Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

30/12/13

2014


Ο Νικολάς Γκιγιέν (1902-1989) θεωρείται ο Εθνικός Ποιητής της Κούβας, σύμβολο του αγώνα για την κατάργηση των ταξικών και φυλετικών διακρίσεων. 


Η τέχνη του Νορβηγού ζωγράφου Έντβαρντ Μουνκ (1863-1944) θεωρήθηκε «εκφυλισμένη» από τους Ναζί και με την άνοδό τους στην εξουσία απέσυραν όλα τα έργα του από τις γερμανικές πινακοθήκες.

29/12/13

Ο Μαύρος Πέτρος

.

Είναι γνωστό ότι ο Άγιος Βασίλης των Ορθοδόξων, ταυτίζεται με τον Άγιο Νικόλαο των Καθολικών. Και στην ιστορία αυτού του Αγίου, οι Δυτικοί έχουν προσθέσει διάφορα ξωτικά, ταράνδους κι άλλα στοιχεία που πηγάζουν από κάθε πολιτισμό.

Στις ΗΠΑ, πριν ο κόκκινος Άγιος Βασίλης γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής με τη διαφήμιση της Coca Cola (1931), όλοι τον φαντάζονταν όπως στον ολλανδικό μύθο του Sinter Klaas που μεταφέρθηκε στη Ν. Υόρκη από μετανάστες τον 17ο αιώνα.

Το 1773 έκανε την εμφάνισή του στον αμερικανικό Τύπο ως St. Α. Claus, αλλά εκείνος που  μετέφερε στο κοινό των ΗΠΑ λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την ολλανδική εκδοχή του Αγίου Νικολάου ήταν ο διάσημος συγγραφέας Ουάσινγκτον Ίρβινγκ. 

Στην Ιστορία της Νέας Υόρκης, που δημοσίευσε ο Ίρβινγκ στις 6 Δεκεμβρίου 1809 με το ψευδώνυμο Diedrich Knickerbocker, ο Άγιος Βασίλης περιγράφεται να καταφθάνει έφιππος την παραμονή της εορτής του Αγίου Νικολάου (6/12), χωρίς όμως τη συνοδεία του Μαύρου Πέτρου (Black Peter). Μάλιστα, η ιστορία αυτή άνοιξε κυριολεκτικά τις πόρτες των εντύπων στο συγγραφέα, ο οποίος φρόντισε να πλέξει έναν μύθο για τον Ολλανδό ιστορικό Diedrich Knickerbocker που πλήρωσε με το ..χειρόγραφό του το λογαριασμό του ξενοδοχείου του στη Ν. Υόρκη!

Αλλά ποιος ήταν αυτός ο Black Peter ή Zwarte Piet στην ολλανδική γλώσσα; Πρόκειται για το συνοδό του Αγίου Νικολάου, πολύ πριν τους τάρανδους και τα ξωτικά. Εμφανίζεται στην παράδοση των Ολλανδών τον 15ο αιώνα αποτελώντας το φυσικό αντίθετο του Αγίου.


Υποδηλώνοντας έμμεσα και την αποικιοκρατική ισχύ της χώρας αυτής, ο Μαύρος Πέτρος είναι μαύρος, ψηλός και αδύνατος, με σκούρα μαλλιά και γενειάδα αποτελώντας την κακή όψη των Χριστουγέννων. Ήταν εκείνος που αντί για δώρα μοίραζε κάρβουνα στα άτακτα παιδιά τα οποία μάλιστα αντί να τα χαϊδεύει όπως ο Ευρωπαίος Άγιος Βασίλης, καμιά φορά τους έριχνε και μια στο κεφάλι με το ραβδί που κρατούσε για το σκοπό αυτό.  Επίσης, υπήρχε μια παράδοση σύμφωνα με την οποία στο σακούλι του παράχωνε τα κακά παιδιά για να τα πάρει μαζί του στην Ισπανία!

Με τα χρόνια ο Μαύρος Πέτρος που είχε ταυτιστεί με το διάβολο, ξέπεσε σε βοηθό αφού ο θεόσταλτος Άγιος Βασίλης τον καθυπόταξε. Η απεικόνισή του δεν ήταν σταθερή. Αρχικά αποτυπωνόταν ως Ισπανός πειρατής ενώ αργότερα, στο απόγειο του ιμπεριαλισμού, ως Ινδός ή Αφρικανός και πάντως έτσι ώστε να αντανακλάται και η γεωπολιτική κατάσταση της κάθε εποχής. Δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις που ο Μαύρος Πέτρος απεικονίσθηκε με ιδιαίτερα ρατσιστικό τρόπο, ως σκλάβος με δεσμά, τα οποία βέβαια ισχυρίζονταν ότι συμβόλιζαν την υποταγή του Διαβόλου στο Θεό.

Πάντως, από τότε που έγινε υπάλληλος του Άγιου Βασίλη, η δουλειά του ήταν να αντικαθιστά τα χόρτα και τα καρότα που άφηναν τα παιδιά στα παπούτσια τους κάτω από τις καπνοδόχους με γλυκά και δώρα. Κι όταν αυτά δεν ήταν φρόνιμα την είχαν άσχημα, γιατί ο Μαύρος Πέτρος δεν άφηνε τίποτε!

Στους άλλους λαούς της Βόρειας Ευρώπης (Αυστρία, Γερμανία και Ελβετία) το κακό πνεύμα που υπηρετούσε τον Άγιο Βασίλη, για την τιμωρία των ανήσυχων παιδιών, περιγραφόταν ως κερασφόρο τέρας, με μακριά μαλλιά και κόκκινη γλώσσα και ήταν γνωστό με διάφορα ονόματα, όπως: Klaubauf, Krampus, Grampus και Bartel.

Μέχρι σήμερα ο Μαύρος Πέτρος υπάρχει σε διάφορες εκδοχές, ωστόσο έχει χάσει το ραβδί του και το ντύσιμό του, χαρακτηρίζεται από αναγεννησιακό στυλ: κοντά παντελόνια, κάλτσες κι ένα καπέλο με φτερό. Για να μην χάσει δε, τη σύνδεσή του με την Αφρική φοράει πάντα χρυσά σκουλαρίκια. Μοιάζοντας, πια, περισσότερο με ξωτικό, ο ρόλος του είναι απλώς να βοηθά τον Άγιο Νικόλαο να μοιράσει τα δώρα την παραμονή της γιορτής του, στις 6 Δεκεμβρίου.
.
Πηγές

Ενδιαφέρον
Σε μια περιπέτεια του Σέρλοκ Χολμς  με τίτλο Η Περιπέτεια του Μαύρου Πέτρου,  ο Σερ Άρθρουρ Κόναν Ντόυλ, εξηγεί ότι ο πρωταγωνιστής-θύμα είχε λάβει αυτό το όνομα όχι μόνο επειδή ήταν μελαψός με τεράστια γενειάδα αλλά κι επειδή ήταν ο τρόμος και ο φόβος όλων γύρω του. 

22/12/13

Τα Φετεινά Κάλαντα

[Δημοσιεύθηκαν στο «Ριζοσπάστη» της 25ης Δεκεμβρίου 1946, με την υπογραφή «Α.Γ.». Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτότυπου. Με  πλάγια γραφή προτείνεται η προσαρμογή στίχων στο παρόν, για την οποία, όπως θα διαπιστώσετε, δεν απαιτούνται και πολλές παρεμβάσεις. Το χαρακτικό, επίσης από το ίδιο φύλλο, πρωτοσέλιδα, με τίτλο και υπότιτλο «Χριστούγεννα 1946. Μακρυά από το σπίτι τους, στο νησί της εξορίας»]


Χριστός γεννάται σήμερον

Καλήν εσπέραν Άρχοντες κι αρχοντογεννημένοι
και Άγγλοι που στην πλάτης μας είσαστε καθισμένοι.
(κι Ευρωπαίοι που στην πλάτης μας είσαστε καθισμένοι).
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει
αλλού οι λαοί αγάλλονται κι εδώ οι δοσίλογοι όλοι!
(αντί όλοι οι λαοί ν΄ αγάλλονται, μόνο οι δοσίλογοι όλοι!)

Ήταν και τότε Κατοχή στη γη των Ιουδαίων
κι απογραφή διέταξε ο … Νόρτον των Ρωμαίων.
(κι απογραφή διέταξε ο … Τόμσεν των Ρωμαίων.)
Κι ο Ιωσήφ σαν τώμαθε αμέσως ξεκινάει
μαζύ με τη Μαρία του, στη Βηθλεέμ να πάει.
Στην πόλη φθάνει και ζητεί μια στέγη για να μείνει
γατί η Μαρία προ παντός χρειαζότανε μια κλίνη.
Μα όπου κι αν εχτύπησε, παντού, σ΄ όλες τις θύρες
για νοίκι του ζητήσανε… Χρονιάτικο και λίρες!
(για νοίκι του ζητήσανε… Χαράτσια και τοκογλυφίες!)
(για νοίκι του ζητήσανε… Χαράτσια και εφορίες!)

Κι ο Ιωσήφ κατέφυγε στο σπήλαιο με φούρια
κι εκεί τον εδεχθήκανε τα βώδια, τα γαϊδούρια,
γιατί εκείνα ήτανε, ω φίλοι συμπολίτες,
γαϊδούρια κι όχι σύγχρονοι… μεγαλοϊδιοκτήτες!
Εν τω σπηλαίω τίκτεται ο ποιητής των όλων
και οι άγγελοι, που έψαλλον εις τον ουράνιο θόλον,
ευθύς προτάσεις είχανε ναρθούνε στην Αθήνα,
να πούνε το τραγούδι τους και μέσ΄ στην… Αρζεντίνα.
(να πούνε το τραγούδι τους όπως στην Αρζεντίνα).

Ενώ οι ποιμένες έψαλλαν το Δόξα εν υψίστοις
Του Παπανδρέου έλαμψε η νέα του η… πίστις.
-πιστεύομεν, πιστεύομεν, ο Παπατζής φωνάζει
(-λεφτά έχομεν, έχομεν, ο Παπατζής φωνάζει)
Και όλοι, εχθροί και φίλοι του, με δαύτον κάνουν χάζι.

Εκ της Περσίας έρχονται οι μάγοι με τα δώρα
να φέρουν λίγη ενίσχυση στη δόλια μας τη χώρα.
Μα όλα τους τα εφόδια, που λέτε, μάνι-μάνι
τα πήραν οι ημέτεροι και οι βιομηχάνοι.
Αυτοί επήραν τον χρυσόν ευθύς σαν τα κοράκια
και τον κατεσπατάλησαν να φέρουνε… χτενάκια.
(και τον κατεσπατάλησαν να φέρουν… δανειάκια).
Τον λίβανον τον πήρανε, χωρίς ποσώς ν΄ αργήσουν
Οι βουλευτές μες στη Βουλή, τον Σματς να λιβανίσουν
(Οι βουλευτές μες στη Βουλή, την Τρόικα να λιβανίσουν).

Τότε λοιπόν για τον Χριστόν ως ήκουσε ο Ηρώδης
αμέσως εταράχθηκεν κι έγινε θηριώδης.
Και τις ορδές του διέταξε, παιδιά παντού ν΄ αρπάξουν
κι όλα τα συνομήλικα με το Χριστό να σφάξουν.
Και ήταν τότε απέραντος ο χαλασμός και σάλος.
Μόν΄ ο Σοφούλης γλίτωσε γιατί ήταν πιο μεγάλος!
(Μόν΄ ο Βενιζέλος γλίτωσε γιατί ήταν πιο μεγάλος!)
Έμοιαζε κείνο το κακό και των σπαθιών η χρήσις
Με του Δραγούμη τις γνωστές εδώ επιχειρήσεις
(Με του Μάνεση τις γνωστές εδώ επιχειρήσεις)
Κι όπως ηκούσθη η Ραχήλ τον θρήνον να λέει
Έτσι ηκούσθη και η Ελλάς τα τέκνα της να κλαίει!

