Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

19/2/11

Καιρός να ΠΑΜΕ


Το Κεντρικό Εκλογικό Κέντρο του Πανδημοκρατικού Αγροτικού Μετώπου Ελλάδας – ΠΑΜΕ το 1961. Πηγή: Ιστορικές Φωτογραφίες

Τον Φεβρουάριο του 1961, η ΓΣΕΕ ζητά την παρέμβαση του Πρωθυπουργού (Κ. Καραμανλή) καθώς ο αριθμός των ανέργων διαρκώς αυξάνεται και οι ίδιοι έχουν περιέλθει σε ανέχεια, στερούμενοι και αυτό το ίδιο το ψωμί.

Ο αριθμός των κατοίκων της επαρχίας που μετακινήθηκαν στην Αθήνα μέσα σε μια δεκαετία, υπολογίζεται σε 350.000 άτομα, ενώ έντονες είναι οι ανησυχίες για τη μετανάστευση Ελλήνων στο εξωτερικό, τις οποίες μόνο η κυβέρνηση δεν ασπάζεται.

Ο Γ. Παπανδρέου με δήλωσή του στη Βουλή ανακοινώνει την ίδρυση νέου κόμματος με τίτλο «Δημοκρατικό Κέντρο- Αγροτική Φιλελεύθερη Ένωση» και ο Κ. Καραμανλής επιχειρεί και επιτυγχάνει την ανασύνδεση των σχέσεων της χώρας με το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ η Κύπρος μετά το διπλωματικό Βατερλό της Ελλάδας, εντάσσεται στη βρετανική κοινοπολιτεία.

Μάλιστα, ο Κ. Καραμανλής κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο θίγει το θέμα του εξωτερικού δημόσιου χρέους της Ελλάδας. Λίγες μέρες αργότερα, στο τέλος του μήνα, ξεκινά η προετοιμασία της επίσκεψής του στις ΗΠΑ μετά από πρόσκληση του Κέννεντυ.

Κι ενώ συντρέχουν όλα τα παραπάνω, συγκροτείται «αφανής επιτροπή» κατά του κομμουνισμού. Ο Κ. Καραμανλής που έχει ήδη «κόντρα» με το Παλάτι, επιδιώκοντας τη συσπείρωση της Δεξιάς γύρω από την ΕΡΕ, ξεκινά νέο κύκλο αντικομμουνιστικής δράσης. Εξάλλου οι διωγμοί είχαν ήδη ξεκινήσει μετά την ανάδειξη της ΕΔΑ ως δεύτερο κόμμα στις εκλογές του 1958 και εντάθηκαν μετά την αποκάλυψη των επαφών Κολιγιάννη-Γλέζου.


Ένα … ισχυρό επιχείρημα της εποχής, για την αναχαίτιση του κομμουνιστικού κινδύνου.

Έτσι, ο Καραμανλής υιοθετεί την πρόταση του δημοσιογράφου Σάββα Κωνσταντόπουλου, αποστάτη της Αριστεράς και συνεργάτη πάσης φύσεως ελεεινών τραμπούκων, να συστήσει «αφανή επιτροπή» για την κατάστρωση καινοτόμων στρατηγικών καταπολέμησης των κομμουνιστών, κι ενώ το ΚΚΕ ήταν στην παρανομία.

Στην επιτροπή, τα μέλη της οποίας αμείβονταν από μυστικά κρατικά κονδύλια, εκτός από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό και τον Κωνσταντόπουλο συμμετείχαν οι Γεωργαλάς και Προκοπίου, όμοιες περιπτώσεις με τον πρώτο, όπως και διάφοροι αξιωματικοί μεταξύ των οποίων και ο μετέπειτα δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος.

Εν τω μεταξύ, το Κάιρο συγκλονίζεται από επεισόδια που έχουν στόχο τη Βελγική Πρεσβεία με αφορμή τη δολοφονία του Π. Λουμούμπα και η Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία διακόπτει τις διπλωματικές σχέσεις με το Βέλγιο για τον ίδιο λόγο.


Προεκλογική συγκέντρωση του ΠΑΜΕ, 1961. Πηγή: Βλαχάτα, Σάμης.

Τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς (1961) με υπηρεσιακό πρωθυπουργό τον αυλικό Δόβα διεξήχθηκαν πρόωρες εκλογές βίας και νοθείας. Η Αριστερά που συνασπίσθηκε περιορισμένα στον εκλογικό σχηματισμό ΠΑΜΕ (ΕΔΑ και Αγροτικό Κόμμα) μπήκε στον στόχο. Οι ψηφοφόροι της χτυπήθηκαν και κυνηγήθηκαν λυσσαλέα, το κύμα τρομοκρατίας σκέπασε όλη τη χώρα και το εκλογικό αποτέλεσμα φαλκιδεύτηκε.


Ο Κ. Αναστασιάδης και Σ. Χατζηστεφάνου, υποψήφιοι του ΠΑΜΕ στο Κιλκίς, τραυματισμένοι βαριά μετά από επίθεση των ΤΕΑτζήδων στο Γερακαριό του Κιλκίς, 18 Οκτωβρίου 1961. Πηγή: Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας.

Εκτιμώ, ότι οι συνειρμοί σας, θα είναι πολλοί. Όπως άλλωστε και οι δικοί μου. Λέτε να τρέχει ο Σαμαράς αυτή τη φορά για τον «ανένδοτο»; Είναι κι αυτό ένα ισχυρό ενδεχόμενο του δικομματισμού αφού και οι δύο παρατάξεις που παίζουν το παιχνίδι του, επιδιώκουν μονίμως ένα πράγμα: να τρομοκρατούν το Λαό. Τι Καραμανλής, τι Παπανδρέου… Άντε καιρός να ΠΑΜΕ λοιπόν.

Πηγές κειμένων
Βουρνάς, Τ., (1999) Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, Τόμος Ε΄, Αθήνα: Πατάκης
Χρονικό του 20ου αιώνα (χ.χ.) Αθήνα: Τέσσερα Έψιλον

14/2/11

Το ίδιο τροπάριο

Του Γιάννη Ρίτσου*

Έτσι είναι, βρε παιδί μου. Τα γεγονότα, τα πράγματα, τα ζεις, τα βλέπεις, τα δέχεσαι ή τ' απορρίπτεις, αντιδράς σ' αυτά με αισθήματα, ιδέες, εντυπώσεις, επιλογές, κρίσεις (και πάντα με τη θέλησή σου σ' εγρήγορση). Ύστερα διυλίζονται στη μνήμη και μπορείς κουτσά στραβά να τ' αναπολείς, να τα χρησιμοποιείς ή και να τα μετασχηματίζεις ανάλογα με τις ανάγκες σου.

Κάποτε τα πιάνεις όπως το πουλί με το δόκανο απ’ το 'να ή απ’ τα δυο πόδια, του στρίβεις το λαιμό, το μαδάς, ένα τόσο δα πραματάκι κιτρινιάρικο, πετσί και κόκαλο (αυτό ήταν όλο κι όλο;), δεν ξέρεις τί να το κάνεις, τα πούπουλα ψιλοφτερουγίζουν άψυχα, τα μαζεύει η κυρα Κατίνα «που ξέρεις, μπορεί να σιάξω κάνα μαξιλαράκι», πάει, ξεχάστηκε.

Τα όνειρα όμως; Ω, αυτά σε βρίσκουν πάντοτε ανέτοιμο, με ανύπαρκτη τη θέλησή σου, σε βρίσκουν θαυμαστικά έκπληχτον, σε παίρνουν, σε ηγεμονεύουν, ανυπεράσπιστο και ταυτόχρονα συμμέτοχο και συνένοχο, σε μαγεύουν, σε τρομάζουν, ρευστά, φευγαλέα, αιφνιδιαστικά, ωστόσο πιο ολοκληρωμένα και πραγματικά από κάθε πραγματικότητα, ολοκάθαρα, ευμετάβολα, τάχιστα, απέραντα, απίθανα, έχεις φτερά, πετάς, πέφτεις, πετάς πάλι χωρίς φτερά, πέφτουν τα δόντια σου όλα μες στο στόμα σου, τα μασάς, είναι πολύ νόστιμα, άσπρα κουφέτα γάμου, έχουν στη μέση ένα μύγδαλο καθαρισμένο, τα δόντια σου τώρα είναι στη θέση τους, πιο αστραφτερά, τα βλέπεις, όχι στον καθρέφτη, στο ίδιο σου το πρόσωπο απέναντί σου, είσαι το μωρό της Ελπινίκης, ο έφηβος των Αντικυθήρων, ο Αχιλλέας, ο Έκτορας, η Εκάβη, η θεια- Καλή με τη ρόκα της και τ' αδράχτι της, η σαύρα που χώθηκε στην τρύπα κι εσύ που κοιτάζεις τη σαύρα με το μονό μάτι του Πολύφημου -τί έξοχα όλα, κατορθωτά, πειστικότατα πίσω απ’ τα κλεισμένα σου βλέφαρα, και πέφτει ένα άστρο στο χέρι σου, το δαγκώνεις να βεβαιωθείς πώς είναι χρυσή λίρα για ν' αγοράσεις πέδιλα με δυο πλαϊνά φτεράκια σαν του Ερμή ακριβώς, αυτά πού είδες στη βιτρίνα της γωνίας στο κατάστημα του Σβούρα πού είναι το ίδιο ταυτόχρονα στον Περαία, στη Μονοβάσια, στα Χανιά, στο Καρλόβασι- πειστικότατα και να, μόλις ανοίξεις τα μάτια σου εξαφανίζονται, αέρας άπιαστος, ανεπανάληπτος, αμνημόνευτος∙ πασκίζεις να θυμηθείς, ν' αναπλάσεις∙ τίποτα∙ μονάχα πότε πότε κάτι ξεφτίδια, κάτι στιγμιότυπα ασύνδετα, και σπάνια ένα ολόκληρο όνειρο, θαμβωτικό, με όλη τη φανταστικά αφάνταστη ασυναρτησία του και γοητεία του, μόνο που δε θυμάσαι πια αν ήταν έγχρωμο ή ασπρόμαυρο κι αν τα χρώματα που βλέπεις στην ανάπλασή του είναι δικά σου σαν τις παλιές χαλκογραφίες τις επιχρωματισμένες∙ και παρ' όλο το στιγμιαίο και αστραπιαίο του ονείρου, έχει μια τεράστια περιεκτικότητα πανάρχαιου και μελλοντικού χρόνου πριν απ’ τη γέννηση και μετά το θάνατο∙ κι ίσως αυτό το αρχέγονο, αιώνιο, παγανιστικό, ελεύθερο, ηδονοκρατικό κι ανενδοίαστο του ονείρου, η αυθαιρεσία του κι η γυμνότητά του είναι που μας αποθεώνει μες στον ύπνο μας και θέλουμε να το κρατήσουμε και να το πούμε βεβαιώνοντας την αιωνιότητά μας και την ελευθερία μας πάνω από κάθε φυσικό και ηθικό εμπόδιο, πέρα από κάθε ενοχή αμαρτίας και φόβο τιμωρίας αφού στα όνειρά μας δεν έχουμε αυτόπτες μάρτυρες ή δαχτυλικά αποτυπώματα, γιατί καθένας είναι μόνος μέσα στο όνειρό του και δεν το βλέπει ποτέ μαζί μ' έναν άλλον, κι όλοι το 'χουν παραδεχτεί πως τ' όνειρο προτρέχει της πραγματικότητας κι ίσως μάλιστα να τη διαμορφώνει κατά κάποιο τρόπο και να διαμορφώνει και το δικό μας χαρακτήρα ή τουλάχιστον τη συμπεριφορά μας.

Έργο του Γ. Ρίτσου. Ακουαρέλα σε πακέτο τσιγάρων. Εξώφυλλο της έκδοσης*

Και σ' αυτό ακριβώς μοιάζουν τα όνειρα με τις μνήμες της παιδικής μας ηλικίας, βαθιά φυλαγμένες μέσα μας, άπλαστες πάντα, πλάθοντάς μας, κι όχι μνήμες αλλά η ίδια η παιδική μας ηλικία, μακρινή, απόκοσμη, ξένη κι η μόνη δική μας, έγχρωμη αυτή, με χρώματα αχνά ή δυνατά, η σκουριά του καρφιού στο τραπέζι, το φόρεμα της Μαρίτσας κίτρινο με άσπρες μαργαρίτες, η ταμπέλα του χασάπικου μια μαύρη αγελάδα και μια κόκκινη, κι η ταμπέλα του σιδεράδικου ένα πράσινο φανάρι με τζάμια τάχα και μέσα του μια μακρουλή πορτοκαλιά φλόγα, η ομπρέλα της Νίνας ρόδινη, της μαμάς μενεξελιά, κι η ζεστή μυρωδιά (όταν σιδερώναν τα εσώρουχα στο μέσα δωμάτιο) ήταν σταχτιά και παπαρουνιά, κι η αναμονή όλο έρωτας (αλλά ο έρωτας είχε όλα τα χρώματα και κανένα ορισμένο), και το πρώτο μακρύ παντελόνι του Αργύρη ήταν καφετί με λεπτές μπεζ ρίγες, γιατί, όντως, όπως το 'χε πει, σε τρεις μήνες φόρεσε μακρύ παντελόνι, έγινε πιο όμορφος, πιο ψήλος, πιο μελαχρινός και πιο γαλανομάτης, τέλειωσε το σχολαρχείο, πήγε στους Μολάους, έδωσε εξετάσεις, μπήκε στο γυμνάσιο, μου 'γραφε πότε πότε, όλο η Νίνα κι η Νίνα, μου λείπει λέει η Νίνα (κι εσύ βέβαια), μου λείπει η θάλασσα και το δικό μας φεγγάρι με τις βάρκες και τους αστακούς, φοράει τώρα γαλάζιο κασκέτο και του πάει πολύ, τον κοιτάνε τα κορίτσια, μα αυτός όλο η Νίνα στο νου του, τρώει σ' ένα ταβερνάκι το συχνότερο φασουλάδα (όχι μαρίδες και χταπόδι) μα, που θα πάει; το καλοκαίρι θα γυρίσω και τότες θα λυσσάξουμε στο κολύμπι, και κείνος ο τσιφούτης ο μπάρμπας μου δε μου 'στειλε ακόμα τα λεφτά για τους αρραβώνες, μην το πεις της Νίνας (εγώ δεν της είχα πει τίποτα) και μη με ξεχνάς ως το καλοκαίρι∙ μα στο μεταξύ η Νίνα αρραβωνιάστηκε με το Χρίστο που 'χε έρθει απ’ την Αθήνα και την ερωτεύτηκε αμέσως, όμορφος με τη στολή του, ενωμοτάρχης χωροφυλακής, ψηλός, σωστό ντερέκι, πιο όμορφος απ’ τον Αργύρη, πιο άντρας, με στριφτό μουστακάκι κι αράπικα μάτια∙ η αστυνομία ήταν απέναντι απ’ την αυλή του σπιτιού μας∙ κι αυτός ο μπερμπάντης είχε κρεμάσει στα δυο πάνω παράθυρα όχι κουρτίνες αλλά χοντρά τσουβαλόπανα (τάχα για να μην μπαίνει ο ήλιος και παραζεσταίνει τα γραφεία), είχε ανοίξει δυο τρύπες και παραμόνευε (κρυμμένος στα σκοτεινά) τη Νίνα κάθε που έβγαινε στην αυλή να λιάσει τα μαλλιά της ή να κοιτάξει το βαπόρι που περνούσε ή το βυσσινί λιόγερμα (και φώναζαν κάτου οι βαρκάρηδες σαν για ν' αράξει πιο γρήγορα το πλοίο, πού 'χει ανάψει κιόλας τα φώτα του, σαν για να μη φύγει ακόμα ο ήλιος πίσω απ’ τα βουνά πού είχαν γίνει μενεξεδένια με κάτι σκόρπιες ωχρές βουλές)∙ κι όταν ήρθε το καλοκαίρι -που θα γύριζε κι ο Αργύρης απ’ τους Μολάους, εμείς είχαμε φύγει για τις Βελιές, μαζί κι ο Χρίστος∙ είχε έρθει κι ο Μίμης, ο μεγάλος μου αδελφός απ’ τη Σχολή των Ναυτικών Δοκίμων, για τις διακοπές, όχι με τη μπλε στολή του και το σπαθάκι του, αλλά με τα κάτασπρα, απλό ναυτάκι, πιο γλυκός τώρα, πιο αδελφός μου (μ' άρεσε πολύ η μετακόμιση, η ανακατωσούρα, οι μπόγοι, τα συμπράγκαλα, οι φωνές, κι οι καθρέφτες μες στα δωμάτια άλλαζαν έκφραση σα ν' αλληθωρίζαν από κάποιο ανεξήγητο θυμό ή λύπη∙ δε μας κοίταζαν καταπρόσωπο κοίταζαν άλλου κι οι καρέκλες κουβέντιαζαν μεταξύ τους σε μια άγνωστη γλώσσα, παραξηγημένες φαίνεται με μας που φεύγαμε, και μάλιστα μια έπεσε μπρούμυτα και μου 'φραξε την πόρτα, μα εγώ πήδηξα από πάνω της κι έτρεξα κάτου στ' αμάξια που τα φόρτωναν οι υπηρέτριες, χάιδευα τα μουσούδια των αλόγων, και μόνο η μαμά ήταν λυπημένη κάτω απ’ το ψάθινο καπέλο της κι ενώ πηγαινοερχόταν έμοιαζε ακίνητη, η Λούλα κι η Νίνα -κι αυτές με ψάθινα καπέλα λουλουδοστόλιστα- κάναν τις μεγάλες, ο Χρίστος κι ο Μίμης παράμερα κουβέντιαζαν κάτι σοβαρά, ο μπαμπάς είχε φύγει δυο μέρες πριν για τις Βελιές, οι γάτες νιαούριζαν μες στα σκεπασμένα καλάθια).

Όπου, μια μέρα, που πηγαίναμε στο χωριό Άγιοι Σαράντα, ο Χρίστος κι εγώ, να ψωνίσουμε απ’ τα μπακάλικα (εκεί που ήταν το θερινό μας σπίτι δεν υπήρχαν καθόλου μαγαζιά) βλέπουμε σ' ένα χωράφι να καβαλιούνται δυο γαϊδάροι ο Χρίστος με ρωτάει: «ξέρεις τί κάνουν;», «ναι -του λέω- τσακώνουνται» (μ' όλο που ήξερα πολύ καλά -μου τα 'χαν μάθει απ’ όξω κι ανακατωτά τα χωριατόπουλα που κάναμε παρέα κάθε καλοκαίρι- μα ήθελα να τ' ακούσω απ’ το στόμα του Χρίστου, του «μπερμπάντη» -όπως τον έλεγα μέσα μου), ο Χρίστος χαμογελάει πονηρούτσικα, «όχι –λέει- δεν τσακώνονται γαμιούνται»∙ εγώ κάνω πάλι τον ανήξερο, «δηλαδή;» ρωτάω∙ «να, ο γάιδαρος χώνει το πράμα του στο πράμα της γαϊδούρας», «όλο αυτό» ρωτάω πάλι∙ «ναι, όλο»∙ «ύστερα;» «χύνει μέσα της»∙ «δηλαδή κατουράει;»∙ «όχι∙ χύνει ένα άσπρο πηχτό υγρό στη μήτρα της»∙ «έχει η γαϊδούρα μέσα της μια μίτρα σαν του δεσπότη;»∙ γέλασε πάλι ο Χρίστος «όχι μίτρα με γιώτα αλλά με ήτα» (εδώ πια φχαρστήθηκα την επίδειξή μου παρθενικότητας), «χύνει λοιπόν μέσα στην τρύπα της», «στην πάνου ή στην κάτου;» μου ξέφυγε∙ «ά, κατεργαράκο, μου τα ξέρεις και μου παρασταίνεις τον ψόφιο κοριό∙ στην κάτου, βέβαια∙ η γαϊδούρα πιάνει το σπόρο, γκαστρώνεται και γεννάει το γαϊδουράκι, όπως κάνει κι ο άντρας με τη γυναίκα»∙ «έτσι κάνεις κι εσύ με τη Νίνα μας;»∙ έσκασε στα γέλια, λάμψαμε τα ωραία κάτασπρα δόντια του, γέλασα κι εγώ όσο μπορούσα πιο δυνατά να φαίνουμαι μεγάλος, να τον ξεπεράσω, κι αυτός μου ανακάτεψε τα μαλλιά με τη χερούκλα του, κι ένιωσα πράγματι μεγάλος και λεβέντης, άξιος να κάνω κι εγώ ό,τι ο γάιδαρος με τη γαϊδάρα, κι όχι πια κείνα τα σαλιαρίσματα με τη Μαρίτσα.

Όμως ο Χρίστος ποτέ δεν έλεγε τέτοια πράματα μπροστά στη μαμά, στον μπαμπά, στη Νίνα, στο Μίμη, στη Λουλά, κι εγώ τον κοίταζα πονηρά καθώς κουβέντιαζε κι ανεβοκατέβαινε σοβαρό το στριφτό μουστακάκι του, σα να 'χαμε οι δυο μας κάποιο κοινό μυστικό, μια κρυφή συμμαχία. Άλλα κι ο Κωσταντής, το χωριατόπουλο, πέντε χρόνια πιο μεγάλος από μένα, που 'μπαινε σ' όλα τ' αμπέλια σα να 'ταν δικά του, κι έτρωγε έναν περίδρομο άπλυτα σταφύλια και βάφονταν κόκκινα τα μάγουλά του, τα σαγόνια του και τον έπιανε τσιρλιό και κατέβαζε τα βρακιά του όπου βρισκόταν ν' αλαφρώσει, κι υστέρα κολύμπαγε τσίτσιδος στο ποτάμι κι έβγαινε κι έκοβε βατόμουρα, πάλι τσίτσιδος -πόσα μου 'χε μάθει ο Κωσταντής, και το 'κανε, λέει, με τις κατσίκες, κι είναι μια χαρά, λέει, κι αν θέλω, λέει, να φέρει τις δυο κατσίκες της μάνας του να κάνουμε κι οι δυο∙ κι εγώ πολύ θα το 'θελα, μα ντρεπόμουνα και του είπα «άσε, άλλοτε», κι όταν πηγαίναμε καβάλα στα ασέλωτα άλογα (μυθικοί καβαλάρηδες σαν εκείνους τους ιππότες που γράφουν τα βιβλία ή σαν εκείνους τους μαρμάρινους καβαλαραίους μπροστά στη στέγη των αρχαίων ναών) να τα ποτίσουμε στη βρύση, και τ' άλογα βγάζαν κείνα τα μακριά μαύρα μασούρια τους που σάλευαν δίχως να νοιάζονται για τους χωριάτες που πότιζαν τα ζα τους ή για τις χωριατοπούλες που κατέβαιναν απ’ τον Αι Λια και τους Άγιους Σαράντα με βαρέλια και στάμνες να πάρουν νερό, ο Κωσταντής με σκούνταγε στον αγκώνα, μου 'δειχνε με τη ματιά του τ' άλογα και μου 'λεγε σιγανά «νάν τις είχαμε κι εμείς τόσο μεγάλες, κάλλιο κι από βασιλιάδες θα 'μασταν».

Μα όταν έπεφτε το βραδάκι και βγαίνανε τ' αστέρια και δρόσιζε ο τόπος κι ανέβαινε από τα περβόλια κι από τα μποστάνια μια μυρουδάτη υγρασία με βαθιές ανάσες και μουγκανίζαν κι αναμηρυκάζαν ήσυχα τα ζώα και τα βατράχια φώναζαν δυνατά για να φαίνεται καθαρότερα η σιωπή -τότε όλα μοιάζαν πιο όμορφα, σαν εκκλησιαστικά να πεις κι έτσι κάπως, για κάτι, σαν μετανιωμένα κι ας κάναν έρωτα την ίδια ώρα τα βατράχια. Άναβαν οι λάμπες κι οι λύχνοι στο σπίτι. Στρώναν το δείπνο. Απ' τ' ανοιχτά παράθυρα μπαίναν στις κάμαρες τα μακρινά βουνά, τα δέντρα, τα ποτάμια, οι νυχτοπεταλούδες.

Όταν αποσώναμε το δείπνο, βγαίναμε όλοι στη μεγάλη ταράτσα (εκτός απ’ τη μαμά και τον μπαμπά) να κοιμηθούμε στην αράδα στρωματσάδα. Μοσκοβολούσε ο αέρας ρίγανη, στάχυ, ρετσίνι και πιο πολύ μούστο, γιατί στη μια γωνιά της ταράτσας λιάζαν τη μαύρη σταφίδα. Πόσο κοντά βρισκόμασταν στον ουρανό. Έτσι να 'κανες το χέρι σου έπιανες το φεγγαράκι. Κι ο Μίμης μάς έδειχνε και μας ονόμαζε τ' άστρα -Ωρίων, Λύρα, Βερενίκη, Αρκτούρος, Αφροδίτη, Άρκτος η μικρή κι η μεγάλη, Κριός, ω, ω, ω, Ωρίων, Ίων, μουσική, πηγή της μουσικής, χορός, ασάλευτος στρόβιλος, ω, θα κάνουν έρωτά τ' άστρα μεταξύ τους, ω, εκεί ετοιμαζότανε το ποίημα «Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα», πόσα άστρα, πόσα τριζόνια, πέφτω στο στρώμα, κρατάω τα μάτια ανοιχτά, μετράω τ' άστρα, αμέτρητα, δεν έχουνε αρχή και τέλος τ' άστρα, δεν έχει αρχή και τέλος ο κόσμος, έρωτας, μουσική, ποιήματα, νυστάζω, κάνε θε μου να μην υπάρχουν πόλεμοι, πώς νύσταξα, ειρήνη, ειρή-, ωραία, έρω-, έρωτας, Ωρί- ω, ω, Ωρίων, ω, και τα βατράχια πέρα, ρα, ρα, ρα, τ' αστέρια πέρα στον αέρα.

ΑΘΗΝΑ, 12-13.1.84

* Γιάννης Ρίτσος, Ίσως να ΄ναι κι έτσι, Μυθιστόρημα, Κέδρος, 1984, σ.σ. 64-73.

Σημ.: Το κείμενο, στην παραπάνω έκδοση, δομείται σε μία μοναδική παράγραφο.

8/2/11

Ο καμηλιέρης και η οχιά

Paul Gauguin, Self-portrait with Halo (λεπτομέρεια), 1889.


Επειδή όλοι οι ψηφοφόροι δεν είναι
ούτε καμηλιέρηδες, ούτε αγελάδες, ούτε δέντρα.
Υπάρχουν, ευτυχώς, πολλές αλεπούδες.
Και πάντως περισσότερες
από τις οχιές-αρμοστές που μας κυβερνούν.

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ένας καμηλιέρης διασχίζοντας τον κάμπο, σταμάτησε να ξεκουραστεί εκεί που είχε καταλύσει το προηγούμενο βράδυ ένα καραβάνι έχοντας αφήσει ίχνη από τη φωτιά που τους ζέστανε. Προχωρώντας η νύχτα έπιασε ένας δυνατός αέρας και πολύ γρήγορα άρπαξαν φωτιά κάτι φρύγανα από τους σπινθήρες που είχαν απομείνει. Αλίμονο όμως, εκεί μέσα τους, είχε κουλουριαστεί μια οχιά κι όπως κοιμόταν βαθιά κατάλαβε το κακό όταν ήταν ήδη περικυκλωμένη από ψηλές, για το μπόι της, φλόγες. Την ώρα, λοιπόν, που σκεφτόταν ότι ήρθε το τέλος της, διέκρινε τον καμηλιέρη κι άρχισε να τον καλεί απελπισμένα σε βοήθεια.

Ο καμηλιέρης στην αρχή δίστασε, επειδή φοβόταν το δηλητήριό της, αλλά δεν άντεχε να βλέπει να υποφέρει κανένα ζωντανό πλάσμα. Έτσι, καθησύχασε την οχιά πως θα τη βοηθήσει και αρπάζοντας ένα πουγκί που είχε κάτω από τη σέλα του, το στερέωσε γερά στην άκρη του κονταριού, που κρατούσε πάντα κοντά του, και έσπρωξε κοντά στην οχιά. Εκείνη χώθηκε γρήγορα γρήγορα στο πουγκί κι ο καμηλιέρης την τράβηξε μακριά από το μαρτύριό της.

«Τώρα, συνέχισε το δρόμο σου και να θυμάσαι πάντα την καλοσύνη που σου έδειξα, ώστε να είσαι ευγενική στο εξής με τους ανθρώπους που θα βρεθούν στο δρόμο σου», είπε ο καμηλιέρης, χαλαρώνοντας το άνοιγμα έτσι ώστε να βγει άνετα η οχιά.

«Ομολογώ ότι ήσουν μεγαλόψυχος απέναντί μου, αλλά δεν θα φύγω αν δεν τσιμπήσω τόσο εσένα όσο και την καμήλα σου. Σου αφήνω μόνο να αποφασίσεις ποιον θα τσιμπήσω πρώτο. Εσένα ή την καμήλα;» απάντησε η οχιά, που είχε ήδη γλιστρήσει στην άμμο.

«Τι τέρας αχαριστίας είσαι!», φώναξε τότε ο καμηλιέρης, και συνέχισε λέγοντας στην οχιά: «Είναι σωστό να ανταποδώσεις το καλό με ένα κακό;»

«Αυτό είναι συνήθειο των ανθρώπων», του απάντησε κοφτά η οχιά.

«Δεν είσαι μόνο αχάριστη, αλλά και ψεύτρα, ως συνήθως. Πιστεύω ότι θα σου είναι δύσκολο να αποδείξεις αυτά που λες. Τολμώ να πω ότι δεν υπάρχει άλλο πλάσμα στον κόσμο που να συμφωνεί μαζί σου. Έτσι και καταφέρεις να βρεις έναν ακόμη, τότε θα κάτσω να με τσιμπήσεις», απάντησε οργισμένος ο καμηλιέρης.

«Πολύ καλά», απάντησε η οχιά, «ας ρωτήσουμε την αγελάδα που βόσκει εκεί πέρα».

Η αγελάδα σταμάτησε να μασουλάει. «Αν εννοείτε ποια είναι η συνήθεια του ανθρώπου», άρχισε να λέει, απαντώντας στην ερώτησή τους, «πρέπει να σας πω, με λύπη, ότι κατά κανόνα εξοφλεί το καλό με ένα κακό. Για πολλά χρόνια υπήρξα πιστός υπηρέτης ενός γεωργού. Κάθε μέρα προμηθευόταν από μένα το γάλα και το βούτυρό του. Τώρα που γέρασα, και δεν είμαι πια σε θέση να τον εξυπηρετήσω, με άφησε σ΄ αυτόν τον βοσκότοπο να παχύνω, και μόλις χθες έφερε τον χασάπη να με δει. Αύριο θα πουληθώ για βοδινό κρέας. Σίγουρα πρόκειται για πληρωμή της καλοσύνης μου, με το κακό.»

«Θα δεις», δήλωσε η οχιά στον καμηλιέρη, «ότι όσα είπα είναι αλήθεια. Ετοιμάσου να σε τσιμπήσω και να διαλέξεις, εσένα ή την καμήλα πρώτα;».

«Περίμενε», απάντησε ο καμηλιέρης. «Στα δικαστήρια δεν βγαίνει απόφαση αν δεν ακουστούν δύο μάρτυρες. Φέρε λοιπόν κι άλλον έναν, κι αν συμφωνεί κι εκείνος με την αγελάδα, τότε μπορείς να μου κάνεις αυτό που θέλεις».

Η οχιά κοίταξε γύρω γύρω και πρόσεξε ότι στέκονταν κάτω από έναν τεράστιο φοίνικα. «Ας ρωτήσουμε το δέντρο», είπε τότε.

Όταν ο φοίνικας άκουσε την ερώτηση, τίναξε δυνατά τα κλαδιά του και είπε: «Δυστυχώς, η εμπειρία μού έχει διδάξει ότι για κάθε τι που προσφέρουμε στους ανθρώπους το αντάλλαγμα είναι μια ζημιά, ένα κακό. Στέκομαι εδώ στην ερημιά, όχι μόνο χωρίς να βλάπτω κάποιον, αλλά αντίθετα κάνοντας καλό σε όλους τους ταξιδιώτες που κάθονται στη σκιά μου, προσφέροντας τους χουρμάδες μου και τον χυμό τους να ξεδιψάσουν. Παρ΄ όλα αυτά, κάθε ταξιδιώτης όταν φάει, δροσιστεί και κοιμηθεί κάτω από τη σκιά μου, ψάχνει τα κλαδιά μου μονολογώντας είτε "αυτό το κλαδί είναι εξαιρετικό για ραβδί ή για λαβή στο τσεκούρι μου", είτε "τι υπέροχο ξύλο έχει αυτό το δέντρο! Πρέπει να κόψω αρκετό ώστε να φτιάξω καινούριες πόρτες στο σπίτι μου". Και πρέπει αυτό να το υπομένω χωρίς να μπορώ, καν, να διαμαρτυρηθώ. Έτσι μου ανταποδίδουν την καλοσύνη οι άνθρωποι».

«Οι δύο μάρτυρες που ζήτησες δήλωσαν ακριβώς τα ίδια πράγματα», είπε η οχιά, «και σε ξαναρωτώ. Ποιον θα δαγκώσω πρώτα; Εσένα ή την καμήλα;».

Αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή εμφανίσθηκε μια αλεπού, δίνοντας την ευκαιρία στον καμηλιέρη να ζητήσει μια ακόμη μαρτυρία, με την ελπίδα ότι θα τη γλιτώσει από την αχάριστη οχιά. Εκείνη δε, ήταν τόσο ευχαριστημένη με αυτά που είπαν η αγελάδα και το δέντρο, ώστε συμφώνησε εύκολα να ακούσει και την αλεπού.

Όταν ο καμηλιέρης τελείωσε με τη διήγηση του περιστατικού και έθεσε το ερώτημα στην αλεπού, αυτή άρχισε να γελάει δυνατά. «Φαίνεται ότι είσαι πανέξυπνος συνάδελφος!» απάντησε στον καμηλιέρη, «για ποιο λόγο έκατσες και μου είπες τόσα ψέματα;»

«Αλήθεια σου λέει», διαβεβαίωσε η οχιά την αλεπού.

Όμως, η αλεπού άρχισε να γελάει, ξανά. «Δηλαδή εννοείς», ρώτησε περιφρονητικά, «ότι μια τόση μεγάλη οχιά, όπως εσύ, θα μπορούσε ενδεχομένως να χωρέσει σε ένα τόσο δα πουγκί;»

«Αν δεν το πιστεύεις, να το ξανακάνουμε να το δεις με τα μάτια σου», απάντησε η οχιά.

«Λοιπόν» απάντησε η αλεπού σκεπτικά, «μόνο αν σε δω εκεί με τα μάτια μου θα απαντήσω στην ερώτηση».

Τότε, ο καμηλιέρης άνοιξε το πουγκί και με μιας η οχιά χώθηκε μέσα και κουλουριάστηκε βαθιά, στον πάτο.

«Γρήγορα τώρα,» φώναξε η αλεπού, «σφίξε τα κορδόνια. Κάθε πλάσμα που του λείπει τόσο πολύ η ευγνωμοσύνη, όπως η οχιά, δεν του αξίζει τίποτα άλλο, παρά ο θάνατος».

Πηγή
Το παραμύθι ανήκει στους μύθους Μπιντπάι ή Πιλπάι που αποτελούν μέρος των περίφημων ινδουιστικών μύθων Πανχατάντρα, γραμμένοι στην σανσκριτική τον 3ο αιώνα π.Χ. Η συγκριμένη συλλογή χρονολογείται μεταξύ 100 π.Χ. και 500 μ.Χ.

The Tortoise and the Geese and other Fables of Bidpai, αναθεώρηση από την Maude Barrows Dutton (Boston: Houghton Mifflin Company, 1908), pp. 118-25. Η Dutton δεν προσδιορίζει το κείμενο επί του οποίου στήριξε την αναθεώρηση. Από τη σελίδα του D. L. Ashliman.

Απόδοση: α.μ.

2/2/11

Ελπίζει

Στην Ε. που θα νικήσει

Σάντρο Μποτιτσέλι, Η Γέννηση της Αφροδίτης (λεπτομέρεια), 1485-1486, Μουσείο Ουφίτσι, Φλωρεντία.


Έβλεπε το κακό να φουντώνει
κι απορούσε, αδυνατούσε μια κάποια λύση.
Ξαφνικά, έρχεται η σκέψη των ορφανών
να κατακλύσει την καρδιά του.
Χτυπάει, σκίζει, ανοίγει τον αέρα
με γρήγορα φτερά να τ΄ αγκαλιάσει·
ελπίζει, ελπίζει.


Αρχίλοχος, Επωδοί, 100[Ed.87]
Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας