Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

27/7/09

Τηγανόψαρα


Συνεχίζοντας με τα λιγότερο γνωστά ελληνικά τέρατα, παρουσιάζουμε αυτά τα περίεργα και λιγοστά πλάσματα της θάλασσας. Δεν μπορούμε βέβαια να κρύψουμε και τους συνειρμούς που κάναμε μέρες που ΄ναι! Μπορεί βέβαια να φταίνε και οι θερμοκρασίες. Υψηλές σε όλα τα επίπεδα.
.


Εφτά είναι όλα κι όλα στον κόσμο τα τηγανόψαρα και τα εφτά ζούνε στα νερά του Κερατίου, στην Κωνσταντινούπολη. Από τη μια μεριά είναι κανονικά κι από την άλλη κανονικά τηγανισμένα. Στα 1453, όταν οι Τούρκοι πολιόρκησαν και κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, έτυχε ένας καλόγερος να τηγανίζει αυτά τα ψάρια. Και πάει ένας και του λέει: «Πάει η Κωνσταντινούπολη, την πήραν οι Τούρκοι!» «Δεν είναι δυνατόν», του αποκρίνεται ο καλόγερος. «Τόσο την πήραν, όσο ζωντανά είναι τα ψάρια που τηγανίζω». Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του και πετάγονται τα ψάρια στο νερό κι αρχίζουν να κολυμπάνε μια χαρά. Από τότε τριγυρίζουν σ’ εκείνα τα μέρη, κι όταν ξαναγίνει Βυζαντινή η Κωνσταντινούπολη, θα πάνε να βρουν κανένα τηγάνι ν’ αποτηγανιστούν.


Το τέρας: Από την εγκυκλοπαίδεια των Τεράτων του Γιώργου Μπλάνα
Ο πίνακας: Νεκρή φύση με ψάρι, λάδι σε καμβά του Νικόλαου Βώκου

.

21/7/09

Θερινά ηλεκτρονικά σαλονάκια

Διανύουμε ένα καλοκαίρι θερμό. Αφήνουμε να μας διαν(λ)ύσει ένα καλοκαίρι γεμάτο –λογίες και –λαγνείες οι οποίες μάλιστα, όλες, έχουν και προοπτικές. Τα ΜΜΕ παλινδρομούν μεταξύ εκλογών, γρίπης, οικονομικής κρίσης, εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων. Εμείς, ως συνήθως, απλοί θεατές των εξελίξεων αναμένουμε να μας πλήξουν αμέσως μετά … τα μπάνια, δηλώνοντας αδύναμοι να κάνουμε κάτι (γιατί άραγε;). Μάλιστα, όπως ακριβώς και για τη γρίπη, έτσι περιμένουμε για όλα ένα εμβόλιο. Πολιτικό, οικονομικό, ό,τι νάναι, φτάνει να δούμε άσπρη μέρα.

Μέσα σ΄ αυτό το ζοφερό τοπίο, εμείς διαλέξαμε ένα συνεχές πηγαινέλα δουλεύοντας, μη χάσουμε και την επαφή μας -η μεν με το γρίπη, ο δε με τα ΜΜΕ- και τότε τι θ΄ απογίνουμε; Γεφυρίζουμε, η αλήθεια είναι, πολύ συχνότερα τον τελευταίο καιρό. Και για να γίνουμε πιο σύγχρονοι, εννοούμε ότι εκτοξεύουμε «γαλλικά» δεκάκις ημερησίως σ΄ όποιους και σε ό,τι μας υποχρεώνει να βολοδέρνουμε ολημερίς και ολονυκτίς.

Ωστόσο αποφασίσαμε να ανταμείψουμε τον εαυτό μας και να κάνουμε μικρές αλλά συχνές διακοπές από την καθημερινότητα. Εδώ ή μακρύτερα, σε θάλασσες ή σε πόλεις, δουλεύοντας ή όχι, προγραμματίζοντας ή υλοποιώντας σχέδια απεμπλοκής μας από το βολόδερμα, όπως και να ΄χει, διακόπτουμε και θα διακόπτουμε συχνά την καθημερινότητα.

Το έργο με τίτλο 3 φύλλα καπνού, 1987-88, είναι του Πάνου Χαραλάμπους, που είχα την τιμή και την τύχη να γνωρίσω στα πρώτα φοιτητικά χρόνια μου. Τιμή επειδή αποτελεί έναν μεγάλο εικαστικό και τύχη επειδή τότε έμαθα ότι υπάρχουν άνθρωποι που περνούν πολύ σκληρά καλοκαίρια. α.μ.
.
Μέσα σ΄ όλα αυτά, και τις αλλαγές που σχεδιάζουμε, το bloging βρέθηκε στο μικροσκόπιο. Να συνεχίσουμε; Να σταματήσουμε; Η αλήθεια είναι ότι μας αρέσει να επικοινωνούμε με τον τρόπο αυτό. Αγαπούμε κι όλους εσάς με τους οποίους ανταλλάσουμε επισκέψεις στα ηλεκτρονικά σαλονάκια μας. Και περισσότερο επειδή οι επισκέψεις και οι διάλογοι διαπνέονται έντονα από τον «μη υποχρεωτικό» χαρακτήρα. Σημαντικό για εμάς αλλά και για εσάς πιστεύουμε.

Έτσι οι «Γεφυρισμοί» θα περπατήσουν τον επόμενο ενάμισι μήνα, κρίσιμο για τους συντάκτες τους, με περιορισμένα αφιερώματα αλλά με τακτική ανανέωση και επίσης τακτικές, ελπίζουμε, επισκέψεις στα σπιτικά σας. Κι αν κατά τη δική σας επίσκεψη, που μας ευχαριστεί πάντα, θελήσετε να σχολιάσετε, ενεργοποιήσαμε πάλι την «Κουπαστή μας» όπου μπορείτε να αφήσετε όσα σκεφθείτε, να συνομιλήσετε με εμάς και με άλλους ιστολόγους, να αφήσετε τα νέα σας, κι ό,τι θέλετε τελικά. Εξάλλου πιστεύουμε ότι αυτός ο τρόπος επικοινωνίας είναι πιο χαλαρός, λιγότερο στοιχισμένος με αυτά που γράφουμε και ίσως πιο ευχάριστος.

Για μια ακόμη φορά θεωρούμε τους εαυτούς μας τυχερούς που κατέχουμε τον θησαυρό της «Εγκυκλοπαίδειας των Τεράτων» του αδελφού και θείου, Γιώργου Μπλάνα. Και μια και γεμίσαμε τέρατα σ΄ αυτήν τη χώρα διαλέξαμε να παρουσιάσουμε, το διάστημα αυτό, γνήσια Ελληνικά Τέρατα. Ξεκινάμε σήμερα με ένα μικρό κείμενο αφού σας ζαλίσαμε, ήδη, πολύ. Θεωρούμε υποχρέωσή μας να σας ευχαρισήσουμε για μια ακόμη φορά για την παρουσία σας, τα μηνύματά σας, τα σχόλιά σας, την εκτίμησή σας. Περιμένοντας τα νέα σας σας ευχόμαστε να περάσετε όλοι καλά. Και μην ξεχνιόμαστε: Γεμίστε μπαταρίες παιδιά, έχουμε ζόρια μπροστά.
.
Ο ΑΓΓΕΛΟΚΑΜΩΤΟΣ

Στοιχειό πολύ επικίνδυνο είναι ο Αγγελοκάμωτος, ένα μωράκι της κούνιας που βγαίνει τα βράδια στο ρέμα του Ποδονίφτη, στο Χαλάνδρι, κοντά στην Αθήνα, και κλαίει σπαρακτικά. Κι όταν πάει κανένας διαβάτης να το συντρέξει, νομίζοντας πως το πέταξαν άστοργοι γονείς, εκείνο τον αρπάζει απ’ τον λαιμό κι αρχίζει να τον πνίγει. Κι αν δεν προλάβει να πει ο άτυχος: «Βόηθα Χριστέ και Παναγιά!» θα βρουν το πτώμα του την άλλη μέρα μέσα στα χορτάρια. Αν όμως προλάβει και πει τα ευλογημένα λόγια, ο Αγγελοκάμωτος γίνεται Βύθιος και φεύγει τρέχοντας.
.

17/7/09

του Γιώργου

Vladimir Veličković, Veliko gonjenje, 1986


Πέρσι τέτοια μέρα Γιώργο, έγραψα εδώ την ευχή να εξακολουθείς να κρατάς την κουπαστή του χρόνου. Του χρόνου που σήμερα μεταφράζεται μισός αιώνας ζωής. Ακούγεται παράξενο. Ίσως επειδή χρησιμοποιώ άλλο μέτρο. Φέτος σου γράφω ξανά την ίδια ευχή. Γιατί πώς να το κάνουμε; Πέρασε η πιο πολύπαθη χρονιά αλλά ανέτειλε κι η πιο δημιουργική περίοδος. Ουφ, μην μου απαντήσεις επί αυτού. Ξέρω. Ή μάλλον άσε με να κρίνω και να ξέρω.

Δεν θα σου χαρίσω, σήμερα, άλλου ποιητή στίχους, ούτε τραγούδια για «το χειμώνα που πηδήσαμε». Άστα αυτά για κείνους που «πηδάνε» και διακαώς επιθυμούν να «πηδήξουν» κι εμάς. Ένα δικό σου, μόνο. Ένα ποίημα που αγαπάς και επιλέγεις.

