Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

24/12/11

Επί γης… Ελευθερία

Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε τα Χριστούγεννα του 2005 στην εφημερίδα Η ΑΥΓΗ, πριν η σύγκρουση με τα μικροαστικά ανακλαστικά της «ανανεωτικής» Αριστεράς θέσει τον ποιητή Γιώργο Μπλάνα, «εκτός γραμμής». Σήμερα, αφιερώνεται, από τον ίδιο, στους ΓΕΝΝΑΙΟΥΣ ΑΠΕΡΓΟΥΣ ΤΗΣ ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΑΣ.


«Καν Ηρώδης πολεμή κοπιών ανωφελώς,
θρηνήσει δε αψευδώς
ότι το κράτος αυτού καθαιρείται ταχύ».
ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ


Ας τρέμουν οι κυρίαρχες τάξεις μπροστά σε μια κομμουνιστική επανάσταση. Οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν σ’ αυτήν παρά μόνο τις αλυσίδες τους. Έχουν όμως να κερδίσουν έναν κόσμο ολόκληρο.
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ



«Έχετε όπλα. Το ίδιο κι εμείς. Έχετε μπαρούτι και βόλια. Το ίδιο κι εμείς. Είσαστε αποφασισμένοι να πολεμήσετε. Το ίδιο κι εμείς˙ θα πολεμήσουμε μέχρι η τελευταία σταγόνα του αίματός μας να ποτίσει αυτό το βοσκοτόπι».

Το μεγαλείο των παραπάνω λόγων ανήκει σε κείνο το είδος αποφασιστικότητας που όλοι αναγνωρίζουμε ως «Θυσία». Οι μεγάλοι, οι γενναίοι, οι δυνατοί, είναι οι αποφασισμένοι να θυσιαστούν. Και οι μικροί, οι δειλοί, οι αδύναμοι; Μα δεν υπάρχουν τέτοιοι. Η μικρότητα, η δειλία, η αδυναμία είναι συμπτώματα μιας αλαλίας.

Ο άνθρωπος που δεν έχει ήχους, εικόνες, σύμβολα και μύθους μεγάλους, γενναίους και δυνατούς, πώς να φωνάξει το μεγαλείο που δίκαια του δόθηκε με την γέννησή του; Γι’ αυτό, φυσικά, ο μύθος του αδύναμου Χριστού, ενός φτωχού μωρού σ’ ένα παχνί, έκανε τους ανθρώπους να «μιλήσουν» το μεγαλείο που έκρυβαν στην ψυχή τους, και γι’ αυτό άλλωστε η θεολογία έσπευσε να βάλει τάξη στον μύθο, να τον ξεδοντιάσει, να τον βουβάνει, να τον καταντήσει ιδεολογία. Γιατί η Ιστορία είναι γεμάτη από περιστατικά στα οποία οι πιο ασήμαντοι, καθημερινοί, φαινομενικά αδύναμοι άνθρωποι είναι έτοιμοι να θυσιαστούν, προκειμένου να μείνουν ελεύθεροι.

Ελεύθερος ήθελε να μείνει ο Osceola, ο ηγέτης των Ινδιάνων Seminole, ο ρακένδυτος, «πρωτόγονος», αγράμματος άνθρωπος, στον οποίον ανήκουν τα λόγια της αρχής. Και δεν τα είπε σε οποιονδήποτε. Τα είπε στον Zachary Taylor, τον μελλοντικό πρόεδρο των Η.Π.Α. Και δεν ήταν μόνο λόγια. Στις 25 Δεκεμβρίου του 1837, τον αντιμετώπισε πλάι στην λίμνη Okeechobee της Florida. Μόνος του; Αυτός ο άγριος, έναν στρατηγό; Όχι. Ο λαός των Seminole αντιμετώπισε το έκτο σύνταγμα του στρατού των Η.Π.Α. Μέσα σε τρεις ώρες χάθηκαν 105 λευκοί στρατιώτες και τρεις (!) ιθαγενείς. Οι γενναίοι Seminole έτρεψαν σε φυγή τους εισβολείς, οι οποίοι πλήρωσαν ακριβά την απρονοησία τους να επιτίθενται σε φτωχούς γεωργούς την ημέρα που οι ιερείς τους έψαλαν υποκριτικά το «Επί γης ειρήνη». Το ράπισμα στην αλαζονεία της κυβέρνησης των Η.Π.Α. μπορεί να μην ήταν αρκετά ισχυρό, ώστε να γλιτώσει τους Seminole από την εξορία και τον εξανδραποδισμό, αλλά φαίνεται πως παραήταν διδακτικό, αφού ακόμη και σήμερα οι 19.000 απόγονοι των μαχητών Seminole αυτοαποκαλούνται «Ο λαός των ανυπότακτων».



Πραγματικά, ταυτότητα αυτού του λαού υπήρξε αποκλειστικά η βούλησή του για ελευθερία. Οι Seminole δεν είχαν κοινή καταγωγή, γλώσσα και θρησκεία. Είχαν μόνο γη και διάθεση να συμβιώσουν αρμονικά. Αποτελούνταν από Ινδιάνους διαφόρων φυλών, φυγάδες Αφρικανούς σκλάβους και μιγάδες διαφόρων συνδυασμών. Από τις αρχές του 17ου αιώνα, οι Ισπανοί άποικοι της Florida προσπαθούσαν να «εκπαιδεύσουν» τους Ινδιάνους στο δουλοκτητικό σύστημα. Εκείνοι αγόραζαν νέγρους, αλλά δεν είχαν τρόπο να τους χρησιμοποιήσουν, αφού η οικονομία τους ήταν κατά βάση οικιακή και οι θεσμοί τους δεν προέβλεπαν κάτι ανάλογο.

Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, οι νέγροι είχαν μετατραπεί σε ελεύθερους «Μαύρους Ινδιάνους». Έφεραν όπλα και είχαν όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πρώην ιδιοκτητών τους. Παράλληλα, όσοι σκλάβοι κατάφερναν ν’ αποδράσουν από τις φυτείες κατέφευγαν με τις οικογένειές τους στα χωριά των Seminole. Η πρώτη αντίδραση των δουλοκτητών, όταν είδαν τον πληθυσμό των Seminole να αυξάνεται επικίνδυνα, ήταν η «αυτοδικία». Προσπάθησαν να πάρουν πίσω τους σκλάβους, αλλά δεν κατάφεραν τίποτε. Στη συνέχεια στράφηκαν προς τον «νόμο», τον ομοσπονδιακό στρατό.

Επί μία εικοσαετία, οι Seminole απέκρουαν συνεχώς τις επιθέσεις του στρατού. Τελικά, παρά την λυσσαλέα αντίσταση, αναγκάστηκαν να πάρουν τον δρόμο της εξορίας, προς την Oklahoma. Μετά την μάχη της λίμνης Okeechobee, ο Osceola συνελήφθη, καταδικάστηκε, φυλακίστηκε, και πέθανε δέσμιος την επόμενη χρονιά. Οι Seminole συνέχισαν να πολεμούν ακόμη και στην εξορία τους. Οι βάρβαροι «πολιτισμένοι» εφάρμοσαν τακτική συστηματικής γενοκτονίας στους «πολιτισμένους» βαρβάρους.

Εκατόν εξήντα οκτώ χρόνια μετά από εκείνα τα Χριστούγεννα, η νέα Ρώμη, για να ολοκληρώσει το «εκπολιτιστικό» έργο της, προσπαθεί να μετατρέψει το ιερό για τους σύγχρονους Seminole πεδίο μάχης της 25ης Δεκεμβρίου του 1837 σε εμπορικό κέντρο. Φυσικά, ο «λαός των ανυπότακτων» ανθίσταται με όλα τα μέσα που διαθέτει. Και διαθέτει αρκετά: ανδρεία, αγάπη για τον πλησίον, πνεύμα συνεργασίας, ειλικρινή αφοσίωση στα σύμβολά του, πίστη στην δύναμη του ανθρώπου να ορίζει την ζωή του, αποφασιστικότητα, αυτοθυσία.

23/12/11

Χρόνια Πολλά;


Επειδή είναι έτσι, να μου λείπουν οι ευχές...

2/12/11

Ο Άγριος, ο Όρειος και η υπηρέτριά τους



Ανθρωποφάγοι Γίγαντες, μισοί άνθρωποι μισοί αρκούδες ήταν ο Άγριος κι ο δίδυμος αδελφός του Όρειος. Η όμορφη Πολυφόνη, κόρη του Έλληνα ήρωα Βελεροφόντη, ήταν πιστή στη θεά Άρτεμη και περιφρονούσε τις απολαύσεις της θεάς Αφροδίτης. Μια μέρα, εκεί που κυνηγούσε, η παραπονεμένη θεά την έκανε να ερωτευτεί μιαν αρκούδα και να ζευγαρώσει μαζί της. Από τον έρωτα αυτό γεννήθηκαν δυο τέρατα, δυο αρκουδόπαιδα, ο Άγριος κι ο Όρειος.

