Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

14/2/14

Η φάμπρικα των φόρων

Με αφορμή τις «μεταρρυθμίσεις» σχετικά με το ψωμί που ενδεχόμενα ανοίγουν δρόμο και στην ανατίμησή του, ακολουθεί ένα ιστορικό άρθρο το οποίο δημοσιεύθηκε πρωτοσέλιδα στον «Ριζοσπάστη» της 19ης Μαΐου 1927 με τίτλο «Η φάμπρικα των φόρων» και θέμα τη φορολόγηση αλεύρων και σιτηρών, την κρίση και την εξαπάτηση των μαζών. Το κείμενο έχει επαναπληκτρολογηθεί και στη θέση των δυσανάγνωστων λέξεων ή αριθμών τέθηκαν αποσιωπητικά.    


Άξελ Βάλντεμαρ Γιόχανσεν. Ψήνοντας ψωμί. 1920.


ΝΕΕΣ ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΩΝ ΦΟΡΟΙ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΨΩΜΙΟΥ ΤΟΥ ΛΑΟΥ
Ένας από τους φόρους που αποδίδει στον προϋπολογισμό του κράτους μεγάλα ποσά, ένας από τους φόρους που στραγγίζει με μαστοριά μα και με σκληρότητα το πουγκί των εργαζομένων τάξεων είναι ο φόρος του ψωμιού. Ανέκαθεν ο φόρος αυτός ήταν στα χέρια των αστικών κυβερνήσεων όπλο δημιουργίας και μέσο επιθέσεως κατά της λαϊκής οικονομίας. Δεν υπήρξε κυβέρνηση νόμιμη ή παράνομη που να μην «έλαβε μέτρα» για να γίνει φτηνό το ψωμί, για να παταχθεί η αισχροκέρδεια και η νοθεία. Και δεν υπήρξε κυβέρνηση αστική που να μην ανέβασε ταυτόχρονα κατά λίγες ή πολλές δεκάρες το ψωμί.

[…] στις κυβερνήσεις όμως είναι και άλλοι παράγοντες που παίζουν ρόλο στην κίνηση γύρω στο ψωμί. Είναι οι ενδιαφερόμενοι κεφαλαιούχοι, οι αλευροβιομήχανοι και αλευρέμποροι και κατά δεύτερο λόγο οι αρτοποιοί. Η «προστασία της βιομηχανίας», η «προαγωγή της εθνικής οικονομίας» δεν ελησμονήθησαν από καμιά κυβέρνηση της πλουτοκρατίας, αφού άλλωστε τα εμποροβιομηχανικά επιμελητήρια ήταν πάντοτε στις θέσεις τους έτοιμα να τα υπενθυμίζουν. Επίσης η εμπορική επιχειρηματικότης, η οξυδέρκεια, η προβλεπτικότης και καπατσοσύνη των αλευρεμπόρων που πάντοτε και σκανδαλωδώς υποστηρίχθηκε από το κράτος, δεν έμεινε πίσω εις το θόλωμα των νερών, θόλωμα που δεν κατέληξεν αλλού παρά στο γδάρισμο του λαού.

ΦΟΡΟΙ ΕΠΙ ΦΟΡΩΝ

[…] του 1912 το ψωμί είχε 45 λεπτά η οκά και ήταν αρκετά καλό, ο δε φόρος ήταν 9 λεπτά και 85)100 την οκά για το  σιτάρι και 16 λεπτά για το αλεύρι. Σήμερα, κατόπιν από την τελευταία αύξηση το ψωμί πλησιάζει στις δέκα δραχμές και κατά πάσαν πιθανότητα θα τις περάσει, ο δε φόρος του σιταριού από 9 λεπ. και 85)100 την οκά, έφτασε στην 1 δραχμή και 32 λεπτά, του αλεύρου 1 δραχμή και 98 λεπτά.[1]

Κατά την τελευταία απόφαση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής επί του ζητήματος τούτου ο φόρος του σιταριού θα ανεβαίνει σε 1 δραχμή και 303 χιλιοστά η οκά και 2 δρ., 298 χλ. το αλεύρι.

