Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

29/5/10

Βαρέθηκε και ο κούκος


Τελικά, ίσως μόνον ο Στάλιν να μην ήταν σταλινικός. Το λέω αυτό διότι αποτελεί μέγιστη αφέλεια –αν όχι κουτοπονηριά- να ισχυριζόμαστε πως έναν λαό, που το 1917 έκανε μια κοσμοϊστορική επανάσταση, κατάφερε να τον βάλει στον γύψο μετά από 20 χρόνια ένας δικτάτορας. Οι δικτατορίες χρειάζονται μηχανισμούς και οι μηχανισμοί ανθρώπους. Καμία δικτατορία δεν επιβλήθηκε ποτέ δίχως ευρεία λαϊκή αποδοχή. Αυτό, αν θέλουμε να βλέπουμε καταπρόσωπο την αλήθεια και όχι τις θεωρητικές νευρώσεις μας. Το σταλινικό μοντέλο διακυβέρνησης ήταν ένα μείγμα κομμουνισμού, ρωσικού εθνικισμού και -ναι- Ορθοδοξίας! Αποδεικνύεται τώρα, που τα στελέχη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης δηλώνουν φανερά Ορθόδοξοι και εθνικιστές, ενώ προσπαθούν να καλύψουν τις κομμουνιστικές πρακτικές που ακολουθούν – όπως ο ίδιος ο Πούτιν, φερ’ ειπείν.

Στην Ευρώπη, ο σταλινισμός ή ό,τι ονομάζουμε σταλινισμό παρουσιάστηκε με τη μορφή της δυναμικής, ανυποχώρητης και αδιαπραγμάτευτης πάλης για τον σοσιαλισμό, στο πλαίσιο της οποίας διενεργήθηκε η στρατιωτικοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων, με την εφαρμογή του παρανοϊκού μηχανισμού, που έγινε γνωστός ως «Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός». Όλες οι διεκδικητικές αποτυχίες των κομμουνιστών οφείλονται σε αυτόν τον μηχανισμό και όλες οι επιτυχίες στις κατά καιρούς απορρίψεις του. Στο τέλος ο «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός» κατάφερε να διαλύσει ή να συρρικνώσει δραματικά τα κομμουνιστικά κόμματα. Φυσικά, αυτό που για τη Ρωσία ήταν μια πλειοψηφική νοοτροπία -ασχέτως πώς την κρίνουμε- συμβατή προς τη νοοτροπία του μέσου Ρώσου συντηρητικού πολίτη, στην Ευρώπη ήταν ένα σύνολο παιδικών φαντασιώσεων με ανεξέλεγκτα βίαιη συμπεριφορά. Όσο οι Ρώσοι έχτιζαν μια ισχυρή πατρίδα, οι Ευρωπαίοι λιμοκοντόροι έπαιζαν τους επαναστάτες. Οι Ρώσοι, βέβαια, γράφουν στα παλιά τους παπούτσια την άποψη του πανεπιστημίου της Οξφόρδης και του Πρίνστον, για την Ιστορία τους. Γιατί αυτοί έζησαν την Ιστορία τους, με τα καλά και τα κακά της, και γνωρίζουν πως ό,τι συνέβη είναι πιο πολύπλοκο από τη βιβλιογραφία.

Σ’ εμάς ωστόσο έμεινε η νοοτροπία, η σταλινική νοοτροπία ή τέλος πάντων αυτό που νομίζουμε πως ήταν σταλινισμός. Μια νοοτροπία γυμνή, ωμή, ξετσίπωτη, που κρύβεται πίσω από τις «δημοκρατικές διαδικασίες» και την «αποφασιστική εναντίωση» στην επιθετικότητα του καπιταλισμού τής ευέλικτης συσσώρευσης. Ενώ δεν είναι παρά κουκιά μετρημένα. Θαμπωμένοι από τις μεθόδους που χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ για τη δημιουργία της κοινής γνώμης, οι πρώην αριστεριστές και νυν υπέρμαχοι μιας νέας αριστεράς που θα προκύψει τάχα από τη σύγκλιση απόψεων, εφαρμόζουν τις μεθόδους αυτές, τις οποίες έμαθαν όπως-όπως, στον χώρο τους. Και όταν η κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχό τους, εφαρμόζουν τις παλιές, καλές συνταγές: διαμόρφωση «ρεύματος», κατάληψη εξ εφόδου του μηχανισμού και αποκλεισμός των διαφωνούντων.

Με αυτές τις μεθόδους «μπήκε στην άκρη» ο Φώτης Κουβέλης. Γιατί είναι προφανές πως δεν υπάρχει και ούτε μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε σύγκληση. Δυστυχώς, δεν μπορεί. Οποιαδήποτε σύγκληση είναι δυνατή μόνο όταν το αντικείμενό της είναι η κοινωνική παρέμβαση. Αλλά τέτοιο αντικείμενο δεν υπάρχει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Το πραγματικό αντικείμενο είναι η εξουσία. Και να ήταν καμιά εξουσία της προκοπής! Τρεις και ο κούκος που έφυγε γιατί βαρέθηκε να περιμένει να μαζευτούν οι τρεις!

Γιώργος Μπλάνας

Πίνακας: Alfred Gockel

9/5/10

Οι Τρεις Χοντροί

Ένα επαναστατικό παραμύθι του Γιούρι Ολέσα, σε περίληψη, όπως βρέθηκε στη σελίδα marxist.org. Το έργο έχει μεταφρασθεί στην ελληνική από τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο (Κέδρος, 1978) και θεωρείται πραγματικό αριστούργημα της σοβιετικής λογοτεχνίας, ως ύμνος στα δικαιώματα και τους αγώνες των μη εχόντων. Στο τέλος παραθέτουμε ορισμένα βιογραφικά στοιχεία του Γιούρι Ολέσα, που πέθανε ακριβώς πριν 50 χρόνια, όπως και χρήσιμες πηγές για περαιτέρω γνωριμία με τον ίδιο και το έργο του αλλά και τον μεταφραστή του, Μ. Αλεξανδρόπουλο. Οι εικόνες που συνοδεύουν την σύνοψη του παραμυθιού ανήκουν στον Μστισλάβ Ντομπουζίνσκι -πρωτοπόρος του ρεύματος του «δημοκρατικού ρεαλισμού»- από την εικονογράφηση του 1924, και αντλήθηκαν από την παραπάνω αναφερόμενη ιστοσελίδα.

Τα ηθικά διδάγματα και το επιμύθιο ανήκουν σε εσάς, όπως πάντα, ενώ οι όποιες ομοιότητες με σύγχρονες καταστάσεις προτείνουμε να μην αντιμετωπιστούν με την οπτική «εντελώς τυχαία» που συνηθίζεται σε λογοτεχνικά, κινηματογραφικά ή τηλεοπτικά έργα. Όχι μόνο επειδή θεωρούμε πως τίποτε δεν είναι τυχαίο, αλλά κυρίως επειδή «η τάξη των πραγμάτων» εξακολουθεί να είναι δυαδική: «Εμείς κι Εκείνοι» ή «Φτωχοί και Πλούσιοι» ή «Πλουτοπαραγωγοί και Πλουτοκράτες».

Τέλος, κι επειδή στις μέρες μας μπορεί ορισμένοι αναγνώστες να θεωρήσουν ότι το παραμύθι "βγάζει" μια ρατσιστική διάθεση για τους υπέρβαρους ανθρώπους θέλουμε να σημειώσουμε ότι εδώ ως «παχυσαρκία» θεωρείται η συσσώρευση του πλούτου στα χέρια των λίγων και κατά συνέπεια αυτό που «ζυγίζεται» δεν είναι το ανθρώπινο λίπος αλλά ο πλούτος. Για το λόγο αυτό επιλέξαμε να γράφουμε τη λέξη «Χοντροί» με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα.


