ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας λύκος που ζούσε μόνος, ολομόναχος. Τους άλλους, είτε τους είχαν αιχμαλωτίσει, είτε τους είχαν σκοτώσει, είτε τους είχαν διώξει μακριά. Αυτός ήταν ο τελευταίος λύκος που απόμεινε. Κι έκανε όλα τα συνηθισμένα πράγματα που κάνουν οι λύκοι. Ζούσε σε μια σπηλιά ψηλά στους λόφους, έκανε επιθέσεις στα κοπάδια αλλά και σε περιπλανώμενα ζώα και κάπου κάπου κατέβαινε μέχρι το χωριό σπέρνοντας τον τρόμο. Αυτές οι επισκέψεις είχαν δώσει την αφορμή για διάφορες ιστορίες: μυτερά δόντια, αίμα, πεινασμένα φλογερά μάτια, και ένα σωρό άλλες διηγήσεις που τον έκαναν να αποκτήσει φήμη στην περιοχή.
Εκείνο όμως που ήταν χειρότερο απ' όλα και που ανάγκαζε τους κατοίκους να κρύβονται κάτω από τα κρεβάτια τους ήταν το ουρλιαχτό του, τις νύχτες που το φεγγάρι γέμιζε. Στεκόταν ψηλά στο λόφο κοιτάζοντάς το και ούρλιαζε με τέτοιο τρόπο που μόνο ένα κτήνος, μια βασανισμένη ψυχή μπορούσε να κάνει. Κι όλοι έτρεμαν. Όλοι εκτός από έναν!
ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΖΟΥΣΕ ΕΝΑ ΑΓΟΡΙ που ήταν διαφορετικό. Ένα αγόρι που σκεφτόταν και συμπεριφερόταν αλλόκοτα. Ούτε οι ίδιοι οι γονείς του δεν μπορούσαν να το καταλάβουν. Κι έτσι κανείς δεν το φρόντιζε. Όταν ο μικρός άκουσε το ουρλιαχτό του λύκου -κι ενώ ήξερε τις φρικιαστικές ιστορίες για τα δόντια του, τα μάτια του, το αίμα- αποφάσισε πως έπρεπε να μάθει για ποιο λόγο ουρλιάζει έτσι το ζωντανό. Τίποτε δεν τον πτοούσε!
Μια ημέρα πριν τα χαράματα κίνησε να πάει εκεί που του είχαν πει ότι κρυβόταν ο λύκος. Ήταν δρόμος πολύς και απότομος αλλά το αγόρι δεν πήρε ραβδί ούτε φόρεσε καπέλο για να προστατευθεί από τη ζέστη και παρ' όλο το επικίνδυνο ταξίδι δεν πήρε ούτε όπλο για να υπερασπιστεί το εαυτό του. Αν και ο τόπος ήταν άγονος και ξερός το αγόρι δεν πήρε μαζί του ούτε νερό ούτε φαΐ. Κι αν και ποτέ δεν είχε ταξιδέψει δεν προμηθεύτηκε ούτε έναν χάρτη. Μόνο το δρόμο της καρδιάς του ακολούθησε.
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΟΔΑΡΟΔΡΟΜΟ άρχισε να πεινάει και να διψάει. Όταν έπεσε η νύχτα ξάπλωσε κάτω από τα δέντρα να ξεκουραστεί. Για μια στιγμή μάλιστα σκέφτηκε να τρέξει πίσω στο χωριό αλλά ήξερε πως δεν έπρεπε. Έτσι κάθισε εκεί και τελικά τον πήρε ο ύπνος. Στα όνειρά του το φεγγάρι έλαμπε σαν ασήμι στις παγωμένες πέτρες, ο αέρας ήταν δυνατός και διαπεραστικός και η φωνή του λύκου ακουγόταν να τον φωνάζει σ' όλη την περιοχή.
Όταν ξημέρωσε το αγόρι αναρωτιόταν αν είχε δει όνειρο ή αν όλα ήταν πραγματικά. Συνέχισε το δρόμο του πιο πεινασμένος, πιο διψασμένος και πιο κουρασμένος. Η πορεία όσο πήγαινε και δυσκόλευε. Ο ήλιος τον ζέσταινε όλο και πιο πολύ. Τότε αντίκρισε ένα σμήνος πουλιών να παίζει σε μια λίμνη έξω από το δρόμο. Όρμηξε στο νερό και ήπιε τόσο πολύ που φούσκωσε. Τα πουλιά τον παρακολουθούσαν από τα κλαδιά των δέντρων. Όταν ξεδίψασε, κατάλαβε ότι τους χάλασε το παιχνίδι και γυρνώντας προς το μέρος τους τα ευχαρίστησε, τους χαμογέλασε και έφυγε συνεχίζοντας το δρόμο του.