Ανάλογα με τις αυξήσεις αυτές των φόρων θα αυξηθεί βέβαια και η τιμή του ψωμιού και ο φτωχός κοσμάκης θα κληθεί να πληρώσει  για το έλλειμμα του προϋπολογισμού κόβοντας πάλι από το ψωμί του.

Δεν θα κάνομε εδώ σύγκριση των τιμών με την αύξηση του ημερομισθίου των εργατών ή των απολαβών των φτωχών χωρικών γιατί μια τέτοια σύγκριση είναι αντικείμενο ευρύτερης μελέτης, κι εδώ μιλάμε μόνο για το ψωμί. Μια τέτοια σύγκριση γενικά θα απεδείκνυε ολοφάνερα την χειροτέρεψη σε πολύ μεγάλο βαθμό των όρων της ζωής των εργατοαγροτών στην μεταπολεμική περίοδο, μα τώρα θέλουμε μονάχα να ελέγξουμε την πολιτική του κράτους και τη δράση της βιομηχανίας και του εμπορίου γύρω στη βασική τροφή του Ελληνικού λαού γύρω στο ψωμί.

ΟΙ ΑΣΤΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ ΘΑ ΕΓΚΡΙΝΟΥΝ

Εάν επρόκειτο για κράτος που είναι κράτος της πραγματικής πλειοψηφίας του λαού, εάν επρόκειτο περί εργατοαγροτικής κυβερνήσεως που θα υποστήριζε τα συμφέροντα των εργατών και αγροτών, θα λέγαμε πως είχε καθήκον να σηκώσει κάθε φόρο απ΄ το ψωμί που είναι η κυριότερη τροφή του εργαζόμενου λαού.

Μα τώρα αυτό το ζήτημα πάλης εναντίον της κυβερνήσεως που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των αλευροβιομηχάνων και αλευρεμπόρων. Στην κοινοβουλευτική επιτροπή χθες, και μέσα στη Βουλή αύριο, όλοι οι κ.κ. βουλευταί  με ένα στόμα θα εγκρίνουν την αύξηση του φόρου στο ψωμί και μόνο η μικρή ομάδα του Ενιαίου Μετώπου θα διαμαρτυρηθεί εναντίον του νέου ανοσιουργήματος εις βάρος του Ελληνικού λαού. [2]

Την άρση των φόρων πάνω στο ψωμί δεν μπορούμε να την ελπίζουμε από τη θέληση της Οικουμενικής κυβερνήσεως, είτε από τη θέληση της σημερινής Βουλής. Σήμερα ζητάμε να καταπολεμήσουμε κάθε αύξηση της παλιάς φορολογίας. Από  66 λεπτά την οκά (54,60 το κιλό) που ήταν έως τώρα ο φόρος του σταριού ανεβαίνει αμέσως σε 1,37 λεπτά, δηλαδή υπερδιπλασιάζεται. Το ίδιο και χειρότερο για το αλεύρι που από 1 δραχμή γίνεται 2,30.

ΑΛΛΑ 280 ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ!!

Επί τη βάσει της εκθέσεως του υπουργείου Εσωτερικών επί του νομοσχεδίου περί δύο ποιοτήτων άρτου εισάγονται 360.000 τόνοι σίτου και 135 χιλ. τόνοι άλευρα αρτοποιήσιμα. Τα ποσά αυτά σύμφωνα με την παλιά φορολογία αποδίδουν φόρους 321.012.000 δραχμές. Δηλαδή έως τώρα πληρώναμε περίπου τριακόσια είκοσι εκατομμύρια φόρο για να μας επιτρέπεται να τρώμε ψωμί.