ΜΕΡΟΣ Ι: Ο ΤΙΜΠΟΥΛ ΠΕΡΠΑΤΑ ΣΕ ΤΕΝΤΩΜΕΝΟ ΣΚΟΙΝΙ

Η μέρα του καθηγητή Γκασπάρ γίνεται άνω κάτω
Ο καιρός των μάγων έχει παρέλθει. Μερικές φορές όμως οι αγράμματοι άνθρωποι μπορεί να κάνουν το λάθος να περάσουν τον καθηγητή Γκασπάρ Αρνέρι για μάγο λόγω των καταπληκτικών πραγμάτων που μπορούσε να κάνει. Ο καθηγητής κατείχε συνολικά εκατό επιστήμες. Μια μέρα ο δόκτωρ Γκασπάρ αποφασίζει να μαζέψει σπάνια χόρτα και έντομα από το πάρκο του Παλατιού των Τριών Χοντρών. Φτάνοντας όμως στην έξοδο της πόλης διαπιστώνει ότι όλες οι πύλες ήταν κλειστές ενώ ένα τεράστιο πλήθος βρισκόταν συγκεντρωμένο μπροστά τους. Οι φρουροί απαγόρευαν σε οποιονδήποτε να βγει από την πόλη επειδή ο οπλοποιός Πρόσπερος και ο ακροβάτης Τιμπούλ είχαν οδηγήσει όλον αυτόν τον κόσμο προκειμένου να εισβάλλουν στο Παλάτι των Τριών Χοντρών. Μετά από μια αιματηρή μάχη οι στρατιώτες συλλαμβάνουν τον ήρωα του λαού, Πρόσπερο.
Ο καθηγητής, εν τω μεταξύ, έχει ανέβει ψηλά για να παρακολουθήσει τη μάχη αλλά για κακή του τύχη μια αδέσποτη οβίδα καταστρέφει τον πύργο που βρισκόταν με αποτέλεσμα μέσα στην αναταραχή να χάσει το καπέλο του, το παλτό του, τα γυαλιά του, τα τακούνια του και τις αισθήσεις του. Όταν ξυπνάει, πια, είναι νύχτα και το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνεται είναι οι ήχοι ενός βαλς προερχόμενου από κάποια γιορτή που γινόταν εκεί κοντά. Οι καραγωγείς και οι πωλητές λουλουδιών συζητούν εμφανώς ανήσυχοι για την τύχη του Πρόσπερου, που έχει περιοριστεί στο θηριοτροφείο του Παλατιού. Μια στολισμένη κυρία φαίνεται πολλή ευτυχισμένη επειδή το κελί το Πρόσπερου είναι καλοκλειδωμένο, ενώ από την άλλη μεριά ένα αγόρι ισχυρίζεται ότι ο Τιμπούλ εξακολουθεί να διαφεύγει της σύλληψης. Πομπή από 100 ξυλουργούς και κάμποσους στρατιώτες περνάει μπροστά από τον καθηγητή, προφανώς πορευόμενοι προς το σημείο που θα στηθούν 10 αγχόνες, μία για κάθε εξεγερμένο που έχει συλληφθεί.
Σε ένα τσίρκο, ο κλόουν παρωδεί τους Τρεις Χοντρούς Άνδρες, παρουσιάζοντάς τους σαν παραφουσκωμένα σακιά με στάρι καταλήγοντας ότι «έχουν φτάσει οι τελευταίες μέρες τους». Οι «χοντροί» θεατές αγανακτούν και ο πιο «αδύνατος» χειροκροτεί. Ταυτόχρονα οι στρατιώτες παραδίδουν στις φλόγες την περιοχή που ζουν οι εργάτες με σκοπό να βρουν τον Τιμπούλ.
Ο καθηγητής Γκασπάρ, προσπαθώντας να φτάσει στο σπίτι του, πέφτει πάνω στο εξοργισμένο πλήθος που έχει καταλάβει την πλατεία «Άστρο» που είναι και η κεντρική της πόλης. Η πλατεία είναι σκεπασμένη από έναν γυάλινο τρούλο στο κέντρο του οποίου δεσπόζει κρεμασμένο από καλώδια ένα γιγαντιαίο φανάρι. Εξάλλου από το φανάρι αυτό που λέγεται «Άστρο» πήρε και το όνομά της η πλατεία.
Εκεί στη στέγη βρισκόταν ο ακροβάτης Τιμπούλ φορώντας μια πράσινη μπέρτα κι ένα πολύχρωμο κολάν, όπως συνήθιζε πάντα όταν έκανε ισορροπία, προσπαθώντας να διαφύγει τη σύλληψη. Κάποιοι από το πλήθος ζητωκραυγάζουν ενώ άλλοι τον καταριούνται. Φτάνοντας ο Τιμπούλ στην οροφή αρχίζει να κατευθύνεται προς το Άστρο ισορροπώντας πάνω σε ένα καλώδιο. Ένας αξιωματικός ενώ τον έχει βάλει στόχο και είναι έτοιμος να τον πυροβολήσει με έκπληξη ακούει έναν άλλο πυροβολισμό που προέρχεται από απλό στρατιώτη. Τότε οι στρατιώτες χωρίζονται σε δυο ομάδες. Σε εκείνους που υποστηρίζουν τον Τιμπούλ και σε διώκτες του. Ο ήρωας ακροβάτης έχει φτάσει ήδη στο Αστέρι που φέγγει όλη την πλατεία και κατεβάζοντας τον διακόπτη του ρεύματος τη βυθίζει στο σκοτάδι. Στο σκοτάδι πλέον τα πράγματα είναι πιο εύκολα: ο Τιμπούλ δραπετεύει δια μέσου της καταπακτής που υπάρχει στη γυάλινη οροφή.
Ο καθηγητής επιστρέφει στο σπίτι του και σημειώνει στο ημερολόγιό του, τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν τη μέρα αυτή. Ξαφνικά ακούει έναν θόρυβο, γυρίζει το κεφάλι του και αντικρίζει τον ίδιο τον Τιμπούλ!


