Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

27/6/09

Γιάννης ο Ιλλύριος

Άποψη της Λέζα


Ο Γιάννης είναι ταξιτζής. Και γείτονας είναι και οικογενειάρχης άνθρωπος. Έλληνας μόνο δεν είναι. Ο Γιάννης επίσης είναι και κομμουνιστής. Γεννήθηκε κομμουνιστής και απ΄ ό,τι καταλαβαίνω έτσι θα πεθάνει. Φορές φορές σκέφτομαι ότι είναι πιο εύκολο να γεννηθείς μαύρος και να πεθάνεις σχεδόν λευκός, παρά να γεννηθείς κομμουνιστής και να πεθάνεις σχεδόν κάτι άλλο.

Το σκεφτόμουν και χτες αυτό, μια μέρα θλιβερή για την παγκόσμια μουσική σκηνή κι αν θέλετε μια μέρα που αισθάνομαι πως έκλεισε ένα κεφάλαιο των παιδικών μου χρόνων. Μεγάλωσα με τους Τζάκσον Φάιβ, κόλλησα αφίσες του μικρού σγουρόμαλλου αγοριού, τραγούδησα μαζί τους. Χτες λοιπόν έτυχε να με μεταφέρει και πάλι ο Γιάννης. Και κουβεντιάσαμε για τον Τζάκσον. Εκείνος τον έμαθε πολύ αργότερα από μένα, ωστόσο έδειξε στενοχωρημένος που πέθανε ένα τόσο νέος άνθρωπος. Δεν παρέλειψε όμως να επισημάνει ότι κυνήγησε το όνειρο και το έκανε πραγματικότητα. Κι ότι έζησε με πόνο για το χρώμα του που δυστυχώς ακόμη θεωρείται ένδειξη «κατωτερότητας της φυλής». Όμως ο Γιάννης έχει διαπιστώσει ότι η ζωή για τους περισσότερους ανθρώπους στη γη είναι σκληρή και αλύπητη, είτε μαύροι είτε λευκοί.

Σχολιάζοντας, από το ραδιόφωνο ακούγονταν η φωνή του Μάικλ, όταν φτάσαμε μπροστά στο Πεντάγωνο. Τότε ήταν που μου είπε, ο Γιάννης, ότι κάθε φορά που περνά μπροστά από αυτήν την έκταση δεν μπορεί να μη τη θαυμάσει για τα πέτρινα κτίριά της και τα δέντρα της αλλά δεν μπορεί και να μη θυμηθεί. Να θυμηθεί τι σημαίνει σκληρή και αλύπητη ζωή.

Ήταν 12 Ιανουαρίου του 1991, αν συγκράτησα σωστά την ημερομηνία, όταν εκείνος εικοσάχρονος αθλητής στην ελεύθερη πάλη, ο μικρότερος κατά τρία χρόνια αδελφός του μαζί με καμιά 50αριά άλλους Αλβανούς πολίτες περπατούσαν, ήδη, 4 μέρες και 4 νύχτες στα χιόνια. Είχαν περάσει στην Ελλάδα από τα βουνά και έτρεχαν μακριά από μια κατεστραμμένη χώρα. Από τη χώρα τους. Γιατί έφυγαν; Ναι. Τον ρώτησα κι εγώ το ίδιο πράγμα. Χάθηκαν τα πάντα, σχολειά και εργοστάσια έκλεισαν, άνθρωποι έμειναν στο δρόμο, χωρίς δουλειά, χωρίς στήριγμα, χωρίς τίποτα να φαίνεται μπροστά. Έτσι μου είπε ο Γιάννης. Και για να με κάνει να το καταλάβω καλύτερα μου είπε κοφτά: Έγινε η μέρα, νύχτα.

Μετά από 4 μερόνυχτα είχαν καταλάβει πια ότι όχι μόνο βρίσκονταν στην Ελλάδα αλλά ότι είχαν διασχίσει ένα τεράστιο στρατόπεδο χωρίς να τους αντιληφθεί κανείς! Κάποια στιγμή είδαν φώτα μακριά και κατευθύνθηκαν προς τα εκεί νομίζοντας ότι ήταν κάποιος … σιδηροδρομικός σταθμός. Αλίμονο όμως, ήταν το Διοικητήριο. Όταν το κατάλαβαν προσπάθησαν να κρυφτούν αλλά ένας σκύλος χάλασε τον κόσμο. Συλλήφθηκαν όλοι. Λογικό. Εκείνο όμως που δεν ήταν λογικό ήταν ότι έγιναν αντικείμενα …. προπόνησης.

Με κόκκινα τα μάτια, ο Γιάννης, θυμόταν πόσο ξύλο έφαγε τις μέρες της κράτησής του στο στρατόπεδό μας. Ξύλο πολύ και αλύπητο. «Και από φαντάρους Γιάννη;», τόλμησα να το ρωτήσω. «Και από φαντάρους, κακοί άνθρωποι, με χτύπαγαν πολλοί μαζί με ό,τι κρατούσαν και γελούσαν». Όταν κουράστηκαν, τους φόρτωσαν σε στρατιωτικά φορτηγά να τους βγάλουν από τη χώρα. Για παραδειγματισμό μάλιστα είχαν κρεμάσει από τα πλαϊνά σίδερα της τέντας του φορτηγού δύο λαθρεπιβάτες της ζωής, έναν δεξιά και ένα αριστερά, από τα δεμένα χέρια τους.

