Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

3/5/13

Παιδικά χρόνια


του Γιάννη Ρίτσου

Συσσίτιο κατά τη διάρκεια της Κατοχής, Αθήνα, 1941, Αρχείο Βούλας Θεοχάρη,  Μουσείο Μπενάκη
Στις 20 Απριλίου 1941, ημέρα του Πάσχα, ο Τσολάκογλου υπέγραψε πρωτόκολλο παράδοσης της χώρας με τον διοικητή της 1ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας Ες-Ες, υποστράτηγο Γιόζεφ Ντήτριχ, στο Βοτονόσι του Μετσόβου.





Ποιος λέει ότι τα παιδικά μας χρόνια είναι τα πιο χαρούμενα, ξέγνοιαστα, ελεύθερα; Όχι, όχι. Τα πιο πικρά, τα πιο βασανισμένα, -να θέλεις, να θέλεις και να μην ξέρεις τι θέλεις, κι οι μεγάλοι να λένε «μη αυτό, μη εκείνο», κι η θάλασσα να 'ναι απέραντη και να μην μπορείς να την πάρεις, και να περνάνε τα βαπόρια μακριά δίχως ν' αράζουν στο νησί μας αφήνοντας μια τούφα λυπημένο καπνό πέρα στο λιόγερμα σαν τον καπνό της Ιθάκης που σε κάνει να μαντεύεις το μακρινό, το αμέτρητο, το άπιαστο, τη στιγμή που εσύ όλα τα θέλεις να τα πιάνεις με τα δάχτυλα σου, να τα μετράς στα δέκα δάχτυλα σου κι αυτό το 10 να 'ναι το Άριστα με κόκκινο μελάνι όχι στα δικά σου τετράδια. Αμ' εκείνος ο μαυροπίνακας του σχολείου; -το πιο μεγάλο ΜΗ, να σου κόβει το κεφάλι με το έμπα της άνοιξης κι η σκόνη της κιμωλίας στα τρία δάχτυλα του δεξιού χεριού σου να σε κάνει ν' ανατριχιάζεις σα ν' άγγιξες την παγωμένη μύτη του πεθαμένου.

Α, η πονεμένη, η γλυκιά παιδιάστικη άγνοια πολιορκημένη απ’ το άγνωστο, σε οικεία ανταπόκριση με το μέσα μας άγνωστο, θαμπωμένη απ’ τις μυριάδες εκείνα τα σπιθίσματα που δεν πυκνώνουν και δε σμίγουν σ' έναν ήλιο (να γίνουμε εμείς ο ήλιος) ούτε διαχέονται ως πέρα πέρα σαν το φως του ήλιου που να φαίνονται όλα ως πίσω απ’ τα βουνά, πίσω απ’ την αχνογραμμένη στον ορίζοντα Κρήτη, στα διάφανα δειλινά, τόσο απλωμένα σα χαμένα, και να φαινόμαστε κι εμείς από παντού, σα να μην ήμασταν καθόλου.

