Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

31/7/10

Η ιστορία του προβάτου

Το παραμύθι ανήκει στην κατηγορία εκείνων όπου τα ζώα αποφασίζουν να αυτοεξοριστούν, δημιουργώντας ομάδες, προκειμένου να γλιτώσουν τη ζωή τους. Το διηγούνται σε διάφορες εκδοχές τόσο στην Βόρεια και Δυτική Ευρώπη, όσο και στη Νότια Αφρική και τις ΗΠΑ. Το συγκεκριμένο προέρχεται από τη σκωτική παράδοση, αναδεικνύοντας τη δύναμη της ένωσης των κατατρεγμένων, ανεξάρτητα από το πόσα μέτωπα έχουν να αντιμετωπίσουν. Η αφορμή για την αναφορά μας θεωρούμε ότι είναι άμεσα αντιληπτή από όλους.

Ζώα, Πάβελ Φιλόνοφ, 1930. Ο σοβιετικός ζωγράφος, θεμελιωτής του αναλυτικού ρεαλισμού (αντικυβισμός), έλαβε ενεργό μέρος στην Οκτωβριανή Επανάσταση και αν και από το 1929 κι έπειτα δεν κατείχε τη θέση που του άρμοζε, αρνήθηκε μέχρι το τέλος της ζωής του να εμπορευθεί τα έργα του έχοντας όνειρο ένα Μουσείο για το συγκεκριμένο ρεύμα. Πέθανε από πείνα το 1941 κατά την πολιορκία του Λένινγκραντ από τους Ναζί σε ηλικία 58 ετών.

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ εκεί κάπου κοντά στα Χριστούγεννα, ένας γεωργός που είχε ένα πρόβατο σκέφτηκε μέρες που έρχονται να το σφάξει. Όμως, συζητώντας το θέμα με την οικογένειά του τον άκουσε και το δύσμοιρο ζωντανό που αποφάσισε προκειμένου να σώσει το τομάρι του να φύγει όσο πιο μακριά μπορούσε. Κι αυτό ακριβώς έκανε.

Δεν είχε πάει πολύ μακριά όταν συνάντησε έναν ταύρο ο οποίος παραξενεμένος από το τρέξιμο του προβάτου το ρώτησε:
«Πού τρέχεις έτσι πρόβατο;».
«Πάω να βρω την τύχη μου», αποκρίθηκε το πρόβατο, «έρχονται Χριστούγεννα και θέλουν να με σκοτώσουν. Έτσι πήρα την απόφαση να το σκάσω για να σωθώ».
«Τότε το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να σε ακολουθήσω», είπε αμέσως ο ταύρος, «γιατί μου φαίνεται ότι το ίδιο θα κάνουν και σε ΄μένα».
«Πολύ ευχαρίστως», είπε το πρόβατο, «όσο μεγαλύτερη είναι η ομάδα, τόσο καλύτερα θα περνάμε».

Τρέχοντας προς την τύχη τους και τα δυο μαζί, πιά, συνάντησαν στο δρόμο έναν σκύλο.
«Γεια σου!», τον χαιρέτισε το πρόβατο.
«Γεια σου κι εσένα», απάντησε ο σκύλος, «πού τρέχετε έτσι;»
«Τρέχω μακριά, γιατί απειλούν να με σφάξουν τώρα τα Χριστούγεννα».
«Ε! τότε το ίδιο θα κάνουν και σε ΄μένα», είπε ο σκύλος, «γι΄ αυτό θα σε ακολουθήσω».
«Έλα, λοιπόν, κι εσύ μαζί μας», του απάντησε το πρόβατο με μεγάλη χαρά.

Προχώρησαν αρκετά έως ότου συνάντησαν μια γάτα.
«Γεια χαρά σου, πρόβατο», είπε εκείνη, «πού πηγαίνεις;»
«Γεια σου κι εσένα», είπε το πρόβατο, «τρέχω να σωθώ γιατί πλησιάζουν Χριστούγεννα και θέλουν να με σφάξουν».
«Τότε θα δολοφονήσουν κι εμένα», απάντησε η γάτα. «Το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να ΄ρθω κι εγώ μαζί σας».
«Έλα κι εσύ, ακολούθησέ μας», είπε το πρόβατο και συνέχισε το δρόμο του.