Χρόνια πολλά Γιώργο μου. Κι αίμα αν έχουν, κι αν λάσπη τα πιτσιλίζει, εμείς το λευκό επιδιώκουμε. Χρόνια καλά!

1900

(Στις 24 Αύγουστου του 1900, ο Φρίντριχ Νίτσε, υστέρα από παράνοια έντεκα χρόνων, πέθανε στην Βαϊμάρη. Πρώτος μεταξύ των Γερμανών φιλοσόφων του 19ου αιώνα, απέβη ένας παθιασμένος ηθικολόγος που απέρριψε τελικά το αστικό κατεστημένο του δυτικού πολιτισμού.)

Απ’ τον καιρό που έμαθα να ξεχωρίζω το καλό από το κακό, πέτρα η φωνή μου˙
ριπή του κατάμαυρου, αιχμή του κόκκινου, γλώσσα του λίγου.
Μίλησα αίμα εκεί που έπρεπε να τραγουδήσω κήπους.
Τραγούδησα πληγές εκεί που έπρεπε να σωπάσω αγάπη.
Βαρέθηκα την δύναμη της σκέψης που γνωρίζει μέχρι την άγνοια.

Και το δέντρο, επίσης, βαριέται ό,τι του ανέμου διεκδικεί το υγρό στα φύλλα του.
Αλλά τι; Μήπως δεν δίνει τον καρπό του;
Μήπως δεν είναι το ποτάμι αποφασισμένο να δεχθεί
τον όγκο του καρπού κατάθολά του;
Η πέτρα του βυθού μήπως οργίζεται την άνωση του φύλλου;
Γαλήνη, συγκατάβαση, αγάπη, ταπεινότητα,
πότε μοιράστηκαν κάτι κόκκινο;
Πότε το κόκκινο κατείχε όσο λευκό επιχειρεί το γαλάζιο;

Απ’ τον καιρό που έμαθα να ξεχωρίζω το καλό από το κακό, πέτρα η φωνή μου˙ θράσος του αλύγιστου, πάθος του γρήγορου, τρέλα του ξαφνικού.
Μια μπουκιά σπασμένα δόντια επιμένει τώρα την έπαρσή μου˙
την τελευταία έπαρσή μου:
διψασμένη, σκονισμένη, σωριασμένη σε απόσταση βροχής απ’ το παράθυρο˙
το τελευταίο παράθυρο:
σπίτια ψιθυριστά, εμφύλιες είσοδοι, εμπόλεμα δωμάτια,
αστοί φρεσκοπλυμένοι με τ’ όνομα τους ένας
ένας και κατάκαρδα παιδιά,
ορφανά πίσω απ’ το υγρό σκοτάδι των απόκρημνων ματιών τους.

Περνάνε, ταξιδεύουν με τρένα, ιδρώνουν στα παράθυρα
ό,τι δεν φαντάστηκαν ποτέ να δουν, κοιμούνται στα καθίσματα
όσα δεν φαντάστηκαν ποτέ ν’ αποκτήσουν, υποψιάζονται
πως ο κόσμος δεν μπορεί να χωρέσει σε μια παλάμη, ανακαλύπτουν
πως ο κόσμος περισσεύει σ’ έναν καθρέφτη, αποφασίζουν
πως όταν τα χέρια γίνονται πουλιά, επιζητούν
το θήραμα ή την φωλιά και τίποτα πιο ενθαρρυντικό
απ’ την σπονδυλωτή πνευματικότητα της αδράνειας.

Τρώνε, ξαπλώνουν, χωνεύουν, δεμένοι
με το σκοινί του κάκου προς εκείνο το παραλίγο που είναι άνθρωπος.
«Πώς έγινε τέτοιο πράγμα;» ρωτούσε και ξαναρωτούσε ο άντρας. «Πώς;»
Κάποιος είχε φέρει από το πλυσταριό
το παραμορφωμένο πτώμα του παιδιού. Του χάρισε ένα μέτρο γρασίδι.
Οι άνθρωποι ταραγμένοι σπρώχνονταν έναν κύκλο γεμάτο φρίκη.
Οι γυναίκες ούρλιαζαν κι έκλαιγαν, οι άντρες αναθεμάτιζαν.
Εκείνη δάγκωνε με λύσσα τους λυγμούς της.
Η μητέρα και η θεία της κρατούσαν από ένα αγριεμένο μπράτσο
και προσπαθούσαν να την τραβήξουν στο σπίτι,
αλλά είχε μπήξει γερά τα νύχια της στην γύρω απελπισία και δεν έλεγε να κουνήσει.

Ο άντρας δεν ήξερε σε ποιον να επιβληθεί, σε τι να βάλει τάξη.
Ούτε κέρδιζε τίποτα από τις ερωτήσεις του.
Περιφερόταν ανύπαρκτος κι έλεγε και ξανάλεγε μηχανικά:
«Κοίτα, είναι ο γιος μου! Ο γιος μου! Είναι ο γιος μου!»
καταπίνοντας ένα κοφτερό ερωτηματικό κάθε φορά.
Μια στιγμή γνήσιας ανθρώπινης φρίκης,
εκατό χρόνια επίπλαστης εκλέπτυνσης ή λίγες λέξεις που διαπράττουν
την μόνη πραγματικά θανάσιμη αμαρτία ανάμεσα στους ανθρώπους:
να είσαι ευχάριστος όταν δεν μπορείς να σκοτώσεις.

Αλλιώς: να γράφεις ποίηση όταν δεν μπορείς να γράψεις ούτε τ’ όνομα σου,
χωρίς να υπαινιχθείς κάτι κακό για τον εαυτό σου ή τους άλλους.
Η μουσική, με την σειρά της, αποφεύγει αποφασιστικά το παραδοσιακό μελόδραμα,
βάλλει με νέες χρωματικές αντηχήσεις και νέα αρμονική πλοκή, αλλά κατά που;
Αν η ενότητα των τεχνών σε μια μόνο δημιουργική φαντασία
χρειάζεται μερικές χιλιάδες πτώματα επί σκηνής,
πόσο μοντέρνο ψυχορραγεί υπό σκηνής;

Η ζωγραφική ίσως;
Ενδέχεται η παρουσία μιας ένοχης απόλυτα εκφραστικής
να συντηρεί την υποψία κάποιας αθωότητας θεμελιακής ή αφετηριακής,
όπως και να ‘χει, χρεωμένης στην καταγωγή του ζωγράφου.
Για την ιθαγένεια του θεατή
γνωρίζουμε μόνο το συνδυασμό ενός βέβαιου όγκου
που καθορίζει και επιβάλλεται στο χώρο με την βοήθεια του φωτός,
το δυναμικό περίγραμμα, την μέθοδο εξισορρόπησης της σύνθεσης
με τονισμένες αντιστίξεις, το ρυθμό της αφήγησης,
την δύναμη του χρώματος, την επιβολή της σκιάς...

Όχι, δεν ταξίδεψα ποτέ με τρένο προς την Ερζεγοβίνη,
για να υπαινιχθώ τόση πραγματικότητα.
Αυτό έγινε το χειμώνα του 1876 στο Σορέντο.
Μερικούς μήνες πριν, σκόνιζα τα βήματα μου στην σιωπή ενός χωματόδρομου.
Μπροστά μου, το ποτάμι και μια συστάδα λευκές.
Αν τα ρούχα μου δεν ήταν τόσο διαφορετικά,
θα μπορούσε κανείς να μου καταλογίσει εκείνες τις απρόσμενες χαίτες
που αυθαδίαζαν στον θερισμό όχι ασήμαντα χωράφια
-αν σκεφτείς πως τα βουνά επέβαλαν στον τόπο
μιαν εξορία γεμάτη άμμο κι αλάτι.

«Αυτά τα αγριολούλουδα είναι όμορφα», σκέφτηκα και στάθηκα.
Εννοούσα μια τούφα μαργαρίτες που φύτρωναν χαμηλά στην όχθη.
«Τα θέλεις για τον τάφο σου; Θα τα μαζέψω», μουρμούρισα.
Κατηφόρισα με προσοχή. Χώθηκα ανάμεσα σε κάτι ακακίες και δεν φαινόμουν πια. Από τον δρόμο πάνω, άκουγα τον ήχο των κλαριών που τσάκιζα.
Έπειτα ένα θρόισμα κι έναν παφλασμό.
Πίσω από τις πυκνές ακακίες σήκωσα το κεφάλι χαμογελώντας.
Ήμουν δοσμένος στο νερό μέχρι τους αστραγάλους.
«Γλίστρησα στο υγρό γρασίδι», είπα. «Δώσε μου ένα χέρι».
«Έπρεπε να σε αφήσω εκεί να ψοφήσεις!» φώναξα.
Κατηφόρισα με δυσκολία.
Το βλέμμα μου προσπάθησε να διακρίνει την στιγμή που ξέχασα
πώς ξεχνούν κάθε τι τετελεσμένο, αρνούμενο τον εαυτό του,
αποφασισμένο να οδηγηθεί ταχύτατα προς τον αφανισμό, κι έπεσα πάνω στον χειμώνα.

