Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

25/3/09

Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη

του Γιώργου Μπλάνα
Αποσπάσματα από το ποίημα που δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στις 23 Μαρτίου 2007, σε ειδικό ένθετο της εφημερίδας «Η ΑΥΓΗ»


Dans la vertu l'audace se ranime,
Et la faiblesse est compagne du crime.
Louis Antoine Leon de Saint-Just.

.

[1]
Στο ποίημα αυτό προτίθεμαι να τραγουδήσω τον αρχιστράτηγο του μένους των Ελλήνων, Γεώργιο Καραϊσκάκη.
Όχι επειδή επιθυμώ τίποτε αναίμακτα βραβεία, κι ίσως ίσως τη στρίγγλα εκείνη συντριβή του εθνικού ποιητή στη χάμω γλώσσα,
αλλ' επειδή -τουλάχιστον εγώ- ταράζομαι τα βράδια, όταν είναι το φεγγάρι κάποιο είδος τροχαλίας, που ανασύρει απ' το πηγάδι της σιωπής τα όνειρα της πέτρας.
Τότ' επιστρέφει ο νεκρός παλικαράς της γης μου και πελεκάει τεχνικά των ζωντανών τη γλώσσα.
Τότ' επιστρέφει ο φωτεινός και με ξυπνάει, κι είναι απ' ώρα ποτάμια οι φλέβες μου ανοιχτές,
καίγονται οι αρθρώσεις μου σαν τα χωριά, τα πόδια μου τυφλά παραπατάνε τα κόκαλά τους με τριγμούς βαθείς, πέτρα την πέτρα,
κατ' όπου κάποτε δροσιά των λιβαδιών και πόδια παιδιών που χόρταιναν ανατριχίλες,
κι ένα κορίτσι δούλευε των αγοριών τον κήπο μες στα νεράντζια των πλησίστιων στεναγμών του.
Τινάζομαι άξαφνα και λέω: "Τι θέλεις μες στη νύχτα, παλικαρά; Τα σπλάχνα μου απαιτείς;
Δεν πρέπει να 'χει σίδερο καρδιά για να σ' αντέξει αυτός που τρέχει στους γκρεμούς γυρεύοντας τα κρίνα;"
Κι αυτός: "Δεν πρέπει να 'χει τη γλώσσα του ο ποιητής, τρέλα καλά γαλβανισμένη;"
Και χάνεται, με παρατάει μες στη βαθιάν αλήθεια.
……………………………

[6]
Συνέβη τότε, όπως ήταν φυσικό, να χάσεις το μέτρο της θηριωδίας, που όφειλες να εκτίσεις για ζωή,
και τσάκισες εν μέρει, αγρίεψες λιγάκι, έγινες ένα μείγμα φιλαργυρίας και γενναιότητας: αρχαίος άνθρωπος σ' έναν αιφνίδιο κόσμο ανθρώπων.
Καλύτερα να κρύβει ο τρομερός την τρέλα που τον δέρνει, είπε ο Ηράκλειτος,
αλλά δεν γίνεται να δει από τρία σημεία ένας άνθρωπος την ίδια κατά μέτωπο φουρτούνα. Κι ο στερημένος, είναι κάπως γενναίος κι αυτός.
Η νύχτα των αιμάτων δεν χαρίζει κάστανα, αν δεν είναι αναμμένα σαν κάρβουνα• νύχτα θα χάσει καθένας την ψυχή του; Νύχτα και το σώμα του.
Λοιπόν, μπορείς να μην πεθάνεις από φόβο κι αγωνία, πριν πεθάνεις από έρωτα και θράσος, από αγάπη για πράγματα εντελώς παράλογα.
Συνεπώς, άλλα χίλια χρόνια να ζούσες, τα ίδια λάθη θ' αγαπούσες.
……………………………
Κι ως εκ τούτου, ήσουν Έλλην. Κι η προσδοκία σου, αρχαίο ζώο τη στιγμή που θα χιμούσε καταπάνω στην πεδιάδα
-και τ' άλογα θα τρόμαζαν, θα παρατούσαν το τριφύλλι στην προαιώνια κρύπτη του, πέτρωσε.
Τι συνέβη, παλικαρά, κι αυτή η αιχμηρή χερσόνησος έμεινε μια ωραία στιγμή του σπαραγμού;
Λοιπόν, αφού ερεύνησα θάμνους και δένδρα, ποταμούς. Λοιπόν, αφού ερμήνευσα πουλιά και φίδια και θορύβους μες στη νύχτα κοφτερούς,
κατέληξα πως θέλησες να πιάσεις τον αετό απ' το νύχι, για να τον κάνεις σήμα κλειστής αριστερής στροφής σε δρόμο ορεινό,
ενώ η βροχή βαράει τον ταμπουρά, για να χορέψει η αρχαία σημασία των ανθρώπινων γκρεμών:
σκύλα ουράνια, νύμφη σκοτεινή, θεά αιμοβόρα: ένα μάτι, ένα δόντι, έρημη, μόνη, μ' ένα χαμόγελο ειρωνικό στα τρομαγμένα χείλη της,
να πρήζονται τα γόνατα, συνέχεια να μακραίνουν τα νύχια της, να γδέρνει τα μάγουλα από την απελπισία,
να τρέχει ακατάσχετα το αίμα της στη γη, λάσπη να γίνεται το δάκρυ στα μαγουλά της~ όμως σημασία.
Επί δεν τούτο αδιάκοποι και φοβεροί υετοί κατέκλυσαν της ιστορίας τους πρωταγωνιστάς. Και είχες αδικηθεί.
……………………………
Βέβαια, βέβαια, παλικαρά, υπήρξες Αχιλλέας κι άλλοι πολλοί γενναίοι μαζί, συμπεριλαμβανομένου του γεωπόνου Άρη Βελουχιώτη.
Βέβαια, βέβαια, παλικαρά, η πράξη της εξέγερσης είναι όπως πάντα μία~
όμως, εκείνο που εκτίθεται σε μεγαλύτερο κίνδυνο, έχει τη μεγαλύτερη χάρη. Άρα, δύο τα σκοτάδια.
……………………………

[8]
Άτροπος, τότε, ο Μέγας Αλβιών, που τον τραγούδησε καχύποπτος ο Ουίλλιαμ Μπλαίηκ
-γιατ' ήξερε πως κάποτε θα έρθουν πολλοί πανάθλιοι στους γάμους του παραδείσου με την κόλαση- θέλησε χάρτινος να κλείσει την ατραπό των ημερών σου.
Κι ενώ υπήρχες έφιππος, ανοίγοντας τον δρόμο των κομμουνάρων παριζιάνων, έγινες στόχος κολάρων σαρκοβόρων.
Κι επειδή έγινε τότε όλο πάστρα το πέλαο της ζωής σου, μουρμούρισες:
"Συστρατηγοί, αδέλφια και στρατιώτες, εγώ πεθαίνω μια χαρά, γιατί εκπλήρωσα το χρέος μιας πατρίδας σαν δέντρο καταπάνω στην αυγή.
Ε, τι να κάνουμε; Πηγαίνω τώρα να κρεμάσω την κάπα μου στον καφενέ του Άδη.
Μη λυπηθείτε, Έλληνες! Κοιτάτε εσείς να γίνεστε πιο τρομεροί στην εξουσία των λαγουμιών.
Κοιτάτε να ποτίζετε τους κήπους σας συχνά. Καύχημα των παλικαριών είναι να λέγονται κοψίδια, όχι ψοφίμια,
και καύχημα του ελεύθερου να τον φωνάζουν ποταμό, όχι λακκούβα".
……………………………
Α! εντιμότατε παλικαρά! Μα, φυσικά, δεν ήσουν αρχηγός. Προμηθευτής των αναγκαίων σκευών της άνω βύθισης, που φέρνει το πεύκο μέχρι τον γκρεμό,
ήσουν και νόμιζες ταχύτατο στη ρίζα του πλατάνι τον γενναίο, όχι τεμπέλη άνεμο στον ύπνο μιας γολέτας.
Α! Πολυμήχανε παλικαρά, που έφερες βόλτα τα ριζά του όντως όντος και βρήκες στα σκοτάδια των δασών τις απαντήσεις, στο πλέον βαθύ ερώτημα περί του είναι, να καμαρώνουν ξέφωτες σαν τσαλαπετεινοί απάνω στα λιθάρια
και σκέφτηκες: "Αυτά, λοιπόν, που ξέρατε ξεχάστε τα. Κάθε σας λέξη, τώρα, σωπαίνει χίλιες λέξεις.
Μάταια σκέφτεστε, μάταια ψάχνετε τα λόγια σας στα λόγια σας. Ο κόσμος δεν είναι αντικείμενο γραφής, είναι αποτέλεσμα χεριού που γράφει.
Το σκέφτηκες, το ξέρω, μα... σκοτάδια.

[9]
Πάει καλά, παλικαρά, πάει καλά! Το ποίημα ήδη το 'φτιαξα, και σε τραγούδησα. Μα, πες μου, θα μπορέσω να κοιμηθώ τον ύπνο μου επιτέλους;
Οι άνθρωποι με ζώνουν, φωνάζουν, τρίζουν δόντια και χτυπούν τα πόδια, σαν μεγάλα επικίνδυνα παιδιά.
Διαπραγματεύονται, επηρεάζουν, στοχεύουν στη μεγιστοποίηση, απαλλαγμένοι από έννοιες,
αφήνοντας σε άλλους να γυρεύουν, ποιος σκόρπισε όλο αυτό το αίσθημα της απόλυτης κυριαρχίας, την αποσύνθεση καθεαυτή, και τα στοιχεία δεν είναι πια σε ησυχία,
όλα μαζί ενωμένα, και καθένα στον τόπο του, καθένα παντού, και στη φωλιά του,
κι έξω πέρα, σε κάθε πηγάδι, κάθε σκιά, τη νύχτα με το άρωμα, τη λάμψη του αυθύπαρκτου, και τα νερά δεν ποτίζουν τη γη, τα φυτά, και ο ήλιος καίει τη γη, τα φυτά,
η θάλασσα δεν είναι ένας καθρέφτης, και μάτια του βυθού στοχαστικά μες στον καθρέφτη.
Δεν είναι παιδιά, παλικαρά, δεν είναι παιδιά. Είναι παιδιά του φονιά, που δεν ήταν παιδί, ούτε όταν ήταν παιδί, κι η θάλασσα δεν λάμπει απ' την κορφή των ημερών σου.
……………………………
Πες μου, παλικαρά, γυναίκα είναι ή φάντασμα, που φέρνει γύρους πάνω απ' την Ευρώπη;
Σώμα γι' αγκάλιασμα είναι ή κραυγή ελευθέρας βοσκής, και πνεύμα οικόσιτο της αναρχίας;
Πες μου και γείρε, ανάπαυσε το μένος σου. Τα υπόλοιπα τ' αναλαμβάνω εγώ,
μόλις τελειώσω αυτό το ποίημα, που απ' ώρα τραγουδάει τον αρχιστράτηγο του μένους των Ελλήνων, Γεώργιο Καραϊσκάκη.

Διαβάστε το ποίημα πλήρες από τη σελίδα του κ. Σαραντάκου.

..