Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

29/6/11

Στάχτη-Στάχτη-Στάχτη!

Sam Mc, Sun Dragon

Ας τελειώνουμε, λοιπόν,
μ’ αυτόν τον ψεύτικο ήλιο,
τον ήλιο τον βρικόλακα
γεμάτο δόντια αχόρταγα
και νύχια αιμοβόρα•
γλώσσες φιδιών οι γλώσσες του:
φωτιά, καπνός, φαρμάκι,
ψυχές βαρβάρων, γουρουνιών
που γέννησαν γουρούνες.

Ας τελειώνουμε λοιπόν
μ’ αυτού του βρώμικου ήλιου
τα ψυχοβόρα τέρατα.
Στάχτη τα τέρατα
και στάχτη οι σιδερόφραχτοι
προστάτες τους. Κι η στάχτη
τροφή των αρουραίων
που δόξασαν και ύμνησαν
αυτόν τον ψεύτικο ήλιο,
τον ήλιο που ανατέλλει
μέσα στα αίματα
για αίμα διψασμένος.

Γιώργος Μπλάνας

25/6/11

Οι τρεις αγελάδες

Ένα αγγλικό παραμύθι από τη συλλογή του καθηγητή D.L.Ashliman. Απόδοση στην ελληνική: α.μ.

MΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ζούσε ένας γεωργός που είχε τρεις πανέμορφες και αφράτες αγελάδες, τη Φατσούλα, τη Διαμαντούλα και την Ομορφούλα. Ένα πρωί φτάνοντας στο στάβλο, βρήκε τη Φατσούλα τόσο αδυνατισμένη που μπορούσε να την πάρει ο αέρας. Το δέρμα της κρεμόταν σαν άδεια σακούλα καθώς ίχνος κρέατος δεν είχε μείνει πάνω της. Ακίνητη εκεί, η Φατσούλα, τον κοιτούσε με τα τεράστια μάτια της λες κι αντίκριζε φάντασμα. Την ίδια μέρα όμως είχε όμως συμβεί και κάτι ακόμη. Στο τζάκι της κουζίνας του υπήρχε ένας σωρός από στάχτη όμοια με εκείνην που αφήνουν τα ξύλα όταν καίγονται, γεγονός που έκανε το γεωργό να αναρωτιέται αν όλα όσα έβλεπε ήταν πραγματικότητα. Την επόμενη μέρα, η γυναίκα του βγαίνοντας από το σπίτι είδε τη Διαμαντούλα μεταμορφωμένη σε ένα σακί από κόκαλα, σαν τη Φατσούλα δηλαδή, ενώ η στοίβα με τα καυσόξυλα είχε μείνει μισή. Αλλά και στο τζάκι, το ύψος της στάχτης είχε φτάσει το ένα μέτρο!

Φραντς Μαρκ[*], Η μοίρα των ζώων, 1901, Μουσείο Κουνστ, Βασιλεία, Ελβετία. Wikipedia


Μια και δυο λοιπόν, ο γεωργός αποφάσισε να μείνει ξάγρυπνος τη νύχτα μήπως και καταλάβει, επιτέλους, τι συμβαίνει. Έτσι, κρύφτηκε σ΄ ένα ντουλάπι από το οποίο μπορούσε να ελέγχει όλο το σπίτι του, κι άφησε την πόρτα μισάνοιχτη ώστε να δει ποιος ή τι θα μπει μέσα. Οι ώρες πέρναγαν και μόνο το ρυθμικό «τικ, τακ» του ρολογιού ακουγόταν. Ο γεωργός είχε αρχίσει να κουράζεται, πια, και στην προσπάθειά του να παραμείνει ξύπνιος δάγκωνε το μικρό του δάκτυλο. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του σπιτιού και χίλια ξωτικά, γελώντας και χορεύοντας, εισέβαλαν μέσα τραβώντας την Ομορφούλα από το σκοινί μέχρι το κέντρο του δωματίου. Εκείνος, αν και ήταν σίγουρος ότι από στιγμή στιγμή θα πέθαινε από την τρομάρα του, μπόρεσε να κρατηθεί ζωντανός, μόνο και μόνο από περιέργεια για ό,τι θα ακολουθούσε.