Μεγάλωσαν γρήγορα κι άρχισαν να κατασπαράζουν τους γείτονες και τους περαστικούς. Ο Δίας έστειλε τον Ερμή να τους τιμωρήσει κι εκείνος ετοιμαζόταν να τους κόψει τα χέρια και τα πόδια, όταν εμφανίστηκε ο Άρης και τον παρακάλεσε να βρει κάποια άλλη τιμωρία. Τότε ο Ερμής μεταμόρφωσε τον ένα σε αετό και τον άλλο σε γύπα. Την υπηρέτριά τους, που καμιά φορά τους μαγείρευε ανθρώπινο κρέας να φάνε, την μεταμόρφωσε σε τρυποκάρυδο, αφού δεν έκανε παρά μόνο αυτό που την διέταζαν οι κύριοί της.

Από την Εγκυκλοπαίδεια των Τεράτων του Γιώργου Μπλάνα

7/11/11

Χάρτινη κυβέρνηση

3/11/11

Συμμαχία λύκων και σκυλιών


Οι λύκοι κάποτε είπαν στα σκυλιά:
- Τι λόγο έχουμε να μαλώνουμε αδιάκοπα; Μοιάζουμε τόσο, που μπορούμε θαυμάσια να μονιάσουμε πια σαν αδέρφια. Στο μόνο που διαφέρουμε, είναι στη γνώμη. Σ΄ εμάς αρέσει η ελεύθερη ζωή, ενώ εσείς είστε δούλοι των ανθρώπων. Κάθεστε να σας δέρνουν και να σας δένουν με το λουρί και σεις τους φυλάτε τα πρόβατα και τους γλείφετε τα χέρια. Ύστερα αυτοί, για το ευχαριστώ, σας πετούν τα κόκαλα που δεν μπορούνε να φάνε οι ίδιοι. Αν, λοιπόν, θελήσετε ν΄ αλλάξετε γνώμη, παραδώστε μας τα κοπάδια. Θα τα ΄χουμε συντροφικά και θα τρώμε ώσπου να χορτάσουμε.

Οι σκύλοι παραδέχτηκαν πως όλ΄ αυτά ήταν πολύ σωστά. Παράδωκαν λοιπόν τη στάνη στους λύκους, και περίμεναν. Οι λύκοι όμως, όταν βρέθηκαν στη στάνη, πρώτα τα σκυλιά σκότωσαν, για να τρώνε τα πρόβατα ανεμπόδιστοι.

Μύθος του Αισώπου, Αρχαίο κείμενο, Βικιθήκη
Μεταφρασμένο κείμενο, Πάρε Δώσε

28/10/11

Ο ύψιστος θεσμός είναι ο Λαός

4/10/11

Απροσάρμοστοι (Μνήμη Άλωσης 2009)


Χαρακτικό της Βάσως Κατράκη, από παράνομο λεύκωμα, έκδοση ΕΛΑΣ-ΕΑΜ, 25 Μάρτη 1943, Πηγή: Ενθέματα.



Τέτοια ζωή μας μέλλονταν, να γράφουμεν επιστολές
που να μη στέλνουμε από μίαν αξήγητη δειλία
μονάχα να τις δένουμε σε κορδελίτσες παρδαλές
και να το βρίσκουμε και τούτο ασήμαντη ασχολία.

Να πάλλεται βαθιά η καρδιά, που άξια είτανε για τα καλά,
κι όμως να ζούμε πάντοτε στη σκοτισμένη αφάνεια•
οι ταπεινοί πατώντας μας να δείχνουν μέτωπο ψηλά
και τα δικά μας άπρεπα να φέρουνε στεφάνια.

Το πρόσωπό μας να φορεί φρίκης γκριμάτσα τραγική,
φιλάρεσκα ν' αφήνουμε να λεν πως μας πηγαίνει
να βλέπουμε να φεύγει η ζωή μακριά μας ξένη, βιαστική
και να περνάμε, αθόρυβα μισώντας, μισημένοι.

Το κάθε τι, και πιο πολύ τ΄ όνειρο, να μας τυραγνά
τα βλέμματα των διαβατών στα μάτια μας λεκέδες.
Περήφανοι να δείχνουμε κι όμως τα χέρια μας τ΄ αγνά
να κράτησαν και να κρατούν ακόμα μενεξέδες.

Να λαχταρούμε σαν παιδάκια ευαίσθητα κι ασθενικά
-δικαίωση και παρηγοριά της ζωής μας την αγάπη
κι αν κάποτε τη βρήκαμε να μας προσμένει μυστικά
όμως το χέρι ν΄ απλωθεί ζητώντας την εντράπη.

Τα μέτρια ν΄αποφεύγουμε μ΄ αδιάλλαχτην αποστροφή,
(αμετανόητοι κυνηγοί του Ωραίου και του Απολύτου)
νάναι μας έπαθλο η πληγή, τι μάταιο γνώση μας σοφή
η χρυσή σμίλη δημιουργού, κασμάς του καταλύτου.

Να ξεκινάμε τις αυγές και πάνω μας μαύροι οιωνοί
οι αμφιβολίες να μας κρατούν στην ίδια πάλι θέση
κ΄ εμείς μ΄ αηδία να φτύνουμε τον εαυτό μας που θρηνεί
και να φοράμε κόκκινο της ανταρσίας το φέσι.

Τότε να ονειρευόμαστε μιαν αλλαγή κ΄ ευθύς ξανά
να σκύβουμε, σκλάβοι χλωμοί, σε ιερή λατρεία του πόνου,
τις ήττες ν΄ ανεμίζουμε φλάμπουρα νίκης φωτεινά
κι αξιοπρεπώς να παίρνουμε το λάχτισμα και του όνου.

Καχύποπτοι και μίζεροι μέσα στα φρούρια της σιωπής
να κλειδωνόμαστε άβουλοι, να κάνουμ΄ έτσι χάζι
τον κόσμον εξετάζοντας πίσω απ΄ τον κύκλο μιας οπής
και, θαρραλέοι, σκιά μικρού πουλιού να μας τρομάζει.

Δειλοί και στην αγάπη μας μα και στο μίσος πιο δειλοί
κι ανίσχυροι κι ασάλευτοι να ζούμε ανάμεσά τους,
να μας πληγώνουν και τα δυο και να μετράμε σιωπηλοί
στα παγωμένα δάχτυλα τους ίδιους μας θανάτους.

Εχθρούς να υποψιαζόμαστε παντού κ΄ οι ολόφωτοι ουρανοί
να ισκιώνονται απ΄ τον ίσκιο μας και, φεύγοντας κινδύνους,
να ζούμε μόνοι πλέκοντας για τους εχθρούς δημίου σκοινί
και να κρεμάμε εμείς εμάς αθώους αντί για κείνους.

Γιάννης Ρίτσος, Τρακτέρ, ποιήματα 1930-1960, Αθήνα, Κέδρος, 1972, σ.σ. 41-42

27/9/11

Γκουλόν



Μεγάλος σαν λυκόσκυλο είναι ο ανισόρροπος και επικίνδυνος Γκουλόν, από τα μέρη της Γερμανίας, λέει ο Σκανδιναβός εξερευνητής Olaus Magnus. Και είναι το κεφάλι του και τ΄ αυτιά του σαν μεγάλης γάτας και το πρόσωπό του παχύ με μάτια πεταχτά από την ασωτία. Όσο για τα δόντια και τα νύχια του, κόβουν και σκίζουν σαν ξυράφια. Πυκνό είναι το τρίχωμά του και πολύ καλής ποιότητας.

Γι΄ αυτό οι Γερμανοί φτιάχνουν ωραία γούνινα καπέλα με το τομάρι του. Το κρέας του δεν τρώγεται, αλλά το αίμα του ίσως να είναι αφροδισιακό, λένε. Έτσι κι αλλιώς δεν είναι καθόλου εύκολο να πιαστεί νεκρός ή ζωντανός.

Πώς περνάει τις μέρες του, λοιπόν, αυτό το ανισόρροπο τέρας; Ακολουθώντας την ακατάσχετη βουλιμία του. Γυρίζει και βρίσκει ψοφίμια ζώων κι ανθρώπων και τρώει τόσο πολύ που τουμπανιάζει και γίνεται σαν μεγάλο τσουβάλι. Και πάει και βρίσκει δυο δέντρα το ένα κοντά στο άλλο, και στριμώχνεται και περνάει ανάμεσά τους με το ζόρι και ξερνάει το φαγητό του κι αδειάζει και τρέχει αμέσως πάλι και βρίσκει άλλα ψοφίμια και ξανατουμπανιάζει απ΄ το πολύ φαΐ, κι άντε πάλι απ΄ την αρχή να ψάχνει να βρει δέντρα για να στριμωχτεί.

Από την Εγκυκλοπαίδεια των Τεράτων του Γιώργου Μπλάνα, στον οποίο ανήκει, επίσης, και η δημιουργία της εικόνας.

2/9/11

Η γριά και το γουρουνάκι της



Αγγλικό παραμύθι

Κάποτε, μια ηλικιωμένη γυναίκα καθαρίζοντας το σπίτι της βρήκε ξεχασμένες έξι ολόκληρες πένες. “Τι μπορώ να κάνω με έξι πένες;”, σκέφτηκε τότε. “Θα πάω στην αγορά ν΄ αγοράσω ένα γουρουνάκι”!

Έτσι κι έγινε. Γυρνώντας όμως στο σπίτι πέρασαν μπροστά από ένα φράκτη στον οποίο είχαν ξεχάσει οι νοικοκυραίοι τη σκάλα που χρησιμοποιούσαν για να τον δρασκελίζουν. Το γουρουνάκι είδε τα σκαλιά, ανέβηκε… κι έκατσε εκεί!

