Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

26/5/11

Η ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη

Γιώργος Μπλάνας
Από την εφημερίδα Η ΑΥΓΗ
φύλλο 13/11/2005


Από την εποχή που εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο [Εν φαντασία και λόγω, 1975], η ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη υπήρξε αντικείμενο εξαιρετικά καίριων εκτιμήσεων. Ορισμένοι από εκείνους που ανέλαβαν να αναπτύξουν τις σκέψεις τους γύρω στα ποιήματά του, εντόπισαν την «στοχαστικότητα», την «αμείλικτη ειρωνεία», την «λακωνική ή αποφθεγματική γραφή», την «συμπαγή εκφραστική δομή», την «πυκνότητα και σαφήνεια», την «υπόγεια μελωδικότητα» και την «υπερρεαλιστική καταγωγή τους». Κάποιοι επεσήμαναν πως ο «Γιάννης Βαρβέρης δεν είναι ποιητής δραματικός», και κάποιοι άλλοι προσπάθησαν να φτάσουν στον πυρήνα της ποιητικής του, τονίζοντας πως ακολουθεί «τακτική θεατή» απέναντι στο δράμα που συντελείται γύρω μας ή πως αναπτύσσει μιαν «αστική μυθολογία» στη βάση των βιωμάτων του.

Ορθότατα όλα αυτά, και ίσως επαρκή, αν εξαιρέσει κανείς την μάλλον ατροφική ενασχόληση της κριτικής με την «στοχαστικότητα» του ποιητή, και την οπωσδήποτε ασαφή χρήση του «υπερρεαλισμού», προκειμένου περί της καταγωγής των εικόνων των ποιημάτων. Ο λόγος του Γιάννη Βαρβέρη υπήρξε πάντα πρωτίστως φιλοσοφικός, με την έννοια υπό την οποία θα πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τον λόγο της αριστερής πτέρυγας της μεταπολεμικής υπαρξιστικής φιλοσοφίας: μια προσπάθεια ανάδειξης των «αποβλέψεων» που σηματοδοτούν οι λέξεις. Ύστερα, η «υπερρεαλιστική καταγωγή» των ομολογουμένως «παράδοξων» εικόνων που αναπτύσσει ο ποιητής, δεν πρόκειται παρά για γνήσιο εξπρεσιονισμό. Το γεγονός πως ο Βαρβέρης χρησιμοποίησε συχνά το είδος του αισθητικού αναρχισμού, που έγινε διάσημο ανάμεσα στους Γάλλους υπερρεαλιστές του μεταπολέμου, για να πετύχει το ιδιότυπο ειρωνικό ύφος του, δημιούργησε την εντύπωση ενός «υπερρεαλιστικού» στοιχείου. Πλην όμως, τόσο ο εξπρεσιονισμός όσο και ο αισθητικός αναρχισμός λειτουργούν σε κάθε περίπτωση ως στρατηγήματα. Η φωνή του ποιητή οργανώνεται κάπου αλλού. Αυτό το «αλλού» το περιέγραψε κάποτε ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος -αναφερόμενος στον Βαρβέρη- ως «ένα μικρό ατομικό έπος». Θα πρόσθετα και «αποσπασματικό».

Πραγματικά, η φωνή του Γιάννη Βαρβέρη υπήρξε πάντα επική, όπως μπορούμε να αντιληφθούμε την επική φωνή μετά τα Cantos του Ezra Pound, και κυρίως μετά τον Maximus του Charles Olson: σαν μια ψύχραιμη -χωρίς συναισθηματικούς υπερτονισμούς- εξιστόρηση των προσπαθειών του ποιητικού υποκειμένου να εισχωρήσει στο σημασιολογικό πλέγμα της πραγματικότητας και να δημιουργήσει έναν παράλληλο κόσμο, εντός του οποίου μπορεί να εξαργυρώσει την οργανωμένη επιθυμία του».

Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές

Ένα ποίημα του Γιάννη Βαρβέρη, που «έφυγε» πολύ πρόωρα

At Eternity's Gate, Vincent van Gogh, 1890.

Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές
αν μάλιστα τυχαίνει να μένουμε στην ίδια πόλη
να τους βλέπουμε πού και πού
γιατί εκεί που ζούμε ήσυχοι
βέβαιοι πως ζούνε κι αυτοί – ξεχασμένοι έστω
εκεί έρχεται το μαντάτο τους.

Οι καλοί ποιητές μάς φεύγουνε μια μέρα
όχι γιατί πεθαίνουνε
από έμφραγμα ή από καρκίνο
αλλά γιατί φυτρώνουνε στα βλέφαρά τους
λουλούδια τρομερά.

