Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

27/9/11

Γκουλόν



Μεγάλος σαν λυκόσκυλο είναι ο ανισόρροπος και επικίνδυνος Γκουλόν, από τα μέρη της Γερμανίας, λέει ο Σκανδιναβός εξερευνητής Olaus Magnus. Και είναι το κεφάλι του και τ΄ αυτιά του σαν μεγάλης γάτας και το πρόσωπό του παχύ με μάτια πεταχτά από την ασωτία. Όσο για τα δόντια και τα νύχια του, κόβουν και σκίζουν σαν ξυράφια. Πυκνό είναι το τρίχωμά του και πολύ καλής ποιότητας.

Γι΄ αυτό οι Γερμανοί φτιάχνουν ωραία γούνινα καπέλα με το τομάρι του. Το κρέας του δεν τρώγεται, αλλά το αίμα του ίσως να είναι αφροδισιακό, λένε. Έτσι κι αλλιώς δεν είναι καθόλου εύκολο να πιαστεί νεκρός ή ζωντανός.

Πώς περνάει τις μέρες του, λοιπόν, αυτό το ανισόρροπο τέρας; Ακολουθώντας την ακατάσχετη βουλιμία του. Γυρίζει και βρίσκει ψοφίμια ζώων κι ανθρώπων και τρώει τόσο πολύ που τουμπανιάζει και γίνεται σαν μεγάλο τσουβάλι. Και πάει και βρίσκει δυο δέντρα το ένα κοντά στο άλλο, και στριμώχνεται και περνάει ανάμεσά τους με το ζόρι και ξερνάει το φαγητό του κι αδειάζει και τρέχει αμέσως πάλι και βρίσκει άλλα ψοφίμια και ξανατουμπανιάζει απ΄ το πολύ φαΐ, κι άντε πάλι απ΄ την αρχή να ψάχνει να βρει δέντρα για να στριμωχτεί.

Από την Εγκυκλοπαίδεια των Τεράτων του Γιώργου Μπλάνα, στον οποίο ανήκει, επίσης, και η δημιουργία της εικόνας.

2/9/11

Η γριά και το γουρουνάκι της



Αγγλικό παραμύθι

Κάποτε, μια ηλικιωμένη γυναίκα καθαρίζοντας το σπίτι της βρήκε ξεχασμένες έξι ολόκληρες πένες. “Τι μπορώ να κάνω με έξι πένες;”, σκέφτηκε τότε. “Θα πάω στην αγορά ν΄ αγοράσω ένα γουρουνάκι”!

Έτσι κι έγινε. Γυρνώντας όμως στο σπίτι πέρασαν μπροστά από ένα φράκτη στον οποίο είχαν ξεχάσει οι νοικοκυραίοι τη σκάλα που χρησιμοποιούσαν για να τον δρασκελίζουν. Το γουρουνάκι είδε τα σκαλιά, ανέβηκε… κι έκατσε εκεί!

Η γυναίκα είδε κι απόειδε και πήγε παρακάτω να ζητήσει βοήθεια. Ένας σκύλος ήταν ο πρώτος που συνάντησε. Έτσι φώναξε: “Σκύλε! Σκύλε! Δάγκωσε το γουρουνάκι δεν θέλει να κατέβει από τη σκάλα κι εγώ δεν θα φτάσω απόψε στο σπίτι μου”. Όμως, ο σκύλος δεν το έκανε.

Πήγε λίγο μακρύτερα η γυναίκα και είδε κάτω ένα κλαδί. Έτσι φώναξε: “Κλαδί! Κλαδί! Χτύπα το σκύλο! Ο σκύλος δεν θέλει να δαγκώσει το γουρούνι. Το γουρουνάκι δεν θέλει να κατέβει από τη σκάλα κι εγώ δεν θα φτάσω απόψε στο σπίτι μου”. Όμως, το κλαδί δεν το έκανε.

Η γυναίκα προχώρησε ακόμη πιο μακριά και είδε μια φωτιά. Έτσι φώναξε: “Φωτιά! Φωτιά! Κάψε το κλαδί! Το κλαδί δεν θέλει να κτυπήσει το σκύλο. Ο σκύλος δεν θέλει να δαγκώσει το γουρούνι. Το γουρουνάκι δεν θέλει να κατέβει από τη σκάλα κι εγώ δεν θα φτάσω απόψε στο σπίτι μου”. Όμως, η φωτιά δεν το έκανε.

Πήγε ακόμη λίγο πιο μακριά, η γυναίκα, και είδε λίγο νερό. Έτσι φώναξε: “Νερό! Νερό! Σβήσε τη φωτιά. Η φωτιά δεν θέλει να κάψει το κλαδί. Το κλαδί δεν θέλει να κτυπήσει το σκύλο. Ο σκύλος δεν θέλει να δαγκώσει το γουρούνι. Το γουρουνάκι δεν θέλει να κατέβει από τη σκάλα κι εγώ δεν θα φτάσω απόψε στο σπίτι μου”. Όμως, το νερό δεν το έκανε.

Η γυναίκα προχώρησε ακόμη μακρύτερα και συνάντησε μια αγελάδα. Έτσι φώναξε: “Αγελάδα! Αγελάδα! Πιες το νερό. Το νερό δεν σβήνει τη φωτιά. Η φωτιά δεν θέλει να κάψει το κλαδί. Το κλαδί δεν θέλει να κτυπήσει το σκύλο. Ο σκύλος δεν θέλει να δαγκώσει το γουρούνι. Το γουρουνάκι δεν θέλει να κατέβει από τη σκάλα κι εγώ δεν θα φτάσω απόψε στο σπίτι μου”. Όμως, η αγελάδα δεν το έκανε.