Ένας κόκορας και μια χήνα ήταν τα επόμενα ζώα που συνάντησαν στο δρόμο οι τέσσερεις συνοδοιπόροι της ζωής. Και τα δυο πουλιά αντέδρασαν το ίδιο όταν άκουσαν ότι απειλείται η ζωή του προβάτου εν όψει εορτών. Κι έτσι ολόκληρη η διευρυμένη παρέα συνέχισε το δρόμο της μέχρι που νύχτωσε. Τότε διέκριναν από μακριά ένα φως. Αν και η απόσταση που τους χώριζε ήταν αρκετή, δεν είχαν άλλη επιλογή αφού κάπου έπρεπε να περάσουν τη βραδιά. Όταν έφτασαν στο σπίτι συνεννοήθηκαν μεταξύ τους να ερευνήσουν από τα παράθυρα τι ακριβώς επικρατεί εκεί μέσα και αν υπάρχει η δυνατότητα να ξεκουραστούν. Με μεγάλη όμως έκπληξη διαπίστωσαν ότι το σπίτι είχε γίνει άντρο ληστών οι οποίοι μάλιστα εκείνη την ώρα μετρούσαν τα χρήματα που είχαν κλέψει. Το πρόβατο αφού σκέφτηκε για λίγο είπε στους συντρόφους του: «Θα ξεκινήσω να βελάζω και μετά θα αρχίσεις εσύ ταύρε να μουγκανίζεις, στη συνέχεις εσύ σκύλε να γαυγίζεις, μετά εσύ γάτα να νιαουρίζεις, εσύ κόκορα να κακαρίζεις και εσύ χήνα να κράζεις, ώστε να δούμε πώς θα αντιδράσουν». Κι έτσι έκαναν.

Οι κλέφτες ακούγοντας απ΄ έξω όλες αυτές τις φωνές νόμιζαν ότι ήταν οι διώκτες τους και πανικοβλημένοι κυριολεκτικά άφησαν ό,τι είχαν και δεν είχαν και έτρεξαν έντρομοι να κρυφτούν στο δάσος. Όταν το πρόβατο και η παρέα του διαπίστωσαν ότι το σπίτι είχε πλέον αδειάσει, μπήκαν μέσα, πήραν τα χρήματα, τα μοίρασαν μεταξύ τους και άρχισαν να σχεδιάζουν πού θα κοιμηθεί ο καθένας τους.

«Πού θα κοιμηθείς απόψε, ταύρε;», ρώτησε το πρόβατο.
«Πίσω από την πόρτα, όπως το συνηθίζω», απάντησε εκείνος.
«Κι εγώ θα κοιμηθώ στο πάτωμα στο κέντρο του δωματίου γιατί έτσι έχω μάθει», είπε το πρόβατο και συνέχισε ρωτώντας τον σκύλο για την προτίμησή του.
«Εγώ θα κοιμηθώ δίπλα στη φωτιά, όπως το συνηθίζω» είπε ο σκύλος.
«Εσύ γάτα που θα ξαπλώσεις;», ξαναρώτησε το πρόβατο.
«Δίπλα στα κεριά, όπως πάντα», είπε η γάτα.
Με τον ίδιο επιχείρημα, δηλαδή όπως συνηθίζουν, ο κόκορας διάλεξε για κρεβάτι του τη στέγη και η χήνα το σωρό με την κοπριά. Έτσι, έπεσαν όλοι κατάκοποι, πλην ικανοποιημένοι από την τύχη τους, να ξεκουραστούν.

