Ένα παραμύθι της φυλής Passamaquoddy* χαρισμένο στον Σάββα. Χρόνια πολλά αδελφέ…
.
.
.
.
.
.
.
.
Τα πολύ παλιά χρόνια ζούσε μια όμορφη γυναίκα, τόσο όμορφη που προσέλκυε τα βλέμματα όλων των ανδρών. Κάποτε παντρεύτηκε. Ο άντρας της όμως πέθανε πολύ σύντομα κι εκείνη πήρε άλλον. Μέσα σ΄ ένα χρόνο είχε παντρευτεί πέντε φορές∙ τους πιο έξυπνους και γενναίους της φυλής. Και μετά εκείνη ξαναπαντρεύτηκε.
________
Ο έκτος σύζυγος, ήταν ένας άνθρωπος σιωπηρός∙ τόσο πολύ ώστε όλοι τον περνούσαν για χαζό. Αντίθετα όμως, αποδείχτηκε σοφότερος απ΄ όσο πίστευαν όλοι. Από την αρχή ήταν βέβαιος ότι η γυναίκα του έκρυβε ένα πολύ περίεργο μυστικό. Και αποφάσισε να το βρει. Έτσι, άρχισε να παρακολουθεί κάθε κίνησή της. Νύχτα μέρα.
Ήταν καλοκαίρι όταν εκείνη του πρότεινε να πάνε στο δάσος να κατασκηνώσουν και να μαζέψουν μούρα. Όπως κι έγινε. Σαν έφτασαν όμως άρχισε να του λέει ότι πρέπει να προπορευτεί ώστε να ετοιμάσει τη σκηνή τους. Εκείνος συμφώνησε και αφού απομακρύνθηκε αρκετά, χωρίς να τη χάσει από τα μάτια του, κρύφτηκε και άρχισε να την παρακολουθεί.
Η γυναίκα προχώρησε βαθιά στο δάσος κι έφτασε σε μια απόμακρη και δύσβατη περιοχή που έκρυβε καλά μέσα στα βράχια μια λιμνούλα. Εκεί έκατσε κι άρχισε να τραγουδάει. Αφρός σχηματίστηκε στην επιφάνεια του νερού. Και από τον αφρό βγήκε η ουρά ενός φιδιού. Ήταν ένα πλάσμα τεράστιο. Εκείνη, που είχε βγάλει εν τω μεταξύ όλα τα ρούχα της, αγκάλιασε το φίδι, που τυλίχτηκε γύρω της. Ο σύζυγος τα παρακολουθούσε όλα. Ήταν πια φανερό ότι το δηλητήριο του φιδιού που την κατέκλυζε φρόντιζε να το μεταφέρει σε άλλους για να σώσει τη ζωή της. Και αυτοί πέθαιναν.
Ο άντρας πήγε βιαστικά στο σημείο που ξεκίνησαν, έφτιαξε την καλύβα, δυο κρεβάτια κι άναψε φωτιά. Η γυναίκα του γύρισε κι αντικρίζοντας τα δυο κρεβάτια έδειξε θορυβημένη. Εκείνος όμως της είπε αυστηρά να ξαπλώσει μόνη της. Φοβισμένη πια ξάπλωσε να κοιμηθεί. Ο άντρας σηκώθηκε τρεις φορές τη νύχτα να ρίξει ξύλα στη φωτιά. Κάθε φορά την καλούσε και δεν έπαιρνε απάντηση. Ήταν νεκρή. Είχε πεθάνει από το δηλητήριο του φιδιού. Πήρε το σώμα της και το βύθισε στη λιμνούλα που ζούσε το φίδι._
Πηγή: Charles G. Leland, The Algonquin Legends of New England; or, Myths and Folk Lore of the Micmac, Passamaquoddy, and Penobscot Tribes (Boston: Houghton, Mifflin, and Company, 1884), pp. 273-274, [online]
Απόδοση: Α.Μ.
.
* Οι Passamaquoddy (Peskotomuhkati ή Pestomuhkati στη γλώσσα τους) είναι φυλή αυτοχθόνων κατοίκων της βορειανατολικής Αμερικής, κυρίως των περιοχών μεταξύ του Μέιν και του Μπρούζγουικ. Κατοικούσαν στις παράκτιες περιοχές του Μέιν μετακινούμενοι χειμώνα και καλοκαίρι μεταξύ ακτής και ενδοχώρας (γύρω από τον ποταμό St. Croix). Κύρια απασχόλησή τους ήταν η αλιεία. Όπως και άλλες φυλές εκδιώχθηκαν από τους έποικους τον 16ο αιώνα. Σήμερα από τη φυλή έχουν απομείνει 2.500 άτομα στο Μέιν και περίπου 1.000 σε άλλες κοντινές περιοχές. Από τους κατοίκους του Μέιν οι μισοί και πλέον ενήλικες ομιλούν τη κοινή διάλεκτο Maliseet-Passamaquoddy.
.