Ο Γιάννης ήταν καταφανώς συγκινημένος περιγράφοντας την περιπέτεια αυτή. Πέρασε συνολικά 7 φορές στην Ελλάδα από τότε, όταν την τελευταία φορά ένας άνθρωπος, τον πήρε στη δούλεψή του, κάπου στην Καλαμπάκα, μαζί με τον αδελφό του, πληρώνοντάς τους, από όσο μου είπε, κανονικά και τακτικά. Τους συμβούλευε μάλιστα να μαζεύουν τα χρήματά τους και να είναι «μαζεμένοι» στη ζωή τους για να μπορέσουν να πάρουν άδεια παραμονής. «Καλός άνθρωπος, δικός μας άνθρωπος» είπε ο Γιάννης για τον έντιμο Θεσσαλό. Εκεί έμειναν 3-4 χρόνια.

Ύστερα η τύχη τούς χαμογέλασε. Ο Γιάννης γνωρίστηκε με τη γυναίκα του, επίσης Αλβανικής υπηκοότητας, ήρθαν στην Αθήνα και έμειναν στο σπίτι μιας σπουδαίας γυναίκας, καθηγήτριας σε σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών. Όταν εκείνη πέθανε, 1997, τους άφησε όλα τα πράγματα που περιείχε το σπίτι της, και το σπίτι που έμεναν και ένα εκατομμύριο δραχμές για να στήσουν το δικό τους. Η γυναίκα αυτή εγγυήθηκε για το νεαρό ζευγάρι ώστε να πάρουν άδεια παραμονής. Εγγυήθηκε την τιμιότητά τους και την εργατικότητά τους. Εγγυήθηκε για τη ζωή τους και την ελευθερία τους.

Σήμερα ο Γιάννης είναι ένας εργατικός, τίμιος και αξιοπρεπής επαγγελματίας που δουλεύει 12 ώρες την ημέρα ώστε τα δυο παιδιά του «να έχουν όσα είχε ο ίδιος». Εντύπωση μου προκάλεσε η δήλωσή του αυτή. Εντύπωση μεγάλη. Εκείνο που περίμενα ήταν να έλεγε «για να μην περάσουν τα παιδιά μου όσα πέρασα». Κι όμως. Ο πόνος γι΄ αυτό που έχασε είναι μεγαλύτερος από αυτά που ακολούθησαν. Εκεί, σε αυτό σημείο, ο Γιάννης ήταν χείμαρρος πραγματικός.

Τότε άρχισε να περιγράφει πώς ζούσαν στην πανέμορφη περιοχή της Λέζας –στα σύνορα της Αλβανίας με το Μαυροβούνιο. Τόνιζε ότι είχε «τα πάντα»: δουλειά, σχολείο, φίλους, οικογένεια, σπίτι. Άφωνη είχα μείνει κυριολεκτικά από αυτά που περιέγραφε ο Γιάννης. Ή μάλλον από τα σημεία που εστίαζε. Ξέρετε ποιο ανέφερε ως πρώτο χαρακτηριστικό της πόλης του; «Λουλούδια». Και μετά, όμορφες παραλίες και δρόμοι που ο ένας έλεγε καλημέρα στον άλλον.

Παρακάμπτοντας τα πολιτικά επιχειρήματά του, τις μαρξιστικές του απόψεις, και όσα έσυρε στους νυν Αλβανούς πολιτικούς, θέλω να μείνω στην εντύπωση που μου προκάλεσε η ιεράρχηση των προνομίων που είχε σαν άνθρωπος ο Γιάννης. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος της αποτύπωσης όσων μου είπε, σχετικά. «Λουλούδια». Μου καρφώθηκε στο μυαλό η λέξη και με προσγείωσε απότομα. Μίλησε για απλά καθημερινά πράγματα. Για απλές ανθρώπινες ανάγκες. Λουλούδια, παραλία, φίλοι, οικογένεια, σπίτι, δουλειά και γράμματα. «Γιατί χωρίς τα γράμματα ο λαός μας θα γίνει σιγά σιγά χαζός». Το τόνισε ιδιαίτερα αυτό.

Όταν γύρισα σπίτι, σκεπτόμενη τη διήγησή του, χαμογελούσα αντιπαραβάλλοντας τα επιχειρήματά του με εκείνα του Δυτικού κόσμου. Του κόσμου μας. Και μου φάνηκαν τα δικά μας, μα την αλήθεια, εξαιρετικά γελοία. Ειδικά επειδή μεταξύ των πρώτων ήταν τα λουλούδια και τα γράμματα.

Να ΄σαι καλά Γιάννη και σου εύχομαι από την ψυχή μου να ξαναζήσεις σ΄ ένα ανθρώπινο κράτος. Στο βαθμό που μπορεί. Γιατί τα δικά μας στερούνται του προσδιορισμού «ανθρώπινο». Όπως και οι κοινωνίες που διαμορφώσαμε. Κοινωνίες χωρίς χρώμα και μόρφωση. Άρα τίποτα.

Πηγή φωτογραφίας
.