Ο χιονιάς ακουγόταν την νύχτα να ξύνει με μανία τα πήλινα αυτιά του˙
μουρμούριζε κι έβριζε και κλαψούριζε:
κάτω από ποιους όρους επινόησαν οι άνθρωποι το από κάτω μιας στέγης.
Κατά βάθος, εκείνο που φιλοξενούσα μέχρι τότε στην καρδιά μου
ήταν πολύ πιο αιχμηρό από κάποιους ανασφαλείς κρυστάλλους στο παράθυρο.
Αλλά το κρύο ήταν πολύ αναποφάσιστο κι εγώ σκεπτόμενος μέχρι κρυοπαγήματος.

Τι κατάφερα; Τα Ναι και τα Όχι, τα Αν και τα Όμως
βγαίνουν από μέσα μας σαν ανοιξιάτικα βλαστάρια:
εξαιρετικά αυθάδη, αρκετά επίμονα, ιδιαίτερα επιθετικά˙
θα κιτρινίσουν στον καιρό τους, θα προσκυνήσουν την απάθεια του θάμνου
κι ο ήλιος δεν θα ξέρει τι σκιερό ζητάει απ’ το βουνό,
το γεράκι τι χαμηλό από την γη,
ο άνεμος τι ανυποχώρητο από την πέτρα.

Η ζωή δεν είναι ό,τι πιο πράσινο μπορούμε να ελπίσουμε,
αν και σίγουρα ό,τι πιο υγρό.
Διψώντας δεν πνίγεσαι.
Παραμύθια!
Τριάντα αιώνες πνευματικής ζωής
για μιαν υπόθεση αναξιοπαθή, ψωριάρα, μαδημένη, βρωμερή,
μηχανικά δοσμένη στο φύτεμα μιας δυσωδίας προγονικής.

Αν ήταν ν’ αποδειχτεί τουλάχιστον φυλλοβόλα,
θα μπορούσαν εκατό χρόνια μετά από τα εκατό που έρχονται
ν’ αξιοποιήσουν την κοπριά της σε μιαν υπερεπιστήμη
που θα πετάει, χωρίς να την πληρώνει κανείς στην μύτη του:
δυο κομψά φτερά μ’ έναν αόρατο Καρτέσιο στην μέση
ή καθόλου Καρτέσιο, αν ο Σινιορέλι είναι αρκετά εμπορεύσιμος.

Δεν χρειάζεται οι αυξημένες βροχοπτώσεις να παίξουν τον ρόλο τους,
τρομερές πλημμύρες να κατακλύσουν ολόκληρη την Ευρώπη,
να καταστρέψουν τα σπαρτά, να προκαλέσουν παρατεταμένο λιμό,
θανατηφόρο λιμό, για τρία χρόνια να τρώμε τον σπόρο του σταριού,
και ποντίκια και γάτες και σκυλιά, την απελπισία την ίδια,
θάβοντας το ένα δέκατο του πληθυσμού σε έξι μήνες,
χορεύοντας τον μαύρο θάνατο ανάμεσα στα πόδια μας
και τραγουδώντας το μαύρο θάνατο πίσω από τα λαχανιάσματα μας,
εκμηδενίζοντας κάθε πιθανότητα για πλήρη ανάκαμψη την επόμενη χρονιά.

Καμιά πλώρη δεν θα χαράξει αργά μιαν εποχή συμποσίων
σε νερά που ξύπνησαν από την σαρκοβόρα εφηβεία τους
με στήθη τρυφερά σαν καρπούς και καρπούς τρυφερούς σαν λαγόνια.
Επιτέλους! Αυτό το μακελειό που είναι ο άνθρωπος δεν είναι μακελειό, είναι άνθρωπος.
«Μην κουνηθείς!» φώναξε κάποιος με μαύρη στολή.
«Σε κατηγορώ για το φόνο αυτού του παιδιού».

Η συμμορία χίμησε πάνω του. Τα χτυπήματα έπεφταν βροχή.
Όταν εκείνος γλίστρησε κι έπεσε, τον κλώτσησαν ραγδαία.
Έπειτα τον ξανασήκωσαν και προσπάθησαν να τον τραβήξουν
προς τις πυκνές ακακίες, όπου θα μπορούσαν
να τον αποτελειώσουν αλύπητα δικό μου.
Στην πραγματικότητα ήταν μια σύνθεση εξαιρετικά ισορροπημένη:
μια ανθρωπότητα που διεξάγει ηρωικό αγώνα
για την απελευθέρωση από την υλη και το κακό.

Μια κάποια επιτήδευση στον τρόπο με τον οποίο οι μορφές διεκδικούν
την αποκλειστικότητα του βλέμματος, απομένοντας μετέωρες
ανάμεσα στο θέμα και το χρώμα,
καθώς και ο νευρωτικός διάκοσμος,
κάνουν απλά το αποτέλεσμα πιο κανονικό
-υπό την έννοια της μεταδοτικότητας.

Όχι, δεν ταξίδεψα ποτέ με τρένο προς την Ερζεγοβίνη,
για να υπαινιχθώ τόση πραγματικότητα.
Εκείνον τον χειμώνα στο Σορέντο,
τα όνειρα μου μαρτυρούσαν μιαν ανοησία
που κόβει την ανάσα με λασπωμένες δρασκελιές.
Κι όμως προσπάθησα κάτι οπωσδήποτε λευκό.
Κάτι ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο.

Μια βαθιά υποψία, τις συνέπειες της˙
μιαν απόλυτη παγωνιά, την διαφορά της˙
ένα είδος τέχνης υπονοιών κι ερωτηματικών,
ένα είδος παγίδας για τσακάλια που αμύνονται σαν απερίσκεπτα πουλιά.
Λοιπόν; Ποιος θ’ άντεχε έναν αιώνα ανθρώπινου πολιτισμού,
χωρίς να πάρει μιαν ανάσα αίμα;
Για τον καθαρό όλα είναι καθαρά, λέει ο λαός.
Εγώ λέω: για την λάσπη όλα είναι λάσπη. Βρέχει.
.
Γιώργος Μπλάνας, «Η απάντησή του». Εκδόσεις «Νεφέλη», 2000

10/7/09

Καρλ Ορφ

Ο Καρλ Ορφ υπήρξε ένας σπουδαίος Γερμανός μουσουργός ο άνθρωπος που μας χάρισε μελοποιημένα τα περίφημα μεσαιωνικά ποιήματα Κάρμινα Μπουράνα. Κάθε φορά που τα ακούω καταλήγω ότι είναι το σημαντικότερο έργο του Πα.Σο.Κ. για τη χώρα. Όλοι σχεδόν οι Έλληνες πολίτες γνώρισαν και απόλαυσαν αυτή τη θεσπέσια μουσική με την ευκαιρία των εκδηλώσεών του. Εξάλλου την ίδια εκτίμησηνιώθω και για διάφορα προϊόντα όπως το Άζαξ που έκανε γνωστή την Κάρμεν, τα μακαρόνια Μίσκο με τις Εποχές του Βιβάλντι και άλλα. Επίσης σκέφτομαι, συχνά, ότι αν το Πα.Σο.Κ. ασχολιόταν με το ίδιο μεράκι και με άλλα ζητήματα ίσως σήμερα, λέμε τώρα, να γνωρίζαμε και να απολαμβάναμε γενικότερα.

Αλλά ας επιστρέψουμε στον συνθέτη και παιδαγωγό που γεννήθηκε σαν σήμερα, 10 Ιουλίου 1895, στο Μόναχο από Βαυαρούς γονείς. Σπούδασε στη Μουσική Ακαδημία της πόλης του, μέχρι το 1914 οπότε ξέσπασε ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και κλήθηκε να υπηρετήσει. Εκεί κινδύνευσε να χάσει τη ζωή του όταν καταπλακώθηκε σε ένα χαράκωμα, τραυματιζόμενος πολύ σοβαρά. Μετά το τέλος του πολέμου εργάσθηκε σε διάφορες Όπερες στο Μανχάιμ και στο Ντάρμσταντ και στη συνέχεια επέστρεψε στο Μόναχο ώστε να συνεχίσει τις μουσικές σπουδές του.

Από το 1925 μέχρι το τέλος της ζωής του, ως συνιδρυτής, με την Dorothee Günther, της ομώνυμης σχολής, ο Καρλ Ορφ ήταν επικεφαλής ενός τμήματος μουσικής, κίνησης και χορού όπου εργάστηκε με αρχάριους στη μουσική. Η εμπειρία αυτή του έδωσε την ευκαιρία να αναπτύξει εκπαιδευτικές μεθόδους οι οποίες εφαρμόζονται μέχρι σήμερα. Το σύστημα επιτρέπει σε κάθε άτομο να εκφραστεί με νότες με τη χρήση στοιχειωδών κρουστών οργάνων. Η μέθοδός του άρχισε να ερφαρμόζεται στη Γερμανία από το 1931 ενώ η σχολή τους έκλεισε στο πόλεμο και ως κτίριο καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς το 1944.

