Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

26/11/08

Η άσπρη πεταλούδα

Από τον ζωγράφο των ονείρων. Σαλβαδόρ Νταλί, Αλληγορία μεταξιού, χ.χ (1950;)
----
Ένας ιαπωνικός μύθος για τις γλυκές καρδιές
--
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ πίσω από το νεκροταφείο του ναού Σοζάντζι, ζούσε ένας αξιαγάπητος γέροντας που τον έλεγαν Τακαχάμα. Αν και οι γείτονές του τον συμπαθούσαν πολύ, οι περισσότεροι τον θεωρούσαν τρελό. Και ξέρετε γιατί; Επειδή δεν είχε παντρευτεί αλλά ούτε τον είχαν δει ποτέ, έστω και με μία γυναίκα.

Μια μέρα του καλοκαιριού ο γέροντας αρρώστησε τόσο βαριά που έστειλε να ειδοποιήσουν την νύφη του και το γιο της. Αυτοί έτρεξαν αμέσως κοντά του και προσπαθούσαν να κάνουν ό,τι περνούσε από το χέρι τους ώστε ο Τακαχάμα να είναι ευτυχισμένος, τουλάχιστον τις τελευταίες του στιγμές.

Καθώς κοιτούσαν τον άρρωστο γέροντα να κοιμάται, μια μεγάλη άσπρη πεταλούδα πέταξε στο δωμάτιο και πήγε κι έκατσε στο μαξιλάρι του. Ο ανιψιός του προσπάθησε να τη διώξει μακριά με μια βεντάλια, αλλά εκείνη δεν έδειχνε και τόσο πρόθυμη να αφήσει τον Τακαχάμα. Κάποια στιγμή ο νεαρός κατάφερε να την βγάλει στον κήπο. Εκείνη τότε, αφού πέταξε πάνω από ένα γυναικείο τάφο, εξαφανίστηκε μυστηριωδώς.

Παρατηρώντας το μνήμα, ο ανιψιός του Τακαχάμα, διαπίστωσε ότι επάνω ήταν χαραγμένο το όνομα Ακίκο, μαζί με τη φράση «πέθανε όταν ήταν δεκαοκτώ ετών». Αν και ο τάφος ήταν σκεπασμένος από πρασινάδα και πρέπει να αναπαυόταν μέσα του πάνω από πενήντα χρόνια η Ακίκο, το αγόρι πρόσεξε ότι ήταν γεμάτος με λουλούδια, και μάλιστα πρόσφατα ποτισμένα.

Όταν ο νεαρός γύρισε στο σπίτι, ο Τακαχάμα είχε φύγει πια. Γυρνώντας προς τη μητέρα του, της εξιστόρησε όλα όσα είχε δει στο νεκροταφείο. «Ακίκο;» αναρωτήθηκε φωναχτά στην αρχή η μάνα του και μετά συνέχισε: «Όταν ο θείος σου ήταν νέος, ετοιμαζόταν να παντρευτεί με την Ακίκο. Όμως εκείνη πέθανε μια μέρα πριν το γάμο τους. Έτσι εκείνος αποφάσισε ότι δεν θα παντρευτεί ποτέ του και θα ζήσει για πάντα κοντά της. Όλα αυτά τα χρόνια έμεινε πιστός στην πρώτη και μοναδική αγάπη του, κρατώντας τη γλυκιά ανάμνησή της στην καρδιά του. Βρέξει -χιονίσει, ο Τακαχάμα πήγαινε καθημερινά στον νεκροταφείο. Καθημερινά πήγαινε στον τάφο της και προσευχόταν για την ευτυχία της, τον σκούπιζε και τον στόλιζε με λουλούδια. Όταν σήμερα εκείνος δεν κατάφερε να πάει κι ο όρκος της αγάπης του έπαψε, η Ακίκο ήρθε κοντά του. Εκείνη η άσπρη πεταλούδα ήταν η γλυκιά, αγαπημένη ψυχή της».-

Πηγή: Hadland Davis, F. (1913), Myths and Legends of Japan, G. G. Harrap and Company, London: 218-219 [online].
Απόδοση: Α.Μ.
-