Μα σήμερα Χριστούγεννα, ο κόσμος διηγιέται
πως της Αγάπης ο Θεός στην ύπαιθρο γεννιέται.
Κι ο Γονατάς, σαν τώμαθε, στράβωσε το στόμα
(Κι ο Σαμαράς, σαν τώμαθε, στράβωσε το στόμα)
Κι επήρε, από την κακίαν του, του Ρεΐζέν το χρώμα.
(Κι επήρε, από την κακίαν του, του Σόιμπλε το χρώμα.)
Και σαν Ηρώδης έτρεξε, το βρέφος να σπαράξει
Μα ο λαός θ΄ αγωνιστεί και θα το διαφυλάξει
γιατ΄ ένα αστέρι οδηγεί το Έθνος όλο τώρα,
τ΄ άστρο της Συμφιλίωσης, για να σωθεί η χώρα…
(τ΄ άστρο της Ανατροπής, για να σωθεί η χώρα…)

19/12/13

Αυλαία...

Σάββας Παπανικολάου (1966-2013)


Κάποτε θα ΄φευγες, και θα ΄µουν
εγώ που θα σου το ζητούσα.
Ξέρεις, καθένας έµαθε
κάποτε, κάπου, µια φορά,
ένα µονάχα τρόπο να ΄ναι·
τ’ άλλα κουβέντες άχρηστες,
µια θλιβερή περιφορά
σε δειλινά που αρνήθηκαν
κάποτε, κάπου, µια φορά,
να µας συντρίψουν.
(Κι όµως, καθένας έµαθε
να νοσταλγεί τη συντριβή του.)

Κάποτε θα ΄φευγες· πως ήταν
κάποια στιγµή που φάνηκε να σµίγουν
δρόµοι σαφώς ασύµβατοι, δεν έχει σηµασία:
νύχτα, κι η νύχτα, µια φορά
τουλάχιστον, θα κάµψει την κάθε διαφορά.
Όσο για µας: αυτό που φεύγει και µακραίνει
διαφέρει κατά συντριβή
απ΄ ό,τι φεύγεται και µένει.


Γιώργος Μπλάνας, Νύχτα,  Ποίημα 9, Νεφέλη 1991.

11/12/13

Η Κόρη του Χιονιού

Ένα «παγωμένο» ρωσικό παραμύθι με αφορμή τα προσωρινά μέτρα «ανακούφισης» των φτωχών. Ένα παραμύθι που μας παραπέμπει στα μπαλώματα του καπιταλισμού και τις κάλπικες υποσχέσεις των ψευδοαντιπάλων του.



Βίκτωρ Μιχαΐλοβιτς Βασνιετσώφ, Η Κόρη του Χιονιού, 1899.

Πριν από πολλά-πολλά χρόνια, σε μια ξύλινη καλύβα ενός μακρινού ρώσικου χωριού ζούσε ένα ζευγάρι χωρικών. Ο Ακέμ και η Μάσα ήταν πολύ αγαπημένοι μα κάτι έλειπε για να συμπληρώσει την ευτυχία και την αρμονία τους: ένα παιδί.
Το λαχταρούσαν και οι δύο και γι΄ αυτό συνήθιζαν να κάθονται πλάι στο παράθυρο ή την πόρτα της καλύβας τους, κοιτάζοντας τα παιδιά των γειτόνων να παίζουν. Εκείνες τις στιγμές εύχονταν μέσα τους  να είχαν κι αυτοί ένα παιδί. Περνώντας όμως τα χρόνια η ευχή έγινε λύπη.

Μια κρύα μέρα του χειμώνα, όταν το χιόνι στρώθηκε παχύ-παχύ στους δρόμους ο Ακέμ και η Μάσα παρακολουθούσαν σιωπηλοί τ΄ αγόρια του χωριού  να παίζουν χιονοπόλεμο για να ζεσταθούν φτιάχνοντας ταυτόχρονα χιονάνθρωπους, θηλυκούς κι αρσενικούς.
Ξαφνικά ο Ακέμ, χαμογελώντας, γυρίζει προς τη Μάσα και της λέει: «Τι λες Μάσα,  δεν βγαίνουμε κι εμείς έξω να φτιάξουμε έναν χιονάνθρωπο, όπως τα παιδιά;»
Η Μέσα γέλασε κι εκείνη, αλλά έστω κι αν της φαινόταν παράξενο στην ηλικία τους να κάνουν τέτοιο πράγμα, του αποκρίθηκε: «Ναι! Ας πάμε! Μπορεί να  φτιάξει και το κέφι μας, λιγάκι. Αλλά δεν βλέπω γιατί θα πρέπει να φτιάξουμε έναν άντρα ή μια γυναίκα από χιόνι κι όχι ένα παιδί που έτσι κι αλλιώς στην πραγματικότητα η ζωή μάς το έχει στερήσει;».
«Πιστεύω Μάσα, ότι το μυαλό σου δουλεύει αρκετά έξυπνα, παρ΄ όλη την ηλικία! Έλα, λοιπόν, πάμε να στρωθούμε στη δουλειά!», απάντησε ο Ακέμ.  

Το ηλικιωμένο ζευγάρι βγήκε έξω, κι άρχισαν να παίζουν με το χιόνι φτιάχνοντας ένα παιδί. Έφτιαξαν τα πόδια, το σώμα, τα χέρια και τη στιγμή που έβαλαν μια χιονόμπαλα για κεφάλι, καμαρώνοντας το χιονόπαιδο που δημιούργησαν,  ένας άγνωστος περαστικός κοντοστάθηκε και τους ρώτησε: «Πώς το λένε το θαύμα που φτιάξατε;».
«Κόρη του Χιονιού!» απάντησε γελώντας η Μάσα, εξηγώντας  το πώς και το γιατί.  
«Μπορεί οι Άγιοι να σε βοηθήσουν!» είπε εκείνος και συνέχισε το δρόμο του.  
Όταν πια είχαν στερεώσει καλά την Κόρη του Χιονιού, ο Ακέμ άρχισε να φτιάχνει τη μύτη, δύο τρύπες για μάτια, και μια μικρή γραμμή για στόμα. Μόλις όμως χάραξε το στόμα, εμβρόντητος αισθάνθηκε ζεστή ανάσα να βγαίνει απ΄ αυτό. Γρήγορα τράβηξε το χέρι του μακριά και κοιτώντας τις τρύπες των ματιών αντίκρισε δυο όμορφα, πραγματικά, μπλε μάτια! Τα χείλη ζωντάνεψαν και κοκκίνισαν και η μύτη ζωήρεψε κι αυτή. Μα στ΄ αλήθεια κανείς άλλος δεν είχε τόσο όμορφη, λεπτή και μικρούλα μύτη.  

«Θεέ μου! Τι συμβαίνει; Είναι πειρασμός του Κακού αυτό;», φώναξε ο Ακέμ, χτυπώντας πολλές φορές το πρόσωπό του για να συνέλθει. Όμως η Κόρη του Χιονιού είχε ήδη τυλίξει τα χεράκια της γύρω από το λαιμό του και τον φιλούσε όπως ένα ζωντανό πλάσμα.
«Ακέμ! Ακέμ!» Φώναξε η Μάσα τρέμοντας από χαρά, «επιτέλους μας λυπήθηκε ο Θεός κι έστειλε αυτό το παιδί να μας ξανανιώσει στα γεράματα».
Μα τη στιγμή που η Μάσα ετοιμαζόταν ν΄ αγκαλιάσει το χιονόπαιδο, προς μεγάλη έκπληξη και των δύο, το χιόνι κύλισε στη γη και από μέσα ξεπήδησε ένα όμορφο κοριτσάκι!
«Θεέ μου! Μικρούλα Κόρη του χιονιού! Μικρή μου αγάπη!», φώναξε η τρισευτυχισμένη Μάσα οδηγώντας το πεντάμορφο κοριτσάκι στην καλύβα τους. Εν τω μεταξύ ο Ακέμ δεν είχε συνέλθει ακόμη. Ξύνοντας το κεφάλι του, απορούσε και προβληματιζόταν γι΄ αυτό που συνέβη. Δεν ήξερε καλά-καλά αν ήταν ξύπνιος ή ονειρευόταν. Ήξερε όμως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

Αλλά, η Κόρη του Χιονιού ήταν εκεί μαζί τους, προσφέροντας τόση ευτυχία όση δεν είχαν ποτέ και μάλιστα μεγάλωνε ώρα με την ώρα, ώστε πολύ γρήγορα έγινε ένα ψηλό, όμορφο και χαριτωμένο κορίτσι. Κι ο Ακέμ  τελικά αποδέχθηκε ότι όλα ήταν φυσιολογικά μια και το καλύβι τους ήταν γεμάτο από χαρά. Τώρα πια, τα κορίτσια και τ΄ αγόρια του χωριού ήταν συχνοί επισκέπτες, έπαιζαν, διάβαζαν και τραγουδούσαν με την Κόρη του Χιονιού η οποία έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να διασκεδάζουν όλοι γύρω της. Μιλούσε, γελούσε, και ήταν τόσο χαρούμενη και τόσο εγκάρδια, ώστε όλοι την αγαπούσαν πολύ, και προσπαθούσαν με τη σειρά τους να την ευχαριστήσουν με κάθε δυνατό τρόπο. Ταυτόχρονα, όμως, δεν υπήρξε ποτέ καλύτερη και πιο υπάκουη κόρη από την Κόρη του Χιονιού.

Το κορίτσι-δώρο είχε ένα υπέροχο δέρμα, λευκό σαν το χιόνι, τα μάτια της ήταν σαν τα λουλούδια «μη-με-λησμόνει», τα χείλη και τα μάγουλά της, σαν τα τριαντάφυλλα. Ήταν η εικόνα της πραγματικής υγείας και της ομορφιάς. Με τα όμορφα χρυσά μαλλιά της να κυλούν στην πλάτη της, έμοιαζε ακριβώς όπως ένα δεκαεπτάχρονο κορίτσι, κι ας ήταν μόλις λίγων ημερών!  
Μια μέρα η Μάσα είπε στο σύντροφό της: «Ακέμ, πόσο καλός στάθηκε ο Θεός μαζί μας; Πόσο χαρούμενους μας έκανε η Κόρη του Χιονιού αυτές τις λίγες μέρες που είναι κοντά μας, και πόσο λυπημένοι και γκρινιάρηδες ήμασταν πριν.»
«Ναι, Μάσα», αποκρίθηκε ο Ακέμ, «οφείλουμε να ευχαριστήσουμε το Θεό για όλα όσα έχει κάνει για μας, και Τον ευχαριστώ που έχουμε χαρά αντί για λύπη, στο σπιτικό μας.»