ΜΕΡΟΣ ΙΙ: Η ΚΟΥΚΛΑ ΤΟΥ ΔΙΑΔΟΧΟΥ ΤΟΥΤΙ

Η φανταστική περιπέτεια του πωλητή μπαλονιών
Την επόμενη μέρα, είχε πολύ δυνατό αέρα κι ένας πωλητής μπαλονιών όπως τα κρατούσε στα χέρια του άρχισε να σηκώνεται ψηλά προς τον ουρανό. Καθώς ο άνθρωπος πετάει του φεύγει μία παντόφλα και πέφτει ακριβώς στο κεφάλι του καθηγητή χορού Ραζντβάτρις, ο οποίος βάζει τις φωνές στα άτακτα παιδιά.
Ο πωλητής μπαλονιών παρασυρμένος από τον αέρα είχε βγει πια έξω από την πόλη και κατευθυνόμενος στο παράθυρο της κουζίνας του Παλατιού των Τριών Χοντρών προσγειώνεται με φόρα πάνω στη γιγάντια τούρτα που είχαν ετοιμάσει οι ζαχαροπλάστες για τη γιορτή που παρέθεταν οι άρχοντες προς τιμήν την καταστολής της εξέγερσης. Απελπισμένος ο σεφ αποφασίζει ότι ο μόνος τρόπος για να γλιτώσουν είναι να χρησιμοποιήσουν τον πωλητή μπαλονιών με τα μπαλόνια του, ως διακοσμητικό στην τούρτα! Έτσι «χτίζουν» τον μπαλονά και τα μπαλόνια του με μπόλικη κρέμα γάλακτος και καραμέλα και όπως είναι πάνω στην τούρτα τον μεταφέρουν στην τραπεζαρία που οι Τρεις Χοντροί δεξιώνονταν τους καλεσμένους τους.
Εκεί, οι Τρεις Χοντροί αποφασίζουν να εκθέσουν σε κοινή θέα τον Πρόσπερο όπως τον είχαν κλειδωμένο σε ένα κλουβί για ζώα. Μάλιστα την πρώτη στιγμή που τον έβγαλαν δημιουργήθηκε πανικός καθώς οι περισσότεροι τον φοβήθηκαν με αποκορύφωμα τον μυλωνά που λιποθύμησε από την τρομάρα του. Ο Πρόσπερος όμως σαν πραγματικό θηρίο στο κλουβί δεν το έβαλε κάτω. Αμέσως άρχισε να καταγγέλλει τους Τρεις Χοντρούς και να τους απειλεί λέγοντάς τους ότι οι χωρικοί, οι ανθρακωρύχοι και οι εργάτες δεν θα είναι πλέον σκλάβοι τους. Αλλά ο Πρώτος από τους Χοντρούς τον …. παρότρυνε να μείνει ήσυχος στο κλουβί του μέχρι να συλλάβουν και τον Τιμπούλ οπότε θα εκτελεστούν μαζί ενώ και οι Τρεις μαζί καμάρωναν απαριθμώντας τα πλούτη τους. Ο Πρώτος έλεγχε το σύνολο της παραγωγής σιτηρών, ο Δεύτερος τον άνθρακα και ο Τρίτος τον σίδηρο.
Όταν οι άνθρωποι των Χοντρών πήραν το κλουβί με τον Πρόσπερο από την αίθουσα οι καλεσμένοι άρχισαν να ασχολούνται με την τούρτα. Εξάλλου το «στολίδι» προκαλούσε το ενδιαφέρον. Όλοι αναρωτιούνταν ποια υπέροχη λιχουδιά να κρύβεται μέσα από τα μπαλόνια και τον μπαλονά. Μπορεί να ΄ταν καραμέλα μπορεί όμως και σαμπάνια. Με την περιέργειά τους στο ζενίθ αποφασίζουν να κόψουν το κεφάλι του μπαλονά για να αποκαλυφθεί το μυστικό αλλά ο διάδοχος Τούτι τους διακόπτει πριν το τολμήσουν.
Ο διάδοχος Τούτι είναι ένα δωδεκάχρονο αγόρι που έχουν επιλέξει ως κληρονόμο τους οι άκληροι Τρεις Χοντροί. Ο μικρός μπήκε στην αίθουσα και κλαίγοντας σπαρακτικά φώναζε μπροστά σε όλους ότι καταστράφηκε η κούκλα του, μεγέθους πραγματικού κοριτσιού. Απαρηγόρητος ο Τούτι είπε ότι η κούκλα του κομματιάστηκε από τα σπαθιά των στρατιωτών και στη συνέχεια ο δάσκαλός του, εξήγησε ότι τους πλησίασαν στο πάρκο 12 εξαγριωμένοι στρατιώτες και χλευάζοντας τον μικρό τον αποκάλεσαν «προσκοπάκι» των Τριών Γουρουνιών. Εκείνη τη στιγμή εμφανώς αμήχανος ο Πρώτος ρώτησε: «Ποια είναι αυτά τα Τρία Γουρούνια;». Μετά, σύμφωνα με τη διήγηση των σωματοφυλάκων του μικρού, οι 12 στρατιώτες έφυγαν φωνάζοντας υπέρ του Πρόσπερου χωρίς να ξεχάσουν να προειδοποιήσουν ότι πολύ σύντομα όλοι οι στρατιώτες θα σταθούν στον πλευρό του λαού.
Όλοι σοκαρίστηκαν από το περιστατικό. Οι πιο πιστοί φρουροί των Τριών Χοντρών απέκλεισαν τα σημεία επικοινωνίας Παλατιού- Πάρκου φοβούμενοι τα χειρότερα ενώ οι αφέντες έσπευσαν αμέσως να ζυγιστούν. Παρόλα τα «τρεχάματα» όμως διαπίστωσαν ότι δεν είχαν χάσει ούτε γραμμάριο. Έτσι συνέλαβαν τον γιατρό του παλατιού και τον φυλάκισαν δίνοντάς του μόνο νερό και ψωμί.
Ο Τούτι εν τω μεταξύ κρατούσε την κατακουρελιασμένη κούκλα του αγκαλιά από τα σκισίματα της οποίας φαίνονταν και τα σωθικά της. Το Συμβούλιο της χώρας αποφάσισε, λοιπόν, ότι ο μόνος κατάλληλος να τη φτιάξει ήταν ο περίφημος καθηγητής Γκασπάρ. Χωρίς να χάσουν χρόνο τού έστειλαν μήνυμα ορίζοντάς του ότι έχει ένα 24ωρο στη διάθεσή του για να επιδιορθώσει την κούκλα του διαδόχου ανταμείβοντάς τον, σε περίπτωση που τα καταφέρει, με ό,τι ζητήσει. Στην περίπτωση όμως που αποτύχει η ποινή που τον περίμενε θα είναι πολλή αυστηρή.
Μέσα σε όλη αυτή την αναστάτωση φυσικό ήταν κανείς να μη δίνει σημασία πια στη γιγάντια τούρτα με το καραμελωμένο μπαλονά. Έτσι όταν την ξαναπήγαν στην κουζίνα ο έρμος πωλητής τάζοντας τα μπαλόνια του στα είκοσι αγόρια της κουζίνας, ζήτησε τη βοήθειά τους για να δραπετεύσει. Εκείνα του είπαν να χωθεί σε μια τεράστια χάλκινη κατσαρόλα και θα το κρύψουν σκεπάζοντάς την με το καπάκι.

Ο μαύρος άνθρωπος και τα λάχανα
Νωρίτερα, το ίδιο πρωινό κι ενώ ο μπαλονάς … απολάμβανε την πτήση του η οικονόμος του καθηγητή, η θείτσα Γανυμήδη, μπαίνοντας στο γραφείο του Γκασπάρ παρατήρησε ένα χωνευτήρι και κάτι που καιγόταν μέσα του. Σοκαρισμένη κυριολεκτικά αντίκρισε έναν μαύρο άνθρωπο που φορούσε μια κόκκινη βράκα να στέκεται στο δωμάτιο.
Ο Γκασπάρ και ο νιόφερτος όταν βγήκαν έξω να περπατήσουν αντίκρισαν τις ανακοινώσεις των Τριών Χοντρών που πληροφορούσαν τον κόσμο ότι το προγραμματισμένο Φεστιβάλ της εποχής θα πραγματοποιηθεί την ίδια μέρα και ώρα με τις εκτελέσεις των επαναστατών στην κεντρική πλατεία.
Όταν πήγαν στο Φεστιβάλ, ο Γκάσπαρ και ο μαύρος άνθρωπος, ένας Ισπανός δήμιος νομίζοντας ότι ο δεύτερος είναι ηθοποιός τον προσκαλεί να συμμετέχει σε επαινετικές παραστάσεις για τους Τρεις Χοντρούς οι οποίοι πλήρωναν καλά για κάτι τέτοιο. Ωστόσο του επισήμαναν ότι όποιος ηθοποιός αρνείται θα φυλακίζεται. Η παράσταση δε, είχε ξεκινήσει και ένας κλόουν ήταν ήδη στη σκηνή και επαινώντας τους Τρεις Χοντρούς, χτυπούσε τη μούρη του με μια τούρτα.
Μετά εμφανίσθηκε ο χειροδύναμος Λαπιτούπ κάνοντας επίδειξη άρσης βαρών. Χτυπώντας κάτι βαρέλια προσπαθούσε να δείξει στον κόσμο τον τρόπο με τον οποίο οι Τρεις Χοντροί θα συντρίψουν τα κεφάλια του Προσπέρο και του Τιμπούλ. Τότε ο μαύρος άνθρωπος αρχίζει να τον προκαλεί και να τον προτρέπει να βουλώσει το στόμα του. Ο αρσιβαρίστας δείχνει φανερά τον εκνευρισμό του, ειδικά τη στιγμή που ο μαύρος άνθρωπος αρχίζει να του φωνάζει πως γνωρίζει την καταγωγή του και την προσωπική του ιστορία –ο πατέρας του ήταν σιδεράς και η μητέρα του πλύστρα- και ότι του δίνει τόσο χρόνο για να φύγει, όσο να μετρήσει μέχρι το τρία. Τελικά, θολωμένος και φοβισμένος ο Λαπιτούπ φεύγει ενώ ο μαύρος άνθρωπος λέει ότι αυτός είναι ο τρόπος για να διώξουν τους Τρεις Χοντρούς. Το πλήθος όμως φοβάται και μόνο στη σκέψη ότι ο μαύρος άνθρωπος είναι ακόμη ένα από τα ανδρείκελα των Τριών Χοντρών. Ωστόσο αποκαλύπτεται ότι δεν είναι άλλος από τον Τιμπούλ, μεταμφιεσμένο.
Την ίδια στιγμή ο αρχηγός της φρουράς του Παλατιού, Κάουντ Μπονεβεντούρα, μεταφέρει την καταστραμμένη κούκλα προσπαθώντας να εντοπίσει στο πλήθος τον καθηγητή Γκασπάρ που ορίστηκε να την επισκευάσει. Τον βρίσκουν κι αρχίζουν να τον καλούν ενώ ο Λαπιτούπ τρέχει στον αρχηγό να τον ενημερώσει σχετικά με την παρουσία του Τιμπούλ στην πλατεία. Ο Ισπανός κραδαίνοντας το όπλο του καλεί τον Τιμπούλ να γυρίσει. Ο αρχηγός, μαζί κι ο Ισπανός και ο Λαπιτούπ ενωμένοι αρχίζουν να κυνηγούν τον Τιμπούλ που τρέχει και πηδώντας έναν φράκτη βρίσκεται σε έναν λαχανόκηπο. Κόβοντας τα λαχανοκέφαλα αρχίζει να τα εκσφενδονίζει προς του διώκτες του προκαλώντας τους μεγάλη σύγχυση. Κάποια στιγμή σκύβοντας να κόψει ένα λάχανο διαπιστώνει ότι αυτό που τραβάει είναι το κεφάλι του μπαλονά που έβγαινε εκείνη τη στιγμή από την κρυφή σήραγγα που ένωνε την πόλη με το Παλάτι των Χοντρών και ξεκινούσε από την τεράστια κατσαρόλα που τον είχαν κρύψει τα παιδιά της κουζίνας. Ο μπαλονάς διηγείται στον Τιμπούλ τα καθέκαστα και εκείνος αφού τον τράβηξε έξω αρχίζει πάλι να τρέχει. Εν τω μεταξύ ο Ισπανός έχει γίνει πυρ και μανία με ένα από τα μπαλόνια που έχασε κάποιο παιδί της κουζίνας και τώρα κυκλοφορούσε στον αέρα ανεξέλεγκτο πλην όμως γύρω γύρω από τον δήμιο. Εκείνος στην προσπάθειά του να το αποφύγει, πυροβόλησε, αλλά άστοχα. Η σφαίρα χτύπησε το καπέλο του αρχηγού και ο πυροβολισμός τρόμαξε έναν σκύλο που άρχισε να κυνηγάει και τους τρεις διώκτες του Τιμπούλ, καταφέρνοντας να δαγκώσει τον Λαπιτούπ και να υποχρεώσει τον Διευθυντή να σκαρφαλώσει σε ένα δέντρο για να σωθεί!