Το όνομα του συνθέτη συχνά συνδέεται με τον Ναζισμό αν και ο ισχυρισμός αυτός, τυπικά, δεν έχει επιβεβαιωθεί. Γεγονός πάντως είναι ότι τα Κάρμινα Μπουράνα ήταν εξαιρετικά δημοφιλή στη Χιτλερική Γερμανία. Άλλωστε η πρώτη τους παρουσίαση έγινε το 1937 και έκτοτε ακολούθησαν πολλές παραστάσεις. Επίσης η σύνθεση με τους ασυνήθιστους ρυθμούς κατηγορήθηκε και ως ρατσιστική. Ο Καρλ Ορφ υπήρξε ένας από τους λίγους συνθέτες που απάντησαν στην πρόσκληση του ναζιστικού καθεστώτος για την σύνθεση επί του «Ονείρου της Θερινής Νυκτός», αφού το αριστούργημα του Εβραίου Μέντελσον είχε απαγορευθεί. Ενώ άλλοι συνθέτες αρνήθηκαν ο Καρλ Ορφ, που δέχτηκε την πρόταση, «αθωώνεται» καθώς είχε ήδη ασχοληθεί με τη σύνθεση αυτή όταν ακόμη οι ναζιστές ήταν εκτός πολιτικής σκηνής στη Γερμανία (1917-1927).

Ο Καρλ Ορφ ήταν προσωπικός φίλος του καθηγητή φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου Κουρτ Χούμπερ, ενός από τους ιδρυτές της αντιστασιακής, ανθρωπιστικής, αντιμιλιταριστικής οργάνωσης «Λευκό Ρόδο», που υποστήριζε τον συνθέτη στα λιμπρέτα. Η οργάνωση αυτή έδρασε το διάστημα 1942-1943 προσπαθώντας να αφυπνίσει τον Γερμανικό λαό για τα εγκλήματα του Χίτλερ κατά της ανθρωπότητας. Όταν τα μέλη του κεντρικού πυρήνα έπεσαν στα χέρια των Ναζί η γυναίκα του Χούμπερ παρακάλεσε τον Ορφ να χρησιμοποιήσει την επιρροή που διέθετε για να γλιτώσει το θάνατο ο άντρας της και φίλος του. Εκείνος όμως της απάντησε όταν αν γνωστοποιηθεί η φιλία τους θα ήταν και ο ίδιος χαμένος. Έτσι ο Χούμπερ απαγχονίστηκε δημόσια, μαζί με τους φοιτητές μέλη της οργάνωσης, τον Ιούλιο του 1943 και ο Καρλ Ορφ έζησε με τις ενοχές του. Ενοχές που γνωστοποίησε αργότερα σε επιστολή συγγνώμης προς τον Χούμπερ.

.

.
Μετά τη λήξη του πολέμου ο Ορφ κλήθηκε να αντιμετωπίσει την υποψία ενδεχόμενης συνεργασίας με τους Ναζί, κατάσταση που είχε στο επίκεντρο και πάλι τα Κάρμινα Μπουράνα. Η πιθανότητα αυτή έγινε ορατή στον πλαίσιο της εξάλειψης κάθε ίχνους από τον ναζισμό (Denazification) που συμφωνήθηκε μεταξύ των συμμάχων στο Πότσδαμ. Η αποκαθήλωση του εθνκοσοσιαλισμού ανατέθηκε τότε σε Γερμανούς και Αυστριακούς αντιστασιακούς που είχαν πολεμήσει στο πλευρό των συμμάχων κατά του Χίτλερ, σε συνεργασία με Αμερικανούς. Τελικά ο Καρλ Ορφ αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με τους Ναζί όχι μόνο αποκρύπτοντας την υπόθεση Χούμπερ αλλά ισχυριζόμενος ότι ήταν και ο ίδιος μέλος της οργάνωσης «Λευκό Ρόδο». Εξακολουθώντας να ασχολείται με τη μουσική του, οι τύψεις -που τον καταδίωκαν μέχρι το τέλος της ζωής του, τον έκαναν να γράψει την παραπάνω αναφερόμενη επιστολή. Ίσως οι τύψεις αυτές σε συνδυασμό με την επιστολή στον εκτελεσμένο φίλο του να αναδεικνύουν και την πραγματική αιτία της συμπεριφοράς του: τον φόβο για τη ζωή του και ειδικότερα για την άνετη ζωή που του είχαν εξασφαλίσει τα Κάρμινα Μπουράνα, καθώς πριν από αυτά ήταν απένταρος.

Κάρμινα Μπουράνα αποτελούν συλλογή ποιημάτων περισσότερων από 1.000, τον αριθμό, τα οποία προσδιορίζεται ότι γράφηκαν στις αρχές του 13ου αιώνα κυρίως στη λατινική, ως κυρίαρχη γλώσσα της εποχής, και ορισμένα από αυτά σε μεσαία γερμανικά και αρχαία γαλλικά, όλα σε δημώδη και ελευθεριάζουσα μορφή. Το εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο τους είναι ότι οι ποιητές ήταν δόκιμοι κληρικοί που χλεύαζαν την παπική εκκλησία ενώ το περιεχόμενό τους είναι θρησκευτικό, σατιρικό, ερωτικό, γλεντζέδικο και παιχνιδάρικο. Η συλλογή φυλάσσεται στην Κρατική Βιβλιοθήκη του Μονάχου ενώ σε νεότερα χειρόγραφα διαπιστώθηκαν μουσικά σημεία, ένδειξη ότι υπήρχε μελωδία, ειδικότερα σε θρησκευτικά και ερωτικά ποιήματα.

Αν και το παιδαγωγικό σύστημα του Ορφ θεωρείται το πλέον καταξιωμένο ο ίδιος δεν υπήρξε καλός πατέρας. Έχοντας 4 γάμους στο ενεργητικό του αγνόησε την κόρη του την οποία εγκατέλειψε σε εφηβική ηλικία. Ο Κάρλ Ορφ έχοντας μελετήσει πολύ το ελληνικό δράμα είχε εμμονή με τον μύθο του Ορφέα, του μουσικού που κατέβηκε στον Άδη. Ο ίδιος την ανεπιστρεπτί επίσκεψή του εκεί την έκανε στις 29 Μαρτίου 1982 και μετά από δική του επιθυμία τάφηκε σε μια μονή νότια του Μονάχου, όπου εκτός των άλλων λειτουργεί και παρασκευαστήριο μπίρας. Στο μνήμα του χαράχτηκαν οι ημερομηνίες γέννησης και θανάτου και η φράση «Summus Finis» (απώτερος στόχος).

Πηγές
-Carl Orff, Wikipedia
-Carl Orff, the composer who lived a monstrous lie, Times online
-Carl Orff, music heaven
-Denazification, Wikipedia
-Λευκό Ρόδο, Αφιερώματα, sansimera
-Μουσικό εγχειρίδιο παγανισμού, Το Βήμα
-Φωτογραφία από το baeckerei-wippler

7/7/09

Ο Κόναν Ντόιλ και η αποικιοκρατία

Σερ Άρθουρ Ιγκνάτιους Κόναν Ντόιλ (1859-1930)


Το πρωινό της Δευτέρας 7 Ιουλίου 1930 έφυγε, για τη μέγιστη και λαμπρότερη των περιπετειών του, ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, ο Σερ της αστυνομικής λογοτεχνίας, ο πατέρας του αθάνατου αστυνομικού Σέρλοκ Χολμς που υπήρξε όμως κι ένας πολύπλευρος συγγραφέας με ιστορικά, επιστημονικής φαντασίας και άλλα έργα. Ο Κόναν Ντόιλ από πολλούς θεωρείται πως υπήρξε μια διχασμένη προσωπικότητα αιωρούμενος αρχικά μεταξύ ιατρικής και λογοτεχνίας, έπειτα μεταξύ λογικής και μεταφυσικού, και σε όλη τη ζωή του μεταξύ λυσσωδών μαχών για την υπεράσπιση του δίκαιου απέναντι σε κάθε μορφής ρατσισμό και υπεράσπισης της αποικιοκρατικής χώρας του.


Ο Σέρλοκ Χολμς και ο γιατρός Γουώτσον δια χειρός Σίντνεϊ Πέιτζετ. Ο παππούς του Ντόιλ. Τζον, ήταν πολιτικός σκιτσογράφος των Λονδρέζικων Τάιμς και ο θείος του Ρίτσαρντ «Ντίκι» Ντόιλ υπήρξε σπουδαίος σκιτσογράφος που δημιούργησε δική του σχολή.




Πέρα από αυτό ο Ντόιλ ένας πραγματικός Ιρλανδός, απόγονος καλλιτεχνών, συναναστράφηκε με τις σπουδαιότερους λογοτέχνες και επιστήμονες της εποχής του, συμμετείχε ενεργά σε κάθε συνταρακτικό γεγονός εντός και εκτός Ηνωμένου Βασιλείου τολμώντας να εκδηλώνει πάντα τις απόψεις του υπέρ του δικαίου. Χαρακτηριστική έχει μείνει η δήλωσή του για την υπόθεση Σάκο και Βαντσέτι: Παρατηρώντας τα γεγονότα, είναι αδύνατον να μην συνειδητοποιήσεις ότι οι δύο Ιταλοί δεν εκτελέστηκαν ως δολοφόνοι, αλλά ως αναρχικοί. Το ίδιο αξιομνημόνευτες είναι οι σχέσεις του με τον Μπάρι και τον Στήβενσον, τον Κίπλινγκ, αλλά και με τον Όσκαρ Ουάιλντ που του έμεινε πραγματικά αξέχαστος. Άνθρωπος εφευρετικός, παρατηρητικός, ακάματος ταξιδευτής και συγγραφέας, πέρα από τον Σέρλοκ Χολμς, μας άφησε μια λογοτεχνική παρακαταθήκη εξαιρετικά πλούσια. Οι Γεφυρισμοί σήμερα θα ασχοληθούν με μια «σκοτεινή» σελίδα στη ζωή του Ντόιλ που δεν έχει να κάνει με την μεταφυσική του πλευρά. Άλλωστε στην εκτεταμένη βιογραφία του, προϊόν πολύχρονης αναζήτησης από πλευράς μας, μπορείτε να γνωρίσετε όλες τις πτυχές της ζωής του.