Ο Χειμώνας πέρασε, οι ουρανοί καθάρισαν, την Άνοιξη βγήκε ο ήλιος και για μια ακόμη φορά τα χελιδόνια άρχισαν να γυρίζουν, το γρασίδι και τα δέντρα έγιναν πράσινα. Όλα μαζί τα κορίτσια των Ρώσων χωρικών, μαζεύονταν στο δάσος να χορέψουν και να τραγουδήσουν με τ΄ αγόρια. Αλλά η Κόρη του Χιονιού ένιωθε  να βαριέται.
«Τι έχεις αγάπη μου;» ρώτησε η Μάσα, «είσαι άρρωστη; Είσαι πάντα τόσο φωτεινή και χαρούμενη, και τώρα είσαι τόσο βαριεστημένη λες και ξαφνικά κάποιος σου έκανε μάγια».
«Όχι, μανούλα μου. Δεν συμβαίνει τίποτα αγαπημένη μου», είπε η Κόρη του Χιονιού, αλλά εξακολουθούσε να βρίσκεται στην ίδια κατάσταση. Σταδιακά άρχισε να χάνει το ροδαλό της χρώμα και ν΄ αποκτά, όλο και περισσότερο την όψη μιας δυστυχισμένης, γεγονός που θορύβησε τους ανθρώπους γύρω της.

Το τελευταίο χιόνι είχε πλέον εξαφανιστεί, οι κήποι άρχισαν να ανθίζουν, τα ποτάμια και οι λίμνες κελάρυζαν, τα πουλιά τραγουδούσαν χαρούμενα. Όλος ο κόσμος αισθανόταν πιο χαρούμενος μα η Κόρη του Χιονιού γινόταν όλο και πιο δυστυχισμένη.
Καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα στο πιο δροσερό μέρος της καλύβας. Αγαπούσε το κρύο του χειμώνα, ήταν ο καλύτερος φίλος της, και μισούσε αυτή τη φρικτή ζέστη. Ήταν ευτυχισμένη όταν έβρεχε λίγο, μα ψηνόταν από τον ήλιο μετά τη βροχή. Δεν την απασχολούσε ο χειμωνιάτικος ήλιος αλλά ο καλοκαιρινός που ήταν και ο εχθρός της.  Πράγμα πολύ φυσιολογικό αφού το κορίτσι γεννήθηκε το χειμώνα, μέσα από το χιόνι!

Επιτέλους, έφτασε η μεγάλη γιορτή του Καλοκαιριού. Οι νέοι και οι νέες του χωριού επισκέφθηκαν την Κόρη του Χιονιού ζητώντας από τη Μάσα να την αφήσει να πάει μαζί τους στο δάσος. Στην αρχή η Μάσα αρνήθηκε, αλλά τα κορίτσια την παρακάλεσαν τόσο πολύ, ώστε αφού το σκέφτηκε για τα καλά, έδωσε τη συγκατάθεσή της θεωρώντας ότι η γιορτή θα φτιάξει το κέφι της θυγατέρας της.
«Αλλά», είπε, «να την προσέχετε όπως εγώ, σαν κόρη οφθαλμού! Αν της συμβεί κάτι, δεν ξέρω τι θα κάνω!»
«Εντάξει! Εντάξει! Θα την προσέχουμε! Το ίδιο την αγαπάμε κι εμείς», φώναξαν οι νέοι και τράβηξαν μαζί με την Κόρη του Χιονιού προς το δάσος όπου τα κορίτσια έπλεκαν στεφάνια την ώρα που τα αγόρια μάζευαν ξύλα για να τα κάψουν.

Την ώρα του ηλιοβασιλέματος άναψαν τη φωτιά, και στάθηκαν όλοι στη σειρά, αγόρια και κορίτσια, για να περάσουν από πάνω της. Τελευταία στάθηκε η Κόρη του Χιονιού.  
«Μη φοβάσαι», της είπαν τα κορίτσια, «μη μένεις πίσω, πήδηξε μετά από εμάς.»
Με το «Ένα! Δύο! Τρία!» πήραν φόρα και πήδηξαν χαρούμενες τις φλόγες. Ξαφνικά ακούστηκε μια διαπεραστική κραυγή και κοιτάζοντας γύρω ανακάλυψαν ότι η Κόρη του Χιονιού ήταν άφαντη!
«Αχ», φώναξαν, γελώντας, «μας κάνει ένα από τα γνωστά κόλπα της. Το πιο πιθανό είναι να έχει κρυφτεί κάπου. Ελάτε, πάμε να την ψάξουμε».  
Χωρίστηκαν ανά δύο και άρχισαν να την αναζητούν προς όλες τις κατευθύνσεις. Αλίμονο, όμως, χωρίς αποτέλεσμα! Κανείς δεν μπόρεσε να βρει τη χαμένη φίλη τους. Σύντομα τα ευτυχισμένα προσωπάκια τους σκυθρώπιασαν και  η χαρά έδωσε τη θέση της στη θλίψη και την αγωνία. Όταν συναντήθηκαν όλοι ξανά, στην άκρη του δάσους, άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους για να βεβαιωθούν ότι έψαξαν παντού.
«Ίσως να έχει πάει στο σπίτι της», είπε ένας.
Αυτή η σκέψη έλαμψε ως ελπίδα. Έτσι, όλοι μαζί, έτρεξαν στη φτωχική καλύβα της Μάσα και του Ακέμ.  Μα ούτε κι εκεί βρήκαν την Κόρη του Χιονιού. Έψαχναν κι όλη  την επόμενη μέρα και τη νύχτα, και την τρίτη και την τέταρτη. Την αναζητούσαν στο χωριό, καλύβα-καλύβα, και στο δάσος, δέντρο-δέντρο, θάμνο-θάμνο. Μάταια όλα! Πουθενά δεν μπόρεσαν τη βρουν.

Περιττό να πούμε ότι η θλίψη των φτωχών γονιών της δεν περιγράφεται με λόγια. Ο Ακέμ και η Μάσα ήταν απαρηγόρητοι. Κάθε μέρα, κάθε νύχτα η Μάσα περιπλανιόταν στο δάσος καλώντας την χαμένη θυγατέρα της σαν τρελή: «Ω, μικρή μου Κόρη του Χιονιού! Ω! μικρή μου αγάπη!»
Αλλά καμιά απάντηση δεν πήρε στο κάλεσμά της. Ούτε μια λέξη από τη γλυκιά φωνούλα. Η Κόρη του Χιονιού δεν πρόκειται να βρεθεί ποτέ. Αυτό ήταν βέβαιο, πια. Αλλά πώς εξαφανίστηκε, πού είχε πάει; Την είχαν κατασπαράξει τα άγρια ζώα του δάσους ή την άρπαξε κάποιο αρπακτικό πουλί και τη μετέφερε μακριά  προς τη θάλασσα; Όχι, δεν ήταν τ΄ άγρια θηρία, ούτε τ΄ αρπακτικά, αλλά καθώς η μικρούλα πηδούσε πάνω από τη φωτιά εξατμίστηκε και σαν λεπτό σύννεφο πέταξε ψηλά στον ουρανό.

Απόδοση: Α.Μ.

Πηγή: Edith M. S. Hodgetts, Tales and Legends from the Land of the Tzar: Collection of Russian Stories, 2nd edition, London: Griffith Farran and Company, 1891, pp. 46-52. Διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο του D. L. Ashliman μαζί με άλλες εκδοχές του. 


16/11/13

«Επαναστάτες»


Γιώργος Βακιρτζής, 1974, από το Καραχρήστος Σ. (1984) Ελληνικές Αφίσες, Κέδρος.


Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Μπέμπελ και Μπουχάριν
τους στρίμωξα στο νου κουκί-κουκί.
Να με, λοιπόν, κατέκτησα την χάριν
να κρίνω με την διαλεκτική.

«Αχώριστος η θεωρία κ’ η πράξη» -
συχνά σκοντάφτω στην εφαρμογή,
μα η κριτική μου πάντοτε είναι εν τάξει,
όλους κι όλα τα ελέγχει, τα εξηγεί.

Τις συγκεντρώσεις των προλεταρίων
απ’ το παράθυρό μου τις κοιτώ
ώς να συγκινηθώ μέχρι δακρύων
και γράφω στίχους πλέον των 100.

Τη σκέψη αφήνω διάφανο μπαλόνι
στον άδειο ν’ ανεμίζεται ουρανό,
να βλέπω την εντύπωση που απλώνει
το χρώμα που αντιφέγγει το κενό.

Τώρα το “Κάπιταλ” του Μαρξ κηρύττω,
μα αποφεύγω την κάθε συμπλοκή
γιατί, ξέρω, θανάσιμα θα πλήττω
αν κάποτε με βάλουν φυλακή.


Γιάννης Ρίτσος, Τρακτέρ, 1934

9/8/13

Κύριε, διαφύλασσε τον Φύρερ!

1943: Οπλίτης των Ταγμάτων Ασφαλείας φυλά απαγχονισμένο Έλληνα
Πηγή: Αρχείο Bundesarchiv, Φωτογράφος:  Drehsen. Διατίθεται και από τη Βικιπαίδεια.


Στις 20 Ιουλίου 1944 έγινε ανεπιτυχής απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ στο κρησφύγετό του στην Πολωνία από ομάδα αξιωματικών του ναζιστικού στρατού  οι οποίοι εφάρμοσαν το σχέδιο Βαλκυρία.[1]

Άμεσα ο Διονύσιος Παπαδόγκωνας έστειλε στον Χίτλερ το ακόλουθο συγχαρητήριο τηλεγράφημα εκφράζοντας την ικανοποίηση του ιδίου και 5.000 Ταγματασφαλιτών του Μοριά, για τη «διαφύλαξη του Χίτλερ από τον Θεό». Στις 13 Αυγούστου 1944 έφθασε και η απάντηση του Χίτλερ.[2,3]




Οι 5.000 αξιωματικοί και άνδρες των ελληνικών εθελοντικών τμημάτων της Πελοποννήσου με το μεγαλύτερον μέρος του πληθυσμού της Πελοποννήσου όπισθεν αυτών, εκφράζουν την βαθυτάτην αγανάκτησίν των δια την εναντίον σας απόπειραν σχεδιασθείσαν και επιχειρηθείσαν υπό υποκειμένων, τα οποία δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν την αναγκαιότητα του αγώνος κατά του κομμουνισμού και των πλουτοκρατών συνεργατών του.

Εκφράζουν την χαράν των δια την θαυμαστήν διάσωσίν σας και κλίνουν με ευγνωμοσύνην το γόνυ ενώπιον του Παντοδυνάμου Θεού, όστις ήπλωσε προστατευτικήν χείρα επάνω από την ζωήν σας δια να σας διαφύλαξη εις το γερμανικόν έθνος και εις την εν τω αγώνι κατά της κομμουνιστικής πανώλους ηνωμένην Ευρώπην.

Δια τους έλληνας εθελοντάς της Πελοποννήσου η ένδειξις αυτή είναι μία παρόρμησις, όπως συνεχίσουν δι' όλων των δυνάμεων μέχρις εσχάτων τον αγώνα κατά των ξένων προς την χωράν μπολσεβικικών ορδών εν Ελλάδι.

Από της ιεράς γης της αρχαίας Σπάρτης, εκ της οποίας προήλθεν η δράξ των ηρώων του Λεωνίδου, η οποία έσωσε τον ευρωπαϊκόν πολιτισμόν, υψούται η προσευχή μας:

«Κύριε, διαφύλασσε τον Φύρερ»




Ο φύρερ έδωκε διαταγήν όπως ανακοινώσουν εις τον διοικητήν εθελοντικών τμημάτων Πελοποννήσου συνταγματάρχην Παπαδόγκωναν, ότι εχάρη εγκαρδίως δια τα επί τη ευκαιρία της διασώσεώς του αποσταλέντα συγχαρητήρια τηλεγραφήματα των εν Πελοποννήσω κατά του μπολσεβικισμού μαχόμενων εθελοντών.

Ο Φύρερ διαβιβάζει τας θερμάς του ευχαριστίας και τους χαιρετισμούς του εις όλους τους εθελοντάς. Εξ άλλου ο αρχηγός των Ες - Ες, υπουργός των Εσωτερικών του Ράιχ Χίμλερ, έδωσεν εντολήν όπως διαβιβασθούν προς τον συνταγματάρχην Παπαδόγκωναν και αι ιδικαί του ευχαριστίαι.

