Μεταγραφή ενός κειμένου του Μπάμπη Άννινου[1]
Είναι περίεργο πώς και γιατί καθιερώθηκε το αστείο έθιμο του
πρωταπριλιάτικου ψέματος στη δημοσιογραφία. Πολλοί αναρωτιούνται: αφού οι εφημερίδες,
συνειδητά ή ασυνείδητα και για πολλούς επαγγελματικούς λόγους αναγκάζονται συχνά
να γράφουν ψέματα, γιατί υπερθεματίζουν την
ψευδολογία κατά προτίμηση την Πρωταπριλιά;
Αλλά το ερώτημα είναι αφελές∙
είναι το ίδιο σα να ρώταγε κάποιος:
γιατί εκείνος που δεν νηστεύει σε όλη τη διάρκεια της Σαρακοστής, να τρώει
κρέας μέχρι σκασμού, την ημέρα του Πάσχα.
Το έθιμο του ψέματος της Πρωταπριλιάς δεν είναι καθαυτό
ελληνικό. Καμία σχετική νύξη δεν γίνεται στις παραδόσεις του ελληνικού λαού,
νομίζω δε ότι το έθιμο παραμένει ακόμα άγνωστο στις λαϊκές τάξεις και μάλιστα
στους αγροτικούς πληθυσμούς. Όταν εισήχθηκε στη χώρα μας μαζί με άλλα ήθη και
έθιμα της Δύσης, μάλλον τα τελευταία χρόνια οπότε οι σχέσεις της ελληνικής κοινωνίας με τον
ευρωπαϊκό πολιτισμό άρχισαν να γίνονται στενότερες, η συνήθεια επικράτησε αρχικά
κυρίως στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις καθυστερώντας πολύ να εισχωρήσει σε άλλα
στρώματα.
Οι παλαιότερες αθηναϊκές εφημερίδες δεν ενστερνίστηκαν
αμέσως το έθιμο της Πρωταπριλιάς, ίσως επειδή ήταν σεμνότερες και αυστηρότερες
από τις σημερινές και το θεώρησαν ως ανάρμοστο∙ ίσως ακόμα και για έναν σπουδαιότερο λόγο, καθώς οι
εφημερίδες εκείνης της εποχής εκδίδονταν μία ή δύο φορές την εβδομάδα με
αποτέλεσμα να συμπίπτει σπάνια η ημέρα της κυκλοφορίας τους με την 1η
Απριλίου. Άλλωστε, είναι ζήτημα αν το έθιμο της Πρωταπριλιάς ήταν δυνατόν να διαδοθεί
ανώδυνα σε προηγούμενες εποχές, όταν τα ήθη του λαού μας ήταν μεν αρκετά
απλοϊκά αλλά και μη αρκετά εξημερωμένα. Έτσι υπήρχε κίνδυνος η αθώα απάτη να
προκαλέσει δυσάρεστες συνέπειες στον εμπνευστή της.
Ερευνώντας παλαιότερα, στο πλαίσιο των μελετών μου, τα φύλλα
των αθηναϊκών εφημερίδων από τη σύσταση σχεδόν του βασιλείου μέχρι την Οκτωβριανή μεταπολίτευση, δεν βρήκα κανένα
ίχνος πρωταπριλιάτικης είδησης. Μόνο σε ένα φύλλο της εφημερίδας «Ταχύπτερος Φήμη»[2] του 1852, νομίζω, η οποία κατ΄ εξαίρεση έγραφε με περισσή αφέλεια
ειδήσεις που ανάγονταν στη χρονογραφία και την κοινωνική κίνηση της πόλης, συνάντησα
κάτι που εκ πρώτης όψεως μοιάζει με πρωταπριλιάτικο
αστείο: «Αύριον Κυριακήν, ώρα 6 μ.μ. εις κύριος και εις αξιωματικός του μηχανικού
θ΄ ανυψώσουν από του κωδωνοστασίου του ναού της Αγίας Ειρήνης ένα μεγάλον
χάρτινον αετόν.»