Χώρια πια που τα κορίτσια κάναν ξεχωριστές παρέες και λέγαν τα δικά τους, όλο πσου πσου και γελάκια και λοξές κοροϊδευτικές ματιές σα να ξέρανε τάχα μου αυτές περισσότερα, και κάρφωναν τα μαλλιά τους με κόκκινα και γαλάζια χτενάκια, αλλά, έννοια σου, κι εμείς (κι ας μην είχαμε χτενάκια -είχαμε μια τσατσάρα στην κωλότσεπη του κοντού παντελονιού και σιάχναμε μια χωρίστρα «μερακλαντάν», που 'λεγε κι ο Κάβουρας) κάναμε τις δικές μας παρέες και λέγαμε τα δικά μας που ήταν ολότελα διαφορετικά απ’ τα δικά τους, κι ήμασταν λυπημένοι και θυμωμένοι και σκαρφαλώναμε ως πάνου στα δέντρα κι αμολάγαμε μεγάλους χαρταϊτούς ως τα μεσούρανα και παίζαμε τις μεγάλες αμάδες (άντε, ρε παρτσακλά, να ρίχτε και λόου σας μια τέτοια άμάδα)∙  κι εκείνες παίζαν στην άλλη άκρη της Μεγάλης Ντάπιας της Χρυσαφίτισσας κάτι δικά τους σαχλοπαίχνιδα, το κουτσό, την τυφλόμυγα, και χαχανίζανε σαν καρακάξες, γι' αυτό (καλά τους κάνανε) δεν τις αφήνανε να μπαίνουνε στο ιερό της εκκλησίας του Ελκομένου (όξω οι γυναίκες), ενώ εμείς τ' αγόρια καθόμασταν σ' όλη τη λειτουργία μες στο Ιερό και τα λέγαμε, και πότε πότε φορούσαμε κάτι άσπρα φουστάνια με χρυσό σειρήτι στο λαιμό (δεν είχαν κουμπιά, τα περνούσαμε απ’ το κεφάλι και ξεχτενιζόμαστε, μα είχαμε πάντα την τσατσαρίτσα μας), βγαίναμε απ’ τη δεξιά πύλη του ιερού, όχι απ’ τη μεσαία Ωραία Πύλη, περπατούσαμε σοβαρά, με τα εξαφτέρουγα ψηλά, κοιτάζοντας ίσα μπροστά κι ούτε που ρίχναμε μια ματιά στα κορίτσια∙ ύστερα γυρίζαμε πάλι στο ιερό, προνομιούχοι εμείς, παιδιά του δημοτικού και του σχολαρχείου, καθόμασταν στον μεγάλο καναπέ (παράξενο, είχε έναν καναπέ στο ιερό) και ψιλολέγαμε τα δικά μας (όχι για τα μαθήματα) για κολύμπια, ψαρέματα, καβουρομάνες, χταπόδια, πανιά, γλάρους, καρχαρίες, για τον Ιωνά στην κοιλιά του σκυλόψαρου που το λέγανε «κήτος», για τα πουλιά μας και τα αποκάτου απ’ τα πουλιά μας, ψιθυριστά μη μας ακούνε κι οι Άγιοι οι ζωγραφιστοί στους τοίχους, ιδίως εκείνο το κομμένο κεφάλι του Αι Γιάννη στο δίσκο της Σαλώμης -βρε την άτιμη, τον φίλαγε, λέει, στα χείλια και τα αίματα τρέχανε στα σαγόνια της∙ μα πιο πολύ απ’ όλα μιλάγανε (οι άλλοι σε μένα) για τη μεγάλη αδερφή, μου τη Νίνα (με περνούσε έντεκα χρόνια) που ήταν όμορφη σαν άγγελος, κι όταν λουζόταν κι έβγαινε στην αυλή να στεγνώσουν στον ήλιο τα χρυσά σκάλες σκάλες μαλλιά της, πυκνά και μακριά ως κάτω απ’ τη μέση της, και λαμποκόπαγε