Πηγή
Βουρνάς Τ. (1997) Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, τ. Γ΄,  Πατάκης, Αθήνα, σ. 404-405.

Παραπομπές
[1] Επιχείρηση Βαλκυρία, Βικιπαίδεια  και Μπράιαν Σίνγκερ: Επιχείρηση Βαλκυρία, Ριζοσπάστης, 19-2-2009 
[2] Διονύσιος Παπαδόγκωνας, Βικιπαίδεια 
[3] Τάγματα ασφαλείας, Βικιπαίδεια  και Οι κυβερνήσεις της Κατοχής και τα «Τάγματα Ασφαλείας», Ριζοσπάστης, 9-6-2013. 

23/7/13

Το απίστευτο κύρος των μαθητικών μητρώων

 Διήγημα του Ανδρέα Μήτσου
Από τη συλλογή «Γέλια»





ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ - και να με συγχωρείτε», του είπα, «γιατί μιλάτε τόσο δυνατά μέσα στην τάξη. Δε σας κρύβω ότι στην αρχή υπέθεσα πως είχατε κάποιο πρόβλημα με την ακοή σας. Μιλώντας όμως μαζί σας στα διαλείμματα, διαπίστωσα ότι τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει. Είναι που είναι η φωνή σας βροντώδης».

Μιλούσα στον πληθυντικό στον ιδιόμορφο αυτό μαθητή μου της πρώτης Γυμνασίου, που μου ενέπνεε έναν ανεξήγητο σεβασμό. Και τούτο δεν οφειλόταν μόνο στην ηλικία του, αν και πλησίαζε, όπως έλεγε, τα εβδομήντα δύο χρόνια, αλλά στο περίεργο ταμπεραμέντο του.

Οι φωνές του βέβαια αυτές, μια ακατέργαστη, θα έλεγα, προθυμία, με την οποία απαντούσε -πρώτος πρώτος εκείνος- και στις πιο απλές και αυτονόητες ερωτήσεις, επισείοντας επίμονα και επανειλημμένα το δείχτη του δεξιού χεριού του, προξενούσαν τις ποικίλες αντιδράσεις των συμμαθητών του του Τετάρτου Εσπερινού Γυμνασίου Νέου Κόσμου. Γέλια και κοροϊδίες αλλά και πολλαπλών αποχρώσεων άλλες κραυγές μέσα στην τάξη, ανάλογης ή παραπλήσιας έντασης, ακολουθούσαν το δικό του απεγνωσμένο «Κύριε, κύριε».

Και δεν επρόκειτο για κάποιον αργόστροφο. Στα διαλείμματα μάλιστα, παρόλο που ήταν πάντα λιγομίλητος, εύκολα έπειθε για τη σοβαρότητα και τη διανοητικότητά του, τόσο εμένα και τους υπόλοιπους καθηγητές όσο ακόμα και τους παράταιρους συμμαθητές του.

Μεγάλη ηλικία είχαν επίσης οι συμμαθητές του, αφού ήταν ως επί το πλείστον εργαζόμενοι και ανάμεσά τους αρκετοί δημόσιοι υπάλληλοι που έπρεπε να βγάλουν οπωσδήποτε τις τρεις τάξεις του Γυμνασίου για να αλλάξουν έτσι μισθολογικά κλιμάκια, ΜΚ, όπως τα 'λεγαν, χρησιμοποιώντας τα αρχικά με ιερή σοβαρότητα, και ν' ανέβουν μέχρι και πέντε βαθμίδες στη σύνταξη. Όλοι αυτοί οι μαθητές έδειχναν τον ίδιο ανεξήγητο σεβασμό στον κύριο Πέτρο εκτός της αίθουσας διδασκαλίας.

Είχε μια τεράστια δερμάτινη τσάντα φουσκωμένη βιβλία, αν και τα κουτσομπολιά μιλούσαν για φαγητά και άλλα διάφορα, όπως το πιεσόμετρο -το οποίο είχα ο ίδιος εντοπίσει στοιβαγμένο μεταξύ του Ομήρου και των κειμένων της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας- και πήγαινε ανάμεσα στους άλλους μαθητές πάντα αυστηρός και επίσημος, δείχνοντας να μετέχει ενσυνείδητα σε μια υπόθεση μεγάλης ευθύνης.

Βαδίζαμε πλάι πλάι στο φωταγωγημένο, από το φόβο της χρήσης ναρκωτικών, προαύλιο του σχολείου, όταν έσπασε τη σιωπή και μου μίλησε.
«Την πρώτη Γυμνασίου την έβγαλα το σχολικό έτος 1936-1937», δήλωσε με θαυμασμό για τον εαυτό του ή για κείνα ίσως τα μακρινά χρόνια.

Τον κοίταξα ξαφνιασμένος και για μια στιγμή είδα ένα μεγάλο σεντόνι που απλωνότανε κάπου ψηλά στον ουρανό και ύστερα έπεφτε αργά σαν αλεξίπτωτο και μαζευόταν διαρκώς όσο έπεφτε, μέχρι που έγινε στο τέλος μικροσκοπικό σε μέγεθος. Ωσάν κουκκίδα μαύρη που απορροφήθηκε αργά μέσα στο γαλάζιο ξεπλυμένο βυθό της κόρης του ματιού του.

Ντράπηκα γιατί νόμισα πως διέγνωσε την άπρεπη φαντασίωσή μου - και δεν είχα άδικο, γιατί ο μαθητής μου άρχισε ν' ανεβαίνει τρέχοντας σχεδόν τις πολλές σκάλες του σχολείου, υπακούοντας ήδη εκ των προτέρων στον επίμονο και διαπεραστικό ήχο του κουδουνιού που ακολουθούσε την ανάβασή του.

Την ίδια και μεγαλύτερη ζέση που επιδείκνυε μέσα στην τάξη δε δίσταζε να εκδηλώνει και στις σχολικές γιορτές. Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, έκλαιγε και τραγουδούσε με ενθουσιασμό τον εθνικό ύμνο στη γιορτή της 28ης Οκτωβρίου, καθώς ήτανε μέλος της χορωδίας, ή στη γιορτή του Πολυτεχνείου, έτσι που να ακούγονται σχολιασμοί όπως «Πολέμησε ο άνθρωπος στα βουνά της Αλβανίας» ή «Είχε γιο στο Πολυτεχνείο που σκοτώθηκε».

Μερικοί, οι πιο «βαρεμένοι», που δεν είχανε την πολυτέλεια του σχολιασμού, περιγελούσαν τη μουσική του παρουσία.

«Ρε, κοίτα ο γέρος, σαν την "Ιτιά" το τραγουδάει. Και κλαίει μαζί ο μαλάκας. Ψωνάρα ο άνθρωπος».

Εκείνος όμως επέμενε τραγουδώντας με στόμφο πως «για να γυρίσει ο ήλιος» ήθελε πολλή δουλειά με ζωντανούς, ακόμα και με νεκρούς ήρωες.

Στη γιορτή μάλιστα της 25ης Μαρτίου, μιας και θυμήθηκα τις σχολικές γιορτές, η φωνή του υπερκάλυψε όλη τη χορωδία, αναπαριστώντας ταυτόχρονα με πομπώδη δραματικότητα τις απερίγραπτες ταλαιπωρίες και τα βάσανα των κλεφτών.

«Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά, στους κάμπους πέφτει χιόνι», ισχυριζόταν, «στα έρημα, στα σκοτεινά, στις μαύρες ράχες, στα βουνά, ο κλέφτης ξεσπαθώνει, ξεσπαθώνει».

Τραγούδησε μάλιστα σόλο και το περίφημο βουκολικό άσμα:
Μια βοσκοπούλα αγάπησα,
μια ζηλεμένη κόρη,
ήμουνα αμούστακο παιδί,
μα την αγάπησα πολύ,
δέκα χρονών αγόρι.

Κι εκεί που περίμενα ότι θα γινότανε ο χαμός από τις απροκάλυπτες και απρεπείς αυτές εξομολογήσεις του, συγκίνηση και σιωπή πλάκωσε την υπόγεια και υγρή αίθουσα, εκεί όπου γίνονταν οι εκδηλώσεις του σχολείου.

Τότε μάλιστα ένιωσα ότι κάτι παιζόταν μεταξύ των μαθητών, όλων ανεξαιρέτως, κάτι που οι καθηγητές, ή εγώ τουλάχιστον, ήμουν ολωσδιόλου ανίκανος να προσδιορίσω και να εντοπίσω.

Ιδιαίτερη εντύπωση μου προξενούσε πάντα η αγωνία του καθώς έγραφε τα πρόχειρα διαγωνίσματα των τριμήνων και η ένταση και έξαψή του όταν ανακοίνωνα τους βαθμούς των διαγωνισμάτων αυτών. 

Την ίδια έξαψη εκδήλωνε και όσες φορές πηγαίναμε εκδρομή στο παρακείμενο του σχολείου αλσύλλιο, πετώντας κι αυτός σαν τους άλλους συμμαθητές του την ογκώδη τσάντα του στον αέρα τη στιγμή της ανακοίνωσης της απόφασης για εκδρομή, επειδή γλύτωνε τις ώρες των μαθημάτων -παρόλο που όλοι οι συμμαθητές του εξαφανίζονταν αργότερα μέσα στο σκοτεινό παρκάκι κι έμενε αυτός να περιπολεί μοναχός στα ίδια πάντα ελάχιστα μέτρα. Με το άσπρο του κεφάλι να φωτίζει σαν θολό φανάρι τη νύχτα.

«Έλα, κάθισε μαζί μας», πήγαινα και τον προσκαλούσα στο τραπέζι μας, στην καφετερία που ήμασταν μαζεμένοι όλοι οι καθηγητές.
Αρνιόταν επίμονα, με όλο τον προσήκοντα σεβασμό, να συγχρωτιστεί μαζί μας. Είχε μια παλιά και ξεχασμένη ευπρέπεια.

«Τα παιδικά χρόνια μου ήταν τα καλύτερα της ζωής μου», πέταξε καθώς πηγαίναμε οι δυο μας βιαστικοί μετά το σχόλασμα, ώρα έντεκα παρά είκοσι το βράδυ, προς τη λεωφόρο Βουλιαγμένης να προλάβουμε το λεωφορείο. Μπροστά εγώ με τη μεγάλη τσάντα μου και από πίσω αυτός με τη δική του ακόμα μεγαλύτερη τσάντα, προσπαθώντας να με φτάσει.

Σταμάτησα και τον κοίταξα ντροπιασμένος, χωρίς να ξέρω το λόγο αυτής της ντροπής μου.
«Μπες, θα χάσεις το λεωφορείο», με παρότρυνε και μ' έσπρωξε ελαφρά ν' ανεβώ, έχοντας ξεχάσει νομίζω απολύτως την προηγούμενη διατίμηση της παιδικής του ηλικίας.

Τέλος Μαΐου, λίγες μέρες πριν ν' αρχίσουν οι απολυτήριες εξετάσεις του έτους, ο κύριος Πέτρος εισήχθη επειγόντως στο νοσοκομείο.

Καθώς έμαθα αργότερα, έπασχε χρόνια από καρκίνο και μπαινόβγαινε κατά καιρούς στα νοσοκομεία. Τώρα όμως η ασθένειά του είχε φτάσει στο τελευταίο στάδιο της εξέλιξής της, πράγμα που ο ίδιος γνώριζε από καιρό ότι επρόκειτο να συμβεί.