Και όμως η είδηση αυτή, η οποία χρονολογείται σχεδόν εξήντα
χρόνια και κατά κάποιο τρόπο αποτελεί έναν αθωότατο πρόλογο των σημερινών
αθηναϊκών συγκινήσεων για τα αεροπλάνα, φαίνεται να ήταν αληθινή γιατί το φύλλο
της εφημερίδας που δημοσιεύτηκε έχει ημερομηνία Μαΐου και όχι 31ης Μαρτίου. Η σύντομη αυτή είδηση δε,
αναδεικνύει πιο έντονα και με μεγαλύτερη ακρίβεια ακόμα και από την πιο εκτενή
ηθογραφία, την παιδική αφέλεια των ηθών της τότε αθηναϊκής κοινωνίας,
που ήταν τόσο ολιγαρκής ώστε να συνεπαίρνεται και να έλκεται από το θέαμα του
πετάγματος των χαρταετών!
Ωστόσο, οι περισσότερο «προχωρημένοι», όπως προανέφερα, τηρούν
από τότε το έθιμο της Πρωταπριλιάς και αρέσκονται να κυκλοφορούν τα θεμιτά της
ψέματα, εμπαίζοντας τους εύπιστους. Πολλές τέτοιες φάρσες μνημονεύονται στην παράδοση, περισσότερο ή λιγότερο ευφυείς, αλλά
από αυτές θα αναφέρω μια και μοναδική που έλαβε χώρα σχετικά πρόσφατα, της οποίας η σκληρότητα και τολμηρότητα
μαρτυρούν ότι στα αστεία δεν τηρούσαν πάντα, το μέτρο του ανεκτού και του
πρέποντος.
Η φάρσα έγινε σε βάρος ενός περίεργου αθηναϊκού
τύπου, τον οποίο βεβαίως θυμούνται πολλοί σημερινοί Αθηναίοι, του μακαρίτη Γεώργιου
ή Όμηρου Κλάδου, ανδρός αγαθού, που όμως μεταξύ των πολλών άλλων ιδιοτροπιών
του, παρουσίαζε και την εξής παράδοξη αντίθεση: ενώ αγαπούσε υπερβολικά τη ζωή,
του άρεσε να καταγίνεται με τους νεκρούς, έχοντας υπηρετήσει και ως έφορος του Νεκροταφείου,
και ενώ ζούσε κατασκεύασε το μνημείο στο οποίο έμελλε να τοποθετηθεί προς
ανάπαυση μετά θάνατον.
Κάποιος λοιπόν, πλακατζής συγγενής του, θέλησε να του δώσει
προκαταβολικά, όπως φαίνεται, μια εικόνα του μελλοντικού ταξιδιού του προς την
αιωνιότητα, και επινόησε την εξής πραγματικά μακάβρια φάρσα. Φρόντισε, κρυφά, από
την παραμονή της Πρωταπριλιάς να τυπώσει, να
διανείμει και να τοιχοκολλήσει νεκρώσιμα τα οποία ανήγγειλαν το θάνατο του Κλάδου. Όταν το πρωί, την ώρα της εκφοράς όπως οριζόταν στα
νεκρώσιμα, άρχισαν να συρρέουν στο σπίτι του οι φίλοι και οι γνωστοί, έμεινα
μεν έκπληκτοι αυτοί βλέποντας τον νεκρό να είναι ζωντανός και υγιής, αλλά ακόμη
περισσότερο ο ίδιος για τις αθρόες πρωινές επισκέψεις. Η έκπληξή του δε, μεταβλήθηκε
σε μανία και κατέληξε σε νευρική κρίση όταν είδε τους λειτουργούς του θανάτου, που
είχαν ειδοποιηθεί και αυτοί καταλλήλως, να έρχονται με όλη την πένθιμη πομπή,
έτοιμοι να τον μεταφέρουν στην τελευταία του κατοικία.