Ακόμη κι ο χρόνος φαινόταν να είχε σταματήσει γι΄ αυτόν. Τρομοκρατημένος, όπως ήταν, δεν άκουγε ούτε το «τικ, τακ» του ρολογιού και το μόνο που τον απασχολούσε ήταν η δύστυχη Ομορφούλα, η τελευταία όμορφη αγελάδα του. Είδε τα ξωτικά να τη ρίχνουν κάτω, να πέφτουν πάνω της και να τη γδέρνουν με τα μαχαίρια τους. Είδε να τρέχουν μερικά απ΄ αυτά έξω στην αυλή και να επιστρέφουν κουβαλώντας καυσόξυλα ανάβοντας μια μεγάλη φωτιά στο τζάκι. Είδε να μαγειρεύουν το κρέας της Ομορφούλας του, ψητό, τηγανητό κι όπως αλλιώς γίνεται. Ξαφνικά ένα από τα ξωτικά, που φαινόταν να είναι ο βασιλιάς τους φώναξε: «Προσέξτε, μην σπάσει ούτε ένα κόκκαλο!».

Όταν πια, όλα τα δαιμόνια είχαν καταβροχθίσει κάθε ίχνος κρέατος, ξεκίνησαν να παίζουν με τα κόκαλα, πετώντάς τα μεταξύ τους. Όμως, μέσα σε αυτό το πανδαιμόνιο ένα κοκαλάκι από το πόδι της Ομορφούλας βρέθηκε πολύ κοντά στην πόρτα της ντουλάπας που ήταν κρυμμένος ο γεωργός. Εκείνος κατατρόμαξε και μόνο στη σκέψη ότι τα ξωτικά θα το αναζητήσουν και απλώνοντας δειλά το χέρι του, το τράβηξε μέσα. Την ίδια στιγμή είδε τον βασιλιά των ξωτικών, όρθιο στο τραπέζι να διατάζει: «Μαζέψτε τα κόκαλα!», κι αμέσως εκείνα άρχισαν να σεργιανούν στο δωμάτιο, μαζεύοντάς τα ένα-ένα. «Τακτοποιήστε τα, τώρα», διέταξε ξανά ο βασιλιάς, και τα ξωτικά τα έβαλαν όλα στη θέση τους, μέσα από το δέρμα της αγελάδας, που δίπλωσαν με περισσή τεχνική. Στη συνέχεια ο βασιλιάς, άρχισε να κτυπά με το ραβδί του τη μάζα οστών και δέρματος και σε λίγο ακούστηκε ένα πονεμένο μουγκανητό. Η αγελάδα ξαναζωντάνεψε!

Αλίμονο όμως! Όταν τα ξωτικά άρχισαν να την τραβούν πίσω στο στάβλο, τα πράγματα ήταν δύσκολα για εκείνην αφού της έλειπε κάτι από το ένα της πόδι. Αλλά ήταν πια πολύ αργά. Ο κόκορας ξημέρωνε μια νέα μέρα και τα ξωτικά κρύφτηκαν αφήνοντας την Ομορφούλα δυο φορές πληγωμένη και τον γεωργό τρέμοντας να κουκουλώνεται στο σκεπάσματά του.

Επίκαιρο ηθικό δίδαγμα
Η περιέργεια και η αγωνία δεν σε σώζουν. Αντίθετα, σε οδηγούν στη φυγομαχία που σημαίνει το τέλος σου.


[*]Φραντς Μαρκ (Franz Marc, 1880-1916)
Γερμανός εξπρεσιονιστής ζωγράφος και χαράκτης, ιδρυτικό μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας «Ο Γαλάζιος Καβαλάρης», στην οποία συμμετείχε, μεταξύ άλλων Ρώσων καλλιτεχνών-μεταναστών, και ο Β. Καντίνσκι. Γεννήθηκε στο Μόναχο από πατέρα ζωγράφο ενώ η μητέρα του ήταν γνωστή ως πιστή καλβινίστρια. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της πόλης του ενώ μεταξύ 1903-1907 μελέτησε τεχνικές στο Παρίσι όπου συναναστράφηκε με πολλούς καλλιτέχνες μεταξύ των οποίων και η Σάρα Μπερνάρ. Εκεί, όμως, διαπίστωσε και έντονες ομοιότητες του έργου του με εκείνων του Βίνσεντ βαν Γκογκ. Την ίδια περίοδο μελέτησε την τεχνική της βυζαντινής αγιογραφίας επισκεπτόμενος τη Θεσσαλονίκη και το Άγιο Όρος, τουλάχιστον.