Πήγε ακόμη λίγο πιο μακριά, η γυναίκα, και συνάντησε ένα χασάπη. Έτσι, φώναξε: “Χασάπη! Χασάπη! Σφάξε την αγελάδα. Η αγελάδα δεν θέλει να πιεί το νερό. Το νερό δεν σβήνει τη φωτιά. Η φωτιά δεν θέλει να κάψει το κλαδί. Το κλαδί δεν θέλει να κτυπήσει το σκύλο. Ο σκύλος δεν θέλει να δαγκώσει το γουρούνι. Το γουρουνάκι δεν θέλει να κατέβει από τη σκάλα κι εγώ δεν θα φτάσω απόψε στο σπίτι μου”. Όμως, ο χασάπης δεν το έκανε.

Η γυναίκα προχώρησε ακόμη μακρύτερα και βρήκε ένα σκοινί. Έτσι, φώναξε: “Σκοινί! Σκοινί! Κρέμασε το χασάπη. Ο χασάπης δεν θέλει να σφάξει την αγελάδα. Η αγελάδα δεν θέλει να πιεί το νερό. Το νερό δεν σβήνει τη φωτιά. Η φωτιά δεν θέλει να κάψει το κλαδί. Το κλαδί δεν θέλει να κτυπήσει το σκύλο. Ο σκύλος δεν θέλει να δαγκώσει το γουρούνι. Το γουρουνάκι δεν θέλει να κατέβει από τη σκάλα κι εγώ δεν θα φτάσω απόψε στο σπίτι μου”. Όμως, το σκοινί δεν το έκανε.

Πήγε ακόμη λίγο πιο μακριά, η γυναίκα, και συνάντησε έναν αρουραίο. Έτσι, φώναξε: “Αρουραίε! Αρουραίε! Ροκάνισε το σκοινί. Το σκοινί δεν θέλει να κρεμάσει το χασάπη Ο χασάπης δεν θέλει να σφάξει την αγελάδα. Η αγελάδα δεν θέλει να πιεί το νερό. Το νερό δεν σβήνει τη φωτιά. Η φωτιά δεν θέλει να κάψει το κλαδί. Το κλαδί δεν θέλει να κτυπήσει το σκύλο. Ο σκύλος δεν θέλει να δαγκώσει το γουρούνι. Το γουρουνάκι δεν θέλει να κατέβει από τη σκάλα κι εγώ δεν θα φτάσω απόψε στο σπίτι μου”. Όμως, ο αρουραίος δεν το έκανε.

Η γυναίκα προχώρησε ακόμη μακρύτερα και συνάντησε μια γάτα. Έτσι, φώναξε: “ Γάτα! Γάτα! Σκότωσε τον αρουραίο. Ο αρουραίος δεν θέλει να ροκανίσει το σκοινί. Το σκοινί δεν θέλει να κρεμάσει το χασάπη Ο χασάπης δεν θέλει να σφάξει την αγελάδα. Η αγελάδα δεν θέλει να πιεί το νερό. Το νερό δεν σβήνει τη φωτιά. Η φωτιά δεν θέλει να κάψει το κλαδί. Το κλαδί δεν θέλει να κτυπήσει το σκύλο. Ο σκύλος δεν θέλει να δαγκώσει το γουρούνι. Το γουρουνάκι δεν θέλει να κατέβει από τη σκάλα κι εγώ δεν θα φτάσω απόψε στο σπίτι μου”.

Αλλά η γάτα της είπε: “Αν πας μέχρι την αγελάδα και μου φέρεις ένα πιατάκι γάλα, τότε θα σκοτώσω τον αρουραίο”. Τότε, η γυναίκα έφυγε τρέχοντας και πήγε στην αγελάδα.

Όμως, η αγελάδα της είπε, “Αν θα πας πέρα στ΄ άχυρα, και μου φέρεις μια χούφτα σανό, θα σου δώσω το γάλα.” Τότε, η γυναίκα έφυγε τρέχοντας κι έφερε σανό στην αγελάδα.

Μόλις η αγελάδα έφαγε το σανό, έδωσε στη γυναίκα το γάλα. Τότε, εκείνη το πήρε σε ένα πιατάκι και έτρεξε να το δώσει στη γάτα.

Μόλις η γάτα ήπιε το γάλα, άρχισε να κυνηγά τον αρουραίο. Ο αρουραίος άρχισε να ροκανίζει το σκοινί. Το σκοινί άρχισε να τυλίγεται γύρω από το χασάπη. Ο χασάπης άρχισε να κτυπά την αγελάδα. Η αγελάδα άρχισε να πίνει το νερό. Το νερό άρχισε να σβήνει τη φωτιά. Η φωτιά άρχισε να καίει το κλαδί. Το κλαδί άρχισε να χτυπάει το σκυλί. Το σκυλί άρχισε να δαγκώνει το γουρούνι. Το γουρουνάκι τρόμαξε, πήδηξε κάτω από τη σκάλα κι έτσι η ηλικιωμένη γυναίκα πήγε σπίτι της εκείνο το βράδυ.


Πηγή: D. L. Ashliman's folktexts
Απόδοση: α.μ.
Η γελοιο(;)γραφία: Γιάννης Ιωάννου