Το φύλλο που εγκαινίασε τη συνήθεια της τακτικής κάθε χρόνο
δημοσίευσης πρωταπριλιάτικου ψέματος ήταν η κατά γενική παραδοχή καινοτόμος «Εφημερίς» του Κορομηλά.[3] Το χαριτωμένο και ευτράπελο πνεύμα του Ιωάννη Καμπούρογλου[4], ο οποίος υπήρξε η ψυχή του πρώτου αυτού συστηματικά
οργανωμένου καθημερινού φύλλου, εφεύρισκε κάθε χρόνο διάφορα ευφυή ψέματα, είτε
σχετιζόμενα με κάποιο σύγχρονο γεγονός, είτε ολότελα φανταστικά, πάντοτε όμως
αληθοφανή και ικανά να διεγείρουν τη περιέργεια του πλήθους και να παρακινήσουν
τους εύπιστους να εκδράμουν σωρηδόν στο πιο
απομακρυσμένο μέρος, ώστε να απολαύσουν το ανύπαρκτο αξιοπερίεργο θέαμα.
Αυτό το χαρακτήρα έχει συνήθως το πρωταπριλιάτικο ψέμα των
εφημερίδων και έκτοτε αυτό το σύστημα ακολούθησαν πάντα τα καθημερινά αθηναϊκά
φύλλα, μιμούμενοι τον εισηγητή. Είναι δε, πολύ περίεργο όντως, το
φαινόμενο ότι ενώ το έθιμο στις μέρες μας γενικεύτηκε και έγινε πασίγνωστο και κοινό
σε όλους, βρίσκεται πάντοτε -κάθε χρόνο, πλήθος ανθρώπων που πιστεύουν την απάτη.
Εννοείται πάντως, ότι η επιτυχία εξαρτάται από την ευφυή έμπνευση και την τέχνη
με την οποία μαγειρεύεται, παρασκευάζεται και σερβίρεται η πρωταπριλιάτικη είδηση,
ώστε να φέρει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα.
Τέτοιες επιτυχίες εξακολούθησε να έχει η «Εφημερίς» και μετά
την αποχώρηση του Καμπούρογλου ο οποίος
ίδρυσε μετά τη δική του «Νέαν Εφημερίδα». Το νέο επιτελείο που τον αναπλήρωσε
στην παλαιά «Εφημερίδα», αποτελούμενο από το διευθυντή της, τον αείμνηστο Δημήτριο
Κορομηλά, τον αγαπητό συνάδελφο του γράφοντος τις γραμμές αυτές, κ. Ιωάννη Δαμβέργη[5] και άλλων, επί σειρά ετών κάθε 1η Απριλίου χάλκευε
κάποια είδηση φανταστική, μπλεγμένη μεταξύ άλλων πραγματικών επιφέροντας
συνεχώς το ποθούμενο αποτέλεσμα.
Σημειώσεις
[1] Μπάμπης Άννινος, Βιογραφικά στοιχεία, biblionet
[2] Η Ταχύπτερος
Φήμη, Εφημερίς του εμπορίου και των ειδήσεων, Ε.Λ.Ι.Α.
[3] Ο ΔημήτριοςΚορομηλάς εκτός από δημοσιογράφος ήταν και συγγραφέας. Γνωστά του έργα είναι «Η
τύχη της Μαρούλας» και «Ο αγαπητικός της Βοσκοπούλας».
[4] Ιωάννης
Καμπούρογλου, Βιογραφικά στοιχεία, ΕΚΕΒΙ
[5] Ιωάννης
Δαμβέργης, Βιογραφικά στοιχεία, Βικιπαίδεια
Πηγή
Άννινος, Μπάμπης, 1862-1938 (χ.χ.). Ο σύλλογος των εισαγγελέων και άλλα ευθυμογραφήματα, Αθήναι,
Ελευθερουδάκης-Νίκας, σελ. 301-305.
...