Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

24/3/11

Χαιρέτα μου τον Πλάτανο

Αφίσα του Γιώργου Βαρλάμου, 1975.

Τη φράση αυτή χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να ειρωνευτούμε εκείνον που δίνει υποσχέσεις ενώ ξέρουμε ότι δεν θα της υλοποιήσει ποτέ, ή ακόμη όταν γνωρίζουμε ότι πρέπει να κάνουμε κάτι το οποίο, ωστόσο, έχουμε προδιαγράψει ότι είναι αδύνατον να γίνει από πλευράς μας. Την ίδια φράση χρησιμοποιούν οι ξενιτεμένοι που κατάγονται από την ελληνική περιφέρεια, στέλνοντας χαιρετίσματα στον τόπο τους.

Η φράση, εξαιρετικά επίκαιρη, λέγεται ότι καθιερώθηκε κατά τη διαδικασία κήρυξης της Επανάστασης του 1821. Τότε, λοιπόν την 25η Μαρτίου 1821, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, όπως διδάσκεται επίσημα, ολοκληρώνοντας την ολονυκτία στην Αγία Λαύρα, κρέμασε το λάβαρο της Επανάστασης σ΄ ένα πλατάνι στην αυλή της Μονής, κάτω από τον παχύ ίσκιο του οποίου άρχισαν να περνούν ένας-ένας οι επαναστατημένοι προκειμένου να κοινωνήσουν. Έτσι καθιερώθηκε κάθε φορά που κάποιος μετέφερε τις εξελίξεις και μηνύματα στον δεσπότη, να του λένε οι σύντροφοί του «Χαιρέτα μας τον πλάτανο», εννοώντας ή τον ίδιο τον ιερωμένο ή το πλατάνι κάτω από το οποίο ορκίστηκαν να ελευθερώσουν τη χώρα.

Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, κι αυτή επίκαιρη, ο πλάτανος της παροιμιώδους φράσης είναι εκείνος που κρύβει το μυστικό των θησαυρών του Αλή Πασά και του Κατσαντώνη. Η εκδοχή στηρίζεται στο μήνυμα που έστειλε ο Κατσαντώνης, μέσω των φίλων του, προς την οικογένειά του, η οποία ήταν εγκατεστημένη στη Λευκάδα λίγο πριν ξεψυχήσει: «Να πείτε στη γυναίκα μου και στο γιο μου, να μου χαιρετάν τον Πλάτανο!».

Μάλιστα, ο συνδυασμός των δύο εκδοχών φαίνεται να ενέπνευσε τον λαϊκό δημιουργό και λίγο καιρό αργότερα, εμφανίσθηκε και το σχετικό δημοτικό τραγούδι:

«Σαν πας, πουλί μου, στο Μοριά,
Σαν πας, στην Άγια Λαύρα.
Χαιρέτα μου τον πλάτανο
Κι αυτόν τον Κατσαντώνη.

Πέσ' του να κάτσει φρόνιμα
Πολύ ταπεινωμένα.
Δεν είν' ο περσινός καιρός
Κι ο περσινός ο χρόνος".

Άσκηση ύφους
Δοκιμάστε να αλλάξετε λίγες λέξεις ώστε να απολαύσετε τη διαχρονικότητα του τραγουδιού. Η δική μας, ηπίων τόνων, πρόταση: «Σαν πας, Γιωργάκη, στο Βορρά/Σαν πας εις την Ευρώπη,/ Χαιρέτα μας τον πλάτανο/Και τους απατεώνες./ Πέστους να κάτσουν φρόνιμα/ Πολύ ταπεινωμένα/ Δεν είν’ ο περσινός καιρός/Κι ο περσινός ο χρόνος».

Πηγές
Καραχρήστος, Σ. (1984) Ελληνικές Αφίσες. Αθήνα: Κέδρος.
Νατσούλης, Τ. (199-) Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις. Αθήνα: Σμυρνιωτάκης.

Ενδιαφέρουν
Βασίλης Ρώτας, Βικιπαίδεια.
Γιώργος Βαρλάμος, «Ενθεα»... ανθρώπινη, χειροποίητη χαρακτική, Ριζοσπάστης, 23/01/2011.

22/3/11

Βλέμμυαι, οι Λίβυοι

Από την «Εγκυκλοπαίδεια των Τεράτων»


Έργο του διακεκριμένου Λίβυου ζωγράφου Mohmmad Bin lamin

Στ΄ ανατολικά, εκεί που τριγυρίζουν οι νομάδες, η γη της Λιβύης είναι ίσιωμα κι όλο άμμος μέχρι τον ποταμό Τρίτωνα. Όσο προχωράει όμως προς τη Δύση, γεμίζει βουνά και δάση κι αγριεύει κι αρχίζουν τα φίδια τα μεγάλα και τα λιοντάρια κι οι ελέφαντες κι οι αρκούδες κι οι Βλέμμυαι, αυτοί που έχουν τα μάτια τους στο στήθος…» έγραψε ο Ηρόδοτος κι ήταν η πρώτη φορά που ακούστηκε στον κόσμο αυτή η παράξενη φυλή. Ύστερα ήρθε ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος και είπε πως δεν έχουν καθόλου κεφάλι, αλλά όλα, μύτη, μάτια, φρύδια, στόμα, αυτιά, στο στήθος.