«Θέλω να σου λύσω την απορία», μου είπε ανάμεσα στις κοινότοπες κουβέντες που ανταλλάσσαμε όταν είχα πάει να τον επισκεφθώ -και πριν προλάβω να σκεφτώ τι εννοούσε, ρώτησε με έντονο ενδιαφέρον: «Περνιούνται, φαντάζομαι, ανελλιπώς οι απουσίες μου στο βιβλίο. Έτσι δεν είναι;»

«Ναι, βέβαια», επιβεβαίωσα.

«Πενήντα πέντε μέρες απουσίας, δηλαδή 165 τον αριθμό, συν μία ώρα παραπάνω τις Πέμπτες που 'χουμε τετράωρο, επί εφτά βδομάδες, 172 συνολικά απουσίες», υπολόγισε. «Περνάτε δηλαδή στο απουσιολόγιο τρεις απουσίες, Νικολαΐδης Πέτρος, κάθε μέρα, την Πέμπτη βέβαια τέσσερις, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ξανά αυστηρά και επίσημα.

Τον παρατηρούσα αμήχανος πάνω στο κρεβάτι του.

«Ξέρεις γιατί γράφτηκα στο Γυμνάσιο, ενώ γνώριζα καλά την κατάστασή μου;» έσπασε τη σιωπή. «Για την προοπτική», είπε.

Έσμιξα τα φρύδια προσπαθώντας να τον καταλάβω.

«Ανεκδιήγητος είσαι, δάσκαλε», χαμογέλασε. «Τώρα που γράφηκα στο Γυμνάσιο και είμαι μαθητής, περασμένος κανονικά στα μαθητολόγια, τα απουσιολόγια και όλα τα μαθητικά μητρώα, είμαι χρεωμένος πια. Ανήκω. Εδώ μόνο βρίσκεται το μέλλον και η προοπτική μου», εξήγησε μιλώντας πολύ αργά και με υπομονή.

Φαίνεται πως μεγάλη απορία είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπο μου.


«Ανεκδιήγητος είσαι, μωρέ δάσκαλε», είπε ξανά και γέλασε με μια όρεξη απερίγραπτη, σαν να την είχε φέρει απίθανα σε κάποιον που είχανε μαζί παλιούς και ανοιχτούς λογαριασμούς.
--

28/6/13

Παραμύθι στον γιό μου

της Ιωάννας

Ένα παραμύθι από το βιβλίο του Ναζίμ Χικμέτ (1975) «Το ερωτευμένο σύννεφο». Η μετάφραση έγινε από την Έρα Σαβαΐδου το 1979 μετά από παραγγελία του Τρίτου Προγράμματος του Ραδιοφώνου, από όπου μεταδόθηκαν το διάστημα 1-12-1979 έως 18-1-1980, στην εκπομπή των Ελ. Βλάχου και Μ. Κυρτζάκη «Το ερωτευμένο σύννεφο, λαϊκά παραμύθια της Τουρκίας».

Τα περισσότερα παραμύθια αποτελούν διασκευή των παραδοσιακών, όπως τα είχε συλλέξει ο μεγάλος Τούρκος λαογράφος Μπορατάβ. Ωστόσο, ο Ναζίμ Χικμέτ, εκτός από τη διασκευή, επιχείρησε και έγραψε και ορισμένα, ένα εκ των οποίων και αυτό που παρουσιάζεται. Εξάλλου, ο σπουδαίος ποιητής και δραματουργός συνήθιζε να νανουρίζει το γιο του με ιστορίες αγάπης και ελευθερίας.

Αν και όπως γράφει ο ίδιος ο Ναζίμ Χικμέτ «τα παραμύθια είναι προτιμότερο να τ΄ ακούς παρά να τα διαβάζεις»,  το αναγνωστικό κοινό μπόρεσε να απολαύσει τα παραμύθια από τις εκδόσεις Ύψιλον (1988) σε εικονογράφηση Δημήτρη Καλοκύρη.






Ο Ναζίμ Χικμέτ, αναπαύεται στο σπίτι του στην ΕΣΣΔ, κάτω από τις φωτογραφίες του Μεχμέτ (πηγή).








Μια φορά κι έναν καιρό, γιε μου, μια χρονιά απ' όλες τις χρονιές, σε μια χώρα, ζούσε ένας άνθρωπος με άσπρα γένεια που ήξερε πολλά, πιο πολλά από την καλοσύνη που 'χε στην ψυχή του, και η καλοσύνη της ψυχής του ήτανε πιο πλατιά από τη γνώση του.

Σ' αυτήν τη χώρα, λοιπόν, γιε μου, που ζούσε ο άνθρωπος με την άσπρη γενειάδα, στην πιο μεγάλη πόλη είχανε στήσει ένα άγαλμα. Το άγαλμα που λέμε είχε μάτια αστραφτερά φτιασμένα από πέτρες πολύτιμες, τα μαλλιά του από ατόφιο ασήμι, η κορμοστασιά του από απείραγο χρυσάφι και το μπόι του ίσια με δυο χιλιάδων ανθρώπων. Οι συντοπίτες του ανθρώπου μας με την άσπρη γενειάδα, που είπαμε πως η γνώση του ήτανε πάνω από την καλοσύνη του και η καλοσύνη του πάνω από τη γνώση του, πιστεύανε και προσκυνούσανε σ' αυτό το άγαλμα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, πιστεύανε πως το άγαλμα που λέμε έδινε και την καλοσύνη και την κακία, και την καλή και την κακή σοδειά, και την ομορφιά και την ασκήμια κι όλα.

Μόνο ο άνθρωπος μας με την άσπρη γενειάδα δεν πίστευε σ' αυτά. Στην αρχή, αυτή του την απιστία την έκρυβε μέσα του. Με τον καιρό όμως το μυστικό του μεγάλωνε, ώσπου έγινε μέσα του μια μεγάλη πέτρα που του βάραινε την ψυχή. Ε, δεν άντεξε, και μια μέρα τρέχει εκεί που ήτανε στημένο τ' άγαλμα και φωνάζει στους συντοπίτες του:

- Καλοί μου συντοπίτες, γιατί πιστεύετε σ' αυτό το άγαλμα με τ' αστραφτερά μάτια και τη μαλαματένια κορμοστασιά; Αυτό, εσείς το φτιάσατε και το στήσατε εδώ. Με το μυαλό σας και με τα χέρια σας. Και τώρα στέκεστε μπροστά του λες κι είναι τούτο ο δημιουργός του μυαλού και των χεριών σας! Εγώ σας λέω: πέρα από κείνο που δεν φαίνεται, πού 'ναι αιώνιο μα και που αλλάζει ασταμάτητα, πέρα από το πλάσμα που δεν πλάστηκε, δεν υπάρχει τίποτα που πρέπει να πιστεύετε. Γκρεμίστε τούτο το άγαλμα, συντοπίτες μου!

Σαν ακούσανε τα λόγια του ανθρώπου που η γνώση του ήτανε πάνω από την καλοσύνη του και η καλοσύνη του πάνω από τη γνώση του, οι συντοπίτες του στην αρχή δεν καταλάβανε, ύστερα σαν καταλάβανε τα χάσανε λίγο, ύστερα θύμωσαν και στο τέλος πήρανε πέτρες από καταγής, γιε μου, και τον πετροβολήσανε. Και όχι μόνο μια φορά. Έλα όμως που αυτός δεν το έβαζε κάτω και δεν σώπαινε... Αυτό που νόμιζε σωστό, αυτό που σκεφτότανε, το 'λεγε χωρίς να διστάζει, κι όσο το 'λεγε και το ξανάλεγε τόσο η φωνή του δυνάμωνε, κι όσο η φωνή του δυνάμωνε τόσο ένιωθε και πιο νέος.

Έτσι λοιπόν, γιε μου, ο άνθρωπος μας με την άσπρη γενειάδα απόχτησε την αγέραστη νιότη κάτω απ' τις πέτρες που πέφτανε βροχή. Κείνοι που τον πετροβολούσανε γέρασαν, οι μέσες τους λύγισαν, τα χέρια τους έτρεμαν και δεν μπορούσαν πια να προστατέψουν την πίστη τους, τ' άγαλμά τους. Κι ο άνθρωπος μας που συναπάντησε την αιώνια πίστη, αυτός που η γνώση του ήτανε πάνω από την καλοσύνη του και η καλοσύνη του πάνω από την γνώση του, αυτός που η ψυχή του ήτανε πάνω από τη γνώση του και η γνώση του κι απ' την ψυχή του πιο γενναία, γκρέμισε μόνο με μια γροθιά το άγαλμα πού 'χε το ύψος χιλιάδων ανθρώπων.

Κι εσύ, γιε μου, σαν δεν διστάζεις να λες πως δεν πιστεύεις σ' αυτό που δεν πίστεψες ποτέ, σαν δεν κιοτέψεις τότε που θα σε πετροβολάνε γι΄ αυτό που πιστεύεις, κι εσύ τότε, σαν τον άνθρωπο που ζούσε κάποτε σε κείνη τη χώρα, που η καλοσύνη του ήτανε πάνω από τη γνώση του και η γνώση του πάνω από την καλοσύνη του, τότε θα φτάσεις στη αιώνια νιότη, γιε μου...



31/5/13

Νέος Διωγμός


του  Κώστα Βάρναλη

Συνάντησα μια Κυριακή1 σε κάποιαν από τις ακτές του Ευβοϊκού τον Α. Δελμούζο2. Του είπα:

-Όταν συλλογίζεται κανείς πόσοι κόποι μας, πόσα νεανικά μας όνειρα, πόσες θυσίες πάνε χαμένα! Πώς αρχίσαμε και πού τελειώσαμε! Και καμιά ελπίδα δεν υπάρχει να σταματήσει το πισωδρόμημα. Ξαναγυρίσαμε από κει που αρχίσαμε. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας!

-Εγώ, μου απάντησε, εξακολουθώ να πιστεύω. Τίποτα δε χάθηκε για πάντα. Υπάρχουνε πολλοί νέοι ακόμα με ψυχή!

Κούνησα το κεφάλι μου.

-Ο Χατζηδάκις3, πρόσθεσε, με αποκαλούσε «ανόητον ιδεολόγον». Και θέλω να είμαι!

Η οικονομική και πολιτική εξόρμηση της αστικής τάξης επί Βενιζέλου συνέπεσε με την πνευματική της εξόρμηση. Ποτές η Ελλάδα δεν είχε τόσο μεγάλο και τόσο πλούσιον πνευματικόν οργασμό, όσον τότες. Κι αυτός ο πνευματικός οργασμός είτανε συγκεντρωμένος κάτου από τη σημαία του δημοτικισμού.

Και τότες ακριβώς, στο Βόλο, ιδρύθηκε από το Σαράτση4 και το Δελμούζο (νεαρόν τότε παιδαγωγό) το πρώτο σχολείο της Ελλάδας, που καθιέρωσε για όργανο διδασκαλίας τη γλώσσα του λαού και για σκοπό διδασκαλίας τη νεοελληνικήν πραγματικότητα.

Η Αντίδραση: πολιτική, εκκλησιαστική, ακαδημαϊκή (ό,τι χαραχτηριζότανε τότε σα «φαυλοκρατία») κίνησε τη δίκη των «αθέων» κ' έκλεισε το σχολειό! Κι όμως ο αγώνας δε σταμάτησε. Ύστερ΄ από λίγα χρόνια, η δημοτική έμπαινε στις τέσσερις πρώτες τάξεις του δημοτικού και γραφότανε το περίφημο Αναγνωσματάριο του Ζαχ. Παπαντωνίου, «Τα Ψηλά Βουνά».