ολόγυρα ο τόπος, τα βενετσιάνικα τειχιά, τα καραούλια, οι βίγλες, όλος ο βράχος της Μονοβασιάς, οι τρούλοι του Άι Νικόλα, του Άι Γιώργη κι η αγορά με τα μικρά μπακάλικα, τα τσαγκαράδικα, το φαναρτζίδικο, και στρέφαν όλοι για να δουν από που βγαίνει αυτό το φως και ξέρανε πως είναι η Νίνα ή στο μπαλκόνι ή στην αυλή μας∙ κι όλα τ' αδέρφια και πρωτοξαδέρφια του πατέρα μου, παντρεμένοι ή ανύπαντροι, ήταν ερωτευμένοι με τη Νίνα∙ κάθε φορά που πήγαιναν ταξίδι στην Αθήνα ή στο εξωτερικό της κουβαλούσανε βραχιόλια, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, κολιέδες, μεταξωτά φορέματα, τούλια, ταφτάδες, οργκαντίνες και βελούδα τριανταφυλλένια, θαλασσιά και βιολετιά, κιβώτια σαμπάνιες, μπρικ και μαυροχάβιαρο κι ένα σωρό καλούδια∙ μα και τα πιτσιρίκια του δημοτικού και τα παιδόπουλα του σχολαρχείου, κι αυτά ερωτευμένα∙ εκεί, λοιπόν, που καθόμουν στον καναπέ, μες στο ιερό, έρχονταν ένας ένας, σκύβανε στ' αυτί μου και μου λέγαν «άμα μεγαλώσω θα μου δώσεις γυναίκα μου τη Νίνα;»∙ κι εγώ καμάρωνα κι έλεγα σ' όλους «ναι» ιδίως ο Αργύρης (14χρονος πια, στο σχολαρχείο, ομορφόπαιδο, κι είχε βγάλει μεγάλες τρίχες στα πόδια κι έσκαγε στο πάνου χείλι μαύρο μαύρο το μουστακάκι του, μελαχρινός με ολογάλανα μάτια), ο Αργύρης, λοιπόν, με διπλάρωνε, στριμωχνόταν στο πλευρό μου μόλις άδειαζε μια θέση στον καναπέ και μου 'λεγε, μου 'λεγε για τη Νίνα, δε με ρωτούσε αν θα του την δώσω, αυτός μωρέ μάτια μου θα την έπαιρνε με το σπαθί του «και τι νομίζεις» σε δυο μήνες θα βάλω μακριά παντελόνια «θα 'μαστε ταιριαστοί∙ θα μου στείλει λεφτά ο μπάρμπας μου απ’ την Αμέρικα να πάρω τα δαχτυλίδια του αρραβώνα και σε τρία χρονάκια θα 'μαι μεγάλος να την παντρευτώ»∙ μα εγώ έκανα τον δύσκολο, γιατί ο Αργύρης ήταν πολύ όμορφος, δυνατός, καλοδεμένος και μ' άρεσε πιότερο απ’ όλους τους άλλους για τη Νίνα μας' «ναι, μα δε θα την πειράξεις όσο θα 'σαστε αρραβωνιασμένοι»∙ «μα την Παναγιά, που μας βλέπει απ’ αντίκρυ∙ ούτε με το μικρό μου δάχτυλο στο μάγουλο της»∙ «κι άμα παντρευτείτε;»∙ «ε, τότες θα γίνει»∙ «ναι, μα η Παναγία που ορκίστηκες μόνο τον κρίνο μύρισε»∙ «ώρα είναι να μου πεις και για τους πελαργούς∙ δεν αφήνεις τις σάχλες, ρε Ίων αυτά 'ναι για μωρά παιδιά». Μ' άρεσε πιο πολύ που μίλαγε σαν αντράκι σίγουρα θα τα πω της Νίνας, να τον πάρει∙ κι ας τολμούσε τότε κάνα παιδί να μου κάνει τον καμπόσο∙ θα τον έσπαγε ο Αργύρης στο ξύλο.

Όμορφες ώρες περνάγαμε στα νυχτερινά εκκλησιάσματα. Κι οι  Άγιοι μας κοιτάζανε σα φίλοι μας∙ καταλάβαιναν κάτι θα ξέραν κι αυτοί∙ ποτέ δε μας μάλωναν. Μα τα καλύτερα νυχτέρια μας ήταν τη Μεγάλη Βδομάδα, ιδίως τη Μεγάλη Πέμπτη με τα δώδεκα Ευαγγέλια που κράταγε πολύ και βρίσκαμε καιρό να λέμε και να λέμε, μεθυσμένοι απ’ τις ψαλμουδιές, απ’ το λιβάνι, απ’ τη μυρωδιά του λιωμένου κεριού, απ’ τις φλόγες και κάτι άλλο που δεν ξέραμε να το πούμε βαθιά μέσα μας που πολύ αργότερα το 'παμε «ένδοξο πόνο» κι άλλος το 'πε «σμίξιμο του έρωτα και του θανάτου», μακρινές υποψίες, μαντέματα, βάγια, δάφνες, ταπεινοσύνη, περηφάνια, ένα γυμνό σώμα κι ένα άλλο, το φτωχό ξυλουργείο, ένα πηγάδι, ένα άγνωστο χαμένο διαμάντι στη λάσπη, το σηκώνεις, το καθαρίζεις με τα δάχτυλά σου, λάμπει, σκουπίζεις τα δάχτυλά σου στο σακάκι σου, κι είσαι καθαρός και θέλεις να το χαρίσεις στην Ιουδήθ, στη θέση της είναι η Σιωπή που όλα τα ξέρει και δεν τα λέει, και τότε βγαίνει απ’ την πλαϊνή πύλη ο Εσταυρωμένος κι εμείς με τα εξαφτέρουγα κι οι Ιερείς με τα θυμιατά, και γίνεται η μεγάλη σιωπή του «σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας» και τα πάντα σβήνουν και κατορθώνονται κάπου αλλού, κι η μητέρα κλαίει στο στασίδι της, κι ο Αργύρης κοιτάει τη Νίνα, και στο βάθος ο Κάβουρας με άσπρο καθαρό πουκάμισο, καλοχτενισμένος, καθόλου κάβουρας, κι έξω απ’ την εκκλησία μεγάλωναν από μια ξαφνική δύναμη τα δέντρα, κι η θάλασσα σωπαίνει για ν' ακούσει, και τ' άστρα ξύνουν με τα νύχια τους το σκοτάδι και περιμένουν (Εκείνον; Εμάς;) και τα πορτοκαλάνθια, τα τριαντάφυλλα, τα γιασεμιά, τα χρυσάνθεμα, οι γαζίες, οι μαργαρίτες φουντώνουν για το στόλισμα του Επιτάφιου, και σκαλιστές λαμπάδες κρέμονται έξω απ’ τα μαγαζιά για την Ανάσταση, μα εγώ δεν ήθελα να κλαίει η μητέρα, δεν ήθελα να 'ναι λυπημένος ο κόσμος κι η Θεια Σταθούλα κι η κυρα Παρασκευούλα κι ο μπάρμπα Γιάννος που 'χασε το γιο του από δυναμίτη σε νυχτερινό ψάρεμα, κι έλεγα να βρω το «αθάνατο νερό» πρώτα απ’ όλα για τη μαμά και για όλους, ναι, και για μένα, γι' αυτό όταν γυρίζαμε απ’ την Ανάσταση με τις λαμπάδες και βάζαμε το χέρι μας μπροστά στη φλόγα μη μας τη σβήσει ο αέρας, εγώ έφερνα την παλάμη μου κοντά στη φλόγα να δω αν με κάψει, αν πονέσω, γιατί μια και υπάρχει ανάσταση δεν πρέπει να πονέσω, κι όταν φτάναμε σπίτι φτιάχναμε σταυρούς στο ανώφλι της πόρτας με την κάπνα των κεριών κι ύστερα μπαίναμε μέσα κι ανάβαμε με τ' άγιο φως πρώτα την καντήλα μπροστά στα εικονίσματα στο δωμάτιο της γιαγιάς, ύστερα όλους τους λύχνους, ακόμη και τις λάμπες πετρελαίου προσέχοντας όμως να μη στάξει το κερί στο φιτίλι κι υστέρα σπάσει το γυαλί.

Κι ώσπου να ζεστάνουν στην κουζίνα το ψητό με τις πατάτες και τη μαγειρίτσα και να κόψουν το αυγολέμονο, εγώ καθόμουνα έξω στην αυλή, τέντωνα τα μάτια, τρέμοντας από μια χλιαρή ψύχρα, να δω πάνω απ’ τη θάλασσα, μακριά, ν' ανηφορίζει λάμποντας γυμνό το Άγιο Σώμα στον ουρανό «θανάτω θάνατον πατήσας», Θεέ μου, κάνε να Τον δω κι εγώ, κι απ’ την πόρτα ερχότανε προκλητική η μυρουδιά της μαγειρίτσας ύστερα απ’ τη νηστεία της Σαρακοστής και γέμιζε το στόμα μου σάλιο. Και δεν Τον έβλεπα. Ίσως να 'φταιγε κι η Μαρίτσα κι ο Κάβουρας, ίσως κι η μαγειρίτσα — δεν είναι σωστό να πεινάς τέτοιες ώρες.

«Ίων, Ίων» με φώναζαν κιόλας από μέσα «το τραπέζι είναι έτοιμο».  Έτρωγα με λυπημένη απληστία τη σούπα, το ψητό, τις πατάτες, από πάνου τσουγκρίζαμε τα κόκκινα αυγά μα δεν τα τρώγαμε γιατί είχαμε και τους κουραμπιέδες, τα μελομακάρουνα, τ' αμυγδαλωτά, κι ύστερα ο ύπνος βαθύς, δε θυμόμουνα τίποτα, μόνο κάτι από φως, πολύ φως, τίποτα. Όμως, την άλλη μέρα έλεγα στους συμμαθητές μου «Τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια, να, ολοζώντανον, όλο φως» (γιατί τάχα να μην Τον εχω δει κι εγώ αφού Τον είδαν, λέει, η Αργυρούλα, η Θοδωρίτσα, η Φανή, ο Σταυράκης;).

Όμως το άλλο βράδυ δεν άντεξα και το 'πα στη μητέρα «μαμά, δεν Τον είδα», «ποιόν;», «το Χρίστο, ντε∙ μια ώρα περίμενα στην αυλή», «θα νύσταζες» είπε η μαμά∙ «όχι, δε νύσταζα καθόλου, τα μάτια μου, να, τέντα, μόνο που πείναγα -λέτε μαμά να φταίει που πείναγα;», «όχι, του χρόνου θα Τον δεις σίγουρα», «μα η Αργυρούλα Τον είδε και πέρσι και φέτος», «η Αργυρούλα λέει ψέματα κι επειδή λέει ψέματα δε θα Τον δει ποτέ».

Άρα εγώ που δεν είπα ψέματα στη μαμά, δεν είμαι αμαρτωλός κι έτσι οπωσδήποτε του χρόνου θα Τον δω, και μάλιστα θα Του γράψω κι ένα ποιηματάκι που μέρες τώρα τριγυρίζει στο μυαλό μου, πώς το πριόνι έπεσε απ’ το καρφί του τοίχου, στο εργαστήρι του πατέρα Του κι έκανε μπαμ στο πάτωμα κι άνοιξε μια τρύπα κι από κει μέσα βγήκαν 12 τριαντάφυλλα (και δεν ξέρω γιατί σώνει και καλά έπρεπε να 'ναι τα τριαντάφυλλα 12) κι έκοψα τα 12 τριαντάφυλλα και τα 'φτιαξα στεφάνι και Του 'βγαλα τον ακάνθινον στέφανο και του φόρεσα τα τριαντάφυλλα και Του πήγαιναν πολύ κι ήταν πιο όμορφος από πάντοτε και πίσω απ’ τα τριαντάφυλλα το φωτοστέφανο πιο χρυσό από άλλοτε, και το 'χε πει κι η Νίνα δοκιμάζοντας μπροστά στον καθρέφτη το φόρεμα που της είχε φέρει απ’ το Παρίσι ο θείος ο Μπάτης ο Ψηλός, «το ροζ πάει πολύ με το χρυσό» (ω, να 'βλεπε ο Αργύρης τη Νίνα μας μ' αυτό το φόρεμα, δυο Νίνες, μια μέσα στον καθρέφτη και μια έξω, με το ίδιο φόρεμα, ροζ και χρυσό∙ -θα το φορέσει- είπε -το καλοκαίρι). Ναι, έτσι, ροζ και χρυσόν, θα Τον δω του χρόνου να υψώνεται στον ουρανό. Μα τι λέω του χρόνου; Να Τον κιόλας, ολόσωμος, γυμνός, μπροστά μου, Τον βλέπω, με τα δικά μου τριαντάφυλλα στα χρυσά μαλλιά Του.

ΑΘΗΝΑ, 11.1.84

Πηγή: Γιάννης Ρίτσος, Ίσως να ΄ναι κι έτσι, Κέδρος, 1984, σελ. 54-63