Ωστόσο όταν ησύχασαν κι έσβησαν τα κεριά, οι ληστές σκέφτηκαν να επιστρέψουν για να δουν αν μπορούν να πάρουν τα χρήματα που είχαν αφήσει. Έτσι έστειλαν έναν από τη συμμορία να επιχειρήσει νέα διάρρηξη. Με χαρά ο κλέφτης διαπίστωσε ότι στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη ησυχία και αποφάσισε να αρχίσει το ψάξιμο με τη βοήθεια ενός κεριού μια και το σκοτάδι που επικρατούσε ήταν πολύ πυκνό. Όταν τόλμησε να βάλει το χέρι του στο κηροπήγιο η γάτα έχωσε τα νύχια βαθιά στο κρέας του ωστόσο εκείνος κατάφερε να πάρει ένα κερί και να το ανάψει. Την ίδια στιγμή ξυπνάει ο σκύλος και η ουρά του χώνεται σε μια κατσαρόλα με νερό που ήταν δίπλα στο τζάκι. Τινάζοντάς την με μανία, τα νερά πετάγονται δεξιά αριστερά και σβήνουν τη φλόγα του κεριού. Ο ληστής πανικοβλημένος τρέχει προς την έξοδο αλλά κάπου στη μέση του δωματίου τρώει μια κλωτσιά από το πρόβατο που τον πετάει στην πόρτα όπου, αλίμονο, τρώει μια δεύτερη, αυτή πιο δυνατή από τον ταύρο. Ταυτόχρονα αρχίζει να κακαρίζει ο κόκορας και η χήνα μέσα στην ανακατωσούρα και τον πανικό παραλαμβάνει τον ληστή κι αρχίζει να τον κοπανάει με τα φτερά της.

Ξυλοφορτωμένος για τα καλά ο ληστής καταφέρνει να διαφύγει στο δάσος όπου τον περίμεναν τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας να μάθουν τι ακριβώς διαδραματίστηκε.
«Πήγα στο σπίτι κι όταν τράβηξα ένα κερί μου επιτέθηκε ένας τύπος με δέκα μαχαίρια στα χέρια του. Παρ΄ όλα αυτά πήρα το κερί κι όταν το άναψα στο τζάκι ένας μαύρος άντρας άρχισε να με καταβρέχει με αποτέλεσμα να βυθιστεί το σπίτι στο σκοτάδι. Στην προσπάθειά μου να βγω έξω ένας θεόρατος τύπος που βρισκόταν στη μέση του δωματίου, κάτω στο πάτωμα, μου δίνει μια δυνατή σπρωξιά και με πετάει στα χέρια ενός πιο δυνατού ο οποίος με πέταξε έξω. Εκεί έξω σε μια στοίβα κοπριά με περίμενε ένας τσαγκάρης που επέμενε να με κοπανάει στα πόδια με την ποδιά του ενώ ένας ακόμη που πρέπει να ήταν ψηλά στη στέγη ούρλιαζε να φύγω!»

Οι ληστές ακούγοντας τις περιγραφές αποφάσισαν πως δεν ήταν γραφτό να απολαύσουν τη λεία τους και έφυγαν μακριά αποφασισμένοι να μην ξαναγυρίσουν ποτέ πια ενώ το πρόβατο και οι σύντροφοί του έζησαν ειρηνικά μέχρι το τέλος της ζωής τους.

Το παραμύθι
-Πηγή: D. L. Ashliman
-Απόδοση: α.μ.

Ο Πάβελ Φιλόνοφ

19/7/10

Ο πατέρας μου ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι

του Γιώργου Μαρκόπουλου
από την προ των Τραπεζών εποχή

Το σπίτι του Βίνσεντ βαν Γκογκ στην Αρλ (Το κίτρινο σπίτι), 1888, Μουσείο βαν Γκογκ, Άμστερνταμ.

Ο πατέρας μου έφαγε μια ζωή για να φτιάξει ένα σπίτι.
Απογεύματα, Κυριακὲς στο κουζινάκι χωρίς ένα γλυκό ή ένα καφενείο.
Όταν πέθανε άφησε ένα χορταριασμένο στρατί
ένα χτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια...
Άλλαξαν οι καιροί που λέει κι ο λαός, γεγονότα συνέβησαν...
Χαθήκαμε με τον αδελφό μου, μάθαμε πως πέθανε κι ο πατέρας.

Γι αυτό λοιπόν το βράδυ σε κοιτώ βαθιά στα μάτια.

Είναι μήπως ζήσω εγώ την ταπεινή θαλπωρή που εκείνος δεν έζησε.


Γ. Μαρκόπουλος και τα ποιήματά του
-Μεγέθυνση με διαμεσολαβητή το κράτος, Ριζοσπάστης, 18-07-2010