Η προοπτική είτανε τούτη: Κάθε χρόνο να προχωρεί η γλώσσα του λαού κι από μια τάξη, όσο να καταχτήσει όλο το δημοτικό σκολειό - κι από κει προχωρώντας στο ελληνικό, να μπει στο γυμνάσιο κι από το γυμνάσιο στο πανεπιστήμιο... Και πού φτάσαμε; Πίσω! Στά... «ία», στα «ωά» και στην... «αίξ!». Ξαναπέσαμε ως το λαιμό στο βούρκο της φαυλοκρατίας και της αμορφωσιάς. Και το «ξανακύλισμα» είναι θάνατος. Όχι μονάχα πνευματικός, θάνατος καθολικός!

Και ξέρετε τι θα συμβεί; Οι «εθνικόφρονες» λογοτεχνικοί σύλλογοι, οι επίσημοι διανοούμενοι της Αντίδρασης -όλοι τους δημοτικιστές- ή θα σιωπήσουν ή θα υπερθεματίσουν. Με το δικαιολογητικό πως είναι υπέρ του καλώς εννοουμένου δημοτικισμού κ΄ εναντίον των... άκρων!

Και θα δείτε τα εξής σε λίγο: Ο Μητροπολίτης να συγχαίρει τον υπουργό της Παιδείας για την εθνική του τόλμη! Οι Συγκλητικοί του πανεπιστημίου και των άλλων ανωτάτων σχολών να σπεύδουνε στο υπουργείο να υποβάλουν τα συγχαρητήριά τους.

Κι αυτοί ακόμα οι δημοδιδάσκαλοι (άσε πια τους καθηγητάδες της Μέσης!) θα πανηγυρίζουν «επί τη εθνική νίκη» -και το χειρότερο αλλά και το φυσικότερο για ένα έθνος αγράμματο, θα ξαναβρυκολακιάσουνε στην πρωτεύουσα και τις επαρχίες τα παλιά κι αξιολύπητα εκείνα συλλαλητήρια εναντίον των αθέων, των μητραλοιών, των Σλαύων…

Και το ακόμα χειρότερο: ο παλιάς «Παμφοιτητικός» θα μαζέψει και θα κάψει μπροστά στα πολύπαθα Προπύλαια του πανεπιστημίου τα αντεθνικά έργα του Σολωμού, του Παλαμά, του Ψυχάρη, του Πάλλη, του Μακρυγιάννη, του Κολοκοτρώνη, του Σκουζέ...

Όλοι οι «εγγράμματοι» εναντίον των αγραμμάτων! Κι όλοι οι αρχοντοχωριάτες εναντίον των ορεσιβίων!

Σημειώσεις
[1] Ο Κώστας Βάρναλης προσδιορίζει σε υποσημείωση τη χρονιά: 1953.
[2] Ο Αλέξανδρος Δελμούζος υπήρξε σπουδαίος δάσκαλος και ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας. Το όνομά του έχει συνδεθεί με τα «Αθεϊκά» 
[3] Ο Γεώργιος Χατζιδάκις ήταν ο πρώτος καθηγητής γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. 
[4] Ο Βολιώτης γιατρός και πολιτικός Δημήτρης Σαράτσης, υποστήριξε το έργο του Δελμούζου. 


Πηγή: Κώστας Βάρναλης (1983) Αισθητικά-Κριτικά-Σολωμικά, Αθήνα: Κέδρος.

3/5/13

Παιδικά χρόνια


του Γιάννη Ρίτσου

Συσσίτιο κατά τη διάρκεια της Κατοχής, Αθήνα, 1941, Αρχείο Βούλας Θεοχάρη,  Μουσείο Μπενάκη
Στις 20 Απριλίου 1941, ημέρα του Πάσχα, ο Τσολάκογλου υπέγραψε πρωτόκολλο παράδοσης της χώρας με τον διοικητή της 1ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας Ες-Ες, υποστράτηγο Γιόζεφ Ντήτριχ, στο Βοτονόσι του Μετσόβου.





Ποιος λέει ότι τα παιδικά μας χρόνια είναι τα πιο χαρούμενα, ξέγνοιαστα, ελεύθερα; Όχι, όχι. Τα πιο πικρά, τα πιο βασανισμένα, -να θέλεις, να θέλεις και να μην ξέρεις τι θέλεις, κι οι μεγάλοι να λένε «μη αυτό, μη εκείνο», κι η θάλασσα να 'ναι απέραντη και να μην μπορείς να την πάρεις, και να περνάνε τα βαπόρια μακριά δίχως ν' αράζουν στο νησί μας αφήνοντας μια τούφα λυπημένο καπνό πέρα στο λιόγερμα σαν τον καπνό της Ιθάκης που σε κάνει να μαντεύεις το μακρινό, το αμέτρητο, το άπιαστο, τη στιγμή που εσύ όλα τα θέλεις να τα πιάνεις με τα δάχτυλα σου, να τα μετράς στα δέκα δάχτυλα σου κι αυτό το 10 να 'ναι το Άριστα με κόκκινο μελάνι όχι στα δικά σου τετράδια. Αμ' εκείνος ο μαυροπίνακας του σχολείου; -το πιο μεγάλο ΜΗ, να σου κόβει το κεφάλι με το έμπα της άνοιξης κι η σκόνη της κιμωλίας στα τρία δάχτυλα του δεξιού χεριού σου να σε κάνει ν' ανατριχιάζεις σα ν' άγγιξες την παγωμένη μύτη του πεθαμένου.

Α, η πονεμένη, η γλυκιά παιδιάστικη άγνοια πολιορκημένη απ’ το άγνωστο, σε οικεία ανταπόκριση με το μέσα μας άγνωστο, θαμπωμένη απ’ τις μυριάδες εκείνα τα σπιθίσματα που δεν πυκνώνουν και δε σμίγουν σ' έναν ήλιο (να γίνουμε εμείς ο ήλιος) ούτε διαχέονται ως πέρα πέρα σαν το φως του ήλιου που να φαίνονται όλα ως πίσω απ’ τα βουνά, πίσω απ’ την αχνογραμμένη στον ορίζοντα Κρήτη, στα διάφανα δειλινά, τόσο απλωμένα σα χαμένα, και να φαινόμαστε κι εμείς από παντού, σα να μην ήμασταν καθόλου.

Χώρια πια που τα κορίτσια κάναν ξεχωριστές παρέες και λέγαν τα δικά τους, όλο πσου πσου και γελάκια και λοξές κοροϊδευτικές ματιές σα να ξέρανε τάχα μου αυτές περισσότερα, και κάρφωναν τα μαλλιά τους με κόκκινα και γαλάζια χτενάκια, αλλά, έννοια σου, κι εμείς (κι ας μην είχαμε χτενάκια -είχαμε μια τσατσάρα στην κωλότσεπη του κοντού παντελονιού και σιάχναμε μια χωρίστρα «μερακλαντάν», που 'λεγε κι ο Κάβουρας) κάναμε τις δικές μας παρέες και λέγαμε τα δικά μας που ήταν ολότελα διαφορετικά απ’ τα δικά τους, κι ήμασταν λυπημένοι και θυμωμένοι και σκαρφαλώναμε ως πάνου στα δέντρα κι αμολάγαμε μεγάλους χαρταϊτούς ως τα μεσούρανα και παίζαμε τις μεγάλες αμάδες (άντε, ρε παρτσακλά, να ρίχτε και λόου σας μια τέτοια άμάδα)∙  κι εκείνες παίζαν στην άλλη άκρη της Μεγάλης Ντάπιας της Χρυσαφίτισσας κάτι δικά τους σαχλοπαίχνιδα, το κουτσό, την τυφλόμυγα, και χαχανίζανε σαν καρακάξες, γι' αυτό (καλά τους κάνανε) δεν τις αφήνανε να μπαίνουνε στο ιερό της εκκλησίας του Ελκομένου (όξω οι γυναίκες), ενώ εμείς τ' αγόρια καθόμασταν σ' όλη τη λειτουργία μες στο Ιερό και τα λέγαμε, και πότε πότε φορούσαμε κάτι άσπρα φουστάνια με χρυσό σειρήτι στο λαιμό (δεν είχαν κουμπιά, τα περνούσαμε απ’ το κεφάλι και ξεχτενιζόμαστε, μα είχαμε πάντα την τσατσαρίτσα μας), βγαίναμε απ’ τη δεξιά πύλη του ιερού, όχι απ’ τη μεσαία Ωραία Πύλη, περπατούσαμε σοβαρά, με τα εξαφτέρουγα ψηλά, κοιτάζοντας ίσα μπροστά κι ούτε που ρίχναμε μια ματιά στα κορίτσια∙ ύστερα γυρίζαμε πάλι στο ιερό, προνομιούχοι εμείς, παιδιά του δημοτικού και του σχολαρχείου, καθόμασταν στον μεγάλο καναπέ (παράξενο, είχε έναν καναπέ στο ιερό) και ψιλολέγαμε τα δικά μας (όχι για τα μαθήματα) για κολύμπια, ψαρέματα, καβουρομάνες, χταπόδια, πανιά, γλάρους, καρχαρίες, για τον Ιωνά στην κοιλιά του σκυλόψαρου που το λέγανε «κήτος», για τα πουλιά μας και τα αποκάτου απ’ τα πουλιά μας, ψιθυριστά μη μας ακούνε κι οι Άγιοι οι ζωγραφιστοί στους τοίχους, ιδίως εκείνο το κομμένο κεφάλι του Αι Γιάννη στο δίσκο της Σαλώμης -βρε την άτιμη, τον φίλαγε, λέει, στα χείλια και τα αίματα τρέχανε στα σαγόνια της∙ μα πιο πολύ απ’ όλα μιλάγανε (οι άλλοι σε μένα) για τη μεγάλη αδερφή, μου τη Νίνα (με περνούσε έντεκα χρόνια) που ήταν όμορφη σαν άγγελος, κι όταν λουζόταν κι έβγαινε στην αυλή να στεγνώσουν στον ήλιο τα χρυσά σκάλες σκάλες μαλλιά της, πυκνά και μακριά ως κάτω απ’ τη μέση της, και λαμποκόπαγε ολόγυρα ο τόπος, τα βενετσιάνικα τειχιά, τα καραούλια, οι βίγλες, όλος ο βράχος της Μονοβασιάς, οι τρούλοι του Άι Νικόλα, του Άι Γιώργη κι η αγορά με τα μικρά μπακάλικα, τα τσαγκαράδικα, το φαναρτζίδικο, και στρέφαν όλοι για να δουν από που βγαίνει αυτό το φως και ξέρανε πως είναι η Νίνα ή στο μπαλκόνι ή στην αυλή μας∙ κι όλα τ' αδέρφια και πρωτοξαδέρφια του πατέρα μου, παντρεμένοι ή ανύπαντροι, ήταν ερωτευμένοι με τη Νίνα∙ κάθε φορά που πήγαιναν ταξίδι στην Αθήνα ή στο εξωτερικό της κουβαλούσανε βραχιόλια, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, κολιέδες, μεταξωτά φορέματα, τούλια, ταφτάδες, οργκαντίνες και βελούδα τριανταφυλλένια, θαλασσιά και βιολετιά, κιβώτια σαμπάνιες, μπρικ και μαυροχάβιαρο κι ένα σωρό καλούδια∙ μα και τα πιτσιρίκια του δημοτικού και τα παιδόπουλα του σχολαρχείου, κι αυτά ερωτευμένα∙ εκεί, λοιπόν, που καθόμουν στον καναπέ, μες στο ιερό, έρχονταν ένας ένας, σκύβανε στ' αυτί μου και μου λέγαν «άμα μεγαλώσω θα μου δώσεις γυναίκα μου τη Νίνα;»∙ κι εγώ καμάρωνα κι έλεγα σ' όλους «ναι» ιδίως ο Αργύρης (14χρονος πια, στο σχολαρχείο, ομορφόπαιδο, κι είχε βγάλει μεγάλες τρίχες στα πόδια κι έσκαγε στο πάνου χείλι μαύρο μαύρο το μουστακάκι του, μελαχρινός με ολογάλανα μάτια), ο Αργύρης, λοιπόν, με διπλάρωνε, στριμωχνόταν στο πλευρό μου μόλις άδειαζε μια θέση στον καναπέ και μου 'λεγε, μου 'λεγε για τη Νίνα, δε με ρωτούσε αν θα του την δώσω, αυτός μωρέ μάτια μου θα την έπαιρνε με το σπαθί του «και τι νομίζεις» σε δυο μήνες θα βάλω μακριά παντελόνια «θα 'μαστε ταιριαστοί∙ θα μου στείλει λεφτά ο μπάρμπας μου απ’ την Αμέρικα να πάρω τα δαχτυλίδια του αρραβώνα και σε τρία χρονάκια θα 'μαι μεγάλος να την παντρευτώ»∙ μα εγώ έκανα τον δύσκολο, γιατί ο Αργύρης ήταν πολύ όμορφος, δυνατός, καλοδεμένος και μ' άρεσε πιότερο απ’ όλους τους άλλους για τη Νίνα μας' «ναι, μα δε θα την πειράξεις όσο θα 'σαστε αρραβωνιασμένοι»∙ «μα την Παναγιά, που μας βλέπει απ’ αντίκρυ∙ ούτε με το μικρό μου δάχτυλο στο μάγουλο της»∙ «κι άμα παντρευτείτε;»∙ «ε, τότες θα γίνει»∙ «ναι, μα η Παναγία που ορκίστηκες μόνο τον κρίνο μύρισε»∙ «ώρα είναι να μου πεις και για τους πελαργούς∙ δεν αφήνεις τις σάχλες, ρε Ίων αυτά 'ναι για μωρά παιδιά». Μ' άρεσε πιο πολύ που μίλαγε σαν αντράκι σίγουρα θα τα πω της Νίνας, να τον πάρει∙ κι ας τολμούσε τότε κάνα παιδί να μου κάνει τον καμπόσο∙ θα τον έσπαγε ο Αργύρης στο ξύλο.