ΑΝ ΟΜΩΣ Η ΔΙΨΑ ΤΟΥ ΣΒΗΣΤΗΚΕ η πείνα δεν τον εγκατέλειψε. Εξαντλημένος έκατσε κάτω από ένα δέντρο περιμένοντας το τέλος του. Και τι θα γινόταν αν δεν σηκωνόταν ποτέ ξανά; Τίποτα. Κανένας δεν θα τον έχανε ή δεν θα ερχόταν να τον βρει. Αλλά κάτι του έλεγε ότι αυτό δεν ήταν το τέλος του ταξιδιού. Αν δεν έπρεπε να συνεχίσει, τότε γιατί ο λύκος τον φώναζε έτσι τη νύχτα; Και έτσι αποφάσισε να προχωρήσει γνωρίζοντας τις δυσκολίες που θα έβρισκε.
Έκπληκτος τότε, βλέπει κάτι θάμνους φορτωμένους με μούρα. Χίμηξε κι άρχισε να κόβει και να τρώει, να κόβει και να τρώει γλυκά ώριμα μούρα. Ξαφνικά του κόπηκε η ανάσα. Ένα τριχωτό μεγάλο ζώο τον κοιτούσε. Μια αρκούδα στεκόταν θεόρατη μπροστά του κοιτώντας τον στο στόμα που ήταν ακόμη γεμάτο από μούρα. Το αγόρι πάγωσε. Όταν όμως κατάλαβε ότι η αρκούδα ενδιαφερόταν μόνο για τα μούρα, επειδή πεινούσε όπως κι ο ίδιος, χαλάρωσε της χαμογέλασε κι άρχισε να τρώει μαζί της. Όταν χόρτασε καλά καλά τη χαιρέτισε κι έφυγε.
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΙΟ ΚΑΤΩ έγινε πολύ δύσκολος, το αγόρι κουράστηκε κι άρχισε να αναρωτιέται πότε θα φτάσει επιτέλους στη φωλιά του λύκου. Ξαφνικά άκουσε έναν θόρυβο. Μια πέτρα που κύλησε στα πόδια του τον έκανε να κατατρομάξει και η καρδιά του πάγωσε. Δεν ήταν όμως ο λύκος. Ένα νεαρό αρσενικό ελάφι ήταν μονάχα, που τα κέρατά του μόλις είχαν αρχίσει να φυτρώνουν. Κοιτάχτηκαν για λίγη ώρα μέχρι που το αγόρι συνειδητοποίησε ότι εκείνος που κινδύνευε ήταν το ελαφάκι κι όχι ο ίδιος. «Να είσαι προσεκτικός» του είπε «εδώ τριγυρνάει μια αρκούδα κι ένας λύκος. Εγώ αυτόν τον λύκο ψάχνω. Εσύ δεν πρέπει να τον συναντήσεις».
Έτσι το αγόρι συνέχισε και το νεαρό ελάφι εξαφανίστηκε χοροπηδώντας στα βράχια. Εκεί κρύφτηκε μέχρι να μεγαλώσει και να γίνει τόσο δυνατό ώστε να μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι σε μια αρκούδα ή έναν λύκο. Καθώς το αγόρι σκεφτόταν, άρχισε να πέφτει πάλι η νύχτα, η πορεία δυσκόλευε κι αυτός πλέον ήταν ακάλυπτος στη μέση του δρόμου που απλωνόταν χωρίς βράχια και χωρίς δέντρα τριγύρω. Τότε αναρωτήθηκε πόσο σοφό ήταν να φτάσει μέχρι εδώ.
ΞΑΦΝΙΚΑ ΜΙΑ ΣΚΙΑ έκοψε το φεγγάρι στη μέση. Η καρδιά του φτερούγισε, το μυαλό του ένιωσε να φεύγει, αλλά τα μάτια του έμειναν προσηλωμένα εκεί περιμένοντας να εμφανιστεί ξανά η σκιά. Περιμένοντας ήσυχα ήσυχα ένα άλλο σημάδι ήρθε σύντομα∙ και ήταν η ανταμοιβή του! Μια σκιά κινήθηκε μπροστά του που αμέσως έγινε ζωντανή με σάρκα και αναπνοή. Εκεί, με τέσσερα πόδια με φωτεινό βλέμμα με ένα κεφάλι σαν πέτρα στεκόταν ο λύκος!