Η γυναίκα είδε κι απόειδε και πήγε παρακάτω να ζητήσει βοήθεια. Ένας σκύλος ήταν ο πρώτος που συνάντησε. Έτσι φώναξε: “Σκύλε! Σκύλε! Δάγκωσε το γουρουνάκι δεν θέλει να κατέβει από τη σκάλα κι εγώ δεν θα φτάσω απόψε στο σπίτι μου”. Όμως, ο σκύλος δεν το έκανε.

Πήγε λίγο μακρύτερα η γυναίκα και είδε κάτω ένα κλαδί. Έτσι φώναξε: “Κλαδί! Κλαδί! Χτύπα το σκύλο! Ο σκύλος δεν θέλει να δαγκώσει το γουρούνι. Το γουρουνάκι δεν θέλει να κατέβει από τη σκάλα κι εγώ δεν θα φτάσω απόψε στο σπίτι μου”. Όμως, το κλαδί δεν το έκανε.

Η γυναίκα προχώρησε ακόμη πιο μακριά και είδε μια φωτιά. Έτσι φώναξε: “Φωτιά! Φωτιά! Κάψε το κλαδί! Το κλαδί δεν θέλει να κτυπήσει το σκύλο. Ο σκύλος δεν θέλει να δαγκώσει το γουρούνι. Το γουρουνάκι δεν θέλει να κατέβει από τη σκάλα κι εγώ δεν θα φτάσω απόψε στο σπίτι μου”. Όμως, η φωτιά δεν το έκανε.

Πήγε ακόμη λίγο πιο μακριά, η γυναίκα, και είδε λίγο νερό. Έτσι φώναξε: “Νερό! Νερό! Σβήσε τη φωτιά. Η φωτιά δεν θέλει να κάψει το κλαδί. Το κλαδί δεν θέλει να κτυπήσει το σκύλο. Ο σκύλος δεν θέλει να δαγκώσει το γουρούνι. Το γουρουνάκι δεν θέλει να κατέβει από τη σκάλα κι εγώ δεν θα φτάσω απόψε στο σπίτι μου”. Όμως, το νερό δεν το έκανε.

Η γυναίκα προχώρησε ακόμη μακρύτερα και συνάντησε μια αγελάδα. Έτσι φώναξε: “Αγελάδα! Αγελάδα! Πιες το νερό. Το νερό δεν σβήνει τη φωτιά. Η φωτιά δεν θέλει να κάψει το κλαδί. Το κλαδί δεν θέλει να κτυπήσει το σκύλο. Ο σκύλος δεν θέλει να δαγκώσει το γουρούνι. Το γουρουνάκι δεν θέλει να κατέβει από τη σκάλα κι εγώ δεν θα φτάσω απόψε στο σπίτι μου”. Όμως, η αγελάδα δεν το έκανε.

Πήγε ακόμη λίγο πιο μακριά, η γυναίκα, και συνάντησε ένα χασάπη. Έτσι, φώναξε: “Χασάπη! Χασάπη! Σφάξε την αγελάδα. Η αγελάδα δεν θέλει να πιεί το νερό. Το νερό δεν σβήνει τη φωτιά. Η φωτιά δεν θέλει να κάψει το κλαδί. Το κλαδί δεν θέλει να κτυπήσει το σκύλο. Ο σκύλος δεν θέλει να δαγκώσει το γουρούνι. Το γουρουνάκι δεν θέλει να κατέβει από τη σκάλα κι εγώ δεν θα φτάσω απόψε στο σπίτι μου”. Όμως, ο χασάπης δεν το έκανε.

Η γυναίκα προχώρησε ακόμη μακρύτερα και βρήκε ένα σκοινί. Έτσι, φώναξε: “Σκοινί! Σκοινί! Κρέμασε το χασάπη. Ο χασάπης δεν θέλει να σφάξει την αγελάδα. Η αγελάδα δεν θέλει να πιεί το νερό. Το νερό δεν σβήνει τη φωτιά. Η φωτιά δεν θέλει να κάψει το κλαδί. Το κλαδί δεν θέλει να κτυπήσει το σκύλο. Ο σκύλος δεν θέλει να δαγκώσει το γουρούνι. Το γουρουνάκι δεν θέλει να κατέβει από τη σκάλα κι εγώ δεν θα φτάσω απόψε στο σπίτι μου”. Όμως, το σκοινί δεν το έκανε.

Πήγε ακόμη λίγο πιο μακριά, η γυναίκα, και συνάντησε έναν αρουραίο. Έτσι, φώναξε: “Αρουραίε! Αρουραίε! Ροκάνισε το σκοινί. Το σκοινί δεν θέλει να κρεμάσει το χασάπη Ο χασάπης δεν θέλει να σφάξει την αγελάδα. Η αγελάδα δεν θέλει να πιεί το νερό. Το νερό δεν σβήνει τη φωτιά. Η φωτιά δεν θέλει να κάψει το κλαδί. Το κλαδί δεν θέλει να κτυπήσει το σκύλο. Ο σκύλος δεν θέλει να δαγκώσει το γουρούνι. Το γουρουνάκι δεν θέλει να κατέβει από τη σκάλα κι εγώ δεν θα φτάσω απόψε στο σπίτι μου”. Όμως, ο αρουραίος δεν το έκανε.

Η γυναίκα προχώρησε ακόμη μακρύτερα και συνάντησε μια γάτα. Έτσι, φώναξε: “ Γάτα! Γάτα! Σκότωσε τον αρουραίο. Ο αρουραίος δεν θέλει να ροκανίσει το σκοινί. Το σκοινί δεν θέλει να κρεμάσει το χασάπη Ο χασάπης δεν θέλει να σφάξει την αγελάδα. Η αγελάδα δεν θέλει να πιεί το νερό. Το νερό δεν σβήνει τη φωτιά. Η φωτιά δεν θέλει να κάψει το κλαδί. Το κλαδί δεν θέλει να κτυπήσει το σκύλο. Ο σκύλος δεν θέλει να δαγκώσει το γουρούνι. Το γουρουνάκι δεν θέλει να κατέβει από τη σκάλα κι εγώ δεν θα φτάσω απόψε στο σπίτι μου”.

Αλλά η γάτα της είπε: “Αν πας μέχρι την αγελάδα και μου φέρεις ένα πιατάκι γάλα, τότε θα σκοτώσω τον αρουραίο”. Τότε, η γυναίκα έφυγε τρέχοντας και πήγε στην αγελάδα.

Όμως, η αγελάδα της είπε, “Αν θα πας πέρα στ΄ άχυρα, και μου φέρεις μια χούφτα σανό, θα σου δώσω το γάλα.” Τότε, η γυναίκα έφυγε τρέχοντας κι έφερε σανό στην αγελάδα.

Μόλις η αγελάδα έφαγε το σανό, έδωσε στη γυναίκα το γάλα. Τότε, εκείνη το πήρε σε ένα πιατάκι και έτρεξε να το δώσει στη γάτα.

Μόλις η γάτα ήπιε το γάλα, άρχισε να κυνηγά τον αρουραίο. Ο αρουραίος άρχισε να ροκανίζει το σκοινί. Το σκοινί άρχισε να τυλίγεται γύρω από το χασάπη. Ο χασάπης άρχισε να κτυπά την αγελάδα. Η αγελάδα άρχισε να πίνει το νερό. Το νερό άρχισε να σβήνει τη φωτιά. Η φωτιά άρχισε να καίει το κλαδί. Το κλαδί άρχισε να χτυπάει το σκυλί. Το σκυλί άρχισε να δαγκώνει το γουρούνι. Το γουρουνάκι τρόμαξε, πήδηξε κάτω από τη σκάλα κι έτσι η ηλικιωμένη γυναίκα πήγε σπίτι της εκείνο το βράδυ.


Πηγή: D. L. Ashliman's folktexts
Απόδοση: α.μ.
Η γελοιο(;)γραφία: Γιάννης Ιωάννου

