Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

23/4/08

Πήγε να ξαραχνιάσει τον Άδη

για τη γιαγιά μας...


Σήμερα, Μεγάλη Τετάρτη του έτους 2008, στη 1 το μεσημέρι, μάζεψε τα λιγοστά υπάρχοντά της –μια χούφτα ανάσα κι ένα κάρβουνο ψυχή- για τον Άδη η Καλομοίρα Μωραΐτη, η γυναίκα που –ως μητέρα της μητρός μου- με μεγάλωσε και με δίδαξε ζωή και γνήσιο λαϊκό λόγο, στον οποίο διέθετε έμφυτο ταλέντο.

Η Καλομοίρα γεννήθηκε το 1914 στο Σεβδίκιοϊ της Ιωνίας, μεγάλωσε στα παραδείσια Βουρλά, και ήρθε στην Ελλάδα το 1922, με ματωμένα πόδια από το αίμα των «συνωστισμένων» στο λιμάνι της Σμύρνης. Από τρυφερή ηλικία εργάστηκε ως οικιακή βοηθός σε ανθρώπους που την σεβάστηκαν ως προσωπικότητα, άσχετα από την ιδεολογία της και τις ιδεολογίες τους: ο δικτάτορας Πάγκαλος, ο συνδικαλιστής Λάσκαρης και ο υπουργός γιος του, ο βιομήχανος Στεφανούρης.

Η Καλομοίρα αγάπησε και παντρεύτηκε τον τεταρτοδιεθνιστή Αλέξανδρο Μωραΐτη, τον οποίο έχασε υπό τραγικές συνθήκες, στα 1943, από χέρι κατακτητή. Έκτοτε, αφιέρωσε τη ζωή της στην εργασία και την ανατροφή του παιδιού της, των παιδιών των συγγενών, των εγγονιών και των δισεγγονιών της.

Βαθιά θρησκευόμενη και ακλόνητα σοσιαλίστρια, πίστευε πως η τυραννία έχει τρεις ρίζες: τη Βασιλεία, το Κεφάλαιο και το Ιερατείο. Όταν πληροφορήθηκε πως αυτή ήταν και η άποψη του –άγνωστού της- Θεόφιλου Καΐρη, είπε: «Σε ποια φυλακή πέθανε αυτός;». Όταν έμαθε πως πέθανε στη φυλακή της Σύρου, είπε απλά: «Θεός σχωρέσ’ τον. Τον δικό μου τον σκότωσαν στο Σωτηρία».

Γενναιόδωρη, απροκατάληπτη, εργατική και εξαιρετικά μειλίχια, δεχόταν οτιδήποτε ανθρώπινο ως απολύτως φυσικό. Αντιδρούσε μόνο στη φυσική και πνευματική βρωμιά. Και τη μεν πρώτη την αντιμετώπιζε με άπειρα ξεσκονόπανα, σκούπες, σφουγγαρίστρες, σαπούνια, νερά... Τη δε δεύτερη αντιμετώπιζε με έξαλλη οργή, στη διάρκεια της οποίας ούτε δυνατός άντρας δεν μπορούσε να την αντιμετωπίσει.

Ας αναπαύεται στους αιώνες, αν και το πιθανότερο είναι να παλεύει μέχρι το τέλος της πλάσης να «ξαραχνιάσει» τον Άδη, μουρμουρίζοντας: «Μα τι άνθρωποι μένουν εδώ! Πόσον καιρό έχουν να καθαρίσουν;»

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
.....................................................
Εν ζωή ακόμη: ΣΥΜΠΑΙΓΝΙΑ