Σήμερα λοιπόν, ημέρα μνήμης του Ντόιλ, θα παρουσιάσουμε τον ιστορικό συγγραφέα και ειδικότερα τον τρόπο που συμμετείχε στον πόλεμο των Μπόερ και τις θέσεις που πήρε για τη σύγκρουση των Ευρωπαίων στην Αφρικανική ήπειρο στην αυγή του προηγούμενου αιώνα. Η επιλογή αυτή οφείλεται στην προ ημερών αναφορά μας στον Πατρίς Λουμούμπα όπου επισημάναμε τη συνεισφορά του Ντόιλ στην προβολή των εγκλημάτων που διέπρατταν οι Βέλγοι στο Κονγκό.

Ιανουάριος 1900. Ο πόλεμος έχει ξεκινήσει. Στην εικόνα Μπόερ στρατιώτες.

Με την είσοδο του 20ου αιώνα ξεσπά στην Νότια Αφρική ένας νέος πόλεμος που πέρασε στην ιστορία ως Β΄ Πόλεμος των Μπόερ. Οι Αφρικάνερς ή Μπόερ, λέξη που στην ολλανδική γλώσσα σημαίνει «αγρότες», ήταν οι λευκοί της Ν. Αφρικής με καταγωγή γερμανική, ολλανδική και γαλλική. Οι πρώτοι από αυτούς εγκαταστάθηκαν στην περιοχή το 1652 δημιουργώντας αποικία στο Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας. Εκεί ασχολήθηκαν κυρίως με τη διακίνηση εμπορευμάτων από και προς τις αποικίες των Ανατολικών Ινδιών. Από το 1814 η αποικία αυτή βρίσκεται «ενταγμένη» στη βρετανική αυτοκρατορία. Ωστόσο, η ανακάλυψη χρυσού στην περιοχή είχε σαν αποτέλεσμα από το 1880 να συρρέουν στο Γιοχάνεσμπουργκ χιλιάδες Ευρωπαίοι με σκοπό τον γρήγορο πλουτισμό. Είκοσι χρόνια αργότερα η υπόθεση «ορυχεία» και «καλλιεργήσιμη γη» στην Νότιο Αφρική οδήγησε σε συγκρούσεις για τον έλεγχό τους. Βέβαια ο πρώτος πόλεμος, περιορισμένης κλίμακας και διάρκειας, είχε εξελιχθεί μεταξύ 1880-1881 με νίκη των κατοίκων του Τρανσβάαλ. Ακολούθως στις 11 Οκτωβρίου 1899 οι κυβερνήσεις της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας (Τρανσβάαλ) και του Ελεύθερου κράτους του Οράγη ένωσαν τις δυνάμεις τους απέναντι στους Βρετανούς οι οποίοι, όπως ήταν λογικό, επιθυμούσαν τον πλήρη έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών και την εδραίωση της κυριαρχίας τους. Από την άλλη μεριά οι Μπόερ ήθελαν αφενός να διαφυλάξουν τη γη που κληρονόμησαν από τους προγόνους τους, ανεξάρτητα αν δεν ανήκε ούτε σε αυτούς, και ταυτόχρονα να διατηρήσουν την κοινή εθνική ταυτότητα που είχαν διαμορφώσει.

Ο Κόναν Ντόιλ τότε όντας ήδη 41 ετών και υπέρβαρος, ανακοίνωσε στην οικογένειά του ότι θα παρουσιαστεί ως εθελοντής. Ο στόχος του ήταν να αποκτήσει κυρίως εμπειρία μια και ενώ είχε γράψει για πολλές μάχες δεν είχε συμμετάσχει σε καμία. Χωρίς να γνωρίζει τι επιφύλασσε ο νέος αιώνας πίστευε ότι ήταν μοναδική και τελευταία ευκαιρία να παίξει και το ρόλο του στρατιώτη. Πράγμα το οποίο φυσικά δεν ίσχυε αφού η δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα στιγματίστηκε από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στον οποίο επίσης συμμετείχε, κυρίως ως παρατηρητής. Η επιθυμία του να στρατολογηθεί όπως ήταν φυσικό δεν έγινε δεκτή είτε λόγω ηλικίας είτε και λόγω σωματικού βάρους. Εκείνος όμως δεν το έβαλε κάτω. Αν και θαύμαζε πραγματικά τους Μπόερ εξακολουθούσε όχι μόνο να έχει τα σαράκι της περιπέτειας αλλά και τυφλή εμπιστοσύνη στη χώρα του. Έτσι, εκμεταλλευόμενος την ιατρική του ιδιότητα, εντάσσεται στην αποστολή και φεύγει για την Αφρική τον Φεβρουάριο του 1900.

Ομολογουμένως οι Βρετανοί περίμεναν να προελάσουν στη περιοχή αφού η αριθμητική τους υπεροχή ήταν προφανής. Ωστόσο οι Μπόερ αφενός ήξεραν την περιοχή και αφετέρου ήταν καλύτερα οργανωμένοι και με καλύτερο εξοπλισμό. Έτσι, αντί για μάχες ολίγων ημερών βρέθηκαν μπλεγμένοι σε έναν τριετή πόλεμο (1899-1902). Ένα πόλεμο που δεν είχε να «ζηλέψει» τίποτε από τους προηγούμενους που είχαν συμμετάσχει. Η βρετανική αυτοκρατορία κατηγορήθηκε για σωρεία εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά αμάχων μεταξύ των οποίων βασανισμοί, στρατόπεδα συγκέντρωσης, βιασμοί, κ.ά. Οι ανθρώπινες απώλειες την περίοδο αυτή ήταν πολλές χιλιάδες και η κατακραυγή για τους θανάτους, ειδικά των παιδιών και των γυναικών, είχαν πάρει διεθνείς διαστάσεις.

Ο Ντόιλ που λίγα χρόνια αργότερα δεν δίστασε να φέρει στην δημοσιότητα τις αγριότητες των Βέλγων αποικιοκρατών κατά του λαού του Κονγκό, τότε στάθηκε όχι μόνο δύσπιστος απέναντι στις κατηγορίες για την αυτοκρατορία αλλά ανέλαβε να υπερασπιστεί δημόσια τη χώρα του. Σε μια από τις σχετικές δηλώσεις του ανέφερε: Λαμβάνοντας υπ΄ όψιν τις επίμονες δυσφημίσεις στις οποίες έχουν εκτεθεί εξίσου οι πολιτικοί μας και οι στρατιώτες μας, δημιουργείται το καθήκον να διαφυλάξουμε την εθνική μας τιμή και να πληροφορήσουμε τον κόσμο για τα γεγονότα. Αναφερόμενος στους θανάτους μάλιστα, έδωσε την πληροφορία ότι κατά τη διάρκεια της πολύμηνης παραμονής του στην αφρικανική χώρα διαπίστωσε ότι οι περισσότεροι θάνατοι στρατιωτών και ιατρικού προσωπικού προέρχονταν από τυφοειδή πυρετό και όχι από τραύματα. Και συνέχιζε, εννοώντας προφανώς ότι από την ίδια αιτία πέθαναν και οι χιλιάδες Μπόερ, εκτιμώντας ότι τα αναφερόμενα ως στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν ήταν τίποτε άλλο από στρατόπεδα προσφύγων τα οποία οργάνωσε η βρετανική κυβέρνηση στην προσπάθειά της να προστατέψει τους αμάχους. Εκεί λοιπόν, σε αυτούς τους «χώρους φιλοξενίας» έγραψε ότι το υψηλό ποσοστό θνησιμότητας οφειλόταν στην κακή θεραπεία, όπως άλλωστε και των Βρετανών στρατιωτών.

Στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου «φιλοξενήθηκαν» οι άμαχοι Μπόερ, πολλοί από τους οποίους βρήκαν το θάνατο, όπως το παιδί της εικόνας.

Τα ντοκουμέντα όμως της εποχής έδειχναν άλλα πράγματα. Φωτογραφίες με σωρούς νεκρών και σκελετωμένων γυναικόπαιδων έκαναν το γύρο του κόσμου. Όλες οι εφημερίδες παρουσίαζαν και τη δική τους άποψη μέσα από το πενάκι των πολιτικών σκιτσογράφων της εποχής. Η βρετανική αυτοκρατορία μπορεί να κέρδισε τον πόλεμο αλλά διασύρθηκε παγκόσμια χάνοντας όχι μόνο το μέρος του κύρους της αλλά και την αυτοπεποίθησή της σε ό,τι αφορούσε τις ικανότητες του στρατού της.

Σκίτσο του Jean Veber για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που δημοσιεύθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1901 στο περίφημο γαλλικό σατιρικό περιοδικό L'Assiette au Beurre.

