Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

18/11/08

Μπαγιαντέρας


Μπουζούκι τρίχορδο, Μπαγιαντέρας, Το Πέρασμα, Οργανικό κομμάτι που είχε εκτελεσθεί το 1939 από τον Χιώτη σε ηλικία 17 ετών.


Ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας γεννήθηκε στο Χατζηκυριάκειο, 22ο παιδί του Γιάννη, με καταγωγή από τον Πόρο, και της Υδραίας Αγγελικής. Ο πατέρας του υπηρετώντας στο Βασιλικό Ναυτικό ή στο Λιμενικό Σώμα, είχε την οικονομική δυνατότητα να στηρίξει τα παιδιά του κι έτσι ο Δημήτρης τελειώνοντας το Γυμνάσιο συνέχισε σπουδάζοντας ηλεκτροτεχνία. Ωστόσο, παρόλο που αγαπούσε τα γράμματα σαν χαρακτήρας ήταν ατίθασος και προτίμησε να ασχοληθεί με την ελεύθερη πάλη και τη μουσική.

Σαν ηλεκτρολόγος εργάστηκε περιστασιακά στα «Λιπάσματα» της Δραπετσώνας, έχοντάς τον απορροφήσει η μουσική και ιδιαίτερα τα έγχορδα όργανα. Από μικρός άλλωστε, έπαιζε μαντολίνο, κιθάρα και βιολί ενώ το 1924 ξεκίνησε να μαθαίνει μπουζούκι. Αυτή του η επιλογή βρήκε αντίθετο τον πατέρα του που τον προόριζε για στρατιωτικό και όχι για.. μπουζουξή!

Ένα χρόνο αργότερα (1925) διασκεύασε την οπερέτα του Έριχ Κάλμαν, «Μπαγιαντέρα», για λαϊκή ορχήστρα με μπουζούκι και μαντολίνο. Από τη δουλειά του αυτή απέκτησε και το προσωνύμιο με το οποίο έμελλε να γίνει τόσο γνωστός στο χώρο του ρεμπέτικου τραγουδιού. Ωστόσο η χρονιά αυτή τον σημάδεψε στο υπόλοιπο της ζωής του. Υπηρετώντας τη θητεία του στο Ναυτικό, και λόγω των γνωριμιών που είχε «εξοικονομούσε» κρυφά εκρηκτικές ύλες, που τις έδινε σε φίλους του ψαράδες από την Κούλουρη. Όταν η δραστηριότητά του αυτή έγινε γνωστή ο νόμος «περί εμπορίας όπλων» εξαντλήθηκε στην περίπτωσή του με αποτέλεσμα να παραμείνει σε στρατιωτική φυλακή μια ολόκληρη πενταετία.

Από το 1930 ασχολήθηκε με τον μπουζουκομπαγλαμά και τη σύνθεση ρεμπέτικων τραγουδιών, ενώ τριγυρνώντας στα πειραιώτικα στέκια, γνωρίστηκε και συνδέθηκε φιλικά με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Στράτο Παγιουμτζή, τον Γιώργο Μπάτη και τον Στέλιο Κερομύτη. Η συνεργασία αυτή έδωσε την ευκαιρία στον Μπαγιαντέρα να μελετήσει το Ρεμπέτικο τραγούδι, ηχογραφώντας την πρώτη του δουλειά με τίτλο «Καπνεργάτριες» (1935) στην Κολούμπια. Ο τίτλος του δίσκου σχετίζεται με την στιχουργό και σύντροφό του Δέσποινα Αραμπατζόγλου η οποία εργαζόταν ως καπνεργάτρια στου Παπαστράτου. Πρόκειται για τα δύο πρώτα του χασικλίδικα τραγούδια «Η καπνουλού» και το «Πάντα με γλυκό χασίσι», τα οποία σημείωσαν μεγάλη επιτυχία.

Ο Μπαγιαντέρας στενά συνδεμένος με τους προσφυγικούς, εργατικούς συνοικισμούς υπήρξε υμνητής τους γράφοντας στο Μεσοπόλεμο εξαιρετικά ρεμπέτικα τα οποία απέδωσε με ιδιαίτερη ευαισθησία στο μπουζούκι ο ίδιος με τη συντροφιά ενός νέου ακόμη μουσικού που έμελλε και αυτός να γίνει βιρτουόζος του οργάνου. Του Μανώλη Χιώτη. Αρκετές φορές μάλιστα ερμήνευαν και οι ίδιοι τα τραγούδια και άλλοτε δυο σπουδαίες φωνές του Ρεμπέτικου όπως ήταν ο Στράτος Παγιουμτζής και ο «κολλητός» του Στελλάκης Περπινιάδης. Ήταν η εποχή (1936-1940) που η θεματολογία του άλλαξε λόγω της αυστηρής νομοθεσίας για τα ναρκωτικά. Τότε έγραψε πολλές από τις μεγάλες επιτυχίες του όπως «Χατζηκυριάκειο (Από βραδύς ξεκίνησα ή Θα κλέψω μια μελαχρινή)» (1937), «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια (Γυρνώ σαν νυχτερίδα)» (1938), «Μ΄ έχεις μαγεμένο (Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει)» (1940), «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη (Το τραγούδι της αγάπης)» (1940), «Μάτια γλυκά και γαλανά» (1940), «Όμορφη Σμυρνιά» (1938;). Επίσης την περίοδο αυτή συνθέτει το «Μια τράτα Κουλουριώτικη» που ερμηνεύθηκε από το δίδυμο Περπινιάδη-Γεωργακοπούλου.

