σαν παιδάκια ευαίσθητα κι ασθενικά
-δικαίωση και παρηγοριά της ζωής μας την αγάπη
κι αν κάποτε τη βρήκαμε να μας προσμένει μυστικά
όμως το χέρι ν΄ απλωθεί ζητώντας την εντράπη.

Τα μέτρια ν΄αποφεύγουμε μ΄ αδιάλλαχτην αποστροφή,
(αμετανόητοι κυνηγοί του Ωραίου και του Απολύτου)
νάναι μας έπαθλο η πληγή, τι μάταιο γνώση μας σοφή
η χρυσή σμίλη δημιουργού, κασμάς του καταλύτου.

Να ξεκινάμε τις αυγές και πάνω μας μαύροι οιωνοί
οι αμφιβολίες να μας κρατούν στην ίδια πάλι θέση
κ΄ εμείς μ΄ αηδία να φτύνουμε τον εαυτό μας που θρηνεί
και να φοράμε κόκκινο της ανταρσίας το φέσι.

Τότε να ονειρευόμαστε μιαν αλλαγή κ΄ ευθύς ξανά
να σκύβουμε, σκλάβοι χλωμοί, σε ιερή λατρεία του πόνου,
τις ήττες ν΄ ανεμίζουμε φλάμπουρα νίκης φωτεινά
κι αξιοπρεπώς να παίρνουμε το λάχτισμα και του όνου.

Καχύποπτοι και μίζεροι μέσα στα φρούρια της σιωπής
να κλειδωνόμαστε άβουλοι, να κάνουμ΄ έτσι χάζι
τον κόσμον εξετάζοντας πίσω απ΄ τον κύκλο μιας οπής
και, θαρραλέοι, σκιά μικρού πουλιού να μας τρομάζει.

Δειλοί και στην αγάπη μας μα και στο μίσος πιο δειλοί
κι ανίσχυροι κι ασάλευτοι να ζούμε ανάμεσά τους,
να μας πληγώνουν και τα δυο και να μετράμε σιωπηλοί
στα παγωμένα δάχτυλα τους ίδιους μας θανάτους.

Εχθρούς να υποψιαζόμαστε παντού κ΄ οι ολόφωτοι ουρανοί
να ισκιώνονται απ΄ τον ίσκιο μας και, φεύγοντας κινδύνους,
να ζούμε μόνοι πλέκοντας για τους εχθρούς δημίου σκοινί
και να κρεμάμε εμείς εμάς αθώους αντί για κείνους.

Γιάννης Ρίτσος, Τρακτέρ, ποιήματα 1930-1960, Αθήνα, Κέδρος, 1972, σ.σ. 41-42