25/8/11

Παντελόνι

Το παντελόνι ή πανταλόνι, ως ένδυμα που καλύπτει το κάτω μέρος του σώματος περιβάλλοντας ξεχωριστά τα σκέλη, αποτελούσε στο παρελθόν, συχνά και στις μέρες μας, την κατ΄ εξοχήν εκδήλωση ανδρισμού. Μετά από αναζήτηση της λέξης στις λατινογενείς γλώσσες προκύπτει να χρησιμοποιείται σχεδόν σε όλες, προσδιορίζοντας αυτό ακριβώς το είδος ένδυσης. Ο Μπαμπινιώτης αναφέρει ότι προέρχεται από την ιταλική pantaloni που αποτελεί τον πληθυντικό του ονόματος Pantalone, κι αυτό με τη σειρά του από το αρχαιοελληνικό Πανταλέων που ετυμολογείται ως “(πάντα= όλως), εντελώς λέων”. Ο Πανταλόνε αποτελεί βασικό ήρωα της ιταλικής κωμωδίας (commedia de l΄ arte) ο οποίος χαρακτηριζόμενος από εξαιρετική απληστία, ταυτίζεται με το “χρήμα”. Η καταγωγή του χαρακτήρα χρονολογείται πριν την εμφάνιση των ιταλικών κωμικών θεατρικών παραγωγών (1560) και σύμφωνα με τον Βρετανό καθηγητή της ιστορίας του δράματος Νικόλ Αλλαρντάυς η πιθανότερη εξήγηση για το όνομά του είναι ότι κρατά από την ιταλική φράση “Pianta Leone” (φυτό λιοντάρι) παραπέμποντας στο έμβλημα της Δημοκρατίας της Βενετίας, οι εκπρόσωποι της οποίας “φύτευαν” λιοντάρια απ΄ όπου κι αν περνούσαν. Από την άλλη πλευρά, με το όνομα Πανταλέων, συναντάμε, τουλάχιστον, έναν ευγενή Αθηναίο ο οποίος διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με άλλους “φρόνιμους” άνδρες, τον Πυδναίο εταίρο του Αλεξάνδρου του Μακεδόνα που τοποθετήθηκε φρούραρχος στη Μέμφιδα, αλλά και τον Έλληνα βασιλιά της ινδικής Βακτρίας. Όπως και να ΄χει, ο ιταλός Πανταλόνε που περιγράφεται ως γέρος, καμπούρης, μίζερος, τσιγκούνης, αλλά και ευφυής, ικανός έμπορος, πρακτικός, γυναικάς όχι όμως και γυναικοκατακτητής, φορούσε παντελόνι! Πράγματι, ο ήρωας αυτός με το χαρακτηριστικό περπάτημα, για το μέγεθος των αλμάτων του, παρουσιάζεται φορώντας εφαρμοστό παντελόνι το οποίο επιπλέον έχει μήκος μέχρι τους αστραγάλους. Χαρακτηριστικά που διατηρήθηκαν ακόμη και σε σύγχρονους χαρακτήρες που βασίζονται σε αυτόν, όπως ο κακός πάμπλουτος κ. Μπερνς (η επιτομή του Πανταλεόνε) στη σειρά “Οικογένεια Σίμσονς”.

Ωστόσο, το παντελόνι φαίνεται να χρονολογείται πολλά πολλά χρόνια πριν το φορέσει ο Ιταλός αρχιτσιγκούνης. Ειδώλια που βρέθηκαν στη Σιβηρία και χρονολογούνται από την ανώτερη παλαιολιθική εποχή, οπότε έκανε την εμφάνισή του ο homo sapiens, αναπαριστούν ανθρώπους με παντελόνια ενώ αργότερα σε αττικά ερυθρόμορφα έργα της αγγειοπλαστικής τέχνης (500-520 π.τ.ε.μ.) παρουσιάζονται Σκύθες παντελονοφόροι πολεμιστές. Με το ένδυμα αυτό αποτυπώνονται οι σκύθες σε αγγεία λαών της περιοχής γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα όπως αυτό που εικονίζεται δεξιά και χρονολογείται από τον 4ο αιώνα π.τ.ε.μ. Η πρώτη ιστορικά καταγεγραμμένη αναφορά στο συγκεκριμένο είδος ενδύματος, ανάγεται τον 6ο αιώνα π.τ.ε.μ. στην ελληνική ιστοριογραφία, όπου περιγράφονται οι Πέρσες και Σκύθες ιππείς αλλά και οι σύμμαχοι λαοί των πρώτων, όπως οι Βάκτριοι και οι Αρμένιοι. Τόσο ο Ηρόδοτος, όσο και ο Αρριανός περιγράφουν λεπτομερώς τις στολές των λαών αυτών προσδιορίζοντας μάλιστα, ότι οι Σκύθες φορούσαν “αναξυρίδες”. Με τον όρο αυτό περιέγραφαν οι Αρχαίοι Έλληνες τα εφαρμοστά παντελόνια της φυλής αυτής ενώ με τον όρο “σαράβαρα” πιθανόν τα χαλαρά παντελόνια (σαλβάρια). Η χρήση των λέξεων αυτών γινόταν μάλλον περιφρονητικά από τους προγόνους μας,καθώς θεωρούσαν γελοία και βαρβαρική συνήθεια την ένδυση με παντελόνια. Επίσης μια ακόμη λέξη που χρησιμοποιούσαν το ίδιο περιφρονητικά για το ρούχο αυτό, και ειδικότερα για το φαρδύ παντελόνι των Περσών, ήταν “θύλακος” που σημαίνει “σάκος”.

Η ίδια αντιμετώπιση, απαξιωτική προς τους “βαρβάρους”, διατηρήθηκε μέχρι τα πρώτα χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας όταν η αυτοκρατορία περιοριζόταν στη Μεσόγειο. Όμως, αργότερα με την προς βορρά εξάπλωσή της, το παντελόνι άρχισε να αναγνωρίζεται ως μέσο προστασίας έναντι των καιρικών συνθηκών. Δύο ήταν οι τύποι στρατιωτικού παντελονιού που φορέθηκαν από τους Ρωμαίους. Το εφαρμοστό Feminalia που έφθανε μέχρι το μέσο της κνήμης και το φαρδύ Braccae που έκλεινε στην περιοχή των αστραγάλων. Και τα δύο, που φορούσαν αρχικά οι Κέλτες, έτυχαν στη συνέχεια μεγαλύτερης αποδοχής και σε ανατολικότερους λαούς όπως οι Τεύτονες. Πολύ γρήγορα, μάλιστα, το παντελόνι υιοθετήθηκε και ως πολιτική περιβολή κατασκευαζόμενο από διάφορα υλικά όπως δέρμα, μαλλί, βαμβάκι και μετάξι. Στην εικόνα αριστερά φαίνεται η πολεμική και η καθημερινή τυπική ενδυμασία των Κελτών (600 π.τ.ε.μ.-200).

Παντελόνια διαφόρων σχεδίων φορέθηκαν κατά τον Μεσαίωνα στην Ευρώπη, κυρίως από τους άνδρες. Φαρδιά παντελόνια φορούσαν οι Βυζαντινοί κάτω από τους χιτώνες τους, και άνδρες “βαρβαρικής” προέλευσης που μετανάστευσαν προς την Ευρώπη τα πρώτα μεσαιωνικά χρόνια, όπως αποδεικνύεται από πηγές και κειμήλια. Την περίοδο αυτή τα ονόμαζαν “brais”, διέφεραν ως προς το μήκος, συχνά έκλειναν με μανσέτα, μπορεί να κάλυπταν πλήρως τα πόδια ή να τα άφηναν να διαγράφονται ξεχωριστά. Από τον όγδοο αιώνα υπάρχουν ενδείξεις ότι φοριόταν στην Ευρώπη, ειδικά από τους άνδρες της ανώτερης τάξης, ένα παντελόνι δύο στρωμάτων. Το εσωτερικό παντελόνι από τον 16ο αιώνα και έπειτα αναφέρεται από τους ιστορικούς ως “σώβρακο”. Πάνω από αυτό φορούσαν παντελόνι, μάλλινο ή λινό, το οποίο από τον 10ο αιώνα άρχισε να ονομάζεται “βράκα”. Το μήκος, το ζωνάρι και οι απολήξεις, διέφεραν ανά εποχή, γεωγραφική περιοχή και κοινωνική τάξη. Αν και ο Καρλομάγνος (742-814) περιγράφεται με παντελόνι και μόνο σε τελετές με το βυζαντινό χιτώνα του, η επίδραση των Ρωμαίων και του Βυζαντίου οδήγησε σταδιακά στην επαναφορά του χιτώνα ως ανδρική ενδυμασία. Με τον τρόπο αυτό το παντελόνι κρυβόταν και σιγά σιγά ξέπεσε σε εσωτερικό ρούχο. Όπως και τα εσώρουχα έτσι κι αυτό το παντελόνι, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, είχε ποικίλο μήκος, από κοντό έως μακρύ, ανάλογα με το εξωτερικό ένδυμα, ενώ ονομαζόταν αντίστοιχα με ποικίλες λέξεις όπως “σωλήνας” ή “κάλτσες”.

Τον 14ο αιώνα, συνηθιζόταν μεταξύ των ευγενών και των ιπποτών να συνδέεται ο “σωλήνας” με το θώρακα που φοριόταν κάτω από το πανωφόρι προσδίδοντας προστασία και εύρος ανατομικών διαστάσεων. Έτσι άρχισε να αντικαθίσταται το διπλό παντελόνι (σώβρακο-βράκα). Τον επόμενο αιώνα, η κατάργηση του χιτώνα οδήγησε στην ευρεία χρήση του διπλού παντελονιού μέχρι που καταργήθηκε κι αυτό από πιο μοντέρνα εφαρμοστά παντελόνια με σφιχτό λάστιχο στη μέση. Αυτά τα παντελόνια που σήμερα θα λέγαμε “καλσόν” ή “σωλήνες” εμφανίσθηκαν στα τέλη του 15ου αιώνα και έφεραν ένα ανεξάρτητο κομμάτι για την προστασία του καβάλου. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη η εμφάνιση των ανδρών, ομολογουμένως αποκαλυπτική μ΄ ένα κολάν κι ένα πουκάμισο, τύγχανε αποδοχής μόνο από τις ανώτερες τάξεις και όχι από τον λαό. Στην Ουγγαρία τον ίδιο αιώνα, οι άνδρες συνήθιζαν να φορούν επίσης ένα πουκάμισο κι ένα παντελόνι, ως εσώρουχα, όμως έριχναν επάνω τους ένα ράσο και ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, γούνα ή παλτό μουτόν. Γενικά οι Ούγγροι φορούσαν απλά παντελόνια, ασυνήθιστα μόνο κατά το χρώμα, αν και το μεγαλύτερο μέρος τους καλυπτόταν από τους μανδύες, όπως φαίνεται και στο σχέδιο αριστερά.