Επηρεασμένος από τον φουτουρισμό και τον κυβισμό ανέπτυξε μια δική του, ξεχωριστή, τεχνική αποτυπώνοντας συνήθως ζώα στο φυσικό τους περιβάλλον. Το έργο του διακρίνεται από έντονη απλότητα, βαθύτατη ευαισθησία και χαρακτηριστικά χρώματα τα οποία εκφράζουν συγκεκριμένα νοήματα και σκοπούς: το μπλε για την αρρενωπότητα και την πνευματικότητα, το κίτρινο για τη θηλυκότητα και τη χαρά, το κόκκινο για τη βία.

Η προσωπική του ζωή ήταν θυελλώδης με μεγάλους έρωτες και δύο γάμους. Σκοτώθηκε στη μάχη του Βερντέν, από γαλλική σφαίρα, λίγο πριν την αναχώρηση από το μέτωπο των σπουδαίων καλλιτεχνών που είχαν αποφασίσει οι Γερμανοί με σκοπό να τους προστατεύσουν. Οι Ναζί καταδίκασαν το έργο του Μαρκ, χαρακτηρίζοντας τον ίδιο ως «εκφυλισμένο καλλιτέχνη». Το συγκεκριμένο έργο ολοκληρώθηκε το 1913 και φέρει στο πίσω μέρος σημείωση του ζωγράφου στην οποία εκφράζει την έντονη αγωνία του για τον επικείμενο πόλεμο.

16/6/11

Το απόλυτο ποίημα των ημερών

Ιερώνυμος Μπος, Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου, κεντρικό μέρος του τρίπτυχου, Εθνικό Μουσείο Arte Antiga, Λισαβόνα. Πηγή: Wikipedia

ΕΖΡΑ ΠΑΟΥΝΤ

ΚΑΝΤΟ XIV
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Γιώργος Μπλάνας


Έφτασα σ’ ένα μέρος βουβό από φως•
Μπόχα βρεγμένου κάρβουνου, πολιτικοί
ο ------------ος και ο -------------ας, οι καρποί τους δεμένοι
στους αστράγαλους,
Στέκονταν εκεί, ξεβράκωτοι,
πρόσωπα ζωγραφισμένα στα κωλομέρια,
μάτια ορθάνοιχτα στα τεράστια κωλομέρια,
θάμνοι ίσα κάτω τα γένια τους,
κι απευθύνονταν στις μάζες με τις κωλοτρυπίδες τους
απευθύνονταν στα πλήθη μέσα στον βόρβορο,
σαύρες, γυμνοσάλιαγκες, σκουλήκια,
και μαζί τους ο --------------------ου,
μια απόλυτα λευκή πετσέτα φαγητού
χωμένη κάτω απ’ την ψωλή του,
και ο -------------------ας
που δεν του άρεσε καθόλου μα καθόλου η γλώσσα της πλεμπάγιας,
καλοσιδερωμένα -πάντα ωστόσο λαδωμένα- κολάρα
τυλιγμένα γύρω στα πόδια τους,
το δέρμα όλο σπυριά και τρίχες
να ξεχειλίζει απ’ τα κολάρα,
κερδοσκόποι βρικόλακες πασαλειμμένοι με σκατά,
και πίσω τους ο -------------------ου και οι επενδυτές
να τους μαστιγώνουν με ατσάλινα σύρματα.

Και οι προδότες της γλώσσας
ο -----------------------ου κι η συμμορία των εφημερίδων
κι οι πληρωμένοι ψεύτες
οι ανώμαλοι, οι ανώμαλοι της γλώσσας,
οι ανώμαλοι, που έφραξαν με τη λάσπη
του χρήματος κάθε χαρά απ’ τις αισθήσεις
σκούζοντας, κοτέτσι σε τυπογραφείο,
και να χτυπούν οι πρέσες,
να φυσάει σκόνη κι αδέσποτα χαρτιά,
βρώμα, ιδρώτας, σαπισμένα πορτοκάλια,
κοπριά, ο τελευταίος βόθρος της ανθρωπότητας,
μυστήριο, διοξείδιο του θείου,
οι δειλοί, να ωρύονται•
να βουτάνε κοσμήματα στον βούρκο,
και να σκούζουν πως τα βγάζουν λερωμένα•
σαδίστριες μανάδες να οδηγούν τις θυγατέρες τους
στο κρεβάτι της παραλυσίας
γουρούνες να τρώνε σκουπίδια
και πάνω εκεί η επιγραφή
πάνω εκεί: ΟΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ.

