Την 1η Απριλίου 1914 μια «είδηση» με διεθνείς προεκτάσεις που δημοσιεύθηκε σε ελληνική εφημερίδα, είχε ως αποτέλεσμα κοσμοσυρροή έξω από τα κεντρικά κρατητήρια της Αθήνας. Το ενδιαφέρον είναι ότι η υπόθεση επί της οποίας στηρίχθηκε έχει άρωμα των ημερών μας: καπιταλιστική κρίση, ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Μεσόγειο, Γάλλους, Γερμανούς, δολοφονία, αλλά κυρίως έναν απατεώνα τραπεζίτη.
Η «είδηση» είχε να κάνει με την υπόθεση που συγκλόνιζε εκείνη την εποχή ολόκληρο τον κόσμο. Στις 16 Μαρτίου 1914 η Ανριέτ Καγιό, σύζυγος του Υπουργού των Οικονομικών και πρώην Πρωθυπουργού της Γαλλίας Ζοζέφ Καγιό, πυροβολεί και σκοτώνει μέσα στο γραφείο του τον Γκαστόν Καλμέτ, διευθυντή της εφημερίδας «Λε Φιγκαρό», επειδή αρθρογραφούσε εναντίον του συζύγου της.
Ο Ζοζέφ Καγιό ήταν Πρωθυπουργός της Γαλλίας κατά την κρίση του Αγαδίρ το 1911. Την 1η Ιουλίου του έτους εκείνου, οι Γερμανοί έστειλαν ανοικτά του Αγαδίρ το πολεμικό πλοίο «Πάνθηρ» προσπαθώντας να περιορίσουν την κυριαρχία της Γαλλίας στο Μαρόκο ή και να διασπάσουν την Αντάντ (Βρετανία-Γαλλία-Ρωσσία). Το γεγονός δημιούργησε μεγάλη ένταση στην περιοχή, οι Βρετανοί αντέδρασαν δυναμικά και εν τέλει το Μαρόκο αναγνωρίσθηκε ως γαλλικό προτεκτοράτο ενώ οι Γερμανοί κέρδισαν σε κυριαρχικά δικαιώματα επί του Κονγκό. Ωστόσο, η υποχώρηση της Γερμανίας προέκυψε από την οικονομική κρίση που ξέσπασε στη χώρα, παράλληλα με την ιμπεριαλιστική στη Μεσόγειο, και η οποία φημολογείται ότι ενορχηστρώθηκε από τον Γάλλο Υπουργό Οικονομικών.
Το γερμανικό χρηματιστήριο σημείωσε απώλειες κατά 30% σε μία ημέρα και η κεντρική τράπεζα έχασε το 1/5 των αποθεμάτων χρυσού καθώς οι πανικόβλητοι πολίτες αντάλλαξαν τα χρήματά τους με το πολύτιμο στοιχείο. Σ΄ εκείνη τη φάση, ο Κάιζερ έκανε πίσω και άφησε τους Γάλλους να αναλάβουν. Ο Καγιό αντιμετώπισε τη γερμανική επέμβαση με εξαιρετική επιείκεια, στάση η οποία όπως αποδείχθηκε οφειλόταν σε μυστικές επαφές του με τους Γερμανούς, εν αγνοία του Προέδρου Φαγιέρ. Για τους λόγους αυτούς τον Ιανουάριο του 1912 παραιτήθηκε από την Πρωθυπουργία. Στις 9 Δεκεμβρίου 1913 ορκίσθηκε υπουργός Οικονομικών.
Η Ανριέτ ήταν δεύτερη σύζυγος του Ζοζέφ Καγιό και η ίδια είχε ήδη άλλους δύο γάμους στο ενεργητικό της. Ο δεύτερος σύζυγός της ήταν δημοσιογράφος της «Λε Φιγκαρό» και με τον Καγιό παντρεύτηκε μετά από σφοδρό έρωτα.
Τον Ιανουάριο του 1914 ο Γκαστόν Καλμέτ, διευθυντής της παραπάνω εφημερίδας από το 1902, ξεκίνησε μια εκστρατεία κατά του Υπουργού Οικονομικών, Καγιό, ο οποίος είχε εισάγει την προοδευτική φορολόγηση. Στο πλαίσιο αυτό ανακοίνωσε ότι θα δημοσιεύσει επιστολές από την ιδιωτική αλληλογραφία του Υπουργού. Όπως κι έκανε. Στην πρώτη από αυτές ο ίδιος ο Καγιό παραδεχόταν ότι εξαπάτησε το Κοινοβούλιο κατά την ψήφιση του φορολογικού νόμου. Για τη δεύτερη ο Καλμέτ υποσχόταν την αποκάλυψη ενός συνταρακτικού σκανδάλου.