Τον 16ο αιώνα καθιερώθηκε ένα παντελόνι στη φιλοσοφία του σωλήνα το οποίο σταματούσε κάτω από τον καβάλο. Στο σημείο αυτό στερεώνονταν οι “σωλήνες” που έφταναν κάτω από το γόνατο. Το υπόλοιπο πόδι καλυπτόταν από κάλτσες ή άλλους “σωλήνες”. Στα τέλη του ίδιου αιώνα η καλύπτρα του καβάλου είχε ενσωματωθεί με τους “σωλήνες” που έφθαναν μέχρι τα γόνατα διαμορφώνοντας ένα παντελόνι με άνοιγμα μπροστά. Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, οι άνδρες πολίτες δημιούργησαν ένα κοστούμι για την εργατική τάξη, το κάτω μέρος του οποίου εμπνεύσθηκαν από τη φορεσιά του ήρωα της ιταλικής κωμωδίας Πανταλόνε. Με τον τρόπο αυτόν σημείωσαν τη διαφορετικότητά τους σε σχέση με την αστική τάξη, οι άνδρες της οποίας φορούσαν “βράκα”. Η νέα φορεσιά των επαναστατών διέφερε από εκείνη των καθεστωτικών κυρίως σε τρία σημεία του παντελονιού: ήταν άνετο αντίθετα από τη “βράκα”, είχε μήκος μέχρι τον αστράγαλο και ήταν ελεύθερο στο κάτω μέρος. Το ίδιο στυλ εισήχθη στην Αγγλία τον 19ο αιώνα από τον εικονιζόμενο δεξιά Μπο Μπρούμελ, τον γνωστό και ως “ωραίο Μπρούμελ”, Άγγλο δανδή που επηρέασε στο μέγιστο βαθμό τις στυλιστικές συνήθειες των Βρετανών. Ωστόσο τα παντελόνια το γκολφ και του κυνηγιού εξακολουθούσαν να έχουν μήκος μέχρι το γόνατο.

Από την εποχή αυτή και μετά το παντελόνι υιοθετήθηκε από τους άνδρες, σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο και άρχισαν να εμφανίζονται διάφορα είδη, όπως για παράδειγμα το σορτς για τους αθλητές, τα αγόρια και τα τροπικά μέρη ενώ η “βράκα” διατηρήθηκε ως ένδυση μέχρι τον 20ο αιώνα σε ορισμένα δικαστήρια και αθλήματα. Στην καθιέρωση και διάδοση του παντελονιού θεωρείται ότι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο οι ναυτικοί που ήδη από τον 16ο αιώνα φορούσαν φαρδιά παντελόνια σε συνδυασμό ή όχι με “σωλήνες”, τα χαρακτηριστικά “galligaskins” όπως φαίνονται στον πίνακα αριστερά. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί η ετυμολογία της λέξης αυτής σύμφωνα με το Λεξικό της Οξφόρδης. Πρώτη εκδοχή είναι ο συνδυασμός των λέξεων galley+ Gascon. Η μεν πρώτη σημαίνει μαγειρεία, μαγειρεία πλοίου και τριήρης ενώ η δεύτερη σχετίζεται με τη χώρα των Βάσκων και ειδικότερα με το κομμάτι της νοτιοδυτικής Γαλλίας όπου κατοικούσαν Βάσκοι, γνωστή περιοχή ως πατρίδα του ντ΄ Αρτανιάν, του Συρανό ντε Μπερζεράκ, του Ανρί του Γ΄ αλλά και του φουα γκρα. Η δεύτερη εκδοχή αφορά στην παρωχημένη γαλλική λέξη “gargesque” που προέρχεται από το θηλυκό της ιταλικής λέξης “grechesco” που σημαίνει “ελληνικό”.

Όμοια συνεισφορά είχε ο κλάδος των ναυτικών και στη διάδοση του μπλουτζίν. Πράγματι το ύφασμα το οποίο χρησιμοποιούσαν για τη ραφή των “galligaskins” οι Γενουάτες ναυτικοί ήταν το γνωστό μας ντένιμ, η προέλευση της ονομασίας του οποίου αμφισβητείται αν οφείλεται στην υφασματοπαραγωγική γαλλική πόλη Νιμ. Πάντως, έχει επιβεβαιωθεί ότι το ύφασμα που παραγόταν από μαλλί και μετάξι, ήταν γνωστό στη Γαλλία από τον 17ο αιώνα ενώ στα τέλη του λειτουργούσαν εργοστάσια παραγωγής του και στην Αγγλία. Έτσι, εξετάζεται και το ενδεχόμενο να έχει δοθεί το όνομα από τους Άγγλους ώστε να του προσδώσουν λίγη από τη γαλλική φινέτσα. Την ίδια περίοδο στo Λάνκασαϊρ (Αγγλία) αναφέρεται η παραγωγή του “τζιν”, ενός υφάσματος από μείγμα βαμβακιού με μαλλί ή λινό, η ονομασία του οποίου πιθανολογείται ότι προέρχεται από τη Γένοβα. Στα τέλη του 18ου αιώνα στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού εργοστάσια παρήγαγαν ντένιμ βαμβακερό ύφασμα αλλά και τζιν για διαφορετική χρήση. Με το πρώτο ράβονταν ρούχα εργασίας ενώ με το άλλο ρούχα γενικότερης χρήσης.


Το 1850, o Βαυαρός Λεβί Στρος, λίγα χρόνια μετά την άφιξή του στις ΗΠΑ αποφάσισε να ταξιδέψει στην περιοχή της Καλιφόρνια όπου ζούσαν και εργάζονταν χρυσοθήρες, πουλώντας ξηρούς καρπούς και υφάσματα. Έχοντας παρατηρήσει ότι είναι αναγκαία τα ανθεκτικά ρούχα δημιούργησε φόρμες εργασίας από σκληρό ύφασμα τις οποίες αργότερα ξεκίνησε να ράβει από ντένιμ που ήταν πιο μαλακό και ανεκτό από τους εργάτες. Έτσι καθιερώθηκε σαν έμπορος και διακινητής ενδυμάτων από ντένιμ τις δύο επόμενες δεκαετίες. Το 1872 ο ράφτης Τζέικομπ Ντέιβις, ο οποίος χρησιμοποιούσε υφάσματα του Στρος, αναζητώντας επενδυτή για να πάρει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και να αρχίσει να κατασκευάζει ένα νέου τύπου παντελόνι από ύφασμα ντένιμ με μεταλλικές ενισχύσεις στις τσέπες, ώστε να μην σκίζονται εύκολα, απευθύνθηκε στον ίδιο τον Στρος. Έτσι λοιπόν, από την επόμενη χρονιά, οι δύο συνεταίροι ξεκίνησαν τη μαζική παραγωγή ενός νέου είδους παντελονιού, του μπλουτζίν, που έμελλε να γράψει ιστορία.


Την ίδια εποχή σε μια άλλη περιοχή του πλανήτη δημιουργείται το χακί παντελόνι που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα από τους περισσότερους στρατούς. Στη χώρα των “πέντε ποταμών” στην Ινδική Παντζάμπ ο Σερ Χάρι Λούμσντεν επικεφαλής στρατεύματος των Βρετανών αποικιοκρατών θεώρησε ότι οι στρατιώτες ήταν καλύτερο να ντύνονται σύμφωνα με τον τοπικό ενδυματολογικό κώδικα, φορώντας δηλαδή μπλούζα, παντελόνι και τουρμπάνι, όλα λευκά και βαμβακερά. Την επόμενη χρονιά τα λευκά παρέδωσαν τη θέση τους σε ένα γκρι χρώμα που πετύχαιναν με χρωστική από το φυτό Μαζαρί που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για καμουφλάζ διάφορες αφγανικές φυλές. Ωστόσο με τη χρωστική αυτή δεν ήταν δυνατόν να βαφούν τα δερμάτινα μπουφάν κι έτσι εναλλακτικά έκαναν πρόσμειξη του χρώματος με χυμό μουριάς. Έτσι γεννήθηκε το “χακί” το οποίο στην ινδουιστική γλώσσα σημαίνει “σκόνη”. Παντελόνια –και γενικά στολές- χακί φορούσαν οι Βρετανοί το 1868 όταν επιχειρούσαν κατά της Αιθιοπίας, και στον πόλεμο των Μπόερς (1899-1902). Οι Αμερικανοί το φόρεσαν πρώτη φορά το 1898 στον πόλεμο με την Ισπανία για τον έλεγχο της Κούβας. Σήμερα, το χακί παντελόνι φοριέται και ως πολιτικό ρούχο.

Η δολοφονία του Καποδίστρια, Διονύσιος Τσόκος (1814 ή 1820-1862)

Στην Ελλάδα μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα οι κάτοικοι εμφάνιζαν ποικίλη ενδυματολογική συμπεριφορά. Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές για την ενδυμασία των ανδρών στις Εθνοσυνελεύσεις όπου οι πληρεξούσιοι φορούσαν φουστανέλες, ράσα, φράγκικα, ασιατικές βράκες και άλλα. Από τους πρώτους που διακωμωδούσαν τη συγκεκριμένη ενδυματολογική ανομοιομορφία ήταν ο Αλέξανδρος Σούτσος ο οποίος ντυνόταν ευρωπαϊκά. Ωστόσο, θα πρέπει να ληφθεί υπ΄ όψιν ότι η ένδυση στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα δεν υποδήλωνε μόνο τη γεωγραφική και την ταξική καταγωγή των κατοίκων αλλά επιβαλλόταν κιόλας καθώς οι Τούρκοι μισούσαν τα φράγκικα ρούχα. Είναι χαρακτηριστική η σχετική παράγραφος επιστολής του Ένγκελς προς τον Μαρξ (9/3/1853): “Αν κάποιος Ευρωπαίος πέσει θύμα κακομεταχείρισης στην Τουρκία, το φταίξιμο είναι δικό του, αφού ο Τούρκος δεν μισεί τη θρησκεία και τον χαρακτήρα, παρά μονάχα τα στενά βρακιά των Φράγκων”! Τελικά, μισό αιώνα μετά την έναρξη της ελληνικής επανάστασης, η χώρα μας έχοντας υιοθετήσει και αποπέμψει έναν φουστανελοφόρο βορειοευρωπαίο βασιλιά, κατάφερε να αναπτύξει σε μεγάλο βαθμό ενδυματολογική ομοιομορφία. Το 1870 όχι μόνο εγκαταλείφθηκε η φουστανέλα, που τόσο βόλευε τον Καραϊσκάκη στην επίδειξη των οπισθίων του στους Τούρκους, αλλά πολύ γρήγορα το ανδρικό, ευρωπαϊκού τύπου, κοστούμι πέρασε και στα λαϊκά στρώματα. Εξάλλου ήταν οικονομικά πιο προσιτό. Σε ό,τι αφορά στο στρατό, το “χακί” εισήχθη το 1908 ως αποκλειστική στολή εκστρατείας και ασκήσεων. Θεωρείται μάλιστα μεγάλη καινοτομία στην εξέλιξη της ελληνικής στρατιωτικής στολής και ειδικότερα το παντελόνι που ήταν κοντό, φτιαγμένο από μαλλί και φοριόταν με κνημίδες.

Στις μέρες μας οι δυτικοί άνδρες φορούν παντελόνια με εξαίρεση τις τελετουργικές ενδυμασίες των Σκώτων, των ιερέων, των Ελλήνων και άλλων κυρίως βαλκάνιων, των ακαδημαϊκών και σπανιότερα δικαστών, αλλά και τα ρούχα του σπιτιού όπως οι ρόμπες. Σε πολλές ασιατικές και αφρικανικές χώρες το παντελόνι καλύπτεται συνήθως από μανδύες ανάλογα με την γεωγραφική, ταξική και θρησκευτική προέλευση των ανδρών.

Μπορεί όμως στο δυτικό κόσμο και στις χώρες της Εγγύς Ανατολής το παντελόνι να κυριάρχησε ως ανδρικό ένδυμα από τον 19ο αιώνα, ωστόσο στις χώρες της “άλλης” Ανατολής τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν με τον ίδιο τρόπο. Στην Κίνα, η ρόμπα ως ανδρικό και γυναικείο ένδυμα είναι στενά συνδεδεμένη με τον πανάρχαιο πολιτισμό και εξελίχθηκε ανάλογα με τις αυτοκρατορικές γενιές. Το χρώμα, το σχέδιο και η διακόσμηση της κινέζικης ρόμπας δήλωνε την ταξική προέλευση επί χιλιετίες ολόκληρες. Ωστόσο, την περίοδο της δυναστείας των Χαν (25-220) αναφέρεται ότι όλοι οι άνδρες, εργάτες, αγρότες, επιχειρηματίες, και γραφείς, φορούσαν κοντό σακάκι, παντελόνι και από πάνω μια κοντή φούστα. Αναφορές υπάρχουν και για τη δυναστεία των Μινγκ (1368–1644) οπότε οι εργάτες φορούσαν παντελόνι με μαύρη χαρακτηριστική ζώνη ενώ στην επόμενη δυναστεία των Τσινγκ (1644–1911) το παντελόνι εμφανίζεται σε συνδυασμό με φούστα, κεντημένο ή με ανάγλυφη διακόσμηση. Τελικά, το είδος αυτό μπορεί να μην αποτελούσε το σημαντικότερο στοιχείο της ένδυσης των Κινέζων, όμως προκύπτει ως αναπόσπαστο μέρος της. Πράγματι, το παντελόνι βρίσκεται και στις κατηγορίες των παραδοσιακών κινεζικών ενδυμάτων ( pien-fu, ch'ang-p'ao και shen-i), ανεξάρτητο ή ραμμένο με το πουκάμισο και πάντως, αποτέλεσε βασικό ένδυμα για άντρες και γυναίκες στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.

Στη χώρα του κιμονό, το παντελόνι αποτελεί βασικό κομμάτι της παραδοσιακής ανδρικής φορεσιάς. Παντελόνια κοντά ή μακριά, φτιαγμένα από διάφορα υφάσματα, μονόχρωμα, καρό, κεντημένα, με τιράντες ή όχι, φοριούνται πολλούς αιώνες από τους Ιάπωνες σε κάθε δραστηριότητά τους. Επίσης, οι Κορεάτες φαίνεται να φορούσαν παντελόνι από τον 15ο αιώνα, ίσως για μικρό διάστημα. Ωστόσο, εκεί παντελόνι φορούσαν και τα δύο φύλα. Οι άνδρες φορούσαν παντελόνι (paji) τόσο ως εξωτερικό ένδυμα όσο και ως εσώρουχο κάτω από φούστες, ενώ οι γυναίκες το φορούσαν ουσιαστικά ως εσώρουχο (sokgot), επίσης κάτω από φούστα. Όπως και στην Ευρώπη, έτσι κι εκεί το είδος διαφοροποιούταν ανάλογα με την εποχή, την περιοχή και το φύλο περιλαμβάνοντας απλό αφοδράριστο ύφασμα (gouei) έως παραγεμισμένο (sombaji).

Οι γυναίκες άργησαν να φορέσουν παντελόνια ή για την ακρίβεια καθυστέρησε πολύ η άρση της απαγορευτικής νομοθεσίας. Ο μυθικός λαός των Αμαζόνων απεικονίζεται με παντελόνια ενώ όπως αναφέρθηκε οι Κορεάτισσες φαίνεται να φορούσαν κι αυτές, πάντα όμως με φούστα. Μέχρι το 1970, ακόμη και οι δυτικές κοινωνίες δεν αποδέχονταν το παντελόνι στις γυναίκες αν και πολλές από αυτές αρέσκονταν κατά καιρούς να “σκανδαλίζουν” την κοινωνία. Στη Γαλλία με νόμο του 1799, ο οποίος βρίσκεται ακόμη σε ισχύ (!) “καμία γυναίκα δεν πρέπει να φορά άλλα ρούχα από αυτά του φύλου της για λόγους υγείας”. Υπήρξαν όμως, και γυναίκες που αδιαφορούσαν για τις διατάξεις του νόμου όπως η φεμινίστρια συγγραφέας Γεωργία Σάνδη (1804-1876) που συνήθιζε να ντύνεται με ανδρικά ρούχα για να “διεισδύσει” σε απαγορευμένους για γυναίκες χώρους. Η ιστορικός Κριστίν Μπαρντ αναφέρει επίσης ότι το παντελόνι φοριόταν συχνά από γυναίκες όλων των κοινωνικών τάξεων που αψηφούσαν την απαγόρευση: “Ο λόγος για εργάτριες, χωριάτισσες, περιπετειώδεις, συγγραφείς, καλλιτέχνιδες, μαχήτριες, επαναστάτιδες...” . Τη δεκαετία του 1960, ο μόδεστρος Αντρέ Κουρέζ εισήγαγε ως μόδα το μακρύ παντελόνι για τις γυναίκες, ωθώντας και τους άλλους σχεδιαστές να τον ακολουθήσουν. Σύντομα το παντελόνι αναγνωρίσθηκε ως γυναικεία ενδυμασία σε όλους τους χώρους: στα σχολεία, στους χώρους εργασίας και στα καλά εστιατόρια.