Ανοίγουνε κιτάπια στην αρχή
πάνε μετά στον οφθαλμίατρο
ρωτάνε κηπουρούς βοτανολόγους
η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά
λόγια φοβισμένα κι αόριστα
οι περαστικοί κι οι γείτονες σταυροκοπιούνται.

Έτσι σιγά σιγά οι ποιητές μαζεύονται
αποτραβιούνται σπίτι τους
ακούγοντας δίσκους παλιούς
γράφοντας λίγο
όλο και πιο λίγο
πράγματα μέτρια.
Στο μεταξύ μες στην κλεισούρα
τα τρομερά λουλούδια αρχίζουν να ξεραίνονται
και να κρεμάνε
κι οι ποιητές δε βγαίνουν πια
μήτε για τα τσιγάρα τους στο διπλανό περίπτερο.
Μόνο σκεβρώνουνε κοντά στο τζάκι
ζητώντας την απόκριση από τη φωτιά
που πάντα ξεπετάει στο τέλος μια της σπίθα
κι αυτή γαντζώνεται
στα ξεραμένα φύλλα πρώτα
ύστερα στα ξερά κλαριά
σ’ όλο το σώμα
και τότε λάμπει το σπίτι
λάμπει ο τόπος
για μια μόνο στιγμή

κι αποτεφρώνονται.


Βαρβέρης Γ. (1982), Αναπήρων πολέμου, Αθήνα: Ύψιλον

13/5/11

Ποιο χρέος;

Η εισήγηση του Γιώργου Μπλάνα στην Ημερίδα που οργάνωσε η Κοσμητεία της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης με θέμα "Το Χρέος", στις 11 Μαΐου 2011.

Κυρίες και κύριοι,
αξιότιμε κοσμήτορα,
αγαπητοί φίλοι.

Αφού η σοφία μιας παράδοξης απόφασης της Κοσμητείας της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, τα έφερε έτσι ώστε να βρίσκομαι –εγώ, ένας θεράπων της ποίησης- στο βήμα μιας ημερίδας, η οποία ασχολείται με ένα ζήτημα οικονομικό ή τουλάχιστον πολιτικό, επιτρέψτε μου το παράδοξο ν’ αρχίσω από την αρχή. Και λέω το παράδοξο, επειδή φημολογείται πως οι ποιητές κατεργάζονται συναισθήματα και αρχίζουν πάντα από το σημείο της υψηλότερης συναισθηματικής έντασης. Συνεπώς, μπορείτε, αν θέλετε, να εκλάβετε την εδώ παρουσία μου ως σύμπτωμα υψηλής συναισθηματικής έντασης. Πλην όμως, αφού σύμφωνα με τις τρέχουσες αντιλήψεις, για να είναι ένας ποιητής λογικός θα πρέπει να είναι παράλογος, πρέπει να μου εκχωρήσετε το δικαίωμα να σας διαψεύσω.

Αρχίζω, λοιπόν, με το ίδιο το γεγονός της προσπάθειας να εξισωθεί ο λόγος μου με τον επιστημονικό λόγο. Φυσικά, σε μια δημοκρατία η ισοσθένεια των λόγων είναι δεδομένη, αλλά μόνο από την άποψη μιας ακραίας εκδοχής της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας θα μπορούσε να παραβλεφθεί το γεγονός πως οι κύριες όψεις του αντικειμένου μας έχουν χαρακτήρα ειδικό. Και αφού ό,τι κυρίως ευελπιστούμε να ακούσουμε είναι Η ΑΛΗΘΕΙΑ, είναι φυσικό να αναρωτιόμαστε τι σχέση έχει ένας ποιητής με την ΑΛΗΘΕΙΑ. Μπορούμε ίσως ν’ ακούσουμε από αυτόν κάποιες έντονα φορτισμένες συναισθηματικές κορώνες, σχετικές με τις ανθρώπινες συνέπειες της δεινής οικονομικής κατάστασης στην οποία περιήλθε η χώρα μας. Αν είναι έτσι το πράγμα, κακώς βρίσκομαι εδώ. Αλλά δεν είναι καθόλου έτσι. Τα έντονα συναισθήματα και τα παιχνίδια με τις λέξεις δεν είναι ποίηση. Είναι τεμπέλικη στιχουργία αδύναμων πνευμάτων. Η ποίηση είχε πάντα το δικό της τρόπο να αναζητά, να μορφοποιεί και να εκθέτει αλήθειες. Η ποίηση, όπως η επιστήμη και ο έρωτας είναι μια διαδικασία αλήθειας. Υφαρπάζει από τα φαινόμενα εκείνο το περίσσευμα, που κάθε φορά δίνει στα πράγματα την ουσία τους, εκείνο το στοιχείο που κρύβεται, όλως παραδόξως μόνο και μόνο για να ελκύσει την προσοχή μας. Συνεπώς, σας διαβεβαιώνω πως βρίσκομαι εδώ για να σας εκθέσω μιαν όψη του αντικειμένου μας ΑΛΗΘΙΝΗ• ΤΡΑΓΙΚΗ και εν πολλοίς ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ.