Όμορφες ώρες περνάγαμε στα νυχτερινά εκκλησιάσματα. Κι οι  Άγιοι μας κοιτάζανε σα φίλοι μας∙ καταλάβαιναν κάτι θα ξέραν κι αυτοί∙ ποτέ δε μας μάλωναν. Μα τα καλύτερα νυχτέρια μας ήταν τη Μεγάλη Βδομάδα, ιδίως τη Μεγάλη Πέμπτη με τα δώδεκα Ευαγγέλια που κράταγε πολύ και βρίσκαμε καιρό να λέμε και να λέμε, μεθυσμένοι απ’ τις ψαλμουδιές, απ’ το λιβάνι, απ’ τη μυρωδιά του λιωμένου κεριού, απ’ τις φλόγες και κάτι άλλο που δεν ξέραμε να το πούμε βαθιά μέσα μας που πολύ αργότερα το 'παμε «ένδοξο πόνο» κι άλλος το 'πε «σμίξιμο του έρωτα και του θανάτου», μακρινές υποψίες, μαντέματα, βάγια, δάφνες, ταπεινοσύνη, περηφάνια, ένα γυμνό σώμα κι ένα άλλο, το φτωχό ξυλουργείο, ένα πηγάδι, ένα άγνωστο χαμένο διαμάντι στη λάσπη, το σηκώνεις, το καθαρίζεις με τα δάχτυλά σου, λάμπει, σκουπίζεις τα δάχτυλά σου στο σακάκι σου, κι είσαι καθαρός και θέλεις να το χαρίσεις στην Ιουδήθ, στη θέση της είναι η Σιωπή που όλα τα ξέρει και δεν τα λέει, και τότε βγαίνει απ’ την πλαϊνή πύλη ο Εσταυρωμένος κι εμείς με τα εξαφτέρουγα κι οι Ιερείς με τα θυμιατά, και γίνεται η μεγάλη σιωπή του «σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας» και τα πάντα σβήνουν και κατορθώνονται κάπου αλλού, κι η μητέρα κλαίει στο στασίδι της, κι ο Αργύρης κοιτάει τη Νίνα, και στο βάθος ο Κάβουρας με άσπρο καθαρό πουκάμισο, καλοχτενισμένος, καθόλου κάβουρας, κι έξω απ’ την εκκλησία μεγάλωναν από μια ξαφνική δύναμη τα δέντρα, κι η θάλασσα σωπαίνει για ν' ακούσει, και τ' άστρα ξύνουν με τα νύχια τους το σκοτάδι και περιμένουν (Εκείνον; Εμάς;) και τα πορτοκαλάνθια, τα τριαντάφυλλα, τα γιασεμιά, τα χρυσάνθεμα, οι γαζίες, οι μαργαρίτες φουντώνουν για το στόλισμα του Επιτάφιου, και σκαλιστές λαμπάδες κρέμονται έξω απ’ τα μαγαζιά για την Ανάσταση, μα εγώ δεν ήθελα να κλαίει η μητέρα, δεν ήθελα να 'ναι λυπημένος ο κόσμος κι η Θεια Σταθούλα κι η κυρα Παρασκευούλα κι ο μπάρμπα Γιάννος που 'χασε το γιο του από δυναμίτη σε νυχτερινό ψάρεμα, κι έλεγα να βρω το «αθάνατο νερό» πρώτα απ’ όλα για τη μαμά και για όλους, ναι, και για μένα, γι' αυτό όταν γυρίζαμε απ’ την Ανάσταση με τις λαμπάδες και βάζαμε το χέρι μας μπροστά στη φλόγα μη μας τη σβήσει ο αέρας, εγώ έφερνα την παλάμη μου κοντά στη φλόγα να δω αν με κάψει, αν πονέσω, γιατί μια και υπάρχει ανάσταση δεν πρέπει να πονέσω, κι όταν φτάναμε σπίτι φτιάχναμε σταυρούς στο ανώφλι της πόρτας με την κάπνα των κεριών κι ύστερα μπαίναμε μέσα κι ανάβαμε με τ' άγιο φως πρώτα την καντήλα μπροστά στα εικονίσματα στο δωμάτιο της γιαγιάς, ύστερα όλους τους λύχνους, ακόμη και τις λάμπες πετρελαίου προσέχοντας όμως να μη στάξει το κερί στο φιτίλι κι υστέρα σπάσει το γυαλί.

Κι ώσπου να ζεστάνουν στην κουζίνα το ψητό με τις πατάτες και τη μαγειρίτσα και να κόψουν το αυγολέμονο, εγώ καθόμουνα έξω στην αυλή, τέντωνα τα μάτια, τρέμοντας από μια χλιαρή ψύχρα, να δω πάνω απ’ τη θάλασσα, μακριά, ν' ανηφορίζει λάμποντας γυμνό το Άγιο Σώμα στον ουρανό «θανάτω θάνατον πατήσας», Θεέ μου, κάνε να Τον δω κι εγώ, κι απ’ την πόρτα ερχότανε προκλητική η μυρουδιά της μαγειρίτσας ύστερα απ’ τη νηστεία της Σαρακοστής και γέμιζε το στόμα μου σάλιο. Και δεν Τον έβλεπα. Ίσως να 'φταιγε κι η Μαρίτσα κι ο Κάβουρας, ίσως κι η μαγειρίτσα — δεν είναι σωστό να πεινάς τέτοιες ώρες.

«Ίων, Ίων» με φώναζαν κιόλας από μέσα «το τραπέζι είναι έτοιμο».  Έτρωγα με λυπημένη απληστία τη σούπα, το ψητό, τις πατάτες, από πάνου τσουγκρίζαμε τα κόκκινα αυγά μα δεν τα τρώγαμε γιατί είχαμε και τους κουραμπιέδες, τα μελομακάρουνα, τ' αμυγδαλωτά, κι ύστερα ο ύπνος βαθύς, δε θυμόμουνα τίποτα, μόνο κάτι από φως, πολύ φως, τίποτα. Όμως, την άλλη μέρα έλεγα στους συμμαθητές μου «Τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια, να, ολοζώντανον, όλο φως» (γιατί τάχα να μην Τον εχω δει κι εγώ αφού Τον είδαν, λέει, η Αργυρούλα, η Θοδωρίτσα, η Φανή, ο Σταυράκης;).

Όμως το άλλο βράδυ δεν άντεξα και το 'πα στη μητέρα «μαμά, δεν Τον είδα», «ποιόν;», «το Χρίστο, ντε∙ μια ώρα περίμενα στην αυλή», «θα νύσταζες» είπε η μαμά∙ «όχι, δε νύσταζα καθόλου, τα μάτια μου, να, τέντα, μόνο που πείναγα -λέτε μαμά να φταίει που πείναγα;», «όχι, του χρόνου θα Τον δεις σίγουρα», «μα η Αργυρούλα Τον είδε και πέρσι και φέτος», «η Αργυρούλα λέει ψέματα κι επειδή λέει ψέματα δε θα Τον δει ποτέ».

Άρα εγώ που δεν είπα ψέματα στη μαμά, δεν είμαι αμαρτωλός κι έτσι οπωσδήποτε του χρόνου θα Τον δω, και μάλιστα θα Του γράψω κι ένα ποιηματάκι που μέρες τώρα τριγυρίζει στο μυαλό μου, πώς το πριόνι έπεσε απ’ το καρφί του τοίχου, στο εργαστήρι του πατέρα Του κι έκανε μπαμ στο πάτωμα κι άνοιξε μια τρύπα κι από κει μέσα βγήκαν 12 τριαντάφυλλα (και δεν ξέρω γιατί σώνει και καλά έπρεπε να 'ναι τα τριαντάφυλλα 12) κι έκοψα τα 12 τριαντάφυλλα και τα 'φτιαξα στεφάνι και Του 'βγαλα τον ακάνθινον στέφανο και του φόρεσα τα τριαντάφυλλα και Του πήγαιναν πολύ κι ήταν πιο όμορφος από πάντοτε και πίσω απ’ τα τριαντάφυλλα το φωτοστέφανο πιο χρυσό από άλλοτε, και το 'χε πει κι η Νίνα δοκιμάζοντας μπροστά στον καθρέφτη το φόρεμα που της είχε φέρει απ’ το Παρίσι ο θείος ο Μπάτης ο Ψηλός, «το ροζ πάει πολύ με το χρυσό» (ω, να 'βλεπε ο Αργύρης τη Νίνα μας μ' αυτό το φόρεμα, δυο Νίνες, μια μέσα στον καθρέφτη και μια έξω, με το ίδιο φόρεμα, ροζ και χρυσό∙ -θα το φορέσει- είπε -το καλοκαίρι). Ναι, έτσι, ροζ και χρυσόν, θα Τον δω του χρόνου να υψώνεται στον ουρανό. Μα τι λέω του χρόνου; Να Τον κιόλας, ολόσωμος, γυμνός, μπροστά μου, Τον βλέπω, με τα δικά μου τριαντάφυλλα στα χρυσά μαλλιά Του.