Απέναντι, στη Μεγάλη Βρετανία, από τα μέσα του 19ου αιώνα, εργάτριες στα ανθρακωρυχεία του Γουίγκαν φορούσαν παντελόνια, γεγονός που κρινόταν από τη βικτωριανή κοινωνία ως σκανδαλώδες! Ωστόσο οι γυναίκες αυτές έκαναν μια εξαιρετικά επίπονη χειρωνακτική εργασία η οποία δεν θα γινόταν εύκολα με τις μακριές φούστες που επέβαλε η εποχή. Στο σημείο αυτό αξίζουν προσοχής ορισμένα στοιχεία για την πόλη Γουίγκαν, το όνομα της οποίας σημαίνει στη γλώσσα μας “χονδρό πανί” και ανήκει στην περιοχή του Λάνκσαϊρ όπου, όπως αναφέρθηκε, λειτουργούσαν εργοστάσια παραγωγής τζιν υφάσματος. Η πόλη έγινε γνωστή, κυρίως, για τα ανθρακωρυχεία της, τα οποία εκτείνονταν σε αρκετά χιλιόμετρα αλλά και για τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας που επικρατούσαν. Ο Τζώρτζ Όργουελ στο βιβλίο του με τίτλο “Ο δρόμος προς την αποβάθρα του Γουίγκαν” περιγράφει, με τα πιο μελανά χρώματα, τη ζωή της εργατικής τάξης στην περιοχή, κριτικάροντας την κοινωνική αδικία, την ανεργία, την εξαθλίωση και τις σκληρές συνθήκες εργασίας στα ανθρακωρυχεία και τις βιομηχανίες. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου στο πλαίσιο της καθιέρωσης “δελτίου ενδυμάτων” πολλές Βρετανίδες άρχισαν να φορούν τα ρούχα των συζύγων τους, που υπηρετούσαν στο μέτωπο, προκειμένου να πάνε στη δουλειά τους. Στη φωτογραφία εργάτριες στο Λονδίνο το 1940. Η πρακτική αυτή δεν καταδικάστηκε ίσως επειδή διευκόλυνε τις γυναίκες να χρησιμοποιούν τα κουπόνια για την προμήθεια άλλων, κρισιμότερων αγαθών. Μέχρι το καλοκαίρι του 1944, οι πωλήσεις των γυναικείων παντελονιών, στη χώρα, είχαν πενταπλασιαστεί.

Στην αμερικανική Δύση οι αγρότισσες φορούσαν από τον 19ο αιώνα παντελόνια, κυρίως ιππασίας. Στις αρχές του 20ου αιώνα το παντελόνι άρχισε να διαδίδεται και στις εργαζόμενες γυναίκες ειδικότερα μετά την προβολή τους από τις γυναίκες αεροπόρους. Σημαντική επίσης ήταν η επίδραση του Χόλιγουντ με την Μάρλεν Ντίντριχ και την Κάθριν Χέπμπορν να φωτογραφίζονται πολύ συχνά φορώντας παντελόνι. Εξάλλου η Χέπμπορν ήταν κόρη μιας Αμερικανής φεμινίστριας της Κάθριν Μάρθα Χάουτον. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου οι γυναίκες που δούλευαν σε εργοστάσια παραγωγής προϊόντων σχετικών με τον πόλεμο φορούσαν συνήθως παντελόνι ενώ μετά τη λήξη το είδος διαδόθηκε ως γυναικείο ένδυμα κηπουρικής, διακοπών και άλλων παρόμοιων-ανεπίσημων δραστηριοτήτων. Και στην Αυστραλία όμως, οι γυναίκες αεροπόροι ήταν εκείνες που συνέβαλαν στη διάδοσή του, με πρωτοπόρες τη Φλοράνς Τέιλορ (1909) και τη Μίλισεντ Μπριγιάν (1927).


Στη Σοβιετική Ένωση το παντελόνι φοριόταν χωρίς περιορισμούς από τις γυναίκες, οι οποίες άλλωστε είχαν ίσα δικαιώματα με τους άνδρες. Ωστόσο, παρατηρώντας τις σοβιετικές αφίσες εύκολα διαπιστώνει κάποιος ότι υπήρχε μια τάση να απεικονίζονται οι γυναίκες, και κυρίως οι αγρότισσες, με μακριές φούστες, γεγονός που κατευθύνει σε πολιτισμικά στοιχεία. Αν όμως το παντελόνι καθιερώθηκε ως γυναικείο ένδυμα στις περισσότερες χώρες, δεν σημαίνει ότι διείσδυσε σε όλους τους πολιτισμούς. Δυστυχώς σε αρκετά μουσουλμανικά κράτη οι ποινές για τη γυναίκα που το φορούν είναι εξαιρετικά ειδεχθείς. Αρκεί να αναφερθεί η τιμωρία με μαστίγωμα γυναικών στο Σουδάν επειδή φορούσαν παντελόνι! Ασφαλώς η απαγόρευση δεν σχετίζεται μόνο με το Ισλάμ. Πολλές χριστιανικές αιρέσεις εξακολουθούν να απαγορεύουν το παντελόνι στις γυναίκες επιχειρηματολογώντας με κακές μεταφράσεις του Δευτερονομίου. Εκτός από τον γαλλικό νόμο που προαναφέρθηκε και ισχύει –τυπικά- από το 1799 απαγορεύοντας στις Γαλλίδες το παντελόνι, φαινόμενα θεσμοθέτησης σχετικών απαγορεύσεων διαπιστώνονται και σε Πολιτείες των ΗΠΑ και μάλιστα πρόσφατα. Στη Λουιζιάνα από το 2004 και στη Βιρτζίνια από την επόμενη χρονιά επιβάλλονται χρηματικά πρόστιμα σε όλους όσους φορούν κοντοκάβαλο παντελόνι προβάλλοντας δημόσια τα εσώρουχά τους. Μπορεί ο νόμος να ισχύει για άνδρες και γυναίκες όμως διατυπώθηκε η άποψη ότι πλήττει κυρίως τους αφροαμερικανούς που συνηθίζουν αυτό το είδος παντελονιού.

Τέλος, αν και ο συμβολικός χαρακτήρας του παντελονιού, ως ένδειξη ανδρισμού, έχει υποστεί σημαντική έκπτωση, το ίδιο δεν έχει συμβεί με την αξία ενός από τα ωραιότερα ποιήματα, παγκοσμίως, που έχει τον τίτλο “Σύννεφο με παντελόνια”. Ένα ποίημα του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι.

[…] Ούτε μια γκρίζα τρίχα δεν έχω στην ψυχή,
μήτε των γηρατειών την στοργή!
Μέγας ο κόσμος με της φωνής τη δύναμη
έρχομ΄ όμορφος
στα εικοσιδυό μου χρόνια.
Τρυφεροί μου!
Αφήστε τον έρωτα στα βιολιά
Είναι βάρβαρο στα τύμπανα να μένει.
Και δεν μπορείτε να φέρετε τα πάνω κάτω όπως εγώ,
ώστε να μείνουν μόνο τα χείλη.
Ελάτε να μάθετε –
απ’ το βελούδινο σαλόνι
του τάγματος των αρχαγγέλων το πρωτόκολλο
που ήρεμα τα χείλη ξεφυλλίζει
όπως η μαγείρισσα το βιβλίο των συνταγών.
Πηγαίνετε -
Η σάρκα πάει να με τρελάνει
- κι όπως αλλάζει χρώμα ο ουρανός -
πηγαίνετε –
θα είμαι άψογα τρυφερός,
δεν είμαι άντρας εγώ, είμαι ένα σύννεφο με παντελόνια![…]

Σημ.: Η συντομογραφία π.τ.ε.μ. σημαίνει Πριν Την Εποχή Μας και προσδιορίζει χρονολογικά τα έτη που συνήθως ταξινομούνται με το συμβολισμό θρησκευτικού χαρακτήρα π.Χ.

Ενδεικτική βιβλιογραφία
1. A short history of denim, Levi Strauss & Co.
2. Αισχίνης, Κατά Τιμάρχου.
3. Αρριανός, Ινδική.
4. Άτακτα, τόμος τέταρτος, μέρος δεύτερον, αλφάβητον δεύτερον, Π-Ω, βιβλιοθήκη της Οξφόρδης, ψηφιοποιημένο βιβλίο από την google.
5. Aviatrices - Australian women of the air, Australian Government.
6. Βακτρία, Περιοδικό Corpus Τεύχος 60, Μάιος 2004.
7. Chinese Clothing - Five Thousand Years' History, Chinese American Museum.
8. Δρούλια Λουκία, Οι ενδυματολογικές μεταλλαγές στα χρόνια της εθνικής διαμόρφωσης του ελληνισμού, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Επιστημονικό Συμπόσιο “Ο ρομαντισμός στην Ελλάδα”, Αθήνα 12 και 13 Νοεμβρίου 1999.
9. Gascony, Wikipedia.
10. Han Chinese clothing, Wikipedia.
11. Ηροδότου Ιστορία, Βιβλίο Ζ΄-Πολύμνια.
12. Καθ' οδόν: Στο «Χρυσό Ναό» των Σιχ στο Παντζάμπ της Ινδίας, Ριζοσπάστης, 18-09-2005.
13. Khaki, Wikipedia.
14. Κυρίες μου φοράτε παντελόνι; Είστε εκτός νόμου!, TVX.
15. Lambert Tim, A brief history of Wigan, England, The history of the world.
16. Μαγιακόφσκι Βλαδίμηρος, Σύννεφο με παντελόνια, μτφ. Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης, Αρμός, Αθήνα 2008.
17. Μαστίγωμα γιατί φορούσαν παντελόνι!, Το Έθνος, 13-07-2009.
19. Μπαμπινιώτης Γεώργιος, Λεξικό για το Σχολείο και το Γραφείο, Κέντρο Λεξικολογίας, 2008.
20. Μπρούμελ ο Ωραίος: ο πρώτος μετρ του στυλ, TVX.
21. Mr. Burns, Simpsons, Wikipedia.
22. Οι στολές του Ελληνικού Στρατού κατά περιόδους, Γενικό Επιτελείο Στρατού.
23. Όργουελ Τζωρτζ, Ο δρόμος προς την αποβάθρα του Γουίγκαν, Κάκτος, 2004.
24. Oxford Dictionaries, Galligaskins.
25. Σάνδη Γεωργία, Wikipedia.
26. The House of Ptolemy, Alexander the Great.
27. Thomas Weston Pauline, Early Clothing, Costume History, From Animal Skins to Celtic Dress, Era.com.
28. Trousers, Wikipedia.
29. Yûsoku Kojitsu Ron, A history of Japanese clothing and accesoires, Men’s Garments.