Ο συγγραφέας επιστρέφοντας στη χώρα του δημοσίευσε ένα πολυσέλιδο χρονικό από τον πόλεμο που στιγμάτισε τη χώρα του. Ο Μεγάλος Πόλεμος των Μπόερ εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1900 και αποτελεί ένα αριστούργημα πολεμικής λογοτεχνίας, περιλαμβάνοντας και ευφυέστατα σχόλια για την οργάνωση του πολέμου, ο οποίος πέρασε στην ιστορία και για έναν ακόμη λόγο. Ήταν ο πρώτος που εφαρμόσθηκε η τεχνολογία καθώς οι Βρετανοί έλεγχαν τις κινήσεις των Μπόερ με αερόστατο! Έχοντας χαρακτηρίσει, πιο πάνω, τον Ντόιλ ως «εφευρετικό» δεν εννοούμε ασφαλώς μόνο τον τρόπο με τον οποίο έπλεκε αστυνομικές, μυστηρίου και ηρωικές περιπέτειες. Ο Κόναν Ντόιλ εκτός από την αγάπη του για τα ταξίδια, τον αθλητισμό και τις καινοτομίες του (εισαγωγή κα η καθιέρωση του σκι στην Ελβετία!), κατέθεσε σπουδαίες προτάσεις για την οργάνωση του πολέμου και τα συστήματά του, όπως οι σωσίβιες λέμβοι. Γι΄ αυτό ίσως να σχολίασε τόσο πολύ στο μνημειώδες σύγγραμμά του ό,τι σχετικό με τεχνικές και στρατηγικές.

Τον Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ πένθησαν εκατομμύρια θαυμαστές του σε ολόκληρο τον κόσμο οι οποίοι φαίνεται ότι υποσχέθηκαν να κρατήσουν ζωντανό τον ήρωά του. Όπως κι έγινε. Ο Σέρλοκ Χολμς εξακολουθεί περισσότερο από έναν αιώνα να κατακτά το κοινό. Κι αν ο θνητός πατέρας του υπερασπίστηκε κάποτε την αποικιοκρατία στο όνομα της χώρας του φαίνεται ότι με το βιβλίο του Έγκλημα στο Κονγκό ότι φρόντισε να αποκαταστήσει τουλάχιστον ένα μέρος από το δίκαιο. Πράγμα το οποίο η πατρίδα του δεν έκανε ποτέ.

Η βιογραφία του Κόναν Ντόιλ από τους Γεφυρισμούς σε μορφή αρχείου pdf.

4/7/09

Μπάρι Γουάιτ

Τι άσπρος, τι μαύρος. Τι Ευρωπαίος, τι Αμερικανός. Δυο μεγάλες φωνές, δυο γενειοφόροι γίγαντες που τραγούδησαν με μοναδικό τρόπο την αγάπη σε ένα εξαιρετικό ντουέτο.

Αν και δεν υπήρξα ποτέ θερμός ακροατής του είδους της μουσικής που τραγούδησε ο Μπάρι Γουάιτ, μπορώ να πω ότι η φωνή του μου άρεσε. Είχε κάτι το ιδιαίτερο, το ξεχωριστό. Χαρακτηριστικά για τα οποία, άλλωστε, λατρεύτηκε από το κοινό της σόουλ και ντίσκο μουσικής. Ο Μπάρι Γουάιτ, που κάθε άλλο παρά white ήταν, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές της σόουλ που αγαπήθηκε για την μπάσα φωνή του και τη ρομαντική ερμηνεία του. Το πραγματικό του όνομα ήταν Barrence Eugene Carter και γεννήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1944 στο Τέξας. Μεγαλώνοντας σε μια από τις περιοχές με την υψηλότερη εγκληματικότητα του Λος Άντζελες στα δεκαεπτά του χρόνια (1961) είχε διαπράξει ήδη το πρώτο του αδίκημα. Κλέβοντας ελαστικά αυτοκινήτων (Getz) αξίας 30 χιλιάδων δολαρίων καταδικάστηκε και φυλακίστηκε για τέσσερεις μήνες.

Εκεί στην φυλακή έχοντας συντροφιά τη μουσική του δόθηκε η αφορμή να αλλάξει ρότα στη ζωή του. Λέγεται ότι καθοριστικός παράγοντας ή μάλλον αφορμή για την στροφή στη ζωή του στάθηκε το τραγούδι του Πρίσλεϊ «It's Now or Never»Ενώ. Αμέσως μετά την αποφυλάκισή του απομακρύνθηκε από τις συμμορίες με τις οποίες ήταν μπλεγμένος και αφιερώνεται στο τραγούδι. Εξάλλου η απόφασή του αυτή ενισχυόταν από το ρεύμα της εποχής, η αυγή μιας σπουδαίας δεκαετίας για τα μουσικά δρώμενα.

Στην αρχή σημειώνει επιτυχίες ως δημιουργός με τα τραγούδια του να ερμηνεύονται από τον αδικοχαμένο τραγουδιστή της ρόκ Μπόμπι Φούλερ αλλά και στο Μπανάνα Σπλιτς την περίφημη μουσική τηλεοπτική εκπομπή της ροκ. Το 1963 συμμετείχε στο δίσκο «Harlem Shuffle» των Bob & Earl που κατατάχθηκε στην 44η θέση της λίστας στις ΗΠΑ αλλά στο Ηνωμένο Βασίλειο μεταξύ των δέκα πρώτων. Το ομώνυμο τραγούδι παρουσιάσθηκε, αργότερα, με τεράστια επιτυχία ενώ το 2003 η αρχική εκδοχή του κατετάγη από τους κριτικούς μουσικής στην 23η θέση του καταλόγου των 50 καλύτερων ντουέτων της εφημερίδας Daily Telegraph.

Τον Αύγουστο του 1969 δημιούργησε το γυναικείο φωνητικό τρίο «Love Unlimited» στο οποίο συμμετείχαν οι αδελφές Τζέιμς, με την μία εκ των οποίων αργότερα παντρεύτηκε και η Ντάιαν Τέιλορ. Ο καλύτερός του φίλος Μαξ Μάρεϊ ήταν εκείνος που βοήθησε τελικά τον Μπάρι Γουάιτ να γίνει διάσημος. Βασιζόμενος στο πρότυπο του γυναικείου τρίο «The Supremes» που σημείωσε τεράστια επιτυχία στις αρχές της δεκαετίας ΄60 κάνοντας κερδοφόρα την εταιρεία «Motown» αναδείχθηκε το ταλέντο του με κορύφωση την υπογραφή συμβολαίου στην 20th Century Records.

Ο Μπάρι Γουάιτ γράφει την μπαλάντα «Walking in the Rain (With The One I Love)» και φθάνει στην 20η θέση της μουσικής λίστας. Ολόκληρο το 1970 συμμετέχουν σε περιοδείες και συναυλίες γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Ταυτόχρονα ο Γουάιτ κάνει ορισμένα δοκιμαστικά χωρίς το συγκρότημά του και η εταιρεία τον προτρέπει να βγει να τραγουδήσει μόνος, πράγμα που δεν του άρεσε ιδιαίτερα. Τελικά το 1973 ηχογραφεί το «I'm Gonna Love You Just a Little More Baby», το οποίο καταλαμβάνει την 1η θέση στη λίστα R&B και την 3η στην Pop. Την ίδια χρονιά οι «Love Unlimited» παρουσιάζουν το δικό του τραγούδι με τίτλο «Love's Theme» και σκαρφαλώνουν στην 1η θέση το 1974. Ορισμένοι θεωρούν το συγκεκριμένο κομμάτι ως το πρώτο disco αν και το Sister James του Νίνο Τέμπο περιλαμβανόταν στην λίστα των 100 ήδη αρκετούς μήνες. Στις 4 Ιουλίου 1974 ο Μπάρι Γουάιτ παντρεύεται την Glodean, τη μία από τις αδελφές Τζέιμς.

Ακολούθησαν μια σειρά από μεγάλες επιτυχίες όπως «Never, Never Gonna Give You Up»(1973), «Can't Get Enough of Your Love, Babe» (1974), «You're the First, the Last, My Everything» (1974), «What Am I Gonna Do with You» (1975), «Let the Music Play» (1976), «It's Ecstasy When You Lay Down Next to Me» (1977), «Your Sweetness is My Weakness» (1978) και «Change» (1982).

Για τη βαθιά ρομαντική φωνή του και το θαυμάσιο μίγμα σόουλ και κλασσικών ορχηστρικών μελωδιών λατρεύτηκε από το κοινό του είδους. Συχνά οι θαυμαστές του τον αποκαλούσαν «Μαέστρο» ή «Βελούδινη φωνή». Ο ίδιος συχνά αστειευόταν για την εμφάνισή του (ήταν παχύς), αυτοσαρκαζόταν και αποδεχόταν ανέκδοτα που τον χαρακτήριζαν ως «θαλλάσιο ίππο της αγάπης». Επίσης ο Μπάρι Γουάιτ συχνά αναφερόταν ως «Σουλτάνος της Smooth Soul». Αν και οι επιτυχίες του σημείωναν κάμψη, με το τέλος της εποχής disco, το κοινό του Μπάρι Γουάιτ διατηρήθηκε σταθερό με το πέρασμα του χρόνου. Τη δεκαετία ΄90, επέστρεψε με το άλμπουμ «The Icon Is Love» (1994) από το οποίο το «Practice What You Preach» σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Το 1996, καταγράφηκαν παρουσιάζει το «In Your Wildest Dreams» με την Τίνα Τάρνερ και το 1999 με το «Staying Power» κερδίζει δύο βραβεία Γκράμι.