Το αγόρι δεν μπορούσε πια να κουνηθεί. Τα κόκκινα μάτια, η μεγάλη γλώσσα, τα τεράστια νύχια, πέρασαν σαν αστραπή από το μυαλό του. Όμως, παρατηρώντας δεν είδε τίποτε απ' αυτά. Αντίθετα θυμήθηκε το τραγούδι που τον έφερε μέχρι εδώ και τον νυχτερινό απόμακρο τραγουδιστή που τώρα τον είχε μπροστά του και αισθανόταν την καυτή του ανάσα. Και καθώς στάθηκε κοιτάζοντας στα μάτια το λύκο, η καρδιά του επανήλθε στο ρυθμό της και ο φόβος του εξανεμίστηκε. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα όταν συνειδητοποίησε για ποιο λόγο είχε έρθει εδώ.
ΗΞΕΡΕ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ τι έψαχνε να βρει και τι είχε ακούσει στο ουρλιαχτό του λύκου. Ήξερε τι τον αγκάλιασε εκείνο το βράδυ όταν άγρυπνος και μόνος στο κρεβάτι άκουσε το λύκο. Ήξερε πια ότι το τραγούδι, το ουρλιαχτό, ήταν μια κραυγή για ένα τέλος στη μοναξιά. Κι έτσι το αγόρι αντιμετώπισε το λύκο και του μίλησε με το χαμόγελό του. Εκείνη τη στιγμή το αγόρι και ο λύκος ήταν μια καρδιά.
ΛΕΓΕΤΑΙ ΟΤΙ ΤΟ ΑΓΟΡΙ δεν ξαναγύρισε ποτέ πίσω στο χωριό. Στην πραγματικότητα κανένας δεν μπορεί να είναι βέβαιος για τη μοίρα του. Υπάρχει μια ιστορία, που διηγείται ένας νεαρός κυνηγός που χάθηκε κάποτε στο δάσος κυνηγώντας ένα ελάφι. Είπε πως είχε δει ένα αγόρι κι ένα λύκο να κοιμούνται αγκαλιασμένοι στα δέντρα. Φοβούμενος ότι ο λύκος θα τον κατασπάραζε δεν τόλμησε να ... ελευθερώσει το παλικάρι. Κι έτσι γύρισε άπραγος. Άλλοι γέλασαν, άλλοι έκλαψαν κι άλλοι φοβήθηκαν με την ιστορία. Όπως και να 'χει κάποιοι άλλοι σίγουρα θα έπαιρναν το δρόμο για να συναντήσουν το παράξενο και άγριο ντουέτο να τραγουδά πέρα μακριά, κάτω από το ασημένιο φως ενός γεμάτου φεγγαριού.-
Εκείνο όμως που ήταν χειρότερο απ' όλα και που ανάγκαζε τους κατοίκους να κρύβονται κάτω από τα κρεβάτια τους ήταν το ουρλιαχτό του, τις νύχτες που το φεγγάρι γέμιζε. Στεκόταν ψηλά στο λόφο κοιτάζοντάς το και ούρλιαζε με τέτοιο τρόπο που μόνο ένα κτήνος, μια βασανισμένη ψυχή μπορούσε να κάνει. Κι όλοι έτρεμαν. Όλοι εκτός από έναν!
ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΖΟΥΣΕ ΕΝΑ ΑΓΟΡΙ που ήταν διαφορετικό. Ένα αγόρι που σκεφτόταν και συμπεριφερόταν αλλόκοτα. Ούτε οι ίδιοι οι γονείς του δεν μπορούσαν να το καταλάβουν. Κι έτσι κανείς δεν το φρόντιζε. Όταν ο μικρός άκουσε το ουρλιαχτό του λύκου -κι ενώ ήξερε τις φρικιαστικές ιστορίες για τα δόντια του, τα μάτια του, το αίμα- αποφάσισε πως έπρεπε να μάθει για ποιο λόγο ουρλιάζει έτσι το ζωντανό. Τίποτε δεν τον πτοούσε!
Μια ημέρα πριν τα χαράματα κίνησε να πάει εκεί που του είχαν πει ότι κρυβόταν ο λύκος. Ήταν δρόμος πολύς και απότομος αλλά το αγόρι δεν πήρε ραβδί ούτε φόρεσε καπέλο για να προστατευθεί από τη ζέστη και παρ' όλο το επικίνδυνο ταξίδι δεν πήρε ούτε όπλο για να υπερασπιστεί το εαυτό του. Αν και ο τόπος ήταν άγονος και ξερός το αγόρι δεν πήρε μαζί του ούτε νερό ούτε φαΐ. Κι αν και ποτέ δεν είχε ταξιδέψει δεν προμηθεύτηκε ούτε έναν χάρτη. Μόνο το δρόμο της καρδιάς του ακολούθησε.
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΟΔΑΡΟΔΡΟΜΟ άρχισε να πεινάει και να διψάει. Όταν έπεσε η νύχτα ξάπλωσε κάτω από τα δέντρα να ξεκουραστεί. Για μια στιγμή μάλιστα σκέφτηκε να τρέξει πίσω στο χωριό αλλά ήξερε πως δεν έπρεπε. Έτσι κάθισε εκεί και τελικά τον πήρε ο ύπνος. Στα όνειρά του το φεγγάρι έλαμπε σαν ασήμι στις παγωμένες πέτρες, ο αέρας ήταν δυνατός και διαπεραστικός και η φωνή του λύκου ακουγόταν να τον φωνάζει σ' όλη την περιοχή.
Όταν ξημέρωσε το αγόρι αναρωτιόταν αν είχε δει όνειρο ή αν όλα ήταν πραγματικά. Συνέχισε το δρόμο του πιο πεινασμένος, πιο διψασμένος και πιο κουρασμένος. Η πορεία όσο πήγαινε και δυσκόλευε. Ο ήλιος τον ζέσταινε όλο και πιο πολύ. Τότε αντίκρισε ένα σμήνος πουλιών να παίζει σε μια λίμνη έξω από το δρόμο. Όρμηξε στο νερό και ήπιε τόσο πολύ που φούσκωσε. Τα πουλιά τον παρακολουθούσαν από τα κλαδιά των δέντρων. Όταν ξεδίψασε, κατάλαβε ότι τους χάλασε το παιχνίδι και γυρνώντας προς το μέρος τους τα ευχαρίστησε, τους χαμογέλασε και έφυγε συνεχίζοντας το δρόμο του.
ΑΝ ΟΜΩΣ Η ΔΙΨΑ ΤΟΥ ΣΒΗΣΤΗΚΕ η πείνα δεν τον εγκατέλειψε. Εξαντλημένος έκατσε κάτω από ένα δέντρο περιμένοντας το τέλος του. Και τι θα γινόταν αν δεν σηκωνόταν ποτέ ξανά; Τίποτα. Κανένας δεν θα τον έχανε ή δεν θα ερχόταν να τον βρει. Αλλά κάτι του έλεγε ότι αυτό δεν ήταν το τέλος του ταξιδιού. Αν δεν έπρεπε να συνεχίσει, τότε γιατί ο λύκος τον φώναζε έτσι τη νύχτα; Και έτσι αποφάσισε να προχωρήσει γνωρίζοντας τις δυσκολίες που θα έβρισκε.
Έκπληκτος τότε, βλέπει κάτι θάμνους φορτωμένους με μούρα. Χίμηξε κι άρχισε να κόβει και να τρώει, να κόβει και να τρώει γλυκά ώριμα μούρα. Ξαφνικά του κόπηκε η ανάσα. Ένα τριχωτό μεγάλο ζώο τον κοιτούσε. Μια αρκούδα στεκόταν θεόρατη μπροστά του κοιτώντας τον στο στόμα που ήταν ακόμη γεμάτο από μούρα. Το αγόρι πάγωσε. Όταν όμως κατάλαβε ότι η αρκούδα ενδιαφερόταν μόνο για τα μούρα, επειδή πεινούσε όπως κι ο ίδιος, χαλάρωσε της χαμογέλασε κι άρχισε να τρώει μαζί της. Όταν χόρτασε καλά καλά τη χαιρέτισε κι έφυγε.
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΙΟ ΚΑΤΩ έγινε πολύ δύσκολος, το αγόρι κουράστηκε κι άρχισε να αναρωτιέται πότε θα φτάσει επιτέλους στη φωλιά του λύκου. Ξαφνικά άκουσε έναν θόρυβο. Μια πέτρα που κύλησε στα πόδια του τον έκανε να κατατρομάξει και η καρδιά του πάγωσε. Δεν ήταν όμως ο λύκος. Ένα νεαρό αρσενικό ελάφι ήταν μονάχα, που τα κέρατά του μόλις είχαν αρχίσει να φυτρώνουν. Κοιτάχτηκαν για λίγη ώρα μέχρι που το αγόρι συνειδητοποίησε ότι εκείνος που κινδύνευε ήταν το ελαφάκι κι όχι ο ίδιος. «Να είσαι προσεκτικός» του είπε «εδώ τριγυρνάει μια αρκούδα κι ένας λύκος. Εγώ αυτόν τον λύκο ψάχνω. Εσύ δεν πρέπει να τον συναντήσεις».
