Συνεχίζοντας με τα στοιχειά που σχετίζονται με την ελληνική παράδοση, μια μέρα κυριολεκτικά φλογερή σαν τη σημερινή, έχουμε την αφορμή να παρουσιάσουμε τον Φοίνικα. Ωστόσο τολμήσαμε, για πρώτη φορά, να συνεχίσουμε το μύθο διατηρώντας στο ακέραιο τον πραγματικό του Γ. Μπλάνα, και φυσικά αφήνοντας όλο το περιθώριο σε εσάς να κάνετε τους συνειρμούς σας.
«Ο Φοίνικας είν΄ ένα πουλί στην Αραβία, και τ’ ονομάζουν έτσι είτε γιατί είναι ολοπόρφυρο είτε γιατί δεν πεθαίνει ποτέ», έγραφε στα 1100 ένας Νορμανδός παπάς. «Ζει πάνω από πεντακόσια χρόνια, κι όταν νοιώσει πως γέρασε αρκετά, πιάνει κι ανάβει μόνο του τη νεκρική πυρά του, με κλαράκια από αρωματικά φυτά, κι ανεβαίνει απάνω και κοιτάζει προς τον ήλιο και φτεροκοπάει δυνατά και φουντώνουν οι φλόγες και το καίνε. Μα ύστερα από εννιά μέρες ξαναγεννιέται από την στάχτη του».
Την ίδια εποχή, στην Κωνσταντινούπολη, ένας άλλος παπάς μας έδινε περισσότερα στοιχεία: «Φοράει ο Φοίνικας στεφάνι ολόχρυσο στο κεφάλι κι έχει στα νύχια του κρατημένες δυο σφαίρες, σαν αυτοκράτορας. Φωλιάζει στα μέρη της Ινδίας, έξω από την Ηλιούπολη, κοντά στους κέδρους του Λιβάνου. Ζει πεντακόσια χρόνια και τρέφεται από το Άγιο Πνεύμα. Όταν περάσουν, λοιπόν, τα πεντακόσια χρόνια, ο Φοίνικας πηγαίνει στους κέδρους. Είναι μήνας Απρίλιος. Ακουμπάει τα φτερά του στο αρωματικό ρετσίνι και περιμένει σήμα. Ο ιερέας της πόλης, βάζει στον βωμό κληματόβεργες. Τότε το πουλί πετάει και κάθεται απάνω. Αμέσως οι κληματόβεργες αρπάζουν φωτιά. Η εκκλησία πλημμυρίζει από υπέροχο άρωμα. Το πρωί, ο ιερέας της Ηλιούπολης βρίσκει ανάμεσα στις στάχτες ένα μικρό σκουλήκι. Την άλλη μέρα, το σκουληκάκι γίνεται νεογέννητο πουλί και σε τρεις μέρες ένας μεγάλος Φοίνικας, όπως πριν καεί. Το θαυμάσιο πουλί φιλάει το χέρι του ιερέα και ξαναγυρίζει στη φωλιά του».
Όμως οι δυο παπάδες δεν ήταν οι πρώτοι που ενέφεραν το θαυμάσιο αυτό πουλί. Χίλια επτακόσια χρόνια πριν από την εποχή τους, ο Ηρόδοτος έλεγε πως «έχουν {οι Αιγύπτιοι} ένα ιερό πουλί, που το είδα ζωγραφισμένο. Ξανθοκίτρινα ήταν τα πούπουλά του και κόκκινα, κι έμοιαζε καταπληκτικά μ΄ αετό». Δεν πίστεψε ο μέγας ταξιδιώτης την ιστορία πως τάχα εμφανιζόταν κάθε πεντακόσια χρόνια στον ναό του Ήλιου, για να καεί και να ξαναγεννηθεί.
Έλα όμως που ύστερα από πεντακόσια χρόνια ο Τάκιτος, ο Ρωμαίος ιστορικός, ανέφερε πως έγινε μεγάλη ταραχή στην Αίγυπτο, γιατί φάνηκε το ιερό πουλί. Πέσανε Ρωμαίοι κι Έλληνες με τα μούτρα να μάθουν περισσότερα. Κι ανακάλυψε ο Οβίδιος ο ποιητής, πως τρέφεται μόνο με δροσιά και σπόρους κάρδαμου. Κι ανακάλυψε ο Πλίνιος, ο μέγας φυσιοδίφης, πως είναι κατακόκκινο κι έχει γύρω στον λαιμό του μια χρυσή κορδέλα, κι έχει ουρά γαλάζια και ροζ και λοφίο σαν παγώνι. Και δεν καίγεται αλλά πεθαίνει στη φωλιά του, που την έχει φτιαγμένη με κανέλα, κι απ΄ τα κόκκαλά του βγαίνει ένα σκουληκάκι και γίνεται λεβέντικο πουλί.
Πάλι δεν το πίστεψαν οι σοφοί. Μόνο, γύρω στα 1500, ο σοφός Γιάννης Βαπτιστής Ντελαπόρτας, έγραψε στο μεγάλο βιβλίο του για τη Φυσική Μαγεία -για την επιστήμη της φύσης, δηλαδή- πως αν πάρεις ένα ξύλο και το βάλεις στο νερό και τ΄ αφήσεις καιρό, βγαίνει ένα σκουληκάκι, που γίνεται πουλάκι κι ανοίγει τα φτερά του και πετάει μακριά. Αλλά δεν μπορούσε να πει αν είναι Φοίνικας ή κάτι άλλο. Από τότε έχουν περάσει χιλιάδες χρόνια και δεν ξαναφάνηκε ο Φοίνικας, για να τον δούμε κι εμείς. Κάπου στην έρημο της Αραβίας θα βρίσκεται και θα κοιτάζει τις πεντακοσαριές τα χρόνια να περνάνε και τους ανθρώπους να κάνουν θαύματα πολλά, αλλά καλά κι άλλα της συμφοράς.
Όμως φαίνεται ότι το πουλί αυτό έβαλε γερά στο μάτι την Ελλάδα. Μπορεί να τον ενόχλησε εκείνο το υπέρμετρο ενδιαφέρον των προγόνων μας, μπορεί και η δυσπιστία μας. Κι έτσι αποφάσισε όχι μόνο να εμφανίζεται συχνά πυκνά αλλά ν΄ αφήνει τη φωτιά να φεύγει από τη φωλιά του. Στην αρχή κράτησε τη συνήθειά του να πυρπολεί τη χώρα το μήνα Απρίλη. Μετά όμως, άλλαξε γνώμη. Το καλοκαιράκι τον βόλεψε περισσότερο. Γιατί μπορεί να την πάτησε δυο φορές, με τη δυσπιστία, αλλά την τρίτη φάνηκε πιο μετρημένος. Κάπως έτσι έμαθε ότι οι Έλληνες αιώνες τώρα κάνουν θαύματα πολλά, λίγα καλά κι αμέτρητα της συμφοράς.
-
Ευχαριστούμε για τα σχόλιά σας που συνεχίζει, μετά τη γενέθλια διακοπή, να υποδέχεται η Κουπαστή μας.