Ωστόσο η υψηλή αρτηριακή πίεση από την οποία έπασχε χρόνια, τον οδήγησε σε νεφρική ανεπάρκεια (2002) και λίγους μήνες μετά υπέστη αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο οπότε απεσύρθη από τη δημόσια ζωή. Στις 4 Ιουλίου 2003 πέθανε στο Λος Άντζελες και σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του η σωρός του αποτεφρώθηκε. Η στάχτη του σκορπίστηκε από τα μέλη της οικογένειάς του στις ακτές της Καλιφόρνια.

Πηγές
-Barry White, Wikipedia
-Ποιος σκότωσε τον Μπόμπι Φούλερ; Θ. Μανίκας, Το Βήμα

2/7/09

Πατρίς Λουμούμπα


Η 2α Ιουλίου 1777 από τα αλμανάκ που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο φαίνεται να αποτελεί μια σημαντική μέρα για την τυπική κατάργηση της δουλείας στις ΗΠΑ μια και την ημερομηνία αυτή η Πολιτεία του Βερμόντ, η γη των Αμπενάκι και των Ιροκουά προχώρησε πρώτη σε σχετική νομοθετική ρύθμιση. Ασφαλώς η κίνηση αυτή αποτελεί ένα ορόσημο για τους Αφρικανούς που «εισήχθησαν» στις ΗΠΑ προς εξυπηρέτηση των λευκών. Των έτσι κι αλλιώς κατακτητών που σαν να μην τους έφτανε η γενοκτονία των αυτοχθόνων κατοίκων ζητούσαν κι άλλα θύματα. Μπορεί όμως η κατάργηση της δουλείας να ξεκίνησε τότε, ωστόσο τα προβλήματα διακρίσεων στιγμάτισαν και τους επόμενους αιώνες, ειδικά στις ΗΠΑ, με κορύφωση την εξέγερση των Αφροαμερικανών τη δεκαετία του ΄60 οι φωνές των οποίων μεταφέρθηκαν από τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ σε όλον τον πλανήτη.

Όμως, στο «εκκολαπτήριο» των δούλων, στην Αφρική, τα πράγματα δεν φαίνεται να εξελίχθηκαν με τον ίδιο τρόπο. Η χαρακτηριζόμενη ως «μαύρη ήπειρος», αιώνες ολόκληρους αποτελούσε, και αποτελεί ακόμη σε πολλές περιοχές, αντικείμενο εκμετάλλευσης και ρατσιστικής θηριωδίας στο όνομα της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού. Εκατομμύρια κάτοικοί της σφαγιάσθηκαν, μεγάλες δυνάμεις πολέμησαν μεταξύ τους για το «πάνω χέρι», εκεί η χλωρίδα και η πανίδα λεηλατήθηκαν «ελέω Θεού». Αυτή λοιπόν τη μέρα, την 2α Ιουλίου, γεννήθηκε μια σπουδαία μορφή, ένας Αφρικανός που θεωρείται πανειπηρωτικό σύμβολο της αντι-αποικιοκρατίας, της ελευθερίας και του αγώνα για την ανεξαρτησία. Στις 2 Ιουλίου 1925 γεννήθηκε στο Κονγκό ο Πατρίς Λουμούμπα. Ο άνθρωπος στον οποίο οφείλεται ουσιαστικά η ανεξαρτησία της πατρίδας του από το Βέλγιο.

Ο Λουμούμπα γεννήθηκε στην Οναλούα του βελγικού Κονγκό, μια περιοχή στην οποία κυριαρχεί η εθνότητα των Τετέλα. Υπήρξε ένας από τους τέσσερεις γιούς καθολικής οικογένειας και φοίτησε σε προτεσταντικό-ιεραποστολικό σχολείο λαμβάνοντας και εξειδίκευση στις ταχυδρομικές υπηρεσίες. Εργάσθηκε ως ταχυδρομικός υπάλληλος αρχικά στο Λεοποντβίλ και κατόπιν στον Στάνλεϊβιλ (σημερινή Κινσάσα και Κισανγκάνι, αντίστοιχα). Το 1951 παντρεύτηκε με την Πωλίν και τέσσερα χρόνια αργότερα έγινε περιφερειάρχης της Στάνλεϊβιλ, προσχωρώντας ταυτόχρονα στο κόμμα των Φιλελευθέρων του Βελγίου ασχολούμενος στο τμήμα της Λογοτεχνίας. Ένα αντικείμενο το οποίο τον ενδιέφερε ιδιαίτερα. Την ίδια χρονιά (1955) μετά από μια περιοδεία τριών εβδομάδων στο Βέλγιο, συνελήφθη με την κατηγορία υπεξαίρεσης χρημάτων από το ταμείο του Ταχυδρομείου. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο ετών αλλά παρέμεινε έγκλειστος μόνο ένα χρόνο εφόσον ο δικηγόρος του απέδειξε ότι τα χρήματα είχαν επιστραφεί. Τον Ιούλιο του 1956, μετά την αποφυλάκισή του, υποστήριξε τη δημιουργία ευρείας βάσης του Εθνικού Κινήματος των Κονγκολέζων (MNC) στο οποίο λίγο αργότερα ανέλαβε τα καθήκοντα Προέδρου.

Τον Δεκέμβριο του 1958 ο Λουμούμπα εκπροσώπησε το MNC στην Παναφρικανική Διάσκεψη που έγινε στην Άκκρα της Γκάνα υπό την αιγίδα του Γκανέζου Προέδρου Κβάμε Νκρούμα. Εκεί ο Λουμούμπα ανέπτυξε την συγκροτημένη Παναφρικανική Ιδέα για την οποία ένα χρόνο μετά (Οκτώβριος, 1959) συνελήφθη εκ νέου με την κατηγορία της εξώθησης σε ένα αντι-αποικιακή εξέγερση στο Στάνλεϊβιλ, οπότε τριάντα άτομα έχασαν τη ζωή τους. Με την κατηγορία αυτή καταδικάστηκε σε 6μηνη φυλάκιση. Η δίκη του ξεκίνησε την ίδια ημέρα με τη συνδιάσκεψη στις Βρυξέλες σχετικά με το μέλλον του Κονγκό (18 Ιανουαρίου 1960) και παρόλο που ήταν κρατούμενος του παραχωρήθηκε το δικαίωμα να παρίσταται εκεί. Η απόφαση αυτή αποτελούσε προϊόν πιέσεων των αντιπροσώπων του MNC που είχε αποσπάσει την πλειοψηφία στις τοπικές εκλογές λίγο μετά τη σύλληψη του Λουμούμπα (Δεκέμβριος 1959). Η ολοκλήρωση των εργασιών στις Βρυξέλες έγινε με την κήρυξη της ανεξαρτησίας του Κονγκό από τις 30 Ιουνίου 1960 ενώ θα είχαν προηγηθεί οι πρώτες εθνικές εκλογές (Μάιος 1960).

Πράγματι, οι εκλογές έγιναν και το MNC εξασφαλίζοντας ξανά την πλειοψηφία σχηματίζει κυβέρνηση με Πρωθυπουργό τον μόλις 34 ετών Πατρίς Λουμούμπα. Πρόεδρος της χώρας ορκίστηκε ο Τζόζεφ Κάζα-Βούμπου ενώ η εκλογή επικυρώθηκε στις 24 Ιουνίου 1960. Λίγες μέρες μετά, όπως προβλεπόταν από τη Συνδιάσκεψη των Βρυξελών, γιορτάσθηκε η Ανεξαρτησία του Κονγκό με την παρουσία του ξένου τύπου και του βασιλιά Μποντουέν εκ μέρους του Βελγίου. Εκεί ο Λουμούμπα απάντησε ηχηρά κατά της αποικιοκρατίας με μια ομιλία που ταπείνωσε τον Μποντουέν, ο οποίος εμφανίσθηκε ως προστάτης, και καθήλωσε τον μετριοπαθή Πρόεδρο της χώρας του. Πράξη για την οποία, αργότερα, επικρίθηκε έντονα ο νεοεκλεγείς Πρωθυπουργός.

Η πρώτη κίνηση του Λουμούμπα μετά την ανάληψη της εξουσίας ήταν να αυξήσει τους μισθούς των Δημοσίων Υπαλλήλων, όχι όμως και των στρατιωτικών (φιλικά προσκείμενων στους Βέλγους), κίνηση που πυροδότησε ανταρσία από πλευράς τους. Η στάση πολύ γρήγορα πήρε διαστάσεις καταλύοντας τον νόμο και την τάξη σε ολόκληρο το Κονγκό. Μπροστά σε αυτήν την εξέλιξη ο Λουμούμπα στάθηκε αμήχανος ενώ οι συμμορίες στρατιωτών κέρδιζαν συνεχώς έδαφος. Η κατάσταση ήταν ανεξέλεγκτη και τα διεθνή μέσα ενημέρωσης την πρόβαλαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και .. ανησυχία. Ευρωπαίοι πολίτες εγκατάλειψαν τον Κονγκό ενώ η επαρχία Κατάνγκα στις 11 Ιουλίου κήρυξε την ανεξαρτησία της με την υποστήριξη της βελγικής κυβέρνησης και των εξορυκτικών εταιρειών. Οι ταραχές συνεχίστηκαν παρά την παρουσία του ΟΗΕ και τότε ο Λουμούμπα λαμβάνει την ιστορική απόφαση να ζητήσει τη βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης. Να σημειωθεί ότι αρχικά είχε κινηθεί προς τις ΗΠΑ. Η ΕΣΣΔ εκδήλωσε τη διάθεση συμπαράστασης και ο Λουμούμπα χάνει την υποστήριξη των ανθρώπων του και του Προέδρου Κάζα-Βούμπου.