Και τώρα για να ιδούμε τι θα πληρώνουμε με τους νέους δασμούς. Εάν μετατρέψουμε τα αρτοποιήσιμα άλευρα σε σιτηρά, (γιατί ο νέος δασμός είναι σχεδόν απαγορευτικός και δεν θα μπορούν νε εισαχθούν άλευρα), θα έχουμε (με βάση [….]) […[ αποδόσεως του σταριού εις αλεύρι), αντί 138 χιλ. τόνους αλεύρι που εισάγονται,  180 χιλιάδες τόνους σιτάρι και 360 χιλ. τόνους παλαιάς εισαγωγής σιτάρι, το όλον 540 χιλ. τόνους σιτάρι προς 1,373 η οκά (1071 δρχ ο τόνος), το όλον εις φόρους επί του σίτου 578 εκατομμύρια. Δηλαδή αύξηση του φόρου κατά 257 εκατομμύρια. Εκτός αυτού, που είναι ο φόρος κυριολεκτικά απάνω στο ψωμί και του φόρου που πληρώνουν οι ντόπιοι σιτοπαραγωγοί, (διότι κατ΄ αναλογίαν θα ακριβύνουν και το εντόπια σιτηρά), θα έχουμε και μία ακόμα νέα αύξηση φόρων από τα άλευρα πολυτελείας που χρησιμοποιούνται ση μακαρονοποιία  και στη ζαχαροπλαστική. Απ΄ αυτά τα άλευρα εισάγονται 15 ως 20 χιλιάδες τόνοι και αναλογεί περίπου 25 εκατομμύρια (που ασφαλώς στην πραγματικότητα θα γίνουν πιο πολλά) στον εργαζόμενο ελληνικό λαό.

Το θράσος της Οικουμενικής εν προκειμένω, που φορτώνει μονοκονδυλιά στο ψωμί του λαού άλλη μια φορά όσα λίγο λίγο και κατά καιρούς εφόρτωσαν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις είναι κυριολεκτικά σκανδαλώδες.

ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΚΑΙ Η ΕΞΑΠΑΤΗΣΗ ΤΩΝ ΜΑΖΩΝ

Το θράσος αυτό η Οικουμενική το αντλεί από τρεις πηγές. Πρώτο απ΄ το οικονομικό αδιέξοδο, τη γενική χρεοκοπία που η μέχρι τώρα δράση των αστικών κομμάτων και γενικά η χρεοκοπία του αστικού καθεστώτος δημιούργημα αδιέξοδο το οποίον επιβάλλει στην κρατούσα τάξη να γδάρει κυριολεκτικώς τον εργαζόμενο λαό για να ξεπεράσει την οικονομική της κρίση.

Δεύτερο το θράσος αυτό το αντλεί από τις συμμάχους κοινωνικές τάξεις αλευρέμπορους, αλευροβιομήχανους, όπως και από τους διαφόρων κομματικών αποχρώσεων αστούς βουλευτάς. Οι κύριοι αυτοί εκτός που γίνονται συνένοχοι της οικουμενικής κυβερνήσεως διότι έχουν τα ιδιαίτερά τους συμφέροντα να υποστηρίξουν μέσον της κυβερνήσεως, κατορθώνουν με διάφορα μέσα και με τη βοήθεια του αστικού τύπου να δημιουργούν ένα σωρό ψεύτικες ιδέες μέσα σε λαϊκά στρώματα. Έτσι υπάρχουν σήμερα και εργάται που νομίζουν πως ο φόρος χρειάζεται για να προστατευθεί η ελληνική αλευροβιομηχανία και να πολεμηθεί η ανεργία. Συζητείται σοβαρώς και ξεσχίζονται λαρύγγια πληρεξουσίων για να μην λησμονηθεί η Ελληνική σιτοπαραγωγή η οποία επίσης πρέπει να προστατευθεί. Έτσι καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα και η οικουμενική τρίβει τα χέρια της από χαρά και διπλασιάζει το φόρου του ψωμιού.

Μόνο κανείς δεν ρώτησε ακόμα τον καταναλωτή, το εργαζόμενο λαό τι γνώμη έχει επί του προκειμένου, όλες αυτές οι αυταπάτες πέφτουν κάτω  από μια ανάλωση και δεν μένει απ΄ όλη την ιστορία παρά η ταμιευτική πολιτική του κράτους και η κερδομανία των ενδιαφερόμενων αλευροβιομηχάνων και η εντελώς ανερμάτιστη δημοκοπία των δήθεν γεωργικών μας πολιτευτών.

Τρίτη πηγή απ΄ την οποία η οικουμενική αντλεί το θράσος της αυτό είναι η ανοργανωσιά και η αδιαφορία επί του προκειμένου του εργαζόμενου λαού ο οποίος δεν είναι ικανός να αντιληφθεί τι σκευωρείται εναντίον του και αφήνεται να πιστεύει στις ψευτιές του αστικού τύπου και δεν είναι ικανός να αντιδράσει καταλλήλως στα εκμεταλλευτικά σχέδια της κρατούσης τάξεως.

Σε επόμενα άρθρα θα αναλύσουμε λεπτομερώς όλες τις πλευρές του ζητήματος. Δηλαδή:  Τι ρόλο παίζουν γενικά οι προστατευτικοί δασμοί και ειδικά ο φόρος σίτου και αλεύρων επί της Ελληνικής αλευροβιομηχανίας, πώς οι ξένες βιομηχανίες αντιδρούν και εξουδετερώνουν τους προστατευτικούς μας δασμούς. Τι θα έπρεπε να γίνει για να πολεμηθεί η νοθεία εκ μέρους των ξένων βιομηχανιών, μα που δεν μπορεί να γίνει γιατί οι ξένες βιομηχανίες προστατεύονται από ισχυρά καπιταλιστικά κράτη. Πού είναι το μυστικό του καυγά μεταξύ βιομηχάνων και εμπόρων. Πώς αποδεικνύεται ότι τα λεγόμενα περί προστασίας της σιτοπαραγωγής είναι σαπουνόφουσκες και μέσον για να αποκοιμηθεί η αγανάκτησις του φτωχού λαού. Τι πρέπει να γίνει για να αντιδράσουνε στη νέα φορολογία και στις άλλες που επιβληθούν ύστερ΄ απ΄ αυτήν.[3] 

Κ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ
Μέλος της Κοινοβουλευτικής επιτροπής 
επί του ζητήματος της εισαγωγής αλεύρων.

Σημειώσεις
[1] Ενώ πλησίαζε η κρίση του ’29, στην Ελλάδα ο τιμάριθμος και ο πληθωρισμός κάλπαζαν με ξέφρενους ρυθμούς και τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα λύνονταν με τη «δοκιμασμένη» μέθοδο της υπερφορολόγησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο τιμάριθμος  το 1926 αυξήθηκε πάνω από 17 φορές σε σύγκριση με το 1914.
[2] Την εποχή εκείνη πρωθυπουργός ήταν ο Αλ. Ζαΐμης ο οποίος σχημάτισε «οικουμενική» κυβέρνηση με τα μεγαλύτερα κόμματα όπως αναδείχθηκαν από τις εκλογές του 1926 (Ένωση Φιλελευθέρων, Λαϊκό Κόμμα,  Κόμμα Ελευθεροφρόνων και Δημοκρατική Ένωση). Σε εκείνη την εκλογική αναμέτρηση το ΚΚΕ συμμετείχε ως «Ενιαίο Μέτωπο Εργατών Αγροτών και Προσφύγων» εκλέγοντας για πρώτη φορά στην ιστορία του 10 βουλευτές. Αρχηγός της κοινοβουλευτικής ομάδας ήταν ο Σεραφείμ Μάξιμος.
[3] Στην επόμενη κυβέρνηση Ζαΐμη (Αύγουστος 1927)  η χώρα παραδόθηκε κυριολεκτικά σε ξένες μονοπωλιακές εταιρίες (Πάουερ, Ούλεν) με αποικιοκρατικές συμφωνίες και πολλά σκάνδαλα. Στο μεγαλύτερο εξ αυτών, οπότε εξαγοράσθηκε η Κυβέρνηση και το κοινοβουλευτικό σώμα, πρωταγωνίστησε ο μετέπειτα δικτάτορας Ι. Μεταξάς.  

Πηγές
-Βουρνάς Τ. (1999), Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, Τόμος Β΄, εκδ. Πατάκης, σ. 333-336.
-Κωνσταντινίδης Κ., «Η φάμπρικα των φόρων»,  Ριζοσπάστης, Πέμπτη 19 Μαΐου 1927. 
-Τσιντζιλώνης Χ. (2000), «Μικρασιατική  καταστροφή - 80 χρόνια από τη συνθήκη των Σεβρών», Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τ. 3. 
-