Μια απρόβλεπτη εξέλιξη
Οι φρουροί συνόδευσαν τον καθηγητή Γκασπάρ στο εργαστήριό του για να του παραδώσουν την σπασμένη κούκλα την οποία έπρεπε να παραδώσει ακέραια το επόμενο πρωί, κι έφυγαν. Ο καθηγητής εξετάζει την κούκλα που ήταν κατασκευασμένη με εξαιρετική τεχνική. Κοιτάζοντάς την του δημιουργείται η εντύπωση ότι είναι πολλή ζωντανή και πολλή γνωστή. Αλλά από πού; Μοιάζει σαν αληθινό κορίτσι που έχει μετατραπεί σε κούκλα. Μετά από προσεκτικό έλεγχο διαπιστώνει το ακριβές σημείο της βλάβης που αλίμονο χρειαζόταν δύο μέρες για να προετοιμάσει το ειδικό μέταλλο για την επισκευή του. Ένας χρόνος πολύ πολύ μεγαλύτερος από τα όρια που του είχαν βάλει οι Τρεις Χοντροί. Τρομοκρατημένος κυριολεκτικά αποφασίζει να πάρει την κούκλα και να πάει στο Παλάτι να εξηγήσει πώς έχει η κατάσταση.

Η νύχτα της παράξενης κούκλας
Στο δρόμο για το παλάτι των Τριών Χοντρών ο καθηγητής έριξε έναν υπνάκο ο οποίος τέλειωσε από τις φωνές των φρουρών που απαγόρευαν να πλησιάσει οποιοσδήποτε σε απόσταση ενός χιλιομέτρου. Ο καθηγητής τους εξηγεί ποιος είναι και για ποιο σκοπό θέλει να φτάσει στο Παλάτι αλλά οι φρουροί, γελώντας, δείχνουν ότι δεν τον πιστεύουν. Εκείνος τότε για να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς του γυρνάει στην άμαξα να φέρει την κούκλα του διαδόχου Τούτι. Εκείνη όμως έχει γίνει άφαντη! Ο αμαξάς και ο καθηγητής σκέφτηκαν ότι μάλλον έπεσε από την άμαξα την ώρα που ο καθηγητής αποκοιμήθηκε κι αρχίζουν να την ψάχνουν. Μάταια. Είναι η στιγμή που ο καθηγητής Γκασπάρ αρχίζει να βεβαιώνεται ότι η κούκλα είναι πραγματικό κορίτσι και το έβαλε στα πόδια.
Αν και ο καθηγητής είναι σίγουρος ότι μετά την απόδραση της … κούκλας θα τον κρεμάσουν μια άλλη ανάγκη της στιγμής τον κάνει να το προσπεράσει. Είναι τόση η πείνα του που δεν τον αφήνει να σκεφτεί κάτι άλλο. Αρχίζει να ψάχνει πού θα φάει αλλά δυστυχώς γι΄ αυτόν, και το στομάχι του, τα εστιατόρια είναι όλα κλειστά τη νύχτα. Η μόνη μυρωδιά από φαγητό στην πόλη έρχεται από ένα βαγόνι του τσίρκου. Το βαγόνι αυτό ανήκει στον Μπριζάκ στο θίασο του οποίου δούλευε ο Τιμπούλ. Χωρίς να χάσει λεπτό τού χτυπά την πόρτα και αυτή ανοίγει αμέσως από τον γέρο κλόουν Αύγουστο. Ο καθηγητής του εξηγεί την κατάστασή του αλλά και την άγνοια για το πού κρύβεται πια ο Τιμπούλ. Ο Αύγουστος χάρηκε πολύ που είδε τον καθηγητή επειδή θυμήθηκε ένα περιστατικό που είχε συμβεί πέρσι. Σε μια παράσταση στην πλατεία η κόρη του Σουόκ τραγουδούσε για ένα κέικ που προτιμούσε να ψήνεται στον φούρνο παρά να καταλήγει στο στομάχι του Χοντρού γαιοκτήμονα. Τότε μια κυρία από τους θεατές εξαγριώθηκε και διέταξε την υπηρέτριά της να δείρει την μικρή τραγουδίστρια. Κάτι που αποφεύχθηκε χάρη στην παρέμβαση του καθηγητή Γκασπάρ.
Ο Αύγουστος φωνάζει την κόρη του, εκείνη ακούγεται να πλησιάζει και ο καθηγητής Γκασπάρ συγκλονισμένος βλέπει μπροστά του την κούκλα του διαδόχου Τούτι!

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ: ΣΟΥΟΚ

Ο δύσκολος ρόλος της μικρής ηθοποιού
Ο καθηγητής Γκασπάρ γνωρίζοντας πια με απόλυτη βεβαιότητα ότι η κούκλα είναι ένα πραγματικό κορίτσι που όντως απέδρασε από την άμαξα απαιτεί από την μικρή να του πει την αλήθεια. Μέσα σε αυτό το κομφούζιο ο καθηγητής δεν πρόσεξε ότι η Σουόκ δεν φορούσε τα κομψά ρούχα της κούκλας ούτε –το πιο σημαντικό- ότι δηλαδή δεν είχε τρύπες στο θώρακα. Εκείνη τη στιγμή μπαίνει μέσα ο μαύρος άνθρωπος, η παρουσία του οποίου τρομοκρατεί όλους τους παρευρισκόμενους εκτός από τον καθηγητή. Ο μαύρος άνθρωπος πλησιάζει να αγκαλιάσει την Σουόκ αλλά η μικρή απομακρύνεται πανικοβλημένη. Εκείνος μη έχοντας άλλη λύση αρχίζει να αφαιρεί το χρώμα από πάνω του μέχρι που εμφανίζεται ο Τιμπούλ. Όλοι δείχνουν ενθουσιασμένοι. Ο καθηγητής μιλάει στον Τιμπούλ για την ομοιότητα της χαμένης κούκλας με την Σουόκ κι ο καταζητούμενος ήρωας σκέφτεται ότι είναι μια ευκαιρία να απελευθερώσουν τον Πρόσπερο. Αν δηλαδή στη θέση της κούκλας στείλουν στον Παλάτι των Χοντρών την Σουόκ τότε εκείνη θα βοηθήσει τον Πρόσπερο να μπει στην κατσαρόλα που μπήκε και ο μπαλονάς και να βγει μέσω του τούνελ στον λαχανόκηπο.
Καθώς η αυγή κάνει την εμφάνισή της βλέπουμε έναν άνθρωπο να προσπαθεί να αποσπάσει κάτι από τα δόντια ενός σκύλου, του ίδιου που δάγκωσε τον Λάπιτοπ και τους άλλους. Τελικά ο άνθρωπος τα καταφέρνει και αρχίζει να τρέχει ευτυχισμένος κρατώντας στην αγκαλιά του το λάφυρο που δεν είναι άλλο από την κούκλα του διαδόχου Τούτι. Και ποιος ήταν ο άνθρωπος; Μα ο δάσκαλος χορού Ραζντβάτρις!