15/6/11

Ιστορική συνέχεια










και η «λύση», ιστορική κι αυτή…



... κάπως έτσι

9/6/11

Οι «αγανακτισμένοι» και τα πολιτικά παράσιτα

Οδόφραγμα, παρισινή κομμούνα, 18 Μαρτίου 1871. Πηγή: wikipedia


του Γιώργου Μπλάνα

Οι «αγανακτισμένοι» Έλληνες είναι ακόμα στις πλατείες. Και καθένας σημαίνει δεκάδες άλλους, που δεν μπορούν να παραβρίσκονται. Φυσικά δεν είναι αρκετοί σε μια χώρα εκατομμυρίων ψηφοφόρων. Αλλά αρκούν. Αρκούν για να σκορπίσουν τον πανικό στα παράσιτα που κυβέρνησαν και κυβερνούν αυτή τη χώρα. Αρκούν επίσης για να προκαλέσουν τουλάχιστον αμηχανία στα κόμματα που δεν κυβέρνησαν ποτέ αυτή τη χώρα.

Πανικόβλητοι ή αμήχανοι, οι λειτουργοί του πολιτικού συστήματος ισχυρίζονται πως το αυθόρμητο δεν συνιστά πολιτική, πως οι «αγανακτισμένοι» έχουν θολή εικόνα για τα πράγματα και δεν μπορούν να συγκεκριμενοποιήσουν τους στόχους τους.

Και αν τα παραπάνω αποτελούν κριτική σε ένα κοινωνικό φαινόμενο –πονηρή φυσικά- οι δηλώσεις των παρασίτων που κυβερνούν, πως τάχα το «πράγμα» θα «ξεθυμάνει», πιστοποιούν την εγκληματική νοοτροπία τους.

Το γεγονός πως οι «αγανακτισμένοι» μουντζώνουν και βρίζουν, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως δεν έχουν συγκεκριμένη εικόνα για το ψοφίμι που κατάντησαν την χώρα οι γαλάζιοι και πράσινοι εφιάλτες. Τι θα έπρεπε να γίνει δηλαδή; Να τηρηθεί το πρωτόκολλο της πολιτικής αθλιότητας; Να υπογράψουν μια διαμαρτυρία ορισμένοι επαγγελματίες της «εκπροσώπησης του λαού» και να το πάνε στη Βουλή, ανταλλάσσοντας αβρότητες με τους βουλευτές; Αυτό δεν είναι πολιτική. Είναι πολιτικό πορνό.

Όχι, οι «αγανακτισμένοι» αποτελούν ένα ρήγμα στην αθλιότητα του πολιτικού συστήματος.

Ξέρουν πως το εκλογικό σύστημα είναι τάφος για τη δημοκρατία. Οι Έλληνες δεν έδωσαν στο ΠΑΣΟΚ το 51%. Και αγανακτούν όταν βλέπουν τον δοσίλογο πρωθυπουργό να κάνει χρήση ενός τέτοιου ποσοστού. Γνωρίζουν πως τα περί «κινδύνου εκτροπής» επιχειρήματα είναι φούμαρα. Η μοναδική μέχρι στιγμής εκτροπή γίνεται από τους κυβερνόντες. Εξάλλου, όποιος τολμήσει να εκτρέψει τη δημοκρατία, αργά ή γρήγορα, θα κακοθανατίσει όπως κακοθανάτισαν οι εγκληματίες της χούντας.

Ξέρουν πως τα πολιτικά κόμματα δεν έχουν αρχές (με εξαίρεση το ΚΚΕ – το οποίο βέβαια έχει άλλα ράμματα και άλλη γούνα) αλλά αρχηγούς. Τα πολιτικά κόμματα δεν εκφράζουν παρά μόνο εκείνους που συνδέουν τα συμφέροντά τους με τα συμφέροντα του αρχηγού. Δουλειά τους είναι η κατάληψη της εξουσίας με την ανάπτυξη της κατάλληλης διαφημιστικής στρατηγικής και αφού μειοδοτήσουν στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων τυχοδιωκτών μεγιστάνων του χρήματος: ελλήνων και ξένων.

Ξέρουν πως το Δημόσιο είναι φωλιά παρακρατικών. Ξέρουν πως οι περισσότεροι εργαζόμενοι στο Δημόσιο είναι άνθρωποι τίμιοι, μπλεγμένοι στους μηχανισμούς μιας διοίκησης παράλογης, δίχως κίνητρα, δίχως δημιουργικότητα, με μαραζωμένες ψυχές από την αθλιότητα των χώρων στους οποίους εργάζονται. Και ξέρουν πως τα παράσιτα των κυβερνήσεων, που ρήμαξαν τη χώρα, έχουν συστήσει μέσα στο Δημόσιο (της Αστυνομίας συμπεριλαμβανομένης) συμμορίες δοσίλογων, οι οποίες συμπλέκονται αθόρυβα, οδηγώντας τις δημόσιες υπηρεσίες στο χάος. Και ξέρουν πως αυτές οι συμμορίες εξαγοράζουν τη σιωπή των ηθικά ελαστικών υπαλλήλων με το ελεύθερο στην καταλήστευση του πολίτη. Ξέρουν πως σε ορισμένες περιπτώσεις οι συμμορίες αυτές είναι πλούσια, ευημερούντα συνδικάτα.

Ξέρουν πως η πολιτική όπως την ξέρουμε έχει ψοφήσει. Γιατί ξέρουν πως η έννοια του πολιτικού κόμματος ταυτίζεται πια με την έννοια της εξουσίας. Το κόμμα ως εκφραστής του λαού και του ρου της Ιστορίας είναι ένα ψόφιο ποντίκι. Η δημοκρατία ή είναι άμεση ή δεν είναι δημοκρατία. Σήμερα, μετά την ανάδυση της ατομικότητας ως ξεχωριστής και αναντικατάστατης αξίας. Κανείς δεν μπορεί να αντιπροσωπεύσει κανέναν. Μόνο καθένας τον εαυτό του εντός της εκκλησίας του δήμου, με σκοπό την παραγωγή συλλογικών αποφάσεων.

Ξέρουν ποιοι «πνευματικοί» άνθρωποι είναι πραγματικά πνευματικοί. Το Σύνταγμα δεν απέχει δύο σταθμούς από το Μέγαρο Μουσικής. Απέχει πολύ περισσότερους. Απέχει εκατό χιλιάδες σταθμούς ραγιαδισμού.

Ξέρουν πως η Εκκλησία είναι πια επενδυτικός όμιλος.

Ξέρουν πως το Μνημόνιο είναι απάτη.

Ξέρουν πως η πτώχευση δεν είναι καταστροφή, πολύ απλά διότι η χώρα έχει ήδη πτωχεύσει.

Ξέρουν πως η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα κερδοσκοπεί σε βάρος μας.

Ξέρουν πως η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται ήδη στην αρχή της διαδικασίας του τέλους της, και πως τα παράσιτα που κυβερνούν έχουν αποφασίσει να προσδέσουν την Ελλάδα στον οικονομικό οργανισμό της Γερμανίας, με την οποία θα ταχθούν, όταν έρθει το τέλος της Ε.Ε.

Οι «αγανακτισμένοι» μπορεί να κουραστούν, μπορεί να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Αλλά όλα όσα καταγράφονται αυτή την στιγμή στη συνείδησή τους, θα γίνουν αργά ή γρήγορα ο τάφος των πολιτικών παρασίτων.



