Έφυγε και ο Φεβρουάριος και είμαστε έτοιμοι να σουβλίσουμε ό,τι έμεινε από κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Ωστόσο ξεκινώντας την εαρινή υποδοχή αξίζει να θυμηθούμε ότι κάθε τέσσερα χρόνια υπάρχει ακόμη μια μέρα στο μήνα Φεβρουάριο. Λένε μάλιστα ότι τα δίσεκτα έτη είναι και γρουσούζικα. Για παράδειγμα το 1956, μια χρονιά δίσεκτη και ζοφερή για την Ελλάδα, ιδρύθηκε η ΕΡΕ το κόμμα που «κέρδισε» στις εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου οι οποίες ήταν και οι πρώτες με μονομάχους Καραμανλή και Παπανδρέου (κατ΄ αλφαβητική σειρά). Δηλαδή, μεγάλη καντεμιά για τη χώρα. Τόση που ακόμη και το γεγονός ότι ψήφισαν για πρώτη φορά οι γυναίκες σε βουλευτικές εκλογές δεν στάθηκε ικανό να την απαλύνει. Τότε λοιπόν, η ΕΡΕ ήρθε πρώτη με … λιγότερες ψήφους. Και να σκεφτείτε ότι ακόμη δεν είχε παραχωρηθεί το δικαίωμα ψήφου στα… δέντρα. Έτσι, στις 29 Φεβρουαρίου 1956 ορκίστηκε η κυβέρνηση της ΕΡΕ με πρωθυπουργό τον Κ. Καραμανλή.
Ο μεγάλος μας ζωγράφος Νικόλαος Γύζης γεννήθηκε στην αρχή της Άνοιξης του 1842 (1η Μαρτίου). Εδώ ο πίνακάς του με τον (επίκαιρο) τίτλο «Τα αρραβωνιάσματα».
Στον αντίποδα της καντεμιάς ένα άλλο γεγονός που έλαβε χώρα στις 29 Φεβρουαρίου μιας δίσεκτης χρονιάς (1900) γεννήθηκε και ο Γεώργιος Σεφέρης, ένας άνθρωπος διχασμένος μεταξύ ποίησης και πολιτικής η αξία του οποίου (ως ποιητής) αναγνωρίζεται ανεξάρτητα από την πολιτική βούληση του καθενός. Με ένα δικό του ποίημα λοιπόν καλωσορίζουμε την Άνοιξη, όπως όπως μια και ακόμη δεν γνωρίζουμε εάν θα ισχύσουν νέα μέτρα και γι΄ αυτήν. Λέγεται, μάλιστα, ότι μπορεί να φορολογηθούν τα άνθη, ενώ εξετάζεται το ενδεχόμενο να παραταθεί ο χρόνος παραμονής τους επί των δέντρων. Ίδωμεν.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ
(Φεβρουάριος 1939)
του Γιώργου Σεφέρη
Ήταν η μέρα συννεφιασμένη. Κανείς δεν αποφάσιζε
φυσούσε ένας αγέρας αλαφρύς: "Δεν είναι γρέγος είναι
σιρόκος" είπε κάποιος.
Κάτι λιγνά κυπαρίσσια καρφωμένα στην πλαγιά κι η
Θάλασσα
γκρίζα με λίμνες φωτεινές, πιο πέρα.
Οι στρατιώτες παρουσίαζαν όπλα σαν άρχισε να ψιχαλίζει.
"Δεν είναι γρέγος είναι σιρόκος" η μόνη απόφαση που
ακούστηκε.
Κι όμως το ξέραμε πως την άλλη αυγή δε θα μας έμενε
τίποτε πια, μήτε η γυναίκα πίνοντας πλάι μας τον ύπνο
μήτε η ανάμνηση πως ήμασταν κάποτες άντρες,
τίποτε πια την άλλη αυγή.
"Αυτός ο αγέρας φέρνει στο νου την άνοιξη" έλεγε η
φίλη
περπατώντας στο πλευρό μου κοιτάζοντας μακριά "την
άνοιξη
που έπεσε ξαφνικά το χειμώνα κοντά στην κλειστή
Θάλασσα.
Τόσο απροσδόκητα. Πέρασαν τόσα χρόνια. Πως θα
πεθάνουμε;"
Ένα νεκρώσιμο εμβατήριο τριγύριζε μες στην ψιλή βροχή.
Πως πεθαίνει ένας άντρας; Παράξενο κανένας δεν το
συλλογίστηκε.
Κι όσοι το σκέφτηκαν ήταν σαν ανάμνηση από παλιά
χρονικά
της εποχής των Σταυροφόρων ή της εν - Σαλαμίνι - ναυ-
μαχίας.
Κι όμως ο Θάνατος είναι κάτι που γίνεται -πως πεθαίνει
ένας άντρας;
Κι όμως κερδίζει κανείς το Θάνατό του, το δικό του Θά-
νατο, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον
και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή.
Χαμήλωνε το φως πάνω από τη συννεφιασμένη μέρα, κα-
νείς δεν αποφάσιζε.
Την άλλη αυγή δε Θα μας έμενε τίποτε -όλα παραδομένα-
μήτε τα χέρια μας-
κι οι γυναίκες μας ξενοδουλεύοντας στα κεφαλόβρυσα και
τα παιδιά μας στα λατομεία.
H φίλη μου τραγουδούσε περπατώντας στο πλευρό μου
ένα τραγούδι σακατεμένο:
"Την άνοιξη, το καλοκαίρι, ραγιάδες..."
Θυμότανε κανείς γέροντες δασκάλους που μας άφησαν
ορφανούς.
"Ένα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας:
"Βαρέθηκα το δειλινό, πάμε στο σπίτι μας
πάμε στο σπίτι μας ν' ανάψουμε το φως".
Πηγές
-Ελληνικές βουλευτικές εκλογές 1956, Βικιπαίδεια.
-Κατάλογος Ελλήνων Πρωθυπουργών, Βικιπαίδεια.
- Ποίηση και πολιτική: ο επώδυνος διχασμός. Αφιέρωμα: Γ. Σεφέρης, Αλ. Αργυρίου, ΤΟ ΒΗΜΑonline, Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2000.
-«Η τελευταία μέρα» του Γεωργίου Σεφέρη, Μνήμες Σμύρνης.
-Γεώργιος Σεφέρης, Πανεπιστήμιο Αθηνών.
-Νικόλαος Γύζης, Βικιπαίδεια.