Κατόπιν τούτων, υποχρεούμαι να σας εκθέσω το επιστημολογικό -θα μπορούσα να πω- παράδειγμα που ακολουθώ, το δικό μου, φυσικά, ποιητικό επιστημολογικό παράδειγμα, το οποίο παραμένει προσηλωμένο στην άποψη του Αριστοτέλη, που θέλει την ποίηση φιλοσοφώτερη της Ιστορίας – και της Πολιτικής Οικονομίας θα πρόσθετα, αφού από καιρό η Δύση επιχειρεί να ταυτίσει την Ιστορία με την οικονομία.

Έστω ένας Έλληνας. Ποιητής. Αλλά ποιητής. Είναι ήδη νύχτα, στα ρηχά, μόλις έπεσε το σκοτάδι. Οδηγεί το αυτοκίνητό του, κατευθυνόμενος προς την Αράχοβα. Το γεγονός είναι πως πηγαίνει να ξεκουραστεί σε μιαν ορεινή κωμόπολη του Νομού Βοιωτίας, χτισμένη στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, σε υψόμετρο 960 μέτρων, ενταγμένη -με την εφαρμογή του προγράμματος Καλλικράτης- στον νέο δήμο Διστόμου-Αράχοβας-Αντίκυρας, δημοφιλές χειμερινό θέρετρο, χάρη στην ύπαρξη χιονοδρομικού κέντρου. Αυτό είναι το γεγονός, το γεγονός που αναφέρεται σε ένα σύμπαν οικονομικών ποσοτήτων, αφού και η ανάπαυση σήμερα παράγει υπεραξία• και χρέη φυσικά.

Τι είναι όμως αυτό μπροστά στο οποίο βρίσκεται ο ποιητής μας -αν είναι όντως ποιητής- όταν σε μια στροφή του σκοτεινού δρόμου αντικρίζει ένα κοπάδι φώτα ν’ ανεβαίνει προς τον έναστρο ουρανό, τρεμοσβήνοντας μέσα στην ομίχλη, που υποχωρεί σιγά-σιγά; Είναι μήπως η κωμόπολη Αράχοβα, χτισμένη σε μια πλαγιά του Παρνασσού, που καταλήγει σε μια χαράδρα, στο βάθος της οποίας ρέει ο ποταμός Πλείστος, στην κύρια οδό που συνέδεε από την αρχαιότητα τους Δελφούς και την πεδιάδα της Άμφισσας με τη Βοιωτία; Όχι βέβαια, αφού και αυτό το γεγονός μπορεί να ενταχθεί μια χαρά στο σύμπαν της Ιστορίας-Πολιτικής Οικονομίας. Αυτό που αντικρίζει ο ποιητής είναι το συναρπαστικό, αλλά και ανεξήγητο ίχνος ενός συμβάντος, που τον προκαλεί να αναλάβει τις συνέπειές του, να προβεί στην επανέναρξη ενός από καιρό παροπλισμένου προτάγματος. Και αναλαμβάνοντας αυτές τις συνέπειες, μπορεί κάλλιστα να οδηγηθεί σε μιαν ιδέα, η οποία εγκαταλείπει το καθεστώς των αριθμών, που ορίζουν -επιβάλουν θα έλεγα- το ενθάδε ενός οικισμού χτισμένου από πολίτες ενός κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό που διανοίγεται στην ποιητική συνείδηση, απαιτώντας τον οντολογικό προσδιορισμό του εντός ενός νέου σύμπαντος αναφοράς, μπορεί να ενθυλακωθεί στην ύπαρξή μας με τους στίχους:

Όποιος ζητά την άνωση του δέντρου,
χρεώνεται υγρή οφειλή στον ουρανό.