Στις 16 Μαρτίου 1914, η Ανριέτ φοβούμενη ότι η εφημερίδα θα δημοσιεύσει ερωτικές επιστολές από τις οποίες προέκυπτε η σχέση της με τον Υπουργό, ενώ αυτός ήταν παντρεμένος με την πρώτη γυναίκα του, μπήκε στο γραφείο του Καλμέτ και χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα άρχισε να τον πυροβολεί με αποτέλεσμα ο άτυχος δημοσιογράφος να πέσει νεκρός.
Το εξώφυλλο του «Petit Journal» αφιερωμένο στη δολοφονία του Καλμέτ.
Οι πρώτες προσπάθειες από πλευράς της κυβέρνησης ήταν να δοθεί ένας «ροζ» χαρακτήρας στα αίτια του εγκλήματος, που μπορούσαν να υποστηριχθούν με βάση τους πολλούς γάμους, τις απιστίες και τη σχέση του δεύτερου συζύγου της Ανριέτ με την εφημερία «Λε Φιγκαρό». Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να διαδώσουν ότι ο χωρισμός της από τον δεύτερο σύζυγό της, δημοσιογράφου της «Λε Φιγκαρό», οφειλόταν στην ερωτική επιθυμία του Καλμέτ προς αυτήν.
Όμως, οι ανακριτικές αρχές είχαν άλλη άποψη κι όταν εντοπίσθηκε η δεύτερη επιστολή που σκόπευε να φέρει στη δημοσιότητα ο Καλμέτ, αποκαλύφθηκε ένα μεγάλο πολιτικό σκάνδαλο! Επρόκειτο για ένα έγγραφο του γενικού εισαγγελέα Φαμπρό, που κατήγγελλε ότι στις 22 Μαρτίου 1911 ο τότε πρωθυπουργός Μονίς του ζήτησε πιεστικά να αναβάλει τη δίκη του μεγάλου καταχραστή τραπεζίτη Ροσέτ, προς χάριν του Καγιό. Η δίκη πραγματικά αναβλήθηκε, και έτσι ο Ροσέτ μπόρεσε να δραπετεύσει στο Μεξικό, όπου ζούσε σαν Κροίσος φρουρούμενος από δεκάδες σωματοφύλακες.
Έτσι φτάνουμε στην πρωταπριλιά του 1914. Ο Υπουργός Καλμέτ έχει παραιτηθεί, η σύζυγός του Ανριέτ αναμένει να δικαστεί (στις 31 Ιουλίου 1914 αθωώθηκε) και η γαλλική κυβέρνηση δεν έχει ακόμη εντοπίσει τον επικηρυγμένο τραπεζίτη, έναντι 500 χιλιάδων φράγκων, επειδή αυτός φρόντιζε να μετακινείται διαρκώς. Ωστόσο, μια αθηναϊκή εφημερίδα εκμεταλλευόμενη το πολυσυζητημένο γεγονός δημοσίευσε την «είδηση» ότι ο Ροσέτ συνελήφθη στην Αθήνα και κρατείτο στις Κεντρικές Ενωμοτίες!
Οι Κεντρικές Ενωμοτίες ή «Βαστίλη των Αθηνών», όπως αποκαλούνταν λόγω των τιμωριών που επιβάλλονταν εκεί, ήταν τα κρατητήρια που συστάθηκαν με τον οργανισμό της Χωροφυλακής, (νόμος ΓΡΞΕ΄/1906), και διατηρήθηκαν μέχρι το 1919 οπότε αντικαταστάθηκαν από το Τμήμα Μεταγωγών. Ήταν εγκατεστημένες στα πρώτα ανάκτορα του Όθωνα επί της Νικοδήμου 20 στην Πλάκα.
Η «είδηση» της σύλληψης του απατεώνα τραπεζίτη στην Αθήνα, έγινε τόσο πιστευτή ώστε μαζεύτηκε πλήθος κόσμου έξω από τις Ενωμοτίες. Άλλοι για να δουν τον καταζητούμενο και άλλοι για να μακαρίσουν τους αστυνομικούς που θα τσέπωναν την αμοιβή!
Δυστυχώς σήμερα, ακόμη κι έκτακτο δελτίο ειδήσεων να έβγαζαν τα κανάλια δεν θα γινόταν πιστευτή η είδηση σύλληψης ενός τραπεζίτη, ακόμη κι αν έχει επικηρυχθεί …
Πηγές
-Agadir Crisis, Wikipedia.
-Gaston Calmette, Wikipedia.
-Joseph Caillaux, Wikipedia.
-Le Figaro, Wikipedia.
-Μεγάλη ελληνική εγκυκλοπαίδεια υπό Παύλου Δρανδάκη (χ.χ.), εκδ. «Ο Φοίνιξ», Αθήνα.
-Χρονικό του 2ου Αιώνα (χ.χ.), εκδ. «Τέσσερα Έψιλον», Αθήνα.
-Χατζιώτης, Κ. (2005) Από τη ζωή της παλιάς Αθήνας: Πρωταπριλιάτικα και άλλες ευτράπελες ιστορίες, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα.