πηγή: wikimedia
Την Παρασκευή που μας πέρασε στο Ανεμολόγιο συζητήθηκε η «ελληνικότητα». Στο blog της εκπομπής εκτός από τα ενδιαφέροντα, πάντα, σχόλια μνημονεύθηκε ιδιαίτερα το «καυτό» θέμα της ελληνικής γλώσσας και του ρόλου της, στο βαθμό που αποτελεί προσδιοριστικό παράγοντα της διαφορετικότητάς μας.
Οι «Γεφυρισμοί» αναδημοσιεύουν σήμερα το άρθρο του ποιητή Γιώργου Μπλάνα με το οποίο παρουσιάζει την συλλογή «Οι Αλληλουχίες των Θραυσμάτων» του Στέφανου Ροζάνη, στις «Αναγνώσεις» της Κυριακάτικης Αυγής. Όπως θα διαπιστώσετε και σεις, δικαιολογημένα ο πρόλογος χαρακτηρίζεται από τον ίδιο τον συγγραφέα «υπερβολικά αιχμηρός». Αιχμηρός όχι μόνο για την ποίηση αλλά κυρίως για την απαξίωσή της από την ίδια την Πολιτεία. Στη συνέχεια παραθέτουμε αυτούσιο το κείμενο το οποίο τιτλοφορείται, επίσης, «Το θραύσμα και η ολότητα».
«Η ποίηση», σημειώνει ο Μάρτιν Χάιντεγγερ στο ποιητικό κείμενο φιλοσοφικής μαθητείας ...dichterisch wohnet der Mensch..., δεν μπορεί (στο πλαίσιο των πνευματικών χωραφιών που νέμεται ο σύγχρονος ευρωπαϊκός πολιτισμός) να εμφανιστεί με άλλο τρόπο παρά μόνο ως λογοτεχνία. (...) Ο τρόπος των ποιητών είναι να παραβλέπουν την πραγματικότητα. Ονειρεύονται αντί να δρουν. (...) Αυτό μπορεί να το ασπαστεί μόνο εκείνος ο οποίος ζει εκτός πραγματικότητας και αρνείται να δει τις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες στις οποίες υπόκειται σήμερα ο βίος των ανθρώπων –αυτός που οι κοινωνιολόγοι ονομάζουν συλλογικό».
Αρχίζω έτσι ένα κείμενο εκτίμησης της δυναμικής του πρόσφατου βιβλίου με ποίηση του Στέφανου Ροζάνη, όχι μόνο λόγω της ιδιαίτερης σχέσης του με τη φιλοσοφία -πράγμα που θα ήταν ήδη ένας ανεπίτρεπτος σκεπτικός ελιγμός με στόχο την εγκαθίδρυση κάποιου πλεονεκτήματος- αλλά επειδή η ουσία –το τι και το πώς- της ποίησης στη σημερινή Ελλάδα βρίσκεται σε μόνιμη έκλειψη. Πολύ μακριά από τους ήδη παλαιούς στοχαστικούς προσανατολισμούς του ευρωπαϊκού μεταπολέμου, καθηλωθήκαμε σε μια συρρικνωμένη -και εν πολλοίς αποικιακού τύπου- θεωρία για την ποίηση, η οποία μπορεί να υφίσταται ως επίσημο εκπαιδευτικό εργαλείο μόνο στο βαθμό που αυτοαναιρείται. Ακόμα και αν προσπεράσουμε το γεγονός πως από αμιγώς θεωρητική άποψη η περίφημη συναισθηματική θεωρία (γι’ αυτήν μιλώ) βρίσκεται πολύ πιο πίσω από τον Αριστοτέλη -τουλάχιστον ως προς την ελληνική της εκδοχή- είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχθούμε πως αδυνατεί να καλύψει το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής μας ποίησης, πράγμα που σημαίνει πως στο μέλλον -για να μην πούμε: ήδη από κάμποσες δεκαετίες- όσο περισσότερη καλή ποίηση θα γράφεται στην ελληνική γλώσσα, τόσο λιγότερη καλή ποίηση θα μπορεί να περάσει τις πόρτες των εκπαιδευτηρίων κάθε βαθμίδας. Καλώς, αφού η μόνη πραγματική ιστορική οντότητα είναι η ελληνική γλώσσα και, ίσως, η αδυναμία των μηχανισμών ενός ανίκανου κράτους να την προσανατολίσουν, να είναι η μοναδική της σωτηρία.
