Βάσω Κατράκη, 1974
Στις 6η Μάη ας συμπέσουμε με τους χτύπους της
Ποιος ήταν που κρέμασε (και πότε;) πάνω ακριβώς απ΄ το τραπέζι
καταμεσίς στο ταβάνι, αυτή τη μαύρη καμπάνα; - πριν μήνες; πριν χρόνια;
Σκυμμένοι στο πιάτο μας, δεν την είχαμε δει. Ποτέ δε σηκώσαμε
λίγο πιο πάνω το κεφάλι, - ποιος ο λόγος άλλωστε; Μα, τώρα,
το ξέρουμε· είναι εκεί, αμετάθετη. Ποιος τάχα την πρωτό ΄δε; ποιος μας το ΄πε
αφού κανείς μας δε μιλάει; Ίσως, μια νύχτα, ακολουθώντας το ποτήρι,
στραγγίζοντας την τελευταία σταγόνα του κρασιού, μέσ΄ απ΄ το άδειο
θαμπωμένο ποτήρι, να την πήρε το μάτι μας. Σκύψαμε αμέσως
ακόμη πιο πολύ. Πεινάμε, δεν πεινάμε, τρώμε· περιμένοντας πάντα,
από στιγμή σε στιγμή, ένα μεγάλο αόρατο χέρι να χτυπήσει την καμπάνα
εννέα ή δώδεκα φορές ή μία και μόνη, απέραντα μόνη, απειθάρχητα μόνη,
ενώ, από μέσα μας, μετράμε κιόλας, μήπως συμπέσουμε τουλάχιστον στους χτύπους.
Γιάννης Ρίτσος