Τον 7ο αιώνα, έπιασε ο Άγιος Ισίδωρος απ’ τη Σεβίλλη κι έγραψε στο μεγάλο ετυμολογικό λεξικό του πως «Θρυλείται ότι οι Βλέμμυαι της Λιβύης γεννιούνται δίχως κεφάλια, με μάτια και στόμα στο στήθος ή δίχως λαιμό, οπότε τα μάτια τους βρίσκονται στους ώμους…».

Το διάβασε ο ταξιδευτής Σερ Τζων Μάντεβιλ τον 14ο αιώνα κι έψαξε και τους βρήκε σ΄ ένα νησί της Ανατολής. Αυτοί όμως είχαν μάτια στους ώμους και στόμα στη μέση του στήθους. Ήρθε κι ο Σαίξπηρ αργότερα να συμπληρώσει πως είναι ανθρωποφάγοι. Έκτοτε κυκλοφόρησαν φήμες πως υπάρχει και μια ράτσα με κανονικά κεφάλια, που όμως μπορούν να τα βγάζουν και να τα κρατούν παραμάσχαλα.

Σκέψεις
Αυτά τα μάτια στο στήθος δεν είναι και τόσο ασήμαντο πράγμα, έστω και στα παραμύθια. Μόνο έτσι μπορούν μέχρι σήμερα να επιβιώνουν ανάμεσα σε αρπακτικά. Μπορεί ακόμη, κι αυτή η ικανότητα, να κρατούν παραμάσχαλα τα κεφάλια τους, να τους κάνει να μην φοβούνται τα σιδερένια, βρώμικα πουλιά.

Αξίζουν
-Mohmmad Bin lamin: Ένας αυτοδίδακτος καλλιτέχνης
-Παρουσίαση των, μοναδικής τεχνοτροπίας, έργων του Mohmmad Bin lamin
-Κοινή ανακοίνωση Κομμουνιστικών και Εργατικών κομμάτων ενάντια στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Λιβύη

7/3/11

Να τους κάνουμε … λούτσα

Τα έθιμα της Καθαρής Δευτέρας ποικίλλουν στη χώρα μας, ανά περιοχή, παρουσιάζοντας ενδιαφέρον μια και έχουν σκοπό να διασκεδάσει ο κόσμος. Έτσι, οργανώνονται δίκες στα Μεστά της Χίου, αλευροπόλεμοι στην Ηλεία, μουτζουρώματα στη Βόνιτσα, και άλλοι πολλοί «πόλεμοι» με ποικίλα «πυρομαχικά».

Αναφέρεται, μάλιστα, ότι δεν είναι λίγα τα μέρη, όπου την Καθαρή Δευτέρα οι Έλληνες μασκαράδες αγωνίζονται να ρίξει ο ένας τον άλλον στα νερά δεξαμενής, ποταμού, λίμνης ή ακόμα και έλους, τραγουδώντας: «Σήμερα ΄ναι μέρα μας και η Σκυλοδευτέρα μας. Σήμερα θα γανωθούμε και στη λούμπα θα νιφτούμε.». Από αυτό, λοιπόν, το έθιμο προέρχεται και η γνωστή φράση «έπεσε στη λούμπα».

Υπάρχει όμως και η εξής παραλλαγή της: «έπεσε στη λούτσα» ή «έγινε λούτσα», η οποία χρησιμοποιείται το ίδιο συχνά και έχει την ίδια προέλευση. Μόνο που αντί για ποτάμι, λίμνη ή δεξαμενή, οι μασκαράδες ρίχνονται στη «λούτσα» δηλαδή σε μια μεγάλη λακκούβα-χαβούζα που διατηρούν οι βοσκοί για να ποτίζουν τα ζώα τους.

Ο Κόκκορας του Αρκά, Συναναστροφές. © Αρκάς, 1987 και © Γράμματα, 1991.

Αυτή η τελευταία, μάλλον εκτιμάται ως καταλληλότερη για το νέο ελληνικό έθιμο που συνίσταται στο «κράξιμο» των πολιτικών του δικομματισμού, πόσω μάλλον όταν αυτό εντείνεται πέριξ των Απόκρεω. Αν και τουλάχιστον έναν από αυτούς δεν τον βλέπουμε να πτοείται, καθώς θα βρεθεί στο… φυσικό του χώρο.


Κραξίματα
Νεότερο κράξιμο (update 10/03/2011)
Η φράση
Νατσούλης, Τ. (2007), Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις. Αθήνα: Σμυρνιωτάκης.

3/3/11

Μάρτης

Το κείμενο που ακολουθεί εξηγεί γιατί ο Μάρτης θυμώνει και αγριεύει τον καιρό. Ασφαλώς, η εξήγηση μας δόθηκε τα παλιά χρόνια, τότε που δεν περνούσε από το μυαλό των ανθρώπων ότι δυο κόμματα μπορούν να διαλύσουν τη χώρα που ονειρεύονταν, τόσο ώστε να ζουν σε έναν διαρκή χειμώνα, με φουρτούνες, μπόρες και αντάρες…

της Δανάης Τσουκαλά*

Η Σίφνο είναι ένα νησί των Κυκλάδων που βγάζει μέταλλα. Τον αρχαίο καιρό ήταν ξακουστή γιατί έβγαζε ακόμα και πολύτιμα μέταλλα, μάλαμα και ασήμι. Με τα χρυσωρυχεία και τα αργυρωρυχεία της είχε πλουτίσει.

Αργότερα, ίσως γιατί τα κοιτάσματα του χρυσού και του αργύρου στερέψανε ή γιατί τα πλημμύρισε η θάλασσα, η Σίφνο φτώχυνε. Οι κάτοικοι της φεύγανε γυρεύοντας αλλού καλύτερη τύχη. Το νησί κόντεψε να μείνει έρημο.

Πιο ύστερα, κάπως βολευτήκανε τα πράματα. Η Σίφνο βγάζει πάντα μέταλλα. Κάτι αξίζουνε κι αυτά κι ας μην είναι μάλαμα κι ασήμι. Ύστερα, έχει πολύ ωραίο κλίμα. Η ζωή είναι ευχάριστη. Γι' αυτό φαίνεται παράδοξο που οι κάτοικοι της παραπονιούνται και λένε:
- Όλα καλά, δε λέμε, όμως το Μάρτη είναι αδύνατο να ζήσει κανείς σε τούτο το νησί.
Και σου εξηγούνε κιόλας γιατί ο Μάρτης είναι τόσο κακότροπος.

της Μαρίας Βουδούρογλου*

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ, λένε, τότε που οι μήνες ήταν ακόμα εργένηδες, μαζευτήκανε μια μέρα στη Σίφνο και αποφάσισανε να βρει ο καθένας τους από μια γυναίκα. Να τη βρει και να την παντρευτεί για να μην είναι έτσι έρημος και σκοτεινός χωρίς καμιά παρηγοριά στο σπιτικό του. Όλοι τους βάλανε προξενητάδες και βρήκε ο καθένας τους τη δικιά του. Ο Μάρτης όμως γελάστηκε και πήρε μια χανούμισσα. Κάποιος Σιφναίος του είχε πει πως οι Τουρκάλες είναι όμορφες. Ο Μάρτης τον πίστεψε και πήρε τη χανούμισσα ανεξέταστα.

Ω Μεγαλοδύναμε, τι γίνηκε τη βραδιά που η γυναίκα έβγαλε το γιασεμάκι που 'κρυβε τη μούρη της! Ο Μάρτης τραβούσε τα μαλλιά του από τον καημό του κι έκλαιγε σαν μωρό παιδί. Η γυναίκα του ήταν άσχημη, γριά, κουτσοδόντα και δεν είχε μήτε μια τρίχα στο κεφάλι της από τα γεράματα.
- Μωρή πανούκλα, της λέει θυμωμένος, να μη γυρνάς να με θωρείς γιατί θα σε ξαντερίσω.
Η γυναίκα του όμως δεν τον αχούσε. Δεν ήταν μόνο άσχημη, είχε και δικό της κεφάλι. Λες και το κάνει επίτηδες και από τότε γυρνάει και τον θωρεί ολοένα.

Κάθε φορά που γίνεται αυτό, ο Μάρτης από το θυμό του αμολάει τους αέρηδες και τις βροχές και φουσκώνει τις θάλασσες. Πιο πολύ από παντού αλλού, χαλάει τον κόσμο στη Σίφνο. Έχει φούρκα εκείνον το Σιφναίο που του 'πε πως οι Τουρκάλες είναι όμορφες και βγάζει το άχτι του πάνω στο νησί. Κάθε χρόνο, όταν έρθει ο καιρός του, λυσσομανάει. Λες και θα τινάξει τη Σίφνο στον αέρα!


*Δανάη Τσουκαλά, Μύθοι και Θρύλοι από τα νησιά μας, Κέδρος, Κατώφλι στον Κόσμο, Αθήνα, 1981 και 1995, Εικονογράφηση Μαρία Βουδούρογλου.