Από τη συλλογή «Γέλια»
ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ - και να με συγχωρείτε», του είπα, «γιατί
μιλάτε τόσο δυνατά μέσα στην τάξη. Δε σας κρύβω ότι στην αρχή υπέθεσα πως
είχατε κάποιο πρόβλημα με την ακοή σας. Μιλώντας όμως μαζί σας στα διαλείμματα,
διαπίστωσα ότι τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει. Είναι που είναι η φωνή σας
βροντώδης».
Μιλούσα στον πληθυντικό στον ιδιόμορφο αυτό μαθητή μου της
πρώτης Γυμνασίου, που μου ενέπνεε έναν ανεξήγητο σεβασμό. Και τούτο δεν
οφειλόταν μόνο στην ηλικία του, αν και πλησίαζε, όπως έλεγε, τα εβδομήντα δύο
χρόνια, αλλά στο περίεργο ταμπεραμέντο του.
Οι φωνές του βέβαια αυτές, μια ακατέργαστη, θα έλεγα,
προθυμία, με την οποία απαντούσε -πρώτος πρώτος εκείνος- και στις πιο απλές και
αυτονόητες ερωτήσεις, επισείοντας επίμονα και επανειλημμένα το δείχτη του
δεξιού χεριού του, προξενούσαν τις ποικίλες αντιδράσεις των συμμαθητών του του
Τετάρτου Εσπερινού Γυμνασίου Νέου Κόσμου. Γέλια και κοροϊδίες αλλά και
πολλαπλών αποχρώσεων άλλες κραυγές μέσα στην τάξη, ανάλογης ή παραπλήσιας
έντασης, ακολουθούσαν το δικό του απεγνωσμένο «Κύριε, κύριε».
Και δεν επρόκειτο για κάποιον αργόστροφο. Στα διαλείμματα
μάλιστα, παρόλο που ήταν πάντα λιγομίλητος, εύκολα έπειθε για τη σοβαρότητα και
τη διανοητικότητά του, τόσο εμένα και τους υπόλοιπους καθηγητές όσο ακόμα και
τους παράταιρους συμμαθητές του.
Μεγάλη ηλικία είχαν επίσης οι συμμαθητές του, αφού ήταν ως
επί το πλείστον εργαζόμενοι και ανάμεσά τους αρκετοί δημόσιοι υπάλληλοι που
έπρεπε να βγάλουν οπωσδήποτε τις τρεις τάξεις του Γυμνασίου για να αλλάξουν
έτσι μισθολογικά κλιμάκια, ΜΚ, όπως τα 'λεγαν, χρησιμοποιώντας τα αρχικά με
ιερή σοβαρότητα, και ν' ανέβουν μέχρι και πέντε βαθμίδες στη σύνταξη. Όλοι
αυτοί οι μαθητές έδειχναν τον ίδιο ανεξήγητο σεβασμό στον κύριο Πέτρο εκτός της
αίθουσας διδασκαλίας.
Είχε μια τεράστια δερμάτινη τσάντα φουσκωμένη βιβλία, αν και
τα κουτσομπολιά μιλούσαν για φαγητά και άλλα διάφορα, όπως το πιεσόμετρο -το
οποίο είχα ο ίδιος εντοπίσει στοιβαγμένο μεταξύ του Ομήρου και των κειμένων της
Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας- και πήγαινε ανάμεσα στους άλλους μαθητές πάντα
αυστηρός και επίσημος, δείχνοντας να μετέχει ενσυνείδητα σε μια υπόθεση μεγάλης
ευθύνης.
Βαδίζαμε πλάι πλάι στο φωταγωγημένο, από το φόβο της χρήσης
ναρκωτικών, προαύλιο του σχολείου, όταν έσπασε τη σιωπή και μου μίλησε.
«Την πρώτη Γυμνασίου την έβγαλα το σχολικό έτος 1936-1937»,
δήλωσε με θαυμασμό για τον εαυτό του ή για κείνα ίσως τα μακρινά χρόνια.
Τον κοίταξα ξαφνιασμένος και για μια στιγμή είδα ένα μεγάλο
σεντόνι που απλωνότανε κάπου ψηλά στον ουρανό και ύστερα έπεφτε αργά σαν
αλεξίπτωτο και μαζευόταν διαρκώς όσο έπεφτε, μέχρι που έγινε στο τέλος
μικροσκοπικό σε μέγεθος. Ωσάν κουκκίδα μαύρη που απορροφήθηκε αργά μέσα στο
γαλάζιο ξεπλυμένο βυθό της κόρης του ματιού του.
Ντράπηκα γιατί νόμισα πως διέγνωσε την άπρεπη φαντασίωσή μου
- και δεν είχα άδικο, γιατί ο μαθητής μου άρχισε ν' ανεβαίνει τρέχοντας σχεδόν
τις πολλές σκάλες του σχολείου, υπακούοντας ήδη εκ των προτέρων στον επίμονο
και διαπεραστικό ήχο του κουδουνιού που ακολουθούσε την ανάβασή του.
Την ίδια και μεγαλύτερη ζέση που επιδείκνυε μέσα στην τάξη
δε δίσταζε να εκδηλώνει και στις σχολικές γιορτές. Όσο κι αν φαίνεται
απίστευτο, έκλαιγε και τραγουδούσε με ενθουσιασμό τον εθνικό ύμνο στη γιορτή
της 28ης Οκτωβρίου, καθώς ήτανε μέλος της χορωδίας, ή στη γιορτή του
Πολυτεχνείου, έτσι που να ακούγονται σχολιασμοί όπως «Πολέμησε ο άνθρωπος στα
βουνά της Αλβανίας» ή «Είχε γιο στο Πολυτεχνείο που σκοτώθηκε».
Μερικοί, οι πιο «βαρεμένοι», που δεν είχανε την πολυτέλεια
του σχολιασμού, περιγελούσαν τη μουσική του παρουσία.
«Ρε, κοίτα ο γέρος, σαν την "Ιτιά" το τραγουδάει.
Και κλαίει μαζί ο μαλάκας. Ψωνάρα ο άνθρωπος».
Εκείνος όμως επέμενε τραγουδώντας με στόμφο πως «για να
γυρίσει ο ήλιος» ήθελε πολλή δουλειά με ζωντανούς, ακόμα και με νεκρούς ήρωες.
Στη γιορτή μάλιστα της 25ης Μαρτίου, μιας και θυμήθηκα τις
σχολικές γιορτές, η φωνή του υπερκάλυψε όλη τη χορωδία, αναπαριστώντας
ταυτόχρονα με πομπώδη δραματικότητα τις απερίγραπτες ταλαιπωρίες και τα βάσανα
των κλεφτών.
«Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά, στους κάμπους πέφτει χιόνι»,
ισχυριζόταν, «στα έρημα, στα σκοτεινά, στις μαύρες ράχες, στα βουνά, ο κλέφτης
ξεσπαθώνει, ξεσπαθώνει».
Τραγούδησε μάλιστα σόλο και το περίφημο βουκολικό άσμα:
Μια βοσκοπούλα αγάπησα,
μια ζηλεμένη κόρη,
ήμουνα αμούστακο παιδί,
μα την αγάπησα πολύ,
δέκα χρονών αγόρι.
Κι εκεί που περίμενα ότι θα γινότανε ο χαμός από τις
απροκάλυπτες και απρεπείς αυτές εξομολογήσεις του, συγκίνηση και σιωπή πλάκωσε
την υπόγεια και υγρή αίθουσα, εκεί όπου γίνονταν οι εκδηλώσεις του σχολείου.
Τότε μάλιστα ένιωσα ότι κάτι παιζόταν μεταξύ των μαθητών, όλων
ανεξαιρέτως, κάτι που οι καθηγητές, ή εγώ τουλάχιστον, ήμουν ολωσδιόλου
ανίκανος να προσδιορίσω και να εντοπίσω.
Ιδιαίτερη εντύπωση μου προξενούσε πάντα η αγωνία του καθώς
έγραφε τα πρόχειρα διαγωνίσματα των τριμήνων και η ένταση και έξαψή του όταν ανακοίνωνα
τους βαθμούς των διαγωνισμάτων αυτών.
Την ίδια έξαψη εκδήλωνε και όσες φορές
πηγαίναμε εκδρομή στο παρακείμενο του σχολείου αλσύλλιο, πετώντας κι αυτός σαν
τους άλλους συμμαθητές του την ογκώδη τσάντα του στον αέρα τη στιγμή της
ανακοίνωσης της απόφασης για εκδρομή, επειδή γλύτωνε τις ώρες των μαθημάτων -παρόλο
που όλοι οι συμμαθητές του εξαφανίζονταν αργότερα μέσα στο σκοτεινό παρκάκι κι
έμενε αυτός να περιπολεί μοναχός στα ίδια πάντα ελάχιστα μέτρα. Με το άσπρο του
κεφάλι να φωτίζει σαν θολό φανάρι τη νύχτα.
«Έλα, κάθισε μαζί μας», πήγαινα και τον προσκαλούσα στο
τραπέζι μας, στην καφετερία που ήμασταν μαζεμένοι όλοι οι καθηγητές.
Αρνιόταν επίμονα, με όλο τον προσήκοντα σεβασμό, να
συγχρωτιστεί μαζί μας. Είχε μια παλιά και ξεχασμένη ευπρέπεια.
«Τα παιδικά χρόνια μου ήταν τα καλύτερα της ζωής μου»,
πέταξε καθώς πηγαίναμε οι δυο μας βιαστικοί μετά το σχόλασμα, ώρα έντεκα παρά
είκοσι το βράδυ, προς τη λεωφόρο Βουλιαγμένης να προλάβουμε το λεωφορείο.
Μπροστά εγώ με τη μεγάλη τσάντα μου και από πίσω αυτός με τη δική του ακόμα
μεγαλύτερη τσάντα, προσπαθώντας να με φτάσει.
Σταμάτησα και τον κοίταξα ντροπιασμένος, χωρίς να ξέρω το
λόγο αυτής της ντροπής μου.
«Μπες, θα χάσεις το λεωφορείο», με παρότρυνε και μ' έσπρωξε
ελαφρά ν' ανεβώ, έχοντας ξεχάσει νομίζω απολύτως την προηγούμενη διατίμηση της
παιδικής του ηλικίας.
Τέλος Μαΐου, λίγες μέρες πριν ν' αρχίσουν οι απολυτήριες
εξετάσεις του έτους, ο κύριος Πέτρος εισήχθη επειγόντως στο νοσοκομείο.
Καθώς έμαθα αργότερα, έπασχε χρόνια από καρκίνο και
μπαινόβγαινε κατά καιρούς στα νοσοκομεία. Τώρα όμως η ασθένειά του είχε φτάσει
στο τελευταίο στάδιο της εξέλιξής της, πράγμα που ο ίδιος γνώριζε από καιρό ότι
επρόκειτο να συμβεί.
«Θέλω να σου λύσω την απορία», μου είπε ανάμεσα στις
κοινότοπες κουβέντες που ανταλλάσσαμε όταν είχα πάει να τον επισκεφθώ -και πριν
προλάβω να σκεφτώ τι εννοούσε, ρώτησε με έντονο ενδιαφέρον: «Περνιούνται,
φαντάζομαι, ανελλιπώς οι απουσίες μου στο βιβλίο. Έτσι δεν είναι;»
«Ναι, βέβαια», επιβεβαίωσα.
«Πενήντα πέντε μέρες απουσίας, δηλαδή 165 τον αριθμό, συν
μία ώρα παραπάνω τις Πέμπτες που 'χουμε τετράωρο, επί εφτά βδομάδες, 172
συνολικά απουσίες», υπολόγισε. «Περνάτε δηλαδή στο απουσιολόγιο τρεις απουσίες,
Νικολαΐδης Πέτρος, κάθε μέρα, την Πέμπτη βέβαια τέσσερις, έτσι δεν είναι;»
ρώτησε ξανά αυστηρά και επίσημα.
Τον παρατηρούσα αμήχανος πάνω στο κρεβάτι του.
«Ξέρεις γιατί γράφτηκα στο Γυμνάσιο, ενώ γνώριζα καλά την
κατάστασή μου;» έσπασε τη σιωπή. «Για την προοπτική», είπε.
Έσμιξα τα φρύδια προσπαθώντας να τον καταλάβω.
«Ανεκδιήγητος είσαι, δάσκαλε», χαμογέλασε. «Τώρα που γράφηκα
στο Γυμνάσιο και είμαι μαθητής, περασμένος κανονικά στα μαθητολόγια, τα
απουσιολόγια και όλα τα μαθητικά μητρώα, είμαι χρεωμένος πια. Ανήκω. Εδώ μόνο
βρίσκεται το μέλλον και η προοπτική μου», εξήγησε μιλώντας πολύ αργά και με
υπομονή.
Φαίνεται πως μεγάλη απορία είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπο μου.
«Ανεκδιήγητος είσαι, μωρέ δάσκαλε», είπε ξανά και γέλασε με
μια όρεξη απερίγραπτη, σαν να την είχε φέρει απίθανα σε κάποιον που είχανε μαζί
παλιούς και ανοιχτούς λογαριασμούς.
--