Γιατί τίποτα δεν μπορεί να εξηγήσει με αριθμούς την ύπαρξη εκείνων των φώτων, εκεί ψηλά, στην ερημιά του θεού. Ένα πολυτελές ξενοδοχείο θα ήταν οπωσδήποτε ένα γεγονός, που θα μπορούσε να ερμηνευθεί στη βάση των αρχών της Οικονομικής. Αλλά ένα χωριό σκαρφαλωμένο πάνω στα βουνά, στα 2011, λέει περισσότερα πράγματα για την πάλη της ψυχής των πρώτων κατοίκων του με τον κόσμο. Οι άνθρωποι εκείνοι, που μιλούσαν την ίδια γλώσσα και μοιράζονταν προφανώς την ίδια ιδέα για την σχέση του ανθρώπου με τον ουρανό ως εμπράγματο σύμβολο της ευδαιμονίας, αναζήτησαν μια θέση για την αυτονομία τους ανάμεσα στη γη και τον ουρανό. Κι έτσι, το ίχνος της ιερότητας της αυτονομίας, είναι εκεί, για όποιον μπορεί να το δει. Γιατί η Αράχοβα επιμένει, ως οφειλή στην άνωση του αυτόνομου Ανθρώπου, να στέκεται στην άκρη μιας ρεματιάς, 950 μέτρα πάνω από τα σχέδια και τις μέριμνές μας, τρελαίνοντας τους αριθμούς. Ας σκεφτούμε πως αυτό που εμείς εδώ κάτω ονομάζουμε παραεμπόριο και φοροδιαφυγή είναι εκεί πάνω συνθήκη ύπαρξης. Ή μήπως θα μπορούσαν τέτοιες κωμοπόλεις να επιβιώσουν σεβόμενες τους νόμους ενός κράτους άρπαγα, ενός κράτους που δεν δίστασε να εκχωρήσει σε ξένους -για άλλη μια φορά- σαν να ήταν ιδιοκτησία του κυριαρχικά δικαιώματα, τα οποία βέβαια μπορεί μόνο να διαχειρίζεται και μόνο υπό προϋποθέσεις. Η ανάληψη των συνεπειών του συμβάντος της εν λόγω κωμόπολης -και πολλών άλλων, των οποίων η υπόσταση επιχειρείται να αφανιστεί με το βάρβαρο πρόγραμμα Καλλικράτης, δοκιμασμένο άλλωστε και από τον Καποδίστρια, με τις γνωστές τραγικές συνέπειες- συνάδει προς τις αρχές του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Και οι αρχές αυτές επιβάλουν το σύνταγμα ως ύψιστη υπαρκτική συνθήκη ενός έθνους-κράτους. Οφείλουμε να πεινάσουμε, να δυστυχήσουμε ακόμα-ακόμα, αλλά όχι να παραβιάσουμε το σύνταγμα. Γιατί το σύνταγμα δεν είναι μια συμφωνία ανάμεσα σ’ εμάς και στο κράτος, αλλά μια συμφωνία ημών μεταξύ μας. Κι αν -σύμφωνα πάλι με το ευρωπαϊκό πνεύμα, που είναι όπως γνωρίζουμε παιδί ελληνικό, αρχαίο και νεώτερο επίσης- ο Άνθρωπος είναι Άνθρωπος μόνο μέσα στην κοινωνική συνθήκη, που του εξασφαλίζει την αυτονομία του, τότε το ουσιώδες του συντάγματός μας είναι μια συνέπεια του συμβάντος των ορεινών οικισμών μας - συμπεριλαμβανομένων του παραεμπορίου και της φοροδιαφυγής, ως ακραίων προσπαθειών δραπέτευσης από την αθλιότητα. Τι να κάνουμε; Ο πολιτισμός δεν βρίσκεται πάντα σε ό,τι το κράτος ονομάζει πολιτισμό – ιδίως όταν το κράτος συμπεριφέρεται σαν βάρβαρος κατακτητής.

Αν κάτι σας είπε αυτό το επιστημολογικό -όπως το λέω- παράδειγμα, θα καταλάβετε γιατί έχω την παρακάτω άποψη για το φημολογούμενο ελληνικό χρέος.