ΑΘΗΝΑ, 11.1.84

Πηγή: Γιάννης Ρίτσος, Ίσως να ΄ναι κι έτσι, Κέδρος, 1984, σελ. 54-63

15/4/13

Ξανά από τις στάχτες


1924-2013


Γι΄ αυτό είναι που σκάβω με τα νύχια μου
αυτές τις ξηρές ημερομηνίες
μήπως αστράψει κάποτες μια λύση

Μιχάλης  Κατσαρός

1/4/13

Η Πρωταπριλιά στην ελληνική δημοσιογραφία



Μεταγραφή ενός κειμένου του Μπάμπη Άννινου[1]


Είναι περίεργο πώς και γιατί καθιερώθηκε το αστείο έθιμο του πρωταπριλιάτικου ψέματος στη δημοσιογραφία. Πολλοί αναρωτιούνται: αφού οι εφημερίδες, συνειδητά ή ασυνείδητα και για πολλούς επαγγελματικούς λόγους αναγκάζονται συχνά να γράφουν ψέματα, γιατί  υπερθεματίζουν την ψευδολογία κατά προτίμηση την Πρωταπριλιά;  Αλλά το ερώτημα είναι αφελές∙  είναι το ίδιο σα να ρώταγε κάποιος: γιατί εκείνος που δεν νηστεύει σε όλη τη διάρκεια της Σαρακοστής, να τρώει κρέας μέχρι σκασμού, την ημέρα του Πάσχα.

Το έθιμο του ψέματος της Πρωταπριλιάς δεν είναι καθαυτό ελληνικό. Καμία σχετική νύξη δεν γίνεται στις παραδόσεις του ελληνικού λαού, νομίζω δε ότι το έθιμο παραμένει ακόμα άγνωστο στις λαϊκές τάξεις και μάλιστα στους αγροτικούς πληθυσμούς. Όταν εισήχθηκε στη χώρα μας μαζί με άλλα ήθη και έθιμα της Δύσης, μάλλον τα τελευταία χρόνια οπότε οι  σχέσεις της ελληνικής κοινωνίας με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό άρχισαν να γίνονται στενότερες, η συνήθεια επικράτησε αρχικά κυρίως στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις καθυστερώντας πολύ να εισχωρήσει σε άλλα στρώματα.

Οι παλαιότερες αθηναϊκές εφημερίδες δεν ενστερνίστηκαν αμέσως το έθιμο της Πρωταπριλιάς, ίσως επειδή ήταν σεμνότερες και αυστηρότερες από τις σημερινές και το θεώρησαν ως ανάρμοστο∙ ίσως ακόμα και για έναν σπουδαιότερο λόγο, καθώς οι εφημερίδες εκείνης της εποχής εκδίδονταν μία ή δύο φορές την εβδομάδα με αποτέλεσμα να συμπίπτει σπάνια η ημέρα της κυκλοφορίας τους με την 1η Απριλίου. Άλλωστε, είναι ζήτημα αν το έθιμο της Πρωταπριλιάς ήταν δυνατόν να διαδοθεί ανώδυνα σε προηγούμενες εποχές, όταν τα ήθη του λαού μας ήταν μεν αρκετά απλοϊκά αλλά και μη αρκετά εξημερωμένα. Έτσι υπήρχε κίνδυνος η αθώα απάτη να προκαλέσει δυσάρεστες συνέπειες στον εμπνευστή της.

Ερευνώντας παλαιότερα, στο πλαίσιο των μελετών μου, τα φύλλα των αθηναϊκών εφημερίδων από τη σύσταση σχεδόν του βασιλείου μέχρι την  Οκτωβριανή μεταπολίτευση, δεν βρήκα κανένα ίχνος πρωταπριλιάτικης είδησης. Μόνο σε ένα φύλλο  της εφημερίδας «Ταχύπτερος Φήμη»[2] του 1852, νομίζω,  η οποία κατ΄ εξαίρεση έγραφε με περισσή αφέλεια ειδήσεις που ανάγονταν στη χρονογραφία και την κοινωνική κίνηση της πόλης, συνάντησα κάτι που εκ πρώτης όψεως  μοιάζει με πρωταπριλιάτικο αστείο: «Αύριον Κυριακήν, ώρα 6 μ.μ. εις κύριος και εις αξιωματικός του μηχανικού θ΄ ανυψώσουν από του κωδωνοστασίου του ναού της Αγίας Ειρήνης ένα μεγάλον χάρτινον αετόν.»

Και όμως η είδηση αυτή, η οποία χρονολογείται σχεδόν εξήντα χρόνια και κατά κάποιο τρόπο αποτελεί έναν αθωότατο πρόλογο των σημερινών αθηναϊκών συγκινήσεων για τα αεροπλάνα, φαίνεται να ήταν αληθινή γιατί το φύλλο της εφημερίδας που δημοσιεύτηκε έχει ημερομηνία Μαΐου και όχι  31ης Μαρτίου. Η σύντομη αυτή είδηση δε, αναδεικνύει πιο έντονα και με μεγαλύτερη ακρίβεια ακόμα και από την πιο εκτενή ηθογραφία,  την παιδική  αφέλεια των ηθών της τότε αθηναϊκής κοινωνίας, που ήταν τόσο ολιγαρκής ώστε να  συνεπαίρνεται και να έλκεται από το θέαμα του πετάγματος των χαρταετών!

Ωστόσο, οι περισσότερο «προχωρημένοι», όπως προανέφερα, τηρούν από τότε το έθιμο της Πρωταπριλιάς και αρέσκονται να κυκλοφορούν τα θεμιτά της ψέματα, εμπαίζοντας τους εύπιστους. Πολλές τέτοιες φάρσες μνημονεύονται στην  παράδοση, περισσότερο ή λιγότερο ευφυείς, αλλά από αυτές θα αναφέρω μια και μοναδική που έλαβε χώρα σχετικά πρόσφατα,  της οποίας η σκληρότητα και τολμηρότητα μαρτυρούν ότι στα αστεία δεν τηρούσαν πάντα, το μέτρο του ανεκτού και του πρέποντος.

Η φάρσα έγινε σε βάρος ενός περίεργου  αθηναϊκού  τύπου, τον οποίο βεβαίως  θυμούνται  πολλοί σημερινοί Αθηναίοι, του μακαρίτη Γεώργιου ή Όμηρου Κλάδου, ανδρός αγαθού, που όμως μεταξύ των πολλών άλλων ιδιοτροπιών του, παρουσίαζε και την εξής παράδοξη αντίθεση: ενώ αγαπούσε υπερβολικά τη ζωή, του άρεσε να καταγίνεται με τους νεκρούς, έχοντας υπηρετήσει και ως έφορος του Νεκροταφείου, και ενώ ζούσε κατασκεύασε το μνημείο στο οποίο έμελλε να τοποθετηθεί προς ανάπαυση μετά θάνατον.

Κάποιος λοιπόν, πλακατζής συγγενής του, θέλησε να του δώσει προκαταβολικά, όπως φαίνεται, μια εικόνα του μελλοντικού ταξιδιού του προς την αιωνιότητα, και επινόησε την εξής πραγματικά μακάβρια φάρσα. Φρόντισε, κρυφά, από την παραμονή της Πρωταπριλιάς να τυπώσει, να  διανείμει και να τοιχοκολλήσει νεκρώσιμα τα οποία ανήγγειλαν το  θάνατο του Κλάδου. Όταν  το πρωί, την ώρα της εκφοράς όπως οριζόταν στα νεκρώσιμα, άρχισαν να συρρέουν στο σπίτι του οι φίλοι και οι γνωστοί, έμεινα μεν έκπληκτοι αυτοί βλέποντας τον νεκρό να είναι ζωντανός και υγιής, αλλά ακόμη περισσότερο ο ίδιος για τις αθρόες πρωινές επισκέψεις. Η έκπληξή του δε, μεταβλήθηκε σε μανία και κατέληξε σε νευρική κρίση όταν είδε τους λειτουργούς του θανάτου, που είχαν ειδοποιηθεί και αυτοί καταλλήλως, να έρχονται με όλη την πένθιμη πομπή, έτοιμοι να τον μεταφέρουν στην τελευταία του κατοικία.

Το φύλλο που εγκαινίασε τη συνήθεια της τακτικής κάθε χρόνο δημοσίευσης πρωταπριλιάτικου ψέματος ήταν η κατά γενική παραδοχή καινοτόμος «Εφημερίς» του Κορομηλά.[3]  Το χαριτωμένο και ευτράπελο πνεύμα του  Ιωάννη Καμπούρογλου[4], ο οποίος υπήρξε η ψυχή του πρώτου αυτού συστηματικά οργανωμένου καθημερινού φύλλου, εφεύρισκε κάθε χρόνο διάφορα ευφυή ψέματα, είτε σχετιζόμενα με κάποιο σύγχρονο γεγονός, είτε ολότελα φανταστικά, πάντοτε όμως αληθοφανή και ικανά να διεγείρουν τη  περιέργεια του πλήθους και να παρακινήσουν τους εύπιστους να εκδράμουν σωρηδόν στο πιο  απομακρυσμένο μέρος, ώστε να απολαύσουν το ανύπαρκτο αξιοπερίεργο θέαμα.  

Αυτό το χαρακτήρα έχει συνήθως το πρωταπριλιάτικο ψέμα των εφημερίδων και έκτοτε αυτό το σύστημα ακολούθησαν πάντα τα καθημερινά αθηναϊκά φύλλα, μιμούμενοι τον εισηγητή. Είναι δε, πολύ περίεργο όντως, το φαινόμενο ότι ενώ το έθιμο στις μέρες μας γενικεύτηκε και έγινε πασίγνωστο και κοινό σε όλους, βρίσκεται πάντοτε -κάθε χρόνο, πλήθος ανθρώπων που πιστεύουν την απάτη. Εννοείται πάντως, ότι η επιτυχία εξαρτάται από την ευφυή έμπνευση και την τέχνη με την οποία μαγειρεύεται, παρασκευάζεται και σερβίρεται η πρωταπριλιάτικη είδηση, ώστε να φέρει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα.

Τέτοιες επιτυχίες εξακολούθησε να έχει η «Εφημερίς» και μετά  την αποχώρηση του Καμπούρογλου ο οποίος ίδρυσε μετά τη δική του «Νέαν Εφημερίδα». Το νέο επιτελείο που τον αναπλήρωσε στην παλαιά «Εφημερίδα», αποτελούμενο από το διευθυντή της, τον αείμνηστο Δημήτριο Κορομηλά, τον αγαπητό συνάδελφο  του γράφοντος τις γραμμές αυτές, κ. Ιωάννη Δαμβέργη[5] και άλλων,  επί σειρά ετών κάθε 1η Απριλίου χάλκευε κάποια είδηση φανταστική, μπλεγμένη μεταξύ άλλων πραγματικών επιφέροντας συνεχώς το ποθούμενο αποτέλεσμα.


Σημειώσεις

[1] Μπάμπης Άννινος, Βιογραφικά στοιχεία, biblionet 
  
[2] Η Ταχύπτερος Φήμη, Εφημερίς του εμπορίου και των ειδήσεων, Ε.Λ.Ι.Α. 

[3] Ο ΔημήτριοςΚορομηλάς εκτός από δημοσιογράφος ήταν και συγγραφέας. Γνωστά του έργα είναι «Η τύχη της Μαρούλας» και «Ο αγαπητικός της Βοσκοπούλας». 

[4] Ιωάννης Καμπούρογλου, Βιογραφικά στοιχεία, ΕΚΕΒΙ 

[5] Ιωάννης Δαμβέργης, Βιογραφικά στοιχεία, Βικιπαίδεια 


Πηγή

Άννινος, Μπάμπης, 1862-1938 (χ.χ.). Ο σύλλογος των εισαγγελέων και άλλα ευθυμογραφήματα, Αθήναι, Ελευθερουδάκης-Νίκας, σελ. 301-305.
...