5/6/11

Με συνέταιρο τον Διάβολο

The Concert in the Egg, Hieronymus Bosch, Musee des Beaux-Arts, Lille, France


Μια νύχτα, έφθασε σ΄ ένα πανδοχείο ένας πλανόδιος μάστορας αποφασισμένος να ξεκουράσει τα πόδια του, που είχαν πρηστεί από το πολυήμερο ταξίδι, αν και δεν είχε φράγκο στην τσέπη! Ο ξενοδόχος, πήρε γρήγορα χαμπάρι την κατάσταση του πελάτη του, κι ένα βράδυ του είπε: «Καλέ μου φίλε, τώρα που ξεκουράστηκες για τα καλά, κοίτα να ξεκινήσεις πρωί- πρωί για τη δουλειά σου. Να! Πάρε και τον λογαριασμό». Κρύος ιδρώτας έλουσε τον άφραγκο μάστορα, ωστόσο βρήκε την ψυχραιμία να απαντήσει: «Αύριο, μια μέρα ακόμη, και θα φύγω». «Καλά», του αποκρίθηκε ο ξενοδόχος, «αλλά πρόσεχε στο τέλος μην καταλήξεις στο Ξενοδοχείο Μαύρος Πύργος. Εκεί γύρω, λένε, ότι είναι μαζεμένοι όλοι όσοι ήπιαν και έφαγαν παραπάνω από όσα μπορούσαν να πληρώσουν».

Μετά απ΄ αυτό, κι όπως ήταν φυσικό, ο πελάτης δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι όλη τη νύχτα. Με την αγωνία και το φόβο να μεγαλώνουν όσο πέρναγε η ώρα, στριφογύριζε, μέχρι που μια μαύρη φιγούρα πλησίασε το κρεβάτι του. Τρόμαξε τόσο πολύ σαν να στεκόταν από πάνω του ο Διάβολος ο ίδιος! Πριν καλά καλά προλάβει να καταλάβει τι γινόταν, η σκιά του είπε: «Μην φοβάσαι, αγαπητέ μου σύντροφε. Βάλε εσύ τα λουκάνικα κι εγώ θα φέρω τα ποτά. Δηλαδή, βάλε κι εσύ ένα χεράκι, κι εγώ θα σε βοηθήσω να βγεις καθαρός από αυτήν την περιπέτεια». «Τι να κάνω;», ρώτησε ο μάστορας. «Μείνε εδώ, στο ξενοδοχείο, για επτά χρόνια», είπε ο Διάβολος, γιατί εκείνος ήταν, «έτσι θα εξασφαλίσεις ό,τι χρειάζεσαι και θα σου τρέχουν, τα χρήματα, όπως τα φύλλα από τα δέντρα. Σε αντάλλαγμα γι΄ αυτό δεν πρέπει να πλυθείς, ούτε να χτενιστείς, ούτε να κουρευτείς, ούτε καν τα νύχια σου να κόψεις». «Με συμφέρει πολύ η πρόταση αυτή», σκέφτηκε ο μάστορας, και συμφώνησε μαζί του, χωρίς δεύτερη σκέψη.

Όταν ξημέρωσε, ο συνεταίρος του Διαβόλου πλήρωσε τα χρωστούμενα στον ξενοδόχο μέχρι τελευταία δεκάρα, και μάλιστα του έδωσε και προκαταβολή για τις επόμενες μέρες. Έτσι, έμενε στο ξενοδοχείο για χρόνια ξοδεύοντας χρήματα λες και ήταν άμμος στην παραλία. Ωστόσο, τηρώντας τους κανόνες της συμφωνίας, κατέληξε να ΄χει την όψη άγριου θηρίου και κανένας δεν ήθελε πια να τον αντικρίζει.

Μια ωραία πρωία, λοιπόν, φθάνει στο πανδοχείο ένας έμπορος που έμενε απέναντι, μαζί με τις τρεις πεντάμορφες κόρες του. Ο λόγος της επίσκεψής του ήταν να μοιραστεί τον πόνο του με τον ξενοδόχο, μια και πολύ πρόσφατα κάτι πήγε στραβά με τις επιχειρήσεις του και τώρα δεν ήξερε τι να κάνει. «Άκουσέ με», του είπε ο ξενοδόχος, «νομίζω ότι υπάρχει λύση στο πρόβλημά σου. Εδώ, μένει ένας περίεργος τύπος περισσότερα από έξι χρόνια. Μπορεί να μην περιποιείται τον εαυτό του και να είναι άσχημος σαν αμαρτία, αλλά έχει τόσο χρήμα που το μοιράζει λες και είναι σανό! Πήγαινε να τον βρεις. Έχω παρατηρήσει ότι πολύ συχνά κοιτάζει το σπίτι σου. Ποιος ξέρει, μπορεί να του έχει γυαλίσει καμιά από τις κόρες σου».