Είναι γεγονός πως το ελληνικό κράτος δανείστηκε τεράστια ποσά, τα οποία ακόμα και ένας μικροπωλητής θα καταλάβαινε πως δεν είναι δυνατόν να εξοφλήσει στον αιώνα τον άπαντα. Είναι γεγονός πως το ελληνικό κράτος ισχυρίζεται ότι το χρέος είναι νόμιμο και δημόσιο, αφού με τα χρήματα αυτά βελτιώθηκε το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων, οι οποίοι ευθύνονται για τις ενέργειες των αντιπροσώπων τους και, συνεπώς, προκειμένου να μην τεθεί σε κίνδυνο το βιοτικό τους επίπεδο και η ίδια η εθνική κυριαρχία, πρέπει να ικανοποιήσουμε, με κάθε μέσο, τις απαιτήσεις των δανειστών μας. Απέναντι σε αυτό το γεγονός, που ταυτίζει την ύπαρξη του ελληνικού κράτους με την ικανοποίηση των νομικά κατοχυρωμένων αριθμών, οι Έλληνες στην συντριπτική τους πλειοψηφία, στέκονται αν όχι αδιάφοροι, τουλάχιστον απαθείς. Οι σχετικές μαζικές διαμαρτυρίες δεν ανταποκρίνονται βέβαια στην κοινωνική επικινδυνότητα των διαδραματιζομένων. Οι Έλληνες συνεχίζουν να επιμένουν στο βιοτικό επίπεδό τους, αρνούμενοι να πειθαρχήσουν στις εντολές του κράτους, ακόμα και αν είναι λογικές - άσχετες όμως με το χρέος καθεαυτό. Θέλω να πω πως ο οικονομικός εξορθολογισμός του δημοσίου τομέα, ενώ παρουσιάζεται ως αναγκαία συνθήκη για την αποπληρωμή του χρέους, δεν σχετίζεται παρά περιστασιακά με αυτήν, αφού ήταν, είναι, και θα είναι υποχρέωση του κράτους, άσχετα από την οικονομική του κατάσταση. Το να μην απομυζά το δημόσιο τους κόπους των Ελλήνων εργαζομένων δεν είναι ζήτημα χρέους, αλλά απόρροια του συντάγματός μας. Στην απείθαρχη αυτή στάση αντιτάσσεται μια ακαθόριστη πολιτικά και πληθυσμιακά –αλλά δυστυχώς καθορισμένη «μισθολογικά» ομάδα «ευρωπαϊστών», «νεωτεριστών», «εκσυγχρονιστών» ή πώς αλλιώς, οι οποίοι εκπαιδευμένοι τις σχολές κοινωνικών επιστημών συντηρητικών -κυρίως αγγλοσαξονικών- πανεπιστημίων, ωρύονται με μια νευρωσικής απόχρωσης ένταση, επισείοντας τον κίνδυνο να κυλήσει πάλι η ελληνική κοινωνία στον φονταμενταλισμό της «ελληνικότητας», σ’ εκείνη την Ελλάδα, που ένας πολύ σημαντικός ποιητής μας, αλλά δυστυχώς ανόητος και επικίνδυνος άνθρωπος, έλεγε πως «μυρίζει μυζήθρα». Ξέρετε τώρα, την Ελλάδα των Ελλήνων Χριστιανών ή όπως προσφάτως λέγεται: την Ελλάδα των κλεφταρματολών. Παραγνωρίζουν βέβαια πως ένας λαός, όταν αισθάνεται να κινδυνεύει υλικά και ψυχικά, αρπάζεται από έννοιες -και βιώματα- όπως η πατρίδα, η θρησκεία, η οικογένεια. Και τότε κανείς δεν μπορεί να προστατεύσει κανέναν από την απρόκλητη χυδαιότητα των ανθρώπων που σπεύδουν να εκμεταλλευτούν τις ιερές αυτές έννοιες. Παραγνωρίζουν πως το ελληνικό κράτος δεν οργανώθηκε από κλεφταρματολούς, αλλά από εραστές ενός καθεστωτικού Διαφωτισμού, με βελάδες. Και δεν θέλουν να δουν αυτοί οι πλανόδιοι απόστολοι του φιλελευθερισμού μαλθουσιανής κοπής -γενίτσαρους της πολιτικής ορθότητας θα τους ονομάσω, χάριν αστεϊσμού- πως η προσαγόρευση της προβληματικής ύπαρξής μας διανοίγει ενώπιών μας δύο τινά: ένα γεγονός καταμετρημένο και επαρκώς ταξινομημένο στο σύμπαν των κοινωνικών επιστημών, και το ίχνος ενός ιστορικού συμβάντος. Το ίχνος αυτό είναι η αρνητική στάση των Ελλήνων απέναντι στο κράτος. Αν ανταποκριθούμε στη διάνοιξη αυτού του ίχνους, όχι μόνο θα εξηγήσουμε καλύτερα την «βαλκανική» τάχα στάση των Ελλήνων, όχι μόνο θα εκτεθούμε στην ουσία της, αλλά θα βρεθούμε μπροστά στην πρόκληση της ανάληψης συνεπειών, κάθε άλλο παρά «βαλκανικών», με τον προσβλητικό τρόπο που χρησιμοποιούν τον προσδιορισμό οι υπερασπιστές της αποκαθαρμένης από κοινωνικά πάθη Ευρώπης. Υπήρξε άραγε ποτέ τέτοια Ευρώπη; Μόνο στα όνειρα των ειδικών του πελατοκεντρικού Marketing.