Ο Μπαγιαντέρας, προερχόταν από δημοκρατική οικογένεια. Έχοντας ως όπλο, κυριολεκτικά για την εποχή εκείνη, τη μόρφωση ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ποίηση και τη μελέτη πολιτικών και φιλοσοφικών κειμένων. Έτσι συχνά αναλάμβανε ρόλο διαφωτιστή προς τους εργάτες με τους οποίους ερχόταν σε επαφή λόγω της γυναίκας του. Το ενδιαφέρον του για την πολιτική ήταν μεγάλο και λόγω της κοινωνικής του ευαισθησίας τοποθετήθηκε στην Αριστερά. Λίγο πριν το πόλεμο εντάχθηκε στις γραμμές του ΚΚΕ.

Το 1940 έλαβε μέρος στον πόλεμο και τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους ηχογράφησε πολεμικά τραγούδια ευρέως γνωστά, επίσης. Πρόκειται για τα «Τους Κενταύρους δε φοβάμαι (Συντροφιά έχω τη λόγχη)» και «Στης Πίνδου τα βουνά (Ψηλά βουνά κι απάτητα»).

Τον Απρίλη του 1941 παίζοντας με τον Μπιρ-Αλλάχ (Γιάννης Σταμούλης) στο κέντρο «Πειραιεύς» στο Μαρούσι, αιφνίδια έχασε το φως του από εξελισσόμενο γλαύκωμα, που εξελισσόταν ήδη, χωρίς να μπορέσει να ξαναδεί πότε. Πολλοί φίλοι και συνεργάτες του, τότε τον περιφρόνησαν. Εκείνος ωστόσο όχι μόνο δεν σταμάτησε να παίζει μπουζούκι αλλά για να τους αποδείξει ότι δεν ξόφλησε, έγραψε τις μεγαλύτερες επιτυχίες του.

Η κατοχή έφερε τη φτώχεια, και η φτώχεια την πείνα. Ο Μπαγιαντέρας, όπως και όλοι οι κάτοικοι του Λεκανοπεδίου στεκόταν τα μαύρα χρόνια στην ουρά για το συσσίτιο για να εξασφαλίσει τροφή για τα παιδιά του, ενώ τα βράδια έπαιζε όπου έβρισκε ευκαιρία. Όμως και με αυτόν τον τρόπο κατόρθωνε να περνάει τα αντιστασιακά τραγούδια που είχε γράψει για τους συντρόφους του που πολεμούσαν στο βουνό. Δυστυχώς το μόνο όπλο που του είχε απομείνει ήταν το μπουζούκι. Μάλιστα αναφέρεται ότι είχε κακοποιηθεί από ταγματασφαλίτες για τη δραστηριότητά του αυτή.

Μετά τον πόλεμο άρχισε πάλι να συνθέτει και να εμφανίζεται σε μεγάλα πια κέντρα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα έζησε στον Άγιο Ιερόθεο με την αγαπημένη του Δέσποινα.

Ο Μπαγιαντέρας πέθανε στις 18 Νοεμβρίου 1985, αφήνοντας πίσω του τουλάχιστον 130 τραγούδια, ορισμένα από τα οποία έμειναν ανέκδοτα όχι μόνο λόγω της μεταξικής λογοκρισίας αλλά κι εκείνης που επιβλήθηκε μεταπολεμικά. Υπήρξε άνθρωπος ευαίσθητος αλλά και σκληρό καρύδι –παρόλο που ήταν βραχύσωμος. Αναφέρεται ότι δεν πείραξε ποτέ στη ζωή του άνθρωπο αλλά δεν επέτρεψε και να τον πειράξει κανείς. Υπήρξε με άλλες λέξεις, η τυπική περίπτωση του «μάγκα» της εποχής.

Το σίγουρο είναι ότι ο Μπαγιαντέρας υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους λαϊκούς δημιουργούς, τα έργα του οποίου τραγουδιούνται μέχρι σήμερα και θα τραγουδιούνται για πολλά χρόνια.

Πηγή με περισσότερα στοιχεία rebetiko.gr
----------