Η κούκλα με τη μεγάλη όρεξη
Ο καθηγητής με την κούκλα φτάνουν στο Παλάτι. Πλήθος αυλικών και υπηρετών έχει συγκεντρωθεί προκειμένου να δουν από κοντά την κούκλα που δεν είναι πια επιδιορθωμένη αλλά και βελτιωμένη: μπορεί να μιλά και να περπατά! Ο διάδοχος Τούτι είναι ενθουσιασμένος αλλά και εμφανώς συγκινημένος. Οι Τρεις Χοντροί σκουπίζουν τον ιδρώτα τους από την πρωινή άσκηση. Ο Πρώτος, μάλιστα, έχει ένα μαυρισμένο μάτι από την μπάλα που του πέταξε στη μούρη ο Δεύτερος. Εξετάζουν την κούκλα, αλλά το πρόσωπο του Τούτι, που ακτινοβολεί κυριολεκτικά, τους δημιουργεί αμέσως την καλύτερη διάθεση. Ανακοινώνουν στον καθηγητή Γκασπάρ ότι θα έχει ό,τι ζητήσει κι εκείνος ζητά την απελευθέρωση όλων των επαναστατών και το κάψιμο όλων των αγχονών. Η απάντηση του καθηγητή, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε σοκ και πανζουρλισμό. Ο Γραμματέας που ήταν έτοιμος να γράψει τις επιθυμίες και ανταμοιβές του καθηγητή χάνει την πένα από το χέρι του και καρφώνεται με ορμή στο πόδι του Δεύτερου Χοντρού. Εκείνος σφαδάζοντας από τον πόνο την τραβάει και την εκσφενδονίζει πίσω στον Γραμματέα, αλλά η πένα τον προσπερνά και καρφώνεται εκ νέου, αυτή τη φορά στον πισινό ενός φρουρού, ο οποίος παρόλο τον πόνο εξακολουθεί να στέκεται άκαμπτος μέχρι να τελειώσει το καθήκον του.
Οι Τρεις Χοντροί αρνούνται να ικανοποιήσουν το αίτημα του καθηγητή χαρακτηρίζοντάς το ως εγκληματικό κι εκείνος ψιθυρίζοντας κάτι στην Σουόκ τους βάζει στη δοκιμασία να βλέπουν την «κούκλα» να πεθαίνει. Βλέπετε, η μικρή ηθοποιός άρχιζε αμέσως να σφαδάζει και ο καθηγητής τους ενημερώνει ότι το σύστημά της είναι εξαιρετικά ευαίσθητο και υπάρχει περίπτωση να σπάσει αν εξακολουθούν να αρνούνται την ικανοποίηση του αιτήματός του. Μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο αλλά και στον Τούτι που σπαρταρούσε από το κλάμα, οι Τρεις Χοντροί υποχωρούν.
Ο Τούτι παίρνει την «κούκλα» Σουόκ στον κήπο και παραγγέλνει πρωινό. Η Σουόκ δεν είναι σίγουρη αν οι κούκλες τρώνε αλλά δεν μπόρεσε να αντισταθεί στη θέα των γλυκισμάτων. Ο Τούτι εκφράζει τη χαρά του δηλώνοντας ότι τα προηγούμενα χρόνια ήταν πολύ βαρετό να τρώει μόνος του. Η Σουόκ μετά ακούει ένα «τουκ-τουκ» όχι ένα «τικ-τακ» και ο Τούτι της λέει ότι είναι ο ήχος από τη μεταλλική καρδιά του.

Το θηριοτροφείο
Ο Τούτι αφήνει την Σουόκ για να κάνει τα μαθήματά του κι εκείνη γνωρίζοντας ότι ο Πρόσπερος κρατείται στο θηριοτροφείο αρχίζει να σκέφτεται το σχέδιο για την απελευθέρωσή του.
Ο Τούτι ζούσε απομονωμένος, χωρίς άλλα παιδιά. Δεν είχε ποτέ του ένα ζωντανό παιδί να παίξει, δεν είχε ακούσει ποτέ παιδικό γέλιο. Οι Τρεις Χοντροί ήθελαν να πλάσουν έναν σκληρό και κακό διάδοχο κι γι΄ αυτό του στερούσαν την παρέα των άλλων παιδιών και γι΄ αυτό του χάρισαν την κούκλα η οποία ούτε να μιλήσει ούτε να γελάσει μπορούσε. Έτσι ο Τούτι δεν θα μάθαινε τίποτε για τη φτώχια, τις φυλακές και τις ταλαιπωρίες του κόσμου. Αντ΄ αυτού οι Τρεις Χοντροί σκέφτηκαν κι έφτιαξαν ένα θηριοτροφείο πιστεύοντας ότι αν ο μικρός έβλεπε μια τίγρη να τρώει ωμό κρέας ή έναν βόα να καταπίνει ένα ζωντανό κουνέλι, θα γινόταν τόσο σκληρός και απάνθρωπος όσο τον ήθελαν. Τελικά όμως το σχέδιό τους δεν λειτούργησε. Ο Τούτι προτιμούσε τη συντροφιά της κούκλας περισσότερο από τα ζώα.
Όταν ο Τούτι γύρισε από το μάθημα η Σουόκ του είπε πώς όταν ήταν σπασμένη είδε ένα όνειρο: ήταν, λέει, ακροβάτης και περπατούσε πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί κάνοντας χορευτικές φιγούρες. Ο θίασος και η ίδια ήταν πολύ φτωχοί και μερικές φορές πεινούσαν. Ο Τούτι όμως δεν γνώριζε τι σημαίνει «φτωχός» και της ζήτησε να του το εξηγήσει. Ώρες πολλές πέρασαν μέχρι το σούρουπο και η Σουόκ εξακολουθεί εξηγεί το όνειρό της ξεχνώντας ότι μιλούσε για ένα «όνειρο». Του λέει ακόμη ότι μπορεί να χορέψει βαλς επάνω στους σπόρους ενός βερίκοκου υπό τους ήχους σφυριγμάτων. Η περιγραφή κίνησε την περιέργεια του Τούτι και η Σουόκ συνεχίζει λέγοντάς του ότι μπορεί να παίξει βάλς με ένα κλειδί. Τότε ο διάδοχος της λέει ότι έχει ένα ειδικό κλειδί από το θηριοτροφείο του, που του το έχει δώσει ο επιστάτης να το έχει κρεμασμένο στο λαιμό του. Δίνοντας το κλειδί στην Σουόκ ο Τούτι δεν πρόσεξε πως μετά τη μουσική εκείνη το έβαλε στην τσέπη της.
Την ίδια νύχτα η Σουόκ με το κλειδί, γλιστρά κρυφά στο θηριοτροφείο. Παίρνει το φανάρι από τον φρουρό και αρχίζει να ψάχνει ανάμεσα στα ζώα για τον Πρόσπερο. Όταν βρίσκει το κλουβί στο οποίο βρισκόταν ο ήρωας, σύμφωνα με τις πληροφορίες, διαπιστώνει ότι στο κλουβί βρίσκεται ένα αλλόκοτο πλάσμα με γούνα σαν αρκούδα και αυτιά σαν λύκου, με νύχια μακριά και χέρια πιθήκου. Συνολικά έμοιαζε περισσότερο με γορίλα. Το πλάσμα πεθαίνει αλλά προλαβαίνει να βάλει στο χέρι της Σουόκ ένα σημείωμα στο οποίο εξηγεί τα πάντα. Η «κούκλα» πανικοβλημένη ασθμαίνει και σβήνει το φανάρι. Παντού σκοτάδι.