Νομίζω πως όποιος δεν έχει απόλυτη συναίσθηση των ορίων τού ανεπαρκούς έως επικίνδυνου για την πνευματική υγεία των διανοητών περιβάλλοντος εργασίας, εντός του οποίου ανέπτυξαν και αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους αξιολογότατοι στοχαστές, δεν μπορεί να εκτιμήσει ποιητικούς προσανατολισμούς όπως αυτός του Στέφανου Ροζάνη. Από εδώ και ο υπερβολικά αιχμηρός πρόλογος του παρόντος κειμένου.
Ο μαθηματικός, φυσικός, ειδικός της επικοινωνίας και μέλος του κύκλου διανοητών του περιοδικού Σημειώσεις και των εκδόσεων «Έρασμος», που συγκράτησαν τον στοχασμό στο σώμα της ποίησής μας, όταν η πανάρχαια αυτή τέχνη είχε ήδη φτάσει στο βαθμό μηδέν της πνευματικής δυναμικής της, συμπλέουσα αφενός με τη συναισθηματική θεωρεία και αφετέρου με την αποκαλυπτική νωθρότητα της θρησκευτικής «παράδοσης». Δεκατέσσερα ολιγοσέλιδα βιβλία με ποιήματα -από το 1966- μια συγκεντρωτική έκδοση (1980) και πλήθος δοκιμίων, υποτυπώνουν τα σημεία του πνευματικού ορίζοντα, εντός του οποίου ανέπτυξε τις τολμηρές δραστηριότητές του ως ποιητής και ως ιδιότυπος αρχαιολόγος του ρομαντισμού – με ιδιαίτερη προσήλωση στο έργο του Σολωμού και του Πάουντ. Αν και δεν υπήρξε ποτέ δεδηλωμένος ρομαντικός, ακολούθησε με απαράβατη συνέπεια τη μεγάλη –και ίσως ουσιαστική- αρχή του ριζοσπαστικού ρομαντισμού των Άγγλων Ωφελιμιστών, των Αμερικανών Υπερβατιστών και των Ιταλών Αντιμοναρχικών: ο στοχασμός δεν είναι στοιχείο ύφους, αλλά η ίδια η ουσία της ποίησης. Από εδώ και η συνήθειά του να διατυπώνει με ακρίβεια μάλλον παρά να ασχολείται με το στολισμό του ποιητικού λόγου. Έτσι, η αισθητική διάσταση των ποιημάτων του ταυτίζεται με την αίσθηση του σφαιρικού, συμπαγούς, σταθερού στην προστακτική υπερβατικότητά του λόγου. Δεν πρόκειται ούτε για τον Εικονισμό του Τόμας Έλιοτ, ούτε για τον Ομπζεκτιβισμό των Ουίλιαμς, Όπεν, Ζουκόβσκι. Τόσο ο Εικονισμός όσο και ο Ομπζεκτιβισμός οφείλουν τη σταθερότητα της έκφρασής τους στη διαύγεια των εικόνων που υποτυπώνει και στη σταθερότητα των φυσικών συμβόλων που χρησιμοποιεί• στην περίφημη ολότητα, δηλαδή.
