Ένα «παγωμένο» ρωσικό παραμύθι με αφορμή τα προσωρινά μέτρα
«ανακούφισης» των φτωχών. Ένα παραμύθι που μας παραπέμπει στα μπαλώματα του
καπιταλισμού και τις κάλπικες υποσχέσεις των ψευδοαντιπάλων του.
Βίκτωρ Μιχαΐλοβιτς Βασνιετσώφ, Η Κόρη του Χιονιού, 1899.
Πριν από πολλά-πολλά χρόνια, σε μια ξύλινη καλύβα ενός
μακρινού ρώσικου χωριού ζούσε ένα ζευγάρι χωρικών. Ο Ακέμ και η Μάσα ήταν πολύ αγαπημένοι
μα κάτι έλειπε για να συμπληρώσει την ευτυχία και την αρμονία τους: ένα παιδί.
Το λαχταρούσαν και οι δύο και γι΄ αυτό συνήθιζαν να
κάθονται πλάι στο παράθυρο ή την πόρτα της καλύβας τους, κοιτάζοντας τα παιδιά
των γειτόνων να παίζουν. Εκείνες τις στιγμές εύχονταν μέσα τους να είχαν κι αυτοί ένα παιδί. Περνώντας όμως
τα χρόνια η ευχή έγινε λύπη.
Μια κρύα μέρα του χειμώνα, όταν το χιόνι στρώθηκε παχύ-παχύ
στους δρόμους ο Ακέμ και η Μάσα παρακολουθούσαν σιωπηλοί τ΄ αγόρια του χωριού να παίζουν χιονοπόλεμο για να ζεσταθούν
φτιάχνοντας ταυτόχρονα χιονάνθρωπους, θηλυκούς κι αρσενικούς.
Ξαφνικά ο Ακέμ, χαμογελώντας, γυρίζει προς τη Μάσα και της λέει:
«Τι λες Μάσα, δεν βγαίνουμε κι εμείς έξω
να φτιάξουμε έναν χιονάνθρωπο, όπως τα παιδιά;»
Η Μέσα γέλασε κι εκείνη, αλλά έστω κι αν της φαινόταν
παράξενο στην ηλικία τους να κάνουν τέτοιο πράγμα, του αποκρίθηκε: «Ναι! Ας
πάμε! Μπορεί να φτιάξει και το κέφι μας,
λιγάκι. Αλλά δεν βλέπω γιατί θα πρέπει να φτιάξουμε έναν άντρα ή μια γυναίκα
από χιόνι κι όχι ένα παιδί που έτσι κι αλλιώς στην πραγματικότητα η ζωή μάς το
έχει στερήσει;».
«Πιστεύω Μάσα, ότι το μυαλό σου δουλεύει αρκετά έξυπνα, παρ΄
όλη την ηλικία! Έλα, λοιπόν, πάμε να στρωθούμε στη δουλειά!», απάντησε ο Ακέμ.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι βγήκε έξω, κι άρχισαν να παίζουν με το
χιόνι φτιάχνοντας ένα παιδί. Έφτιαξαν τα πόδια, το σώμα, τα χέρια και τη στιγμή
που έβαλαν μια χιονόμπαλα για κεφάλι, καμαρώνοντας το χιονόπαιδο που
δημιούργησαν, ένας άγνωστος περαστικός
κοντοστάθηκε και τους ρώτησε: «Πώς το λένε το θαύμα που φτιάξατε;».
«Κόρη του Χιονιού!» απάντησε γελώντας η Μάσα, εξηγώντας το πώς και το γιατί.
«Μπορεί οι Άγιοι να σε βοηθήσουν!» είπε εκείνος και συνέχισε
το δρόμο του.