ΜΕΡΟΣ IV: ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ Ο ΟΠΛΟΠΟΙΟΣ

Ο θάνατος του ζαχαρωτού
Όταν η Σουόκ έσβησε το φανάρι ξύπνησαν όλα τα ζώα του θηριοτροφείου και άρχισαν να βρυχώνται, να γρυλίζουν, κ.λπ. Επόμενο ήταν να ξυπνήσει και ο φρουρός ο οποίος κάλεσε αμέσως ενισχύσεις για την έρευνα όλης της περιοχής. Δεν βρέθηκε κάτι ύποπτο παρά μόνο ένα ροζ σημάδι ψηλά σε ένα δέντρο. Ο διευθυντής του θηριοτροφείου υποθέτοντας ότι πρόκειται για την Λάουρα την παπαγαλίνα σκαρφάλωσε να την κατεβάσει. Ωστόσο, εκείνο που αντίκρισε ήταν τρομακτικό! Ουρλιάζοντας πέφτει κάτω και η νυχτικιά του μπλέκεται σε ένα κλαδί. Ταυτόχρονα αρχίζει να ουρλιάζει και ο φρουρός και να τρέχει γύρω γύρω σε πλήρη σύγχυση.
Ένα τέταρτο της ώρας πριν ο Τρεις Χοντροί είχαν πάρει τα άσχημα μαντάτα. Στην πόλη οι εργάτες έχουν πάρει τα όπλα και οι συμπλοκές με τους ανθρώπους του Παλατιού ήταν σε εξέλιξη κοντά στο ποτάμι. Ο Τιμπούλ ξεσηκώνει το λαό και πολλοί από τους στρατιώτες τάσσονται με το μέρος του. Όπως κάθε φορά που συγχύζονται τα στομάχια των Τριών Χοντρών, έτσι και τώρα αρχίζουν να φουσκώνουν σε σημείο που να ξηλώνονται τα κουμπιά από τα ρούχα τους. Το Συμβούλιο αμέσως ανέλαβε δράση για να λύσει τα δύο προβλήματα: (1) Πώς να σταματήσει το φούσκωμα των Τριών Χοντρών, και (2) Πώς να καταπνίξουν την εξέγερση. Όσον αφορά στο πρώτο πρόβλημα, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι ο χορός ήταν η καλύτερη λύση και καλούν αμέσως τον δάσκαλο χορού Ραζντβάτρις. Εκείνη τη στιγμή έφτασε στ΄ αυτιά τους η φασαρία που επικρατούσε στο θηριοτροφείο.
Πλήθος μεγάλος σπεύδει εκεί να δουν τι συμβαίνει, αλλά μόλις φθάνουν, γυρνούν και εγκαταλείπουν τρομοκρατημένοι την περιοχή. Τρομοκρατημένοι από αυτό που αντίκρισαν: ένα γίγαντα με κόκκινο κεφάλι και σκισμένο σακάκι. Είναι ο Πρόσπερος. Στο ένα χέρι του κρατάει την αλυσίδα ενός πάνθηρα που βρυχάται και στο άλλο του χέρι είναι καθισμένη η Σουόκ. Ο Πρόσπερος απελευθερώνει τον πάνθηρα και αρπάζοντας, μαζί και η Σουόκ, τα όπλα που έχουν πέσει από την άτακτη φυγή των φρουρών σκαρφαλώνουν στο παράθυρο της κουζίνας του Παλατιού, εκεί που δουλεύουν οι ζαχαροπλάστες και εκεί που προσγειώθηκε ο μπαλονάς.
«Ψηλά τα χέρια!» φωνάζει Πρόσπερος. Όλοι οι μάγειροι και οι εργάτες υπακούουν αμέσως αφήνοντας να πέσουν στο πάτωμα τα μπολ με την κομπόστα και το σιρόπι που κρατούσαν. Ο Πρόσπερος αρχίζει με φρενήρεις ρυθμούς να αναζητά την κατσαρόλα-καταπακτή κι όταν τη βρίσκει δίνει μια και πέφτει μέσα πριν προλάβει η Σουόκ να τον ακολουθήσει ενώ ο έξαλλος πάνθηρας κυνηγημένος από τους φρουρούς καταφέρνει με ένα μεγάλο άλμα να την προσπεράσει και να χωθεί μέσα στο άνοιγμα. Τώρα θα σκέφτεστε ότι ο πάνθηρας σκότωσε τον Πρόσπερο, και η απελπισμένη Σουόκ παραδόθηκε στους φρουρούς. Όχι ο Πρόσπερος Ζει! Κατάφερε να πυροβολήσει και να σκοτώσει τον πάνθηρα αλλά δυστυχώς η Σουόκ οδηγείται από τη φρουρά στους Τρεις Χοντρούς.

Ο καθηγητής χορού, Χορός Ραζντβάτρις
Ο χοροδιδάσκαλος Ραζντβάτρις εξακολουθεί να κάνει τα μαθήματά του. Κανένας από τους κομψούς μαθητές του δεν φαίνεται να ανησυχεί για τα γεγονότα που εκτυλίσσονται στην πόλη. Έχουν τη βεβαιότητα ότι πολύ σύντομα οι φρουροί με τα κανόνια τους θα καταστείλουν την εξέγερση. Τότε φτάνουν οι στρατιώτες να πάρουν τον δάσκαλο και να τον συνοδεύσουν στο παλάτι για να σταματήσει το φούσκωμα των Τριών Χοντρών. Εκείνος, ευχαρίστως, παίρνει μαζί του στολές, περούκες και μουσικά όργανα και τους ακολουθεί.
Περνώντας από την πόλη ο Ραζντβάτρις βλέπει εργάτες να κυνηγούν με ραβδιά τα αφεντικά τους και σε μια περίπτωση μάλιστα όταν εργάτες δέρνουν το αφεντικό τους το σύννεφο σκόνης που σηκώνεται είναι τόσο όσο όταν χτυπάμε ένα παλιό χαλί.
Τον δάσκαλο του χορού και τη συνοδεία του, τους σταματά μια ομάδα επαναστατών και ακολουθεί μάχη μέχρι που εκείνος λιποθυμά. Όταν συνέρχεται διαπιστώνει ότι δεν του έχουν αρπάξει τίποτε από αυτά που είχε μαζί του, και που ήταν ουσιαστικά η περιουσία του. Ένα πράγμα έλειπε μόνο: η κούκλα! Ξαφνικά βλέπει μια ομάδα επαναστατών να καλπάζουν προς το Παλάτι κι ένας από αυτούς, γαλανομάτης, κρατούσε στην αγκαλιά του… την κούκλα!

