Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

21/12/08

Καλικάντζαροι και Κοτζαμπάσηδες… αιώνες τώρα


Μπελά μεγαλύτερο από τους Καλικαντζάρους δεν γνώρισε ποτέ η Ελλάδα. Και ούτε θα γνωρίσει, αφού αυτά τα επίβουλα, ανισόρροπα και θρασύτατα τέρατα έχουν τη μανία να δέχονται στην υπόγεια φυλή τους κάθε πλάσμα που δεν μπορεί να ζήσει για πολύ στην επιφάνεια της γης. Αρχαίοι Σάτυροι κυνηγημένοι από τους χριστιανούς παπάδες, Δαίμονες κυνηγημένοι από την μανία των άλλων Δαιμόνων, Στοιχειά της γης και της φωτιάς εξορισμένα από το στοιχείο τους και άνθρωποι που γεννήθηκαν από τις 25 Δεκεμβρίου μέχρι τις 6 Ιανουαρίου και δεν βαφτίστηκαν αμέσως ή δεν βαφτίσθηκαν σωστά, γίνονται όλοι Καλικάντζαροι: νάνοι πιθηκομούρηδες, κατάμαυροι, τριχωτοί σαν ζώα, ξεμαλλιάρηδες, με μάτια κατακόκκινα, δόντια και νύχια σουβλερά, πόδια τραγίσια και πάντα μα πάντα σακατεμένοι.
Μπελά μεγαλύτερο από τους Κοτζαμπάσηδες δεν γνώρισε ποτέ η Ελλάδα. Και ούτε θα γνωρίσει, αφού αυτά τα επίβουλα, ανισόρροπα και θρασύτατα τέρατα έχουν τη μανία να δέχονται στη διασκορπισμένη σε όλη τη χώρα φυλή τους κάθε πλάσμα που δεν μπορεί να ζήσει για πολύ χωρίς να σκοτώσει. Κακομοίρηδες που στραβώθηκαν από το χρυσάφι των εισβολέων, Βυζαντινοί αυτοκράτορες κυνηγημένοι από τους Οθωμανούς, Παπάδες ξυρισμένοι από ρακένδυτους επαναστάτες, Πολιτικοί αφορισμένοι από τους ψηφοφόρους τους, Δοσίλογοι κυνηγημένοι από τα θύματά τους, πλάσματα που γεννήθηκαν στον ελλαδικό χώρο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και δεν χρήσθηκαν αμέσως ή δεν χρήσθηκαν ποτέ άνθρωποι, γίνονται όλοι Κοτζαμπάσηδες: ζαρωμένες ύαινες, διψασμένοι για φονικό, με χέρια μεγάλα σαν κουτάλες, στομάχι σαν τσουβάλι και κουρκούτι μυαλό, με όπλα που χτυπούν παντού, με αρβύλες ή γυαλιστερά παπούτσια ενίοτε κινούμενοι με τρίκυκλα ή άρματα μάχης ή πολυτελείς λιμουζίνες και πάντα μα πάντα κρατώντας τη σημαία.

Καθένας έχει και το κουσούρι του. Γκαβοί, κουτσοί, κουλοί, στραβοστόμηδες, μυταράδες, αυτιάδες, καμπούρηδες... χάλια απερίγραπτα. Όσο για τις πνευματικές και ψυχικές αρετές τους, τι να πει κανείς; Βλακόμουτρα είναι όλοι τους, μωρόπιστοι, αργόστροφοι, ανυπόμονοι, λαίμαργοι, μοχθηροί, υπερκινητικοί, κουτοπόνηροι, ύπουλοι, χυδαίοι και θρασύδειλοι. Συνήθως τριγυρίζουν ολόγυμνοι, αφού δεν έχουν αίσθηση της ντροπής, μα δεν είναι λίγοι εκείνοι που φορούν λογής λογής αταίριαστα κουρέλια.
Καθένας έχει και το κουσούρι του. Αδύνατοι, χοντροί, καμπούρηδες, αλλήθωροι, μεγάλα φρύδια, τεράστια μύτη, … χάλια απερίγραπτα. Όσο για τα πνευματικά και ψυχικά χαρίσματά τους, τι να πει κανείς; Μωροί, μοχθηροί, αχόρταγοι, ύπουλοι, χυδαίοι, θρασύδειλοι, μπεκρήδες, τζογαδόροι, ρουφιάνοι και αιμοχαρείς. Συνήθως τριγυρίζουν με στολές ή κουστουμαρισμένοι, αφού δεν έχουν την αίσθηση ότι οι γραβάτες μπορεί να τους πνίξουν, μα δεν είναι και λίγοι εκείνοι που φορούν μοντέρνες ή αποκριάτικες ενδυμασίες όπως αθλητικές περιβολές συνήθως επί χόρτου αθλημάτων, ή ζιβάγκο, ή μακό μπλουζάκια και λογής λογής παραπλανητικά σετάκια.

Τρέφονται με σκουλήκια, βατράχους, φίδια, ποντίκια, χελώνες κι ό,τι άλλο σιχαμερό μπορεί να τους προσφέρουν τα σκοτεινά βάθη της γης. Εκεί περνούν όλο τον χρόνο, προσπαθώντας να γκρεμίσουν το μεγάλο δέντρο που κρατάει όρθια την πλάση. Και κόβουν, κόβουν και βρίζουν ο ένας τον άλλον και καρπαζώνονται και κυνηγιούνται, ώσπου έρχονται Χριστούγεννα και παρατάνε στην μέση την ύπουλη δουλειά τους κι ανεβαίνουν στην επιφάνεια της γης, για να καταπιαστούν με άλλη, ακόμα πιο ύπουλη δουλειά. Επειδή είναι βρωμιάρηδες, τρέμουν μην τους ακουμπήσει καθαρό νερό και τρελαίνονται στην ιδέα πως οι άνθρωποι -για άλλη μια χρονιά εδώ κι αιώνες- θα εξαγνίσουν τις λίμνες τα ποτάμια, τις πηγές και τις θάλασσες. Ξεχύνονται λοιπόν από τα σκοτεινά λαγούμια τους και προσπαθούν να μαγαρίσουν τα πάντα.
Τρέφονται με αίμα και νομίσματα και ό,τι άλλο μπορεί να τους προσφέρει ο κοσμάκης. Εκεί μαζί με τους ανθρώπους περνούν όλο το χρόνο, προσπαθώντας να γκρεμίσουν το μεγάλο δέντρο της Ελευθερίας που ονειρεύτηκαν οι Έλληνες. Και κόβουν, κόβουν και βρίζουν ο ένας τον άλλον, και αλληλοκατηγορούνται ώσπου έρχονται Χριστούγεννα και παρατάνε στη μέση την ύπουλη δουλειά τους και μπαίνουν στη φωλιά τους, ένα φωτεινό κτίριο στον κέντρο της Αθήνας, για να καταπιαστούν με άλλη, ακόμη πιο ύπουλη δουλειά. Επειδή είναι τόσο θρασύδειλοι φοβούνται τις φωνές και τρελαίνονται στην ιδέα πως οι άνθρωποι -για άλλη μια χρονιά εδώ κι χρόνια- θα απαιτήσουν να σταματήσει η κοροϊδία, θα ζητήσουν να πάρουν αυτό που τους ανήκει στρώνονται λοιπόν στα σκοτεινά τους γραφεία και προσπαθούν να καταστείλουν τα πάντα για να μην μείνει κανένα ίχνος αντίδρασης.

Αλλά η βλακεία, η λαιμαργία και το θράσος που τους δέρνουν δεν τους επιτρέπουν να δουλέψουν μεθοδικά, όπως και στην περίπτωση του δέντρου που κρατάει την πλάση. Αντί να κρυφτούν και να βρωμίσουν τα νερά χωρίς να τους καταλάβει κανείς, λυσσάνε στην κυριολεξία. Μόλις πέσει το σκοτάδι μαζεύονται έξω από τα χωριά και στήνουν καρτέρι στους νυχτωμένους διαβάτες κι αλίμονο σ’ αυτόν που θα πιάσουν: άλλος τον καβαλάει στον σβέρκο και τον τρέχει ώσπου να του έρθει λιποθυμιά. Άλλος του τραβάει τ’ αυτιά, τη μύτη, τα χέρια, μέχρι να τον τρελάνει. Άλλος τον χορεύει ώσπου να μείνει ξερός ο άνθρωπος από την εξάντληση. Άλλος τον αρχίζει στις ανισόρροπες ερωτήσεις κι αν ο δύστυχος διαβάτης δεν μπορέσει να απαντήσει, πέφτει πάνω του και τον σκάζει.
Αλλά η βλακεία, η λαιμαργία και το θράσος που τους δέρνουν δεν τους επιτρέπουν να δουλέψουν μεθοδικά, όπως και στην περίπτωση του δέντρου της Ελευθερίας. Αντί να το βουλώσουν και να τα τακτοποιήσουν όλα χωρίς να τους καταλάβει κανείς, λυσσάνε στην κυριολεξία. Μέρα και νύχτα στέλνουν τους ανθρώπους τους και στήνουν καρτέρι στον κόσμο κι αλίμονο σ’ αυτόν που θα πιάσουν: άλλος τραβάει το όπλο και πυροβολεί, άλλος τον τραβομαλλάει μέχρι να παραδεχτεί ότι είναι ελέφαντας, άλλος του δείχνει τόσα χαρτιά κατάσχεσης ώσπου του έρχεται λιποθυμιά και τρέχει να ξαναδανειστεί, άλλος του κλειδώνει την πόρτα της δουλειάς του μέχρι να μην τολμήσει να την ξαναδιαβεί. Άλλος τον αρχίζει στις ανισόρροπες ερωτήσεις κι αν ο δύστυχος άνθρωπος δεν ξέρει να απαντήσει χάνει και το κρεβάτι από το νοσοκομείο και το θρανίο των παιδιών του. Άλλος πάλι τον κυνηγάει μέχρι να τον βρει να ξύνει το αυτί του και τότε ο άνθρωπος, χάνει και το δίπλωμα, ενίοτε και το αμάξι που χρωστάει.