Έτσι το αγόρι συνέχισε και το νεαρό ελάφι εξαφανίστηκε χοροπηδώντας στα βράχια. Εκεί κρύφτηκε μέχρι να μεγαλώσει και να γίνει τόσο δυνατό ώστε να μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι σε μια αρκούδα ή έναν λύκο. Καθώς το αγόρι σκεφτόταν, άρχισε να πέφτει πάλι η νύχτα, η πορεία δυσκόλευε κι αυτός πλέον ήταν ακάλυπτος στη μέση του δρόμου που απλωνόταν χωρίς βράχια και χωρίς δέντρα τριγύρω. Τότε αναρωτήθηκε πόσο σοφό ήταν να φτάσει μέχρι εδώ.
ΞΑΦΝΙΚΑ ΜΙΑ ΣΚΙΑ έκοψε το φεγγάρι στη μέση. Η καρδιά του φτερούγισε, το μυαλό του ένιωσε να φεύγει, αλλά τα μάτια του έμειναν προσηλωμένα εκεί περιμένοντας να εμφανιστεί ξανά η σκιά. Περιμένοντας ήσυχα ήσυχα ένα άλλο σημάδι ήρθε σύντομα∙ και ήταν η ανταμοιβή του! Μια σκιά κινήθηκε μπροστά του που αμέσως έγινε ζωντανή με σάρκα και αναπνοή. Εκεί, με τέσσερα πόδια με φωτεινό βλέμμα με ένα κεφάλι σαν πέτρα στεκόταν ο λύκος!
Το αγόρι δεν μπορούσε πια να κουνηθεί. Τα κόκκινα μάτια, η μεγάλη γλώσσα, τα τεράστια νύχια, πέρασαν σαν αστραπή από το μυαλό του. Όμως, παρατηρώντας δεν είδε τίποτε απ' αυτά. Αντίθετα θυμήθηκε το τραγούδι που τον έφερε μέχρι εδώ και τον νυχτερινό απόμακρο τραγουδιστή που τώρα τον είχε μπροστά του και αισθανόταν την καυτή του ανάσα. Και καθώς στάθηκε κοιτάζοντας στα μάτια το λύκο, η καρδιά του επανήλθε στο ρυθμό της και ο φόβος του εξανεμίστηκε. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα όταν συνειδητοποίησε για ποιο λόγο είχε έρθει εδώ.
ΗΞΕΡΕ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ τι έψαχνε να βρει και τι είχε ακούσει στο ουρλιαχτό του λύκου. Ήξερε τι τον αγκάλιασε εκείνο το βράδυ όταν άγρυπνος και μόνος στο κρεβάτι άκουσε το λύκο. Ήξερε πια ότι το τραγούδι, το ουρλιαχτό, ήταν μια κραυγή για ένα τέλος στη μοναξιά. Κι έτσι το αγόρι αντιμετώπισε το λύκο και του μίλησε με το χαμόγελό του. Εκείνη τη στιγμή το αγόρι και ο λύκος ήταν μια καρδιά.
ΛΕΓΕΤΑΙ ΟΤΙ ΤΟ ΑΓΟΡΙ δεν ξαναγύρισε ποτέ πίσω στο χωριό. Στην πραγματικότητα κανένας δεν μπορεί να είναι βέβαιος για τη μοίρα του. Υπάρχει μια ιστορία, που διηγείται ένας νεαρός κυνηγός που χάθηκε κάποτε στο δάσος κυνηγώντας ένα ελάφι. Είπε πως είχε δει ένα αγόρι κι ένα λύκο να κοιμούνται αγκαλιασμένοι στα δέντρα. Φοβούμενος ότι ο λύκος θα τον κατασπάραζε δεν τόλμησε να ... ελευθερώσει το παλικάρι. Κι έτσι γύρισε άπραγος. Άλλοι γέλασαν, άλλοι έκλαψαν κι άλλοι φοβήθηκαν με την ιστορία. Όπως και να 'χει κάποιοι άλλοι σίγουρα θα έπαιρναν το δρόμο για να συναντήσουν το παράξενο και άγριο ντουέτο να τραγουδά πέρα μακριά, κάτω από το ασημένιο φως ενός γεμάτου φεγγαριού.-
Απόδοση Α.Μ.