Όταν πια είχαν στερεώσει καλά την Κόρη του Χιονιού, ο Ακέμ
άρχισε να φτιάχνει τη μύτη, δύο τρύπες για μάτια, και μια μικρή γραμμή για
στόμα. Μόλις όμως χάραξε το στόμα, εμβρόντητος αισθάνθηκε ζεστή ανάσα να
βγαίνει απ΄ αυτό. Γρήγορα τράβηξε το χέρι του μακριά και κοιτώντας τις τρύπες των ματιών αντίκρισε δυο όμορφα, πραγματικά, μπλε μάτια! Τα χείλη
ζωντάνεψαν και κοκκίνισαν και η μύτη ζωήρεψε κι αυτή. Μα στ΄ αλήθεια κανείς
άλλος δεν είχε τόσο όμορφη, λεπτή και μικρούλα μύτη.
«Θεέ μου! Τι συμβαίνει; Είναι πειρασμός του Κακού αυτό;»,
φώναξε ο Ακέμ, χτυπώντας πολλές φορές το πρόσωπό του για να συνέλθει. Όμως η
Κόρη του Χιονιού είχε ήδη τυλίξει τα χεράκια της γύρω από το λαιμό του και τον
φιλούσε όπως ένα ζωντανό πλάσμα.
«Ακέμ! Ακέμ!» Φώναξε η Μάσα τρέμοντας από χαρά, «επιτέλους
μας λυπήθηκε ο Θεός κι έστειλε αυτό το παιδί να μας ξανανιώσει στα
γεράματα».
Μα τη στιγμή που η Μάσα ετοιμαζόταν ν΄ αγκαλιάσει το
χιονόπαιδο, προς μεγάλη έκπληξη και των δύο, το χιόνι κύλισε στη γη και από
μέσα ξεπήδησε ένα όμορφο κοριτσάκι!
«Θεέ μου! Μικρούλα Κόρη του χιονιού! Μικρή μου αγάπη!»,
φώναξε η τρισευτυχισμένη Μάσα οδηγώντας το πεντάμορφο κοριτσάκι στην καλύβα
τους. Εν τω μεταξύ ο Ακέμ δεν είχε συνέλθει ακόμη. Ξύνοντας το κεφάλι του,
απορούσε και προβληματιζόταν γι΄ αυτό που συνέβη. Δεν ήξερε καλά-καλά αν ήταν
ξύπνιος ή ονειρευόταν. Ήξερε όμως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
Αλλά, η Κόρη του Χιονιού ήταν εκεί μαζί τους, προσφέροντας
τόση ευτυχία όση δεν είχαν ποτέ και μάλιστα μεγάλωνε ώρα με την ώρα, ώστε πολύ
γρήγορα έγινε ένα ψηλό, όμορφο και χαριτωμένο κορίτσι. Κι ο Ακέμ τελικά αποδέχθηκε ότι όλα ήταν φυσιολογικά μια
και το καλύβι τους ήταν γεμάτο από χαρά. Τώρα πια, τα κορίτσια και τ΄ αγόρια
του χωριού ήταν συχνοί επισκέπτες, έπαιζαν, διάβαζαν και τραγουδούσαν με την
Κόρη του Χιονιού η οποία έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να διασκεδάζουν όλοι γύρω
της. Μιλούσε, γελούσε, και ήταν τόσο χαρούμενη και τόσο εγκάρδια, ώστε όλοι την αγαπούσαν
πολύ, και προσπαθούσαν με τη σειρά τους να την ευχαριστήσουν με κάθε δυνατό
τρόπο. Ταυτόχρονα, όμως, δεν υπήρξε ποτέ καλύτερη και πιο υπάκουη κόρη από την
Κόρη του Χιονιού.
Το κορίτσι-δώρο είχε ένα υπέροχο δέρμα, λευκό σαν το χιόνι,
τα μάτια της ήταν σαν τα λουλούδια «μη-με-λησμόνει», τα χείλη και τα μάγουλά
της, σαν τα τριαντάφυλλα. Ήταν η εικόνα της πραγματικής υγείας και της
ομορφιάς. Με τα όμορφα χρυσά μαλλιά της να κυλούν στην πλάτη της, έμοιαζε ακριβώς
όπως ένα δεκαεπτάχρονο κορίτσι, κι ας ήταν μόλις λίγων ημερών!
Μια μέρα η Μάσα είπε στο σύντροφό της: «Ακέμ, πόσο καλός στάθηκε
ο Θεός μαζί μας; Πόσο χαρούμενους μας έκανε η Κόρη του Χιονιού αυτές τις λίγες
μέρες που είναι κοντά μας, και πόσο λυπημένοι και γκρινιάρηδες ήμασταν πριν.»
«Ναι, Μάσα», αποκρίθηκε ο Ακέμ, «οφείλουμε να ευχαριστήσουμε
το Θεό για όλα όσα έχει κάνει για μας, και Τον ευχαριστώ που έχουμε χαρά αντί
για λύπη, στο σπιτικό μας.»
Ο Χειμώνας πέρασε, οι ουρανοί καθάρισαν, την Άνοιξη βγήκε ο
ήλιος και για μια ακόμη φορά τα χελιδόνια άρχισαν να γυρίζουν, το γρασίδι και
τα δέντρα έγιναν πράσινα. Όλα μαζί τα κορίτσια των Ρώσων χωρικών, μαζεύονταν στο
δάσος να χορέψουν και να τραγουδήσουν με τ΄ αγόρια. Αλλά η Κόρη του Χιονιού
ένιωθε να βαριέται.
«Τι έχεις αγάπη μου;» ρώτησε η Μάσα, «είσαι άρρωστη; Είσαι
πάντα τόσο φωτεινή και χαρούμενη, και τώρα είσαι τόσο βαριεστημένη λες και
ξαφνικά κάποιος σου έκανε μάγια».
«Όχι, μανούλα μου. Δεν συμβαίνει τίποτα αγαπημένη μου», είπε
η Κόρη του Χιονιού, αλλά εξακολουθούσε να βρίσκεται στην ίδια κατάσταση.
Σταδιακά άρχισε να χάνει το ροδαλό της χρώμα και ν΄ αποκτά, όλο και περισσότερο
την όψη μιας δυστυχισμένης, γεγονός που θορύβησε τους ανθρώπους γύρω της.
Το τελευταίο χιόνι είχε πλέον εξαφανιστεί, οι κήποι άρχισαν
να ανθίζουν, τα ποτάμια και οι λίμνες κελάρυζαν, τα πουλιά τραγουδούσαν
χαρούμενα. Όλος ο κόσμος αισθανόταν πιο χαρούμενος μα η Κόρη του Χιονιού γινόταν
όλο και πιο δυστυχισμένη.
Καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα στο πιο δροσερό μέρος της
καλύβας. Αγαπούσε το κρύο του χειμώνα, ήταν ο καλύτερος φίλος της, και μισούσε αυτή
τη φρικτή ζέστη. Ήταν ευτυχισμένη όταν έβρεχε λίγο, μα ψηνόταν από τον ήλιο
μετά τη βροχή. Δεν την απασχολούσε ο χειμωνιάτικος ήλιος αλλά ο καλοκαιρινός που ήταν και ο εχθρός της. Πράγμα πολύ φυσιολογικό αφού το κορίτσι
γεννήθηκε το χειμώνα, μέσα από το χιόνι!
Επιτέλους, έφτασε η μεγάλη γιορτή του Καλοκαιριού. Οι νέοι και
οι νέες του χωριού επισκέφθηκαν την Κόρη του Χιονιού ζητώντας από τη Μάσα να
την αφήσει να πάει μαζί τους στο δάσος. Στην αρχή η Μάσα αρνήθηκε, αλλά τα
κορίτσια την παρακάλεσαν τόσο πολύ, ώστε αφού το σκέφτηκε για τα καλά, έδωσε τη
συγκατάθεσή της θεωρώντας ότι η γιορτή θα φτιάξει το κέφι της θυγατέρας της.
«Αλλά», είπε, «να την προσέχετε όπως εγώ, σαν κόρη οφθαλμού!
Αν της συμβεί κάτι, δεν ξέρω τι θα κάνω!»
«Εντάξει! Εντάξει! Θα την προσέχουμε! Το ίδιο την αγαπάμε κι
εμείς», φώναξαν οι νέοι και τράβηξαν μαζί με την Κόρη του Χιονιού προς το δάσος
όπου τα κορίτσια έπλεκαν στεφάνια την ώρα που τα αγόρια μάζευαν ξύλα για να τα
κάψουν.
Την ώρα του ηλιοβασιλέματος άναψαν τη φωτιά, και στάθηκαν
όλοι στη σειρά, αγόρια και κορίτσια, για να περάσουν από πάνω της. Τελευταία
στάθηκε η Κόρη του Χιονιού.
«Μη φοβάσαι», της είπαν τα κορίτσια, «μη μένεις πίσω, πήδηξε
μετά από εμάς.»
Με το «Ένα! Δύο! Τρία!» πήραν φόρα και πήδηξαν χαρούμενες τις
φλόγες. Ξαφνικά ακούστηκε μια διαπεραστική κραυγή και κοιτάζοντας γύρω
ανακάλυψαν ότι η Κόρη του Χιονιού ήταν άφαντη!
«Αχ», φώναξαν, γελώντας, «μας κάνει ένα από τα γνωστά κόλπα
της. Το πιο πιθανό είναι να έχει κρυφτεί κάπου. Ελάτε, πάμε να την ψάξουμε».
Χωρίστηκαν ανά δύο και άρχισαν να την αναζητούν προς όλες
τις κατευθύνσεις. Αλίμονο, όμως, χωρίς αποτέλεσμα! Κανείς δεν μπόρεσε να βρει τη χαμένη φίλη τους.
Σύντομα τα ευτυχισμένα προσωπάκια τους σκυθρώπιασαν και η χαρά έδωσε τη θέση της στη θλίψη και την
αγωνία. Όταν συναντήθηκαν όλοι ξανά, στην άκρη του δάσους, άρχισαν να συζητούν
μεταξύ τους για να βεβαιωθούν ότι έψαξαν παντού.
«Ίσως να έχει πάει στο σπίτι της», είπε ένας.
Αυτή η σκέψη έλαμψε ως ελπίδα. Έτσι, όλοι μαζί, έτρεξαν στη
φτωχική καλύβα της Μάσα και του Ακέμ. Μα
ούτε κι εκεί βρήκαν την Κόρη του Χιονιού. Έψαχναν κι όλη την επόμενη μέρα και τη νύχτα, και την τρίτη
και την τέταρτη. Την αναζητούσαν στο χωριό, καλύβα-καλύβα, και στο δάσος,
δέντρο-δέντρο, θάμνο-θάμνο. Μάταια όλα! Πουθενά δεν μπόρεσαν τη βρουν.
Περιττό να πούμε ότι η θλίψη των φτωχών γονιών της δεν
περιγράφεται με λόγια. Ο Ακέμ και η Μάσα ήταν απαρηγόρητοι. Κάθε μέρα, κάθε
νύχτα η Μάσα περιπλανιόταν στο δάσος καλώντας την χαμένη θυγατέρα της σαν
τρελή: «Ω, μικρή μου Κόρη του Χιονιού! Ω! μικρή μου αγάπη!»
Αλλά καμιά απάντηση δεν πήρε στο κάλεσμά της. Ούτε μια λέξη
από τη γλυκιά φωνούλα. Η Κόρη του Χιονιού δεν πρόκειται να βρεθεί ποτέ. Αυτό
ήταν βέβαιο, πια. Αλλά πώς εξαφανίστηκε, πού είχε πάει; Την είχαν κατασπαράξει
τα άγρια ζώα του δάσους ή την άρπαξε κάποιο αρπακτικό πουλί και τη μετέφερε
μακριά προς τη θάλασσα; Όχι, δεν ήταν τ΄
άγρια θηρία, ούτε τ΄ αρπακτικά, αλλά καθώς η μικρούλα πηδούσε πάνω από τη φωτιά
εξατμίστηκε και σαν λεπτό σύννεφο πέταξε
ψηλά στον ουρανό.
Απόδοση: Α.Μ.
Πηγή: Edith M. S. Hodgetts, Tales and
Legends from the Land of the Tzar: Collection of Russian Stories, 2nd edition, London:
Griffith Farran and Company, 1891, pp. 46-52. Διαθέσιμο στο δικτυακό
τόπο του
D. L. Ashliman μαζί με άλλες
εκδοχές του.