Αφού τυραννήσουν κάθε άνθρωπο που έχει την απρονοησία να τριγυρίζει μες στη νύχτα, επιτίθενται στους μύλους. Παιδεύουν τους μυλωνάδες μέχρι να τους γονατίσουν από την απελπισία και σκορπάνε παντού το αλεύρι, προσπαθώντας τάχα να φτιάξουν πίττες. Όταν βαρεθούν, ετοιμάζονται για την μεγάλη επίθεση. Ξεχύνονται μέσα στα χωριά. Μαδούν τα δέντρα και τα λουλούδια των κήπων, ανεβαίνουν στις στέγες και σπάζουν τα κεραμίδια, τρυπώνουν στις καμινάδες των τζακιών και μπαίνουν μέσα στα σπίτια. Τότε γίνεται χαλασμός μεγάλος. Αναποδογυρίζουν τα έπιπλα, κατουρούν τα πάντα, τσιμπολογούν όλα τα φαγητά κι όσα δεν τους αρέσουν τα πετούν στο πάτωμα και τα ποδοπατούν. Σκορπίζουν τις στάχτες του τζακιού, τ’ αλεύρια, τις ζάχαρες παντού. Ανοίγουν τις ντουλάπες και τα μπαούλα κι αρπάζουν τα ρούχα.
Αφού τυραννήσουν κάθε άνθρωπο που έχει την απρονοησία να παραμένει Έλληνας πολίτης, επιτίθενται στα μαγαζιά. Παιδεύουν τους παραγωγούς και τους εμπόρους μέχρι να γονατίσουν από την απελπισία, πουλάνε νταβατζιλίκι και τους παίρνουν τη μερίδα του λέοντος τάχα για να στρώσουν φορολογική συνείδηση. Όταν δεν υπάρχει πια τίποτε να πάρουν, ετοιμάζονται για τη μεγάλη επίθεση. Ξεχύνονται στους δρόμους. Πυροβολούν, πετάνε δακρυγόνα, μπαίνουν μέσα στα σπίτια από τις τηλεοράσεις, κάνουν πλιάτσικο στις συνειδήσεις και ρουφάνε ό,τι απόμεινε στο μεδούλι. Τότε χαλάει ο κόσμος. Φέρνουν τα πάνω κάτω, κατηγορώντας τους πάντες και τα πάντα, σπάνε ό,τι έχει σταθεί όρθιο, κλέβουν ακόμη και το πιο ταπεινό κέρμα και στο τέλος τα ποδοπατούν όλα και στήνουν ένα τεράστιο Χριστουγεννιάτικο δέντρο, μυξοκλαίγοντας για την έξωθεν εικόνα.

Η ίδια δουλειά κάθε βράδυ μέχρι την παραμονή των Θεοφανείων. Μόλις δουν τον παπά με τον αγιασμό και τον βασιλικό, τους πιάνει πανικός και τρέχουν να χωθούν στα βάθη της γης, όπου ανακαλύπτουν πως το δέντρο που κρατάει την πλάση έχει θρέψει για τα καλά. Απελπισμένοι από την αποτυχία τους να μαγαρίσουν τα νερά, πέφτουν πάλι με μανία πάνω στο δέντρο κι αρχίζουν να κόβουν, να κόβουν και να βρίζουν ο ένας τον άλλον και να καρπαζώνονται και να κυνηγιούνται, ώσπου έρχονται τα επόμενα Χριστούγεννα και θυμούνται τα νερά, κι άντε πάλι από την αρχή, αιώνες τώρα.
Η ίδια δουλειά κάθε βράδυ μέχρι την παραμονή των Προϋπολογισμείων. Μόλις αντικρίσουν περισσότερους ανθρώπους να φωνάζουν, πέτρες και μολότοφ να εκτοξεύονται από παντού, τους πιάνει πανικός και τρέχουν και πάλι να χωθούν στα σκοτεινά γραφεία τους, όπου ανακαλύπτουν πως το δέντρο που καλλιεργούν οι Έλληνες έχει θρέψει για τα καλά. Απελπισμένοι από την αποτυχία τους να μαγαρίσουν τα πάντα, πέφτουν πάλι με μανία πάνω στο δέντρο κι αρχίζουν να κόβουν, να κόβουν και να βρίζουν ο ένας τον άλλον και να τηλεμαχούν, ώσπου έρχονται τα επόμενα Χριστούγεννα και θυμούνται τα φράγκα, κι άντε πάλι από την αρχή, χρόνια τώρα.

Η ιστορία των Καλικαντζάρων αντλήθηκε από την Εγκυκλοπαίδεια των Τεράτων του Γιώργου Μπλάνα. Η ιστορία των Κοτζαμπάσηδων που είναι γνωστή σε όλους μας, προσαρμόστηκε επί της πρώτης με βάση τη σημερινή ελεεινή και ελληνική πραγματικότητα. Το σκίτσο είναι της Αλέκας, σχεδιασμένο κατά τη διάρκεια του μαθήματος των Θρησκευτικών (Δεκέμβριος 1976).
....
Το πρότειναν επίσης οι φίλοι Κουβανέζος και e-epiloges
---