Τι μπορεί να μας πει αυτό το ίχνος, λοιπόν; Νομίζω το ίδιο μ’ εκείνη την παραδειγματική κωμόπολη, στην οποία αναφέρθηκα:

Όποιος ζητά την άνωση του δέντρου,
χρεώνεται υγρή οφειλή στον ουρανό.

Να το πω στη βάση των συνεπειών του; Ένα έθνος, που ζητά να ριζώσει στον τόπο του και να ανθίσει και να καρπίσει, πρέπει πρώτα απ’ όλα να τινάζει τα κλαδιά του προς τα επάνω, όσο βαθιά πηγαίνουν οι ρίζες του και με όση υγρασία μπορεί να φυλακίσει στο σώμα του. Αυτό που θα καρπίσει είναι ο χυμός και το φλούδι και τα σπόρια της Ιστορίας του• πάντα μέχρι εκεί που μπορεί να φτάσει, αλλά με αξιοπρέπεια.

Γι’ αυτό οι Έλληνες αντιδρούν στις εντολές του κράτους. Γιατί επιχειρεί να κρεμάσει στα κλαδιά του έθνους, άλλους καρπούς, μεταλλαγμένους στα εργαστήρια πολυεθνικών, ξεραίνοντας παράλληλα τις ρίζες, για να μην βγουν οι πραγματικοί καρποί. Χώρος στο ίδιο κλαδί και για τη ζωή και για τον συνεχώς αναβαλλόμενο θάνατο της εμπορευματικής κοινωνίας δεν υπάρχει. Ψεύτικο δέντρο: απομίμηση έθνους. Ή μάλλον αφανισμός έθνους.

Οι Έλληνες, βρέθηκαν για άλλη μια φορά μπροστά σε ένα κράτος, που τους καθυβρίζει ως τεμπέληδες, Βαλκάνιους, εγωιστές, απατεώνες, ανώριμους, ευδαιμονιστές, κουτοπόνηρους, από συνήθεια παρανομούντες και μύρια άλλα. Ωστόσο δεν έκαναν τίποτα παράνομο - αν εξαιρέσει κανείς την άρνησή τους να καταβάλλουν στο κράτος χρήματα, που εν πολλοίς είναι παράνομα ή τουλάχιστον παράλογα απαιτητά. Φοροδιαφεύγουν επειδή το κράτος τους φορτώνει κάθε τόσο με παράλογες εισφορές οθωμανικού τύπου. Και καθένας φοροδιαφεύγει ανάλογα με το βαλάντιό του. Οι έχοντες πολύ, οι μη έχοντες λίγο. Ένα ιστορικό ένστικτο, βαθύτερο από την ένταξή μας στην ευρωζώνη, μας κάνει σήμερα ακόμα πιο αντιδραστικούς. Ξέρουμε πως το χρέος είναι ειδεχθές, αφού η κοινωνία δεν ρωτήθηκε για την ανάληψή του, κατέστρεψε τη χώρα, και η αποπληρωμή του είναι ακόμα πιο καταστροφική. Ξέρουμε πως το χρέος δεν αφορά στη βελτίωση των κοινωνικών υπηρεσιών τις οποίες το κράτος υποχρεούται από το σύνταγμα να οργανώσει. Ποια υγεία; Ποια παιδεία; Σε τι δαπανήσαμε τόσα χρήματα; Ξέρουμε πως η Ελλάδα δεν είναι υποχρεωμένη να πληρώσει το χρέος, γιατί η νομική αυτή υποχρέωση απαιτεί την αναγνώρισή της από τον εντολοδόχο του κράτους, το έθνος. Ξέρουμε πως δεν ευθυνόμαστε για το σύνολο των πρωτοβουλιών της όποιας κυβέρνησης, αφού δεν έχουμε τη δυνατότητα να της απαγορεύσουμε τις πρωτοβουλίες, που δεν μας φαίνονται συμφέρουσες. Ξέρουμε πως η εθνική μας ανεξαρτησία δεν μπορεί να κινδυνεύσει παρά μόνο από βίαιη καταστρατήγηση των συνόρων μας, πράγμα που παραβιάζει κάθε διεθνή νόμο και ως εκ τούτου έχουμε κάθε λόγο να μην καταβάλουμε ούτε ένα λεπτό σε όποιον αφήνει να εννοηθεί πως υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο.

Έστω και αν η πλειοψηφία των ελλήνων που αντιδρά -σε εθνική και όχι σε ταξική βάση- δεν αντιλαμβάνεται την στάση της ως πολιτικά συγκροτημένη στάση, είναι προφανές πως αναλαμβάνει τις συνέπειες του ίχνους που έχει εγγράψει στο σώμα της ελληνικής κρατικής οντότητας το συμβάν μιας διακήρυξης, η οποία πριν από 200 περίπου χρόνια υπέκλεψε από το καθεστώς της εθνικής υποτέλειας, την ουσία της ελληνικής κοινωνίας, την αυτονομία, την πρώτιστη -ενθυλακωμένη στην ελληνική γλώσσα- αρχή της αυτοτέλειας, μια αρχή που δεν τόλμησε να αμφισβητήσει ούτε η μεγαλύτερη πνευματική δύναμη των νεωτέρων χρόνων: η ορθοδοξία, η οποία ίσα-ίσα την ενσωμάτωσε στις έννοιες της εκκλησίας και του προσώπου, όποιον ρόλο -συχνά ανεπίτρεπτο- και αν έπαιξε η Ιεραρχία.

Το συμβάν αυτό έθεσε εξαρχής την ήδη λειτουργική αυτοδιοίκηση ως ριζικά αντίπαλη προς το κεντρικό κράτος - οθωμανικό ή ψευδο-νεωτερικό. Οι προσπάθειες δημιουργίας κρατιδίων από τον Κολοκοτρώνη στην Πελοπόννησο, από τον Ανδρούτσο στην Στερεά Ελλάδα, γνωρίζουμε σήμερα πως αντιμετωπίστηκαν ως εγκλήματα κατά της Ελλάδας. Γιατί; Διότι τα κρατίδια δεν θα μπορούσαν να αξιώσουν δάνεια, ούτε να δημιουργήσουν χρέη, η αποπληρωμή των οποίων θα προϋπέθετε ένα «σύγχρονο» κράτος ληστών, που αρχίζουν την καριέρα τους υποκλέπτοντας την ψήφο του κάθε αφελή πολίτη.

Βέβαια από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της αθλιότητας της Δύσης και η βαρβαρότητα δεν κατάφερε να κρυφτεί επαρκώς. Σήμερα δεν την ενδιαφέρει καν να κρυφτεί. Αλλά το ίχνος του συμβάντος που έθετε τους Έλληνες απέναντι στο κράτος ως ορκισμένους εχθρούς, μας διανοίγεται κάθε φορά που αυτό το κράτος επιτίθεται στο έθνος, στου οποίου το σώμα έχει κολλήσει σαν τσιμπούρι. Οι Έλληνες δεν αναγνωρίζουν το κράτος και τις λειτουργίες του, το θεωρούν εχθρό τους, βασανιστή τους, κλέφτη των κόπων τους. Ας μην γελιόμαστε. Όλοι έτσι το αντιμετωπίζουμε. Και τέτοιο είναι. Ποια μεγάλη για την Ιστορία μας απόφαση μας άφησε να πάρουμε; Ο πολιτικός μας βίος είναι γεμάτος με εθνάρχες που έκαναν λάθη, ολέθρια λάθη. Και κάθε φορά διαγραφόταν στον ορίζοντα το ίχνος του τρομερού συμβάντος, που έκανε κάποτε έναν ρακένδυτο λαό να διεκδικήσει πράγματα ασύλληπτα για την εποχή του. Και κάθε φορά έλειπαν εκείνοι που θα αναλάμβαναν τις συνέπειες αυτού του ίχνους. Γιατί μοιράζονταν -ναι μοιράζονταν- το πλιάτσικο. Και κάθε φορά, οι ειδικοί της απολογητικής έσπευδαν να προειδοποιήσουν τους Έλληνες πως υπάρχει ο φόβος να επιστρέψουν σε κατάσταση τουρκοκρατίας, αν δεν ακολουθούσαν τα προηγμένα έθνη. Μα πολλά προηγμένα έθνη προέκυψαν από το θάρρος που τους έδωσε η ελληνική ανεξαρτησία.

Και με το χρέος; Τι γίνεται με το χρέος; Ποιο χρέος; Οι Έλληνες φαίνεται σήμερα να αναγνωρίζουν μονάχα ένα χρέος. Αυτό του κράτους απέναντί τους. Είναι τραγικό, αλλά όσο οι απαιτήσεις του κράτους θα αυξάνονται, τόσο μεγαλύτερη θα γίνεται η παραβατικότητα των Ελλήνων. Όσο θα αυξάνεται ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας, τόσο λιγότερες θα είναι οι αποδείξεις που θα κόβονται. Όσο θα σκληραίνουν τα φορολογικά μέτρα, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η φοροδιαφυγή. Το ελληνικό έθνος –και για να μην παρεξηγηθώ πρέπει να πω πως όταν προφέρω αυτή τη λέξη δεν εννοώ τίποτε περισσότερο, αλλά και τίποτα λιγότερο, από έναν πληθυσμό που ανταποκρίνεται στην προσαγόρευση της ίδιας γλώσσας– το ελληνικό έθνος, λοιπόν, πορεύεται σε πείσμα του κράτους, το οποίο ενώ καν δεν το εκπροσωπεί, αντιμετωπίζει τη δημόσια περιουσία σαν ιδιοκτησία του. Και για άλλη μια φορά το ιστορικό ένστικτο, το καταγωγικό συμβάν της αντιπαλότητας με την αλλότρια κεντρική εξουσία, επαναφέρει το ζήτημα της εντιμότητας και της ίδιας της νομιμότητας του κράτους. Θα συμφωνήσετε νομίζω πως κάθε φορά που νιώθουμε έναν κίνδυνο, στρεφόμαστε προς το ’21, όπως συμβαίνει τώρα. Γιατί άραγε; Γιατί τα ριζικά προτάγματά του δεν έχουν ικανοποιηθεί και γιατί παραμένουν ως συμβαντικά ίχνη στον κοινωνικό βίο μας. Η κοινωνία μας αρνείται να δεχθεί πως το άκαπνο παιδί του ενός και το εγγόνι του άλλου κι ο ανεψιός του τάδε κι ο γαμπρός του δείνα μπορούν να ορίσουν τις τύχες της. Την στιγμή μάλιστα που προφανώς είναι ανίκανοι. Αν το ολιγαρχικό κράτος δεν θέλει να βρεθούμε μπροστά σε φαινόμενα «βαλκανικά» -με την αρνητική όψη του προσδιορισμού- θα πρέπει να ικανοποιήσει την καταφανή αναγκαιότητα της πραγματικής δημοκρατίας, η οποία εξάλλου είναι και παραείναι αίτημα της νεωτερικότητας. Η Προεδρική Δημοκρατία, η απλή αναλογική και η ομοσπονδιακής κατεύθυνσης αυτοδιοίκηση είναι μέτρα που έχουν ήδη υποδειχθεί από ανθρώπους με επιστημονική υπερεπάρκεια. Είναι απολύτως βέβαιο πως με αυτόν τον τρόπο θα λυθούν τα σοβαρότερα προβλήματά μας. Δεν θα πληρωθεί βέβαια το χρέος, στο οποίο έντεχνα οδηγήθηκε από τους χρηματιστές που εποφθαλμιούν τη δημόσια περιουσία, αλλά σίγουρα η χώρα θα αποκτήσει την αξιοπιστία της και οι πολίτες την υπευθυνότητά τους.

Μια ματιά σ’ αυτό που διανοίγουν οι καιροί των Ελλήνων μπροστά μας, μια ματιά που δεν προσπαθεί να πετάξει στα σκουπίδια την ιστορική υπόσταση του βλέμματός μας, φανερώνει την ΑΛΗΘΕΙΑ: η σημερινή κυβέρνηση επιχειρεί να ταπεινώσει τους Έλληνες προκειμένου να πείσει τους μελλοντικούς δανειστές της, πως μπορούν να την εμπιστεύονται ως απόλυτο άρχοντα αυτού του παρωχημένου -κατά την γνώμη της φιλελεύθερης Ευρώπης- «βαλκανικού» μορφώματος. Άλλωστε οι δανεισμοί έναν και μόνο στόχο είχαν, από την πλευρά του πολιτικού συστήματος: την αποκλειστική διαχείριση της εξουσίας – όποιο κόμμα κι αν βρισκόταν στην κυβέρνηση. Δανείστηκαν για να μας χρηματίσουν. Καταλαβαίνετε;

Λοιπόν; Ως ποιητής συνιστώ να σκεφτούμε σοβαρά την ανάληψη των συνεπειών του δικού μας ιστορικού συμβάντος: η σημερινή κρίση είναι ΠΟΛΙΤΙΚΗ και όχι ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ. Χρήματα σήμερα δεν έχουμε, αύριο έχουμε. Είναι βέβαια ζήτημα λογιστικό. Η Ιστορία όμως δεν έχει λογιστήριο. Ο μόνος δρόμος εξόδου από την «εικονική» αυτή κρίση είναι η δημιουργία μιας πραγματικής δημοκρατίας και όχι ο Καισαρισμός, που διαδέχθηκε την επταετή δικτατορία.

Σας ευχαριστώ.

5/5/11

Το χρέος



Οικονομολόγοι, Νομικοί και Δημοσιογράφοι συζητούν για το Χρέος. Ανάμεσά τους κι ένας ποιητής που αναρωτιέται: «Ποιο χρέος;»*.

*Τις επόμενες ημέρες το κείμενο του Γιώργου Μπλάνα θα είναι διαθέσιμο στους Γεφυρισμούς.