Η νίκη
Το προηγούμενο βράδυ, περίπου μία ώρα μετά τη σύλληψη της Σουόκ, τρεις μυστηριώδεις φιγούρες μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα του Τούτι που κοιμόταν. Ο δάσκαλος του μικρού, ο οποίος υποτίθεται ότι ήταν και φύλακάς του, ήταν πολύ δειλός και κρύφτηκε αμέσως πίσω από μια καρέκλα. Από εκεί παρακολούθησε τα στοιχειά να ρίχνουν δέκα, ακριβώς, σταγόνες ισχυρού υπνωτικού στο αυτί του Τούτι. Τους άκουσε δε, να ψιθυρίζουν ότι ο μικρός θα κοιμάται τρεις ολόκληρες μέρες κι έτσι δεν θα παραστεί στη δίκη της «κούκλας». Βλέπετε φοβήθηκαν ότι ο μικρός με τα κλάματα και τα παρακάλια θα έπειθε τους Τρεις Χοντρούς να αθωώσουν την Σουόκ πράγμα που δεν τους άρεσε καθόλου!
Εν τω μεταξύ, η φυλακισμένη Σουόκ κορόιδευε τους φρουρούς της βγάζοντας τη γλώσσα της όταν έφτασε ο επικεφαλής του παλατιού και διέταξε να την μεταφέρουν στο δικαστήριο. Όμως στο δρόμο τους είχαν στήσει ενέδρα και κάποιος άρπαξε το κορίτσι ψιθυρίζοντάς της στο αυτί να μην φοβάται.
Οι Τρεις Χοντροί και οι δικαστές περιμένουν αγωνιωδώς την κατηγορούμενη «κούκλα». Οι Χοντροί μάλιστα έχουν αρχίσει να ιδρώνουν με αποτέλεσμα να καταστρέφουν συνεχώς τα χαρτιά που έχουν μπροστά τους αφού η κάθε σταγόνα του ιδρώτα τους έχει μέγεθος μπιζελιού. Και οι Γραμματείς όλο και αλλάζουν τα χαρτιά. Κάποια στιγμή μπαίνουν μέσα τρεις φύλακες μεταφέροντας το κορίτσι αλλά οι Τρεις Χοντροί ρωτούν πού είναι ο επικεφαλής. Από τους τρεις φρουρούς αναλαμβάνει ο γαλανομάτης κι εξηγεί ότι ο αρχηγός τους αισθάνθηκε δυσπεψία στο δρόμο και θα καθυστερήσει, εξήγηση που ικανοποίησε τους Χοντρούς.
Στη συνέχεια ο εθνοφρουρός βάζει το κορίτσι σε ένα παγκάκι μπροστά από το δικαστήριο. Παρόλο που της θέτουν ερωτήσεις εκείνη παραμένει σιωπηλή, αρνούμενη να απαντήσει. Τότε οι Τρεις Χοντροί καλούν τον μοναδικό μάρτυρα, δηλαδή τον υπεύθυνο του θηριοτροφείου, ο οποίος είχε μείνει όλη τη νύχτα κρεμασμένος στο δέντρο από τη νυχτικιά του και μόλις είχε καταφέρει να ξεμπλεχτεί. Όμως δεν είχε πολλά να καταθέσει. Τους είπε μόνο ότι ανεβαίνοντας στο δέντρο για την παπαγαλίνα είδε την Σουόκ αλλά επειδή δεν είχε ξαναδεί … ζωντανή κούκλα λιποθύμησε από την τρομάρα του. Κατά συνέπεια δεν γνώριζε πώς δραπέτευσαν ο Πρόσπερος και η Σουόκ.
Πρότεινε, ωστόσο, να κληθεί η παπαγαλίνα που ήταν εκεί ψηλά και πιθανόν να είχε ακούσει τις συνομιλίες των επαναστατών. Μετά την κλήτευσή της η παπαγαλίνα μαρτύρησε τον τρόπο με τον οποίο η Σουόκ απέσπασε το κλειδί και ελευθέρωσε τον Πρόσπερο όπως και ότι το κτήνος ήταν ο Τουμπ. Η Σουόκ καταδικάζεται να σπαραχθεί από τις τίγρεις. Όμως και μετά την ανακοίνωση της ετυμογορίας εκείνη εξακολουθεί να παραμένει ακίνητη και βουβή.
Οι Τρεις Χοντροί και οι άνθρωποί τους πάνε στο θηριοτροφείο να παρακολουθήσουν την εκτέλεση. Αφήνουν την Σουόκ μπροστά στα κλουβιά και ελευθερώνουν τρία θηρία. Η πρώτη τίγρης ρουθουνίζει στο κορίτσι, η άλλη την ακουμπά με το πόδι της και η τρίτη την αγνοεί παντελώς κι αρχίζει να λιγουρεύεται τους Τρεις Χοντρούς. Μόνο τότε συνειδητοποίησαν όλοι ότι αυτό δεν ήταν ένα ζωντανό κορίτσι, αλλά μια κούκλα!
Βόμβες έχουν αρχίσει να εκρήγνυται στον αέρα πάνω από το παλάτι. Οι άνθρωποι επιτίθενται με κανόνια. Οι Χοντροί τρέχουν έξω από το πάρκο, αλλά πολύ σύντομα βρίσκονται περικυκλωμένοι από μεγάλο πλήθος φτωχών με επικεφαλής τον Πρόσπερο και τον Τιμπούλ. Ακόμη και οι στρατιώτες βρίσκονται πια στο πλευρό του λαού ενώ οι πλούσιοι τρέχουν βιαστικά στο λιμάνι για να εγκαταλείψουν τη χώρα. Πράγμα που δεν έγινε γιατί οι εργάτες του λιμανιού και οι ναυτικοί τους σταμάτησαν. Όλη η πόλη τραγουδά το τραγούδι της νίκης.
Οι Τρεις Χοντροί που συνελήφθησαν φέρονται στη μεγάλη αίθουσα του Παλατιού όπου ο Πρόσπερος βγάζει λόγο αναγγέλλοντας το ξημέρωμα μιας νέας εποχής. Συμβουλεύει, μάλιστα «να θυμάστε αυτή τη μέρα, να θυμάστε αυτήν την ώρα». Κι όταν λέει τη λέξη «ώρα» ο καθένας γυρνάει προς το τεράστιο ρολόι της αίθουσας, σαν κι αυτά του παππού, να δει την ακριβή ώρα. Ξαφνικά το πορτάκι του ρολογιού ανοίγει, αποκαλύπτοντας ότι ο μηχανισμός του έχει αφαιρεθεί και το μόνο που κρύβει μέσα του είναι η Σουόκ! Το πλήθος ενθουσιάζεται την αγκαλιάζουν και τη φιλάνε.
Οι Τρεις Χοντροί είναι, πια, καλά κλειδωμένοι στο ίδιο κλουβί που είχαν κλείσει τον Πρόσπερο.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ένα χρόνο αργότερα, στον εορτασμό της πρώτης επετείου της Επανάστασης η Σουόκ εμφανίζεται στη σκηνή με τον Τούτι ο οποίος όπως αποδείχθηκε ήταν αδελφός της. Όλα εξηγήθηκαν από το σημείωμα που έδωσε το «κτήνος» στην Σουόκ πριν πεθάνει, όταν εκείνη έψαχνε στο θηριοτροφείο τον Πρόσπερο. Στο σημείωμα, ο επιστήμονας Τουμπ ανέφερε πως όταν η Σουόκ και ο Τούτι ήταν πέντε ετών είχαν απαχθεί από τους ανθρώπους των Τριών Χοντρών. Στη συνέχεια αυτοί διέταξαν τον Τουμπ να φτιάξει μια κούκλα με το πρόσωπο της Σουόκ που δεν θα ήταν συνηθισμένη καθώς θα μεγάλωνε όπως και ο Τούτι. Μόλις ο Τουμπ έφτιαξε την κούκλα η Σουόκ πουλήθηκε σε έναν περιοδεύοντα θίασο τσίρκου με αντάλλαγμα έναν παπαγάλο που μιλά. Οι άνδρες των Τριών Χοντρών διέταξαν επίσης τον Τουμπ να κατασκευάσει μια καρδιά σιδερένια για τον Τούτι έτσι ώστε να γίνει σκληρός και να μην νιώθει καμιά συγκίνηση. Πράγμα όμως που ο επιστήμονας δεν έκανε ποτέ ισχυριζόμενος ότι η ανθρώπινη καρδιά δεν μπορεί να αντικατασταθεί με τίποτε. Για την ανυπακοή του αυτή ο Τουμπ κλειδώθηκε από τότε σε ένα κλουβί του θηριοτροφείο όπου μεγάλωνε σε συνθήκες ζώων.
-
Τ Ε Λ Ο Σ
-
ΓΙΟΥΡΙ ΚΑΡΛΟΒΙΤΣ ΟΛΕΣΑ
19 Φεβρουαρίου (3 Μαρτίου) 1899 – 10 Μαΐου 1960

Συγγραφέας, δημοσιογράφος, και θεατρικός συγγραφέας γεννήθηκε στην Ουκρανία από γονείς της μέσης τάξης οι οποίοι μετακόμισαν στην Οδησσό το 1902. Στην πόλη αυτή, ο Ολέσα, ολοκλήρωσε την υποχρεωτική εκπαίδευση και τις νομικές σπουδές κατά τη διάρκεια των οποίων άρχισε να ασχολείται ιδιαίτερα με τη λογοτεχνία. Το 1919 απορρίπτοντας τις φιλομοναρχικές ιδέες των γονιών του προσχώρησε στον Κόκκινο Στρατό όπου υπηρέτησε επί ένα χρόνο. Παντρεύτηκε την Όλγα Γκουστάνοβα Σουόκ και εργάστηκε στο γραφείο προπαγάνδας της Ουκρανίας. Από το 1922 εγκαταστάθηκε στη Μόσχα και την ίδια χρονιά δημοσίευσε το πρώτο του έργο με τίτλο «Angel» γράφοντας παράλληλα και σε λογοτεχνικά περιοδικά, επηρεασμένος κυρίως από τους Γουέλς, Στίβενσον και Τολστόι.