Τον Σεπτέμβριο, μάλιστα, ο Πρόεδρος καταργεί την Κυβέρνηση και στις 14 του ίδιου μήνα ο Συνταγματάρχης Μομπούτου οργανώνει πραξικόπημα με τη στήριξη της CIA θέτοντας κατ΄ οίκον περιορισμό τον Λουμούμπα ενώ τα στρατεύματα του ΟΗΕ διαδραμάτισαν το ρόλο εγγυητή της ζωής του Πρωθυπουργού. Ωστόσο, ο Λουμούμπα αποφάσισε να ξεσηκώσει τους οπαδούς του, δραπετεύοντας από το … σπίτι του. Αυτό που επακολούθησε έχει μείνει στην ιστορία. Στο Κονγκό εξαπολύθηκε επίθεση κατά του Λουμούμπα και των οπαδών του σε βάρος των οποίων διαπράχθηκαν εγκλήματα και ενώ ο ίδιος συνελήφθη στο Συμβούλιο Ασφαλείας η ΕΣΣΔ έδινε τη δική της μάχη για τον αφοπλισμό του Μομπούτου και την αποκατάσταση του εκλεγμένου Πρωθυπουργού. Μια μάχη που δεν κερδήθηκε ποτέ. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στις 14 Δεκεμβρίου 1960, ήταν 8-2 κατά των σοβιετικών προτάσεων.

Εν τω μεταξύ ο Λουμούμπα βρισκόταν από τις 3 Δεκεμβρίου αποκλεισμένος στο στρατόπεδο Καμπ Χάρντυ, 150 χιλιόμετρα από το Λεοποντβίλ. Οι πραξικοπηματίες θεωρώντας ότι εκεί δεν ήταν ασφαλής η κράτησή του αποφάσισαν στις 17 Ιανουαρίου να τον μετακινήσουν αεροπορικώς στην Ελίζαμπετβιλ (σημερινό Λουμούμπασι). Κατά τη διάρκεια της πτήσης, μάλιστα, ο Λουμούμπα επιχείρησε να ξεσηκώσει τους επιβάτες. Το ίδιο βράδυ οδηγήθηκε σε άγνωστο σημείο όπου δολοφονήθηκε μετά από άγριο βασανισμό.

.


.Σύμφωνα με καταγραμμένες πληροφορίες (Akerman, Ludo De Witte, 2002) η εκτέλεση έγινε από τις Αρχές της περιοχής, ωστόσο βρέθηκαν έγγραφες εντολές της βελγικής κυβέρνησης, για τον τρόπο και τον τόπο της εκτέλεσης ενώ σε αυτήν παρευρίσκονταν και τέσσερεις Βέλγοι αξιωματούχοι. Μαζί με τον Λουμούμπα εκτελέσθηκαν και δύο σύντροφοί του και μέλη της εκλεγμένης Κυβέρνησης, οι Μορίς Μπόλο και Ζοζέφ Οκίτο. Οι σωροί τους ενταφιάσθηκαν στη γύρω περιοχή αλλά την επόμενη όταν οι δολοφόνοι διαπίστωσαν ότι είχε διαρρεύσει η εκτέλεση και ο τόπος ταφής, τις μετέφεραν σε μια περιοχή στα σύνορα με τη Ροδεσία. Και όλα αυτά παρουσία Βέλγων επιτρόπων και αστυνομικών. Αναφέρεται μάλιστα ότι το βράδυ της 21ης Ιανουαρίου ο ένας Επίτροπος με τον αδελφό του αφού τεμάχισαν το πτώμα του Λουμούμπα με ένα σιδηροπρίονο, έλουσαν τα κομμάτια με θειϊκό οξύ (Witte de, 2002). Από την φρικαλεότητα περισώθηκαν μόνο ένα τμήμα του κρανίου και ορισμένα δόντια του άτυχου ηγέτη.

Η είδηση της δολοφονίας του, παρόλο που έκανε αμέσως το γύρο του κόσμου, επισήμως ανακοινώθηκε τρεις εβδομάδες αργότερα και αποδόθηκε σε οργισμένους χωρικούς κατά τη διάρκεια της προσπάθειάς του να αποδράσει! Μετά την αναγγελία του θανάτου Λουμούμπα, διαδηλώσεις οργανώθηκαν σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με στόχο τις Πρεσβείες του Βελγίου στις οποίες δεν έλειψαν οι συγκρούσεις με τις Αστυνομίες των χωρών. Τον Φεβρουάριο του 2002, η βελγική κυβέρνηση ζήτησε συγγνώμη από τον λαό του Κονγκό, ως έχοντες την «ηθική ευθύνη» για τη δολοφονία του Πατρίς Λουμούμπα, εννοώντας προφανώς το πόρισμα της εποχής εκείνης στο οποίο αναφερόταν ότι η ευθύνη των Βέλγων περιοριζόταν στη μη αποτροπή της δολοφονίας του και όχι στη δολοφονία του. Από την άλλη μεριά ο ρόλος της CIA ήταν καθοριστικός καθώς από τα αρχεία τους προκύπτει ότι το σχέδιο εξόντωσης του Λουμούμπα επέβλεπε ο ίδιος ο Αιζενχάουερ έχοντας την αντίληψη ότι έχει να κάνει με έναν κομμουνιστή.

Ο Πατρίς Λουμούμπα στην σύντομη ζωή του και με την πολύ σύντομη πολιτική του δραστηριότητα δεν πρόλαβε να οργανώσει τη χώρα του και να τη δει ανεξάρτητη όπως πάντα ονειρευόταν. Μια χώρα-κλειδί για τους αποικιοκράτες και τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές λόγω της γεωγραφικής της θέσης. Μια χώρα στην οποία τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν είναι αναρίθμητα. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι το 1909 ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ είχε δημοσιεύσει τα εγκλήματα των Βέλγων κατά των ντόπιων με τα πλέον μελανά χρώματα. Οι ακρωτηριασμοί-τιμωρίες που υποβάλλονταν οι άτυχοι κάτοικοι αυτής της Αφρικανικής χώρας και οι οποίοι περιγράφονταν στο βιβλίο «Έγκλημα στο Κονγκό» είχαν ξεσηκώσει και τότε διαδηλώσεις. Μάλιστα ο άνθρωπος που βοήθησε τον Ντόιλ στη συλλογή στοιχείων ήταν ο εθνικός ήρωας των Ιρλανδών διπλωμάτης Σερ Ρότζερ Κέιζμεντ που λίγα χρόνια αργότερα καταδικάστηκε ως προδότης σε μια δίκη-θέατρο.

Σε εκλογές του 2006, οι ιδέες του Πατρίς Λουμούμπα προβλήθηκαν ιδιαίτερα με πολλά κόμματα να δηλώνουν ότι στηρίζονται σε αυτές. Ο Λουμούμπα πρόλαβε να αποκτήσει 5 παιδιά το μεγαλύτερο από τα οποία, ο Φρανσουά, ήταν 10 ετών όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας τους, ενώ πριν τη φυλάκισή του μαζί με τη μητέρα τους είχαν φυγαδευθεί στην Αίγυπτο. Ο Φρανσουά σπούδασε στην Ουγγαρία Πολιτική Οικονομία και επέστρεψε στο Κονγκό το 1992 αναλαμβάνοντας το κόμμα του πατέρα του στο οποίο έχει πλέον προστεθεί και το όνομά του (MNC- Lumumba). Ο μικρότερος γιος του, Γκι-Πατρίς, που γεννήθηκε έξι μήνες μετά τη δολοφονία του Λουμούμπα, έθεσε υποψηφιότητα ως ανεξάρτητος υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 2006 λαμβάνοντας λιγότερο από το 1% των ψήφων.

Στην ταινία που γυρίσθηκε με θέμα τη ζωή του Αφρικανού αγωνιστή, περιλαμβάνεται μια συνέντευξη της κόρης Ζυλιέν, στην οποία περιγράφει τον τρόπο που της μιλούσε ο πατέρας της και τους λόγους που ήθελαν να τον εξοντώσουν γιατί γνώριζε ότι θα πεθάνει όπως και ότι οι ιδέες του θα κρατηθούν ζωντανές για πολλά χρόνια μετά το θάνατό του.

Πηγές και ενδιαφέροντα άρθρα-Patrice Lumumba, Wikipedia
-Πατρίς Λουμούμπα, Ο δολοφονημένος ηγέτης του Κονγκό, Εργατική Αλληλεγγύη
-Kονγκό: Στην καρδιά του σκότους, Η Καθημερινή
-Πατρίς Λουμούμπα, σαν σήμερα... Ο εθνικός ήρωας του Κονγκό. Πατρίς Λουμούμπα 1925-1961, Της γης οι κολασμένοι
-Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, Βιογραφία, Γεφυρισμοί
-Οι μεταπολεμικές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, Ριζοσπάστης