Ο στίχος του Ροζάνη ταυτισμένος με την ολοκλήρωση της γνωστικής του περιεκτικότητας, μάλλον σχετίζεται με τη σολωμική επιμονή στην ολοκλήρωση μιας ιδέας που θα αναδείξει τη δύναμη με την οποία ένα τμήμα του κόσμου αντιμετωπίζει την ετερονομία του, προκειμένου να παραμείνει ο εαυτός του. Αν υπάρχει κάποια ολότητα εδώ, δεν είναι η ποιητική ενέργεια που μιμείται –καλύπτοντας τον πλατωνικό ολοκληρωτισμό- τον ίδιο τον Θεό, αλλά η προσπάθεια του ποιητικού υποκειμένου –ως τμήματος ή θραύσματος του όντος εν γένει- να ολοκληρώσει -με τη μαθηματική έννοια- την εξάρτησή του από το επέκεινα, από το κατεξοχήν Άλλο (για να υπαινιχθούμε την ενδεχόμενη συνεισφορά του Λάιμπνιτς στο χεγκελιανό σχήμα Αφέντη-Δούλου): τι άλλο κάνει η Μεσολογγίτισσα στους Ελεύθερους Πολιορκημένους και τι άλλο ο Ιώβ στη δυστυχία του; Όποιος επιχειρεί να αφαιρέσει από μια μητέρα ή έναν εργατικό άνθρωπο -όσο ασήμαντοι κι αν είναι- το πώς και τι τους, μοιραία μετατρέπεται σε αντικείμενο των σκέψεών τους. Στο εξής, δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς τα θύματά του• ούτε το ποίημα χωρίς τα αντικείμενά του –όσο απροσδιόριστα και αν είναι.
Ιδού αυτή η ποιητική διαλεκτική: «Ό,τι δεν μου ανήκει χάνεται μαζί με τα υπάρχοντά μου/ Που με αποξενώνουν από τις αρρυθμίες των πόλεων και τους λαβυρίνθους του πλήθους/ Αυτό που μου αποστερείτε δεν είναι η μνήμη αλλά η ανάμνηση όσων δεν μου ανήκουν/ Και όσων άλλων προς στιγμήν απαίτησαν τη ζωή μου και απέτυχαν μάλλον από δική μου δειλία...» (σελ. 9) «Αυτό που μου αποστερείτε, Θεέ μου, Άλλε, Σκοτάδι Συμπαντικό, είναι η απόλυτα φυσική ετερονομία μου – και άρα η ταυτότητά σας», θα μπορούσε να πει ο Ιώβ. «Μάθετε τώρα να υπάρχετε εντός τής ξαφνικά εξεγερμένης συνείδησής μου. Την πατήσατε. Μαζί θα υπάρξουμε σ’ αυτόν τον γκρεμό». Το ίδιο θα μπορούσε να πει και η Μεσολογγίτισσα. Μόνο που, στη δεύτερη περίπτωση, διακυβεύεται η φυσική ετερονομία μιας εθνικής συνείδησης. Και μόνο που εδώ η φυσική αυτή ετερονομία μεταβλήθηκε σε πολιτική ταυτότητα, μετατρέποντας κάθε πνευματική σχέση σε χυδαίο σύνθημα –οπωσδήποτε βυθισμένο στη συναισθηματική έκλυση.
Δεν μπορώ να παρακάμψω την επιθυμία μου να διαβάσω τις Αλληλουχίες των Θραυσμάτων, ως μια -φιλοσοφικότερη της Ιστορίας- διερεύνηση του θραυσμένου ελληνικού κόσμου, όσο και αν –ή ίσως γι’ αυτό ακριβώς- το ποιητικό υποκείμενο θέτει τον εαυτό του καίρια στο κέντρο της θραύσης που προϋποθέτει ως ορίζοντα άρθρωσης του ποιήματος: «Επιμένει μέσα στα ερείπια σκορπώντας τον εαυτό του ακατάπαυστα/ Μαζεύει τις φωνές και τις μεγεθύνει/ Άλλοτε αλαλάζοντας κι άλλοτε ακούγοντας ολολυγμούς/ Κάνει τις άσαρκες εικόνες που από μακριά έρχονται/ Να παίρνουν τη λάμψη των ζωντανών/ Περιφρονώντας τις ελπίδες/ Που μέσα από τα ερείπια αναδύονται./ Αν ο θάνατος ήταν αφέντης θα ήταν από καιρό νεκρός» (σελ. 13). Ποιήματα σαν και αυτό το υπέροχο θέτουν με τόση διαφάνεια το περιβάλλον της Θραύσης, ώστε δεν υπάρχει αμφιβολία πως πρόκειται για την διαρκώς ακατόρθωτη Ελλάδα ή τη συνείδησή της, μια Ελλάδα και μια συνείδηση «αναίμακτη ετεροτοπία ενός τόπου κρυμμένου αφανέρωτου στα πυκνά φυλλώματα της βελανιδιάς» (σελ. 7).
-.