Ο έμπορος δεν έχασε την ευκαιρία. Ανέβηκε στο δωμάτιο του μάστορα και πολύ σύντομα έκλεισαν συμφωνία διάσωσης. Ο μάστορας θα πλήρωνε τα χρέη του εμπόρου και ο έμπορος θα του έδινε μια θυγατέρα του. Όταν όμως, ο πατέρας πήγε τον πολύφερνο γαμπρό στο σπίτι κι εξήγησε στις κόρες του τη συμφωνία, η μεγαλύτερη άρχισε να τρέχει μακριά φωνάζοντας: «Τρελάθηκες πατέρα; Τι είδους τέρας είναι αυτό που έφερες στο σπίτι; Δεν πάω καλύτερα να πνιγώ παρά να τον παντρευτώ;». Αλλά και η δεύτερη δεν αντέδρασε πιο καλά. «Τρελάθηκες πατέρα;», είπε τρέχοντας μακριά κι αυτή, «τι είδους τέρας είναι αυτό που έφερες στο σπίτι; Δεν πάω καλύτερα να κρεμαστώ παρά να τον παντρευτώ;».

Ωστόσο, η μικρή κόρη είχε άλλη άποψη. «Αυτός πρέπει να είναι καλός άνθρωπος, αφού θέλει να σώσει τον πατέρα μας. Θα τον παντρευτώ εγώ», είπε και έστρεψε τα μάτια της στο πάτωμα, να μην τον βλέπει, αν και διακρινόταν μια συμπάθεια από πλευράς της, ειδικά την ώρα που όριζαν τον γάμο. Τα επτά χρόνια που είχε ζητήσει ο διάβολος είχαν ήδη παρέλθει. Το πρωί της ημέρας του γάμου μια υπέροχη άμαξα, στολισμένη με χρυσάφια και πολύτιμους λίθους, στάθηκε μπροστά στο σπίτι του εμπόρου. Απ΄ αυτήν πήδηξε ο μάστορας που ήταν πια ένας όμορφος, καθαρός και ευγενής νέος. Η νύφη βγάζοντας μια κραυγή ανακούφισης, δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά της. Μετά την τελετή οι καλεσμένοι έκαναν πομπή συνοδεύοντας το ζευγάρι για το γαμήλιο γλέντι. Ο έμπορος, ο ξενοδόχος, οι φίλοι, οι συγγενείς, ήταν όλοι εκεί. Μόνο οι δυο αδελφές της νύφης έλειπαν καθώς της έπνιξε η οργή κι έβαλαν τέλος στην ζωή τους. Η μια πνίγηκε και η άλλη κρεμάστηκε.

Και καθώς ο γαμπρός έφευγε από την εκκλησία, είδε τον Διάβολο, για πρώτη φορά μετά από επτά χρόνια, καθισμένο σε μια στέγη να γελά ικανοποιημένος λέγοντας:

Μάστορα, στη βγήκα από πάνω
εσύ πήρες τη μια κι εγώ ακόμη παραπάνω


Σημ.: Χρειάζεται πολλή σκέψη πριν τους επίκαιρους συνειρμούς ή τελικά, λογιστική μελέτη της φράσης του Διαβόλου.

Πηγή: Otto Sutermeister, Der Teufel als Schwager, Kinder- und Hausmärchen aus der Schweiz (Aarau: Sauerländer, 1873), no. 27, pp. 83-86. Ελβετικό παραμύθι, μετάφραση στην Αγγλική: D. L. Ashliman, © 1998. Απόδοση στην ελληνική α.μ.

3/6/11

Πιότερες σκέψεις


Στη Νάμι που αγάπησα και με αγάπησε

Πιότερες σκέψεις θλιβερές τρυπώνουν στο μυαλό μου
σαν έρχεται το δειλινό∙ γιατί τότε είναι
που μ΄ επισκέπτεται το φάντασμά σου
μιλώντας μου όπως μονάχα εγώ καλά το ξέρω.


Ιαπωνική ποίηση, MAN YOSHU (8ος αι.), μτφ. Α. Αγγελάκης, Καστανιώτης,1983