Με το πιο γνωστό μυθιστόρημά του (Zavist-Φθόνος, 1927) σκιαγράφησε την εικόνα αντιπαράθεσης αξιών κατά τα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης. Το ύφος του διέφερε από εκείνο της Σχολής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού με αποτέλεσμα τα έργα του, χιουμοριστικά, αιχμηρά και ονειροπόλα να αντιμετωπιστούν δυσμενώς την περίοδο του Στάλιν. Εξάλλου σε ομιλία του στο Πρώτο Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων το 1934, ο Ολέσα υπερασπίστηκε την ανάγκη για ανεξάρτητη λογοτεχνία, καταδικαζόμενος για «αντιδραστικές» υφολογικές τάσεις και «αντιανθρωπισμό». Το σύνολο του έργου ήρθε στη δημοσιότητα τρία χρόνια μετά το θάνατο του Στάλιν, ωστόσο λίγο αργότερα ο Ολέσα πέθανε αιφνίδια σε ηλικία μόλις 61 ετών.

Σύμφωνα με τον Βίκτορα Σκλόφσκι ο Ολέσα είναι ο πατέρας της γνωστής φράσης «Οι λογοτέχνες είναι μηχανικοί των ανθρώπινων ψυχών» και μάλιστα την είχε διατυπώσει στη συνάντηση των λογοτεχνών με τον Στάλιν στο σπίτι του Γκόρκι. Λέγεται ότι αν και ο Στάλιν αργότερα επανέλαβε το απόφθεγμα, αναφέροντας ότι το έχει διατυπώσει ο Ολέσα, σταδιακά η πατρότητα άρχισε να μετακυλίεται προς στον σοβιετικό ηγέτη.

Το έργο του Ολέσα περιλαμβάνει τουλάχιστον 16 δημοσιευμένα διηγήματα, μυθιστορήματα και θεατρικά, μεταξύ αυτών και το επαναστατικό παραμύθι «Οι Τρεις Χοντροί» το οποίο παρουσιάστηκε από το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας τον Μάιο του 1930 και σε έκδοση με μουσική και μπαλέτο το 1935. Επίσης μετατράπηκε σε όπερα και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο και στο ραδιόφωνο. Άλλωστε ο Ολέσα πίστευε πολλοί στους νέους θεωρώντας τους ως αρχή για την αλλαγή των αξιών με την πεποίθηση ότι ο κομμουνισμός δεν δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά και ένα ηθικό σύστημα.

Πηγές
-Α summary of «Three Fat Men», marxists.org
- Olesha, Yuri Karlovich, Biography, SovLit.com, Encylopedia of Soviet Writers
- Yury (Karlovich) Olesha, Biography, Pegasos, A literature related site in Finland
-Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αφιέρωμα, Ελληνικά Γράμματα
- Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, «Σίγησε» η σπουδαία πένα του, Ριζοσπάστης, 20-05-2008
- Mstislav Dobuzhinsky, Wikipedia
- Οχτωβριανή Επανάσταση: Η Τέχνη στην υπηρεσία της Επανάστασης, Ριζοσπάστης, 13-01-2008
Απόδοση: α.μ.

3/5/10

Περί Μαλακίας



Ο Θουκυδίδης, αρχίζει την έκτη παράγραφο του περίφημου Επιταφίου Λόγου που αποδίδει στον Περικλή, με την φράση: «Φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας». Η λέξη «μαλακία» σημαίνει εδώ «αποχαύνωση». Τι σημαίνει, όμως, αποχαύνωση μέσω της φιλοσοφίας; Προφανώς σημαίνει πως ο φιλόσοφος πρέπει πάνω απ’ όλα να έχει μυαλό που «δουλεύει» και διάθεση να σκεφτεί επί των ζητημάτων του απασχολούν την πόλη του. Στην αντίθετη περίπτωση, η σκέψη του καθηλώνεται σε ένα λογικό σχήμα και αρχίζει να περιφέρεται άτονα ανάμεσα τις αντικρουόμενες απόψεις των ειδικών, που δεν μπορούν να δουν πέρα από τη μύτη τους. Η ΜΑΛΑΚΙΑ, λοιπόν, είναι σημαντικός όρος ιδίως της πολιτικής φιλοσοφίας. Ένα άλλος όρος εισήχθη από τον ποιητή Αρχίλοχο και είναι «κακόπατρις», αυτός δηλαδή που προκαλεί δεινά στην πατρίδα του. Καμωνόμαστε, λοιπόν, πως σήμερα δεν υπάρχουν ανάμεσά μας «κακοπάτριδες». Δεν μπορούμε όμως να καμωθούμε πως δεν υπάρχουν ΜΑΛΑΚΕΣ. Διότι, μετά την ανακοίνωση των «εθνοσωτήριων» οικονομικών μέτρων από την κυβέρνησή μας, είναι φανερό πως:


ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΑΚΙΑ, να μην δίνεις καθόλου επίδομα διακοπών σ’ αυτόν που αμείβεται με 3.000 ΕΥΡΩ και να δίνεις 250 ΕΥΡΩ σ’ αυτόν που αμείβεται με 1500. Προφανώς δεν μπορείς να σκεφτείς πως το τίποτα επιπλέον είναι ήδη πολύ για τον πλούσια αμειβόμενο, ενώ το κάτι λίγο επιπλέον είναι απολύτως τίποτα για τον φτωχικά αμειβόμενο.

ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΑΚΙΑ, να θεωρείς πως επειδή ένας χαμηλοσυνταξιούχος μπορεί να ζει με λίγα ψίχουλα, μπορεί να ζήσει και με ακόμα λιγότερα ψίχουλα.

ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΑΚΙΑ, να εφαρμόζεις ένα δίκαιο εισπρακτικό σύστημα σε ένα κοινωνικό σύνολο που αποτελείται από νόμιμους κλέφτες και παράνομους κλεμμένους. Μετατρέπεσαι αυτομάτως σε νόμιμο κλέφτη.

ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΑΚΙΑ, να νομίζεις πως επειδή πριν από 60, οι μισθοφόροι του κράτους σου κατάσφαξαν κάθε αντιστεκόμενο, δεν υπάρχουν πια αντιστεκόμενοι.

ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΑΚΙΑ, να χρησιμοποιείς το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, όταν αναφέρεσαι στις ευθύνες για την κατάρρευση μιας σύγχρονης οικονομίας. Ακόμα κι ένα παιδί θα καταλάβει πως προσπαθείς να βγάλεις απέξω τον εαυτό σου, με ύπουλο τρόπο.

ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΑΚΙΑ, να δέχεσαι ως σωτήρα αυτόν που κινδυνεύει περισσότερο.

ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΑΚΙΑ, να κυβερνάς μια χώρα όταν δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τον κλέφτη από τον νοικοκύρη.

Όλα αυτά είναι ΜΑΛΑΚΙΕΣ, όπως μας δίδαξαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Εκτός αν ήδη γνωρίζετε πως είναι ΜΑΛΑΚΙΕΣ. Οπότε δεν είστε ΜΑΛΑΚΕΣ. Είστε ΑΔΙΑΝΤΡΟΠΟΙ.*

Μήπως, η έσχατη εντιμότητα απαιτεί να ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΤΕ πριν από οτιδήποτε άλλο ΤΙ ΕΙΣΤΕ;


* Κάθαρμα [καθάρμ], ατος, τό, (καθαίρω) σημαίνει: Ι. 1. Αυτό που απορρίπτεται κατά τον καθαρισμό• πληθ.: απορρίμματα, περισσεύματα θυσίας• υπόλειμμα μετάλλου μετά την τήξη, σκωρία. 2. μεταφορικά, για πρόσωπο: απόβλητος. II. Πληθ.: κάθαρσις, εξαγνισμός, E.IT1316; ποντίων καθαρμάτων .

ΑΙΣΧΥΛΟΣ - ΧΟΗΦΟΡΟΙ
Μιλάει η Ηλέκτρα
...ταδ εκχέασα, γάποτον χύσιν,
στείχω καθάρμαθ’ ως τις εκπέμψας πάλιν
δικούσα τεύχος αστρόφοισιν όμμασιν;
...να τα σκορπίσω στη γη [τα δώρα που της έφεραν],
όπως αυτός που πάει να πετάξει τα απομεινάρια μιας θυσίας,
παίρνοντας με σιχασιά το βλέμμα μου από πάνω τους;

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΠΛΟΥΤΟΣ
Μιλά η Πενία (Φτώχια)
γρύζειν δε και τολμάτον ω καθάρματε,
επ’ αυτοφώρω δεινά δρώντ’ ειλημμένω;
Τολμάτε κι απαντάτε, ω παρείσακτοι, (αδιάντροποι)
που πιαστήκατε επ’ αυτοφώρω αγκαλιά με τους κακούς;



Γιώργος Μπλάνας