19/8/11

Ύμνος στο τρίτο Πράγμα

Με όλες τις ευχές του κόσμου στον Κωστή!

Paulo, Picasso's Son, as Pierrot 1925


Ολοένα ακούμε, πόσο γρήγορα,
οι μανάδες τους γιους τους χάνουν. Εγώ όμως
τον δικό μου τον κράτησα. Πώς τον κράτησα;
Χάρη στο τρίτο Πράγμα.
Αυτός κι εγώ ήμασταν δυο, το τρίτο όμως
Πράγμα, που το ΄χαμε μαζί, το προσπαθούσαμε μαζί,
αυτό μας ένωσε.
Συχνά άκουσα η ίδια τους γιους
να συζητούν με τους γονιούς τους.
Πόσο καλύτερη ήταν η δική μας κουβέντα
για το τρίτο Πράγμα, που το ΄χαμε μαζί με πολλούς ανθρώπους!
Πόσο πλησιάζαμε ο ένας τον άλλον,
όταν πλησιάζαμε αυτό το κοινό Πράγμα!
Πόσο καλά ήμασταν μαζί, όταν πλησιάζαμε
αυτό το καλό Πράγμα!

Μπέρτολτ Μπρεχτ, μτφ. Μαρία Αγγελίδου

13/8/11

Πώς πλάστηκαν τ΄ αστέρια και το φεγγάρι



Ένα παραμύθι από τις Φιλιππίνες (Μιντανάο)

Τα πολύ παλιά χρόνια, εκείνες τις εποχές που ο ουρανός σχεδόν ακουμπούσε στη γη, μια γεροντοκόρη βγήκε έξω να κοπανήσει ρύζι. Πριν αρχίσει τη δουλειά της έβγαλε τα κολιέ και το χτενάκι από τα μαλλιά της και τα κρέμασε στον ουρανό που έμοιαζε με κοράλλι.

Μετά άρχισε τη δουλειά της και κάθε φορά που σήκωνε το γουδοχέρι έδινε μια και στον ουρανό. Κάποια στιγμή όμως, το σήκωσε τόσο ψηλά με αποτέλεσμα ο ουρανός να δεχτεί ισχυρό χτύπημα.

Τότε ήταν που άρχισε να μεγαλώνει, να φουσκώνει και να σηκώνεται, μαζί με τα στολίδια της γερόντισσας που έμειναν εκεί ψηλά καρφωμένα. Οι χάντρες των κομματιασμένων από τα χτυπήματα κολιέ έγιναν αστέρια. Κι όσο για το χτένι, παρασύρθηκε κι εκείνο, και έγινε φεγγάρι.

Απόδοση: α.μ.
Ο πίνακας: Paul Klee Villa R, 1919, Offentliche Kunstsammlung, Berne

1/8/11

Ψηλά τα χέρια



«Παραμύθια» ;... Αι….λοιπόν θα σας πω κ΄ ένα παραμύθι, για να ξεκουραστείτε! Μια φορά κ' έναν καιρό οι κλέφτες της πρώτης πολιτείας του κόσμου, αφού πλουτήνανε αρκετά, αποφασίσανε να ταχτοποιήσουνε τη ζωή τους. Μπλοκάρανε το λοιπόν τους φτωχούς της πολιτείας κι αφού τους μαζώξανε στην πλατέα, τους είπανε : «Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας. Δε θα σας πάρουμε τα φκιάρια, τους κασμάδες, τα σκεπάρνια, τα δισάκια και τα ζεμπίλια σας με το ψωμοτύρι, τα τρύπια σας πουκάμισα με τις ψείρες και τις απάτωτες καλύβες σας, που κάνουνε νερά, σα βρέχει. Είσαστε λέφτεροι ! - (ψηλά τα χέρια !). Λέφτεροι να ζείτε κατά το κέφι σας, να κερδίζετε, να κάνετε κομπόδεμα, να μεθάτε, να χορέβετε, να γεννοβολάτε και να πεθαίνετε. Εμείς θα σας μαθαίνουμε τις... αλήθειες ! Θα σας δώσουμε πλούσια φαντασία κ' αισθαντική καρδιά∙ θα σας δώσουμε κι αθάνατη ψυχή. Κι όποιος από σας του γουστάρει, θα μπορεί να γράφει ποιήματα, να σκαρώνει θεωρίες και να δοξάζεται ! Ο κυρίαρχος λαός θα σαστε σεις! Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε, θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας σας -μ' ένα λόγο για τη λεφτεριά σας. Σεις θα δουλέβετε, κατα­πώς θέλετε κι ό,τι θέλετε κι οπότε θέλετε. Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά, φτάνει να βρίσκεται, και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας. Και για να μη θαρρέψετε πως σας αδικούμε, θα πλερώνουμε κ' εμείς το ίδιο δόσιμο στο Κράτος, -στον εαφτό μας !

»Κ' εσείς κ' εμείς θα χουμε πάνου από τα κεφάλια μας τους ίδιους θεούς, που θα προστάζουν εσάς να δουλέβετε και να μην τρώτε κ' εμάς να καθόμαστε και να τρώμε. Κ' εμείς κ' εσείς θα χουμε πάνου από τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους, που εμείς θα σας τους δίνουμε κ' εσείς θα τους ψηφίζετε σα βουλεφτάδες και θαν τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες ενάντια στον εαφτό σας. Και για να μην πλακώνουν απ' άλλες στεριές και θάλασσες κουρσάροι και κλέφτες ν' αρπάζουνε το υστέρημά σας και να παίρνουνε σκλάβους κ' εσάς και τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας, θα σας αρματώνουμε, θα σας γυμνάζουμε, για να μπορείτε να διαφεντέβετε τους θεούς σας, τον εαφτό σας κ' εμάς, δηλαδή την πατρίδα. Να σκοτώνεστε σεις και να ζούμε μεις. Κι' επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε να σκεφτείτε το συφέρο σας και να φυλάξετε τον εαφτό σας, θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι (ψηλά τα χέρια!). Ένα πράμα μοναχά σας απαγορέβουμε: να κλέβει ο ένας τον άλλονε. Γιατί μπορεί να κλέψετε κ' εμάς».

Έτσι λοιπόν ο λαός δούλεβε λέφτερα και λέφτερα σκεφτότανε. Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!). Κ' οι σωτήρες του ξαπλωνόντανε τ' ανάσκελα σε ζεστά παλάτια το χειμώνα και κάτου απ' ανθισμένα δέντρα το καλοκαίρι -και σωρό γυναικούλες όμορφες τους ψειρίζανε το σβέρκο και τους χουχουλίζανε το ριζάφτι (πολύ συντελεί !). Κ΄ η εφτυχία τους, είτανε δύναμη της πατρίδας κ' η ξετσιπωσιά τους καθαρμός. Κι αν κάπου βαριεστίζοντας ο λαός τους έδιωχνε, ζητούσε αμέσως άλλους να τόνε κλέβουνε: δεν μπορούσε πια μήτε να ζήσει μήτε να σκεφτεί χωρίς «σωτήρες».

Γελάτε και με το δίκιο σας, ω άντρες Αθηναίοι. Τέτια παράξενη πολιτεία μήτε γίνηκε μήτε θα γίνει ποτές! Παραμύθι, βλέπετε. Τώρα θα μου ζητάτε κ' επιμύθιο !

Που νάν το βρω !... Μοναχά σας λέω: «Αλίμονο στον αφτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισίας παραδίνεται, για να σωθεί, στο έλεος του Θεού και στους νόμους των Κλεφτών».


Πηγή: Κώστας Βάρναλης, Η αληθινή απολογία του Σωκράτη, §20-§23, Κέδρος, 1974, Εικονογράφηση: Γιάννης Ρίτσος.

Ο τίτλος επιλέχθηκε από το κείμενο στο οποίο διατηρήθηκε η ορθογραφία του Κώστα Βάρναλη.

29/7/11

Η μικρή ομελέτα

Ιταλικό παραμύθι από τη συλλογή του καθηγητή D.L.Ashliman. Απόδοση στην ελληνική:α.μ.


Κάποτε, σ΄ ένα δωματιάκι ζούσε μια γυναικούλα με μόνη περιουσία μια μικρή κότα. Μια μέρα που η κοτούλα γέννησε, η γυναίκα πήρε το αυγό κι έφτιαξε μια μικρούλα ομελέτα. Όταν όμως την έβαλε στο πρεβάζι του παραθύρου να κρυώσει, μια μύγα που πετούσε εκεί γύρω, την περιποιήθηκε κανονικά! Φαντάζεστε πώς έγινε η ομελέτα έτσι; Η γυναικούλα, τότε, εξαγριώθηκε και μια και δυο, τράβηξε στον δικαστή και του εξιστόρησε τα καθέκαστα.

Εκείνος, χωρίς άλλη συζήτηση, της έδωσε ένα ρόπαλο λέγοντάς της πως αν ξαναδεί τη λαίμαργη μύγα, να την σκοτώσει αμέσως. Όμως, εκείνη τη στιγμή μια άλλη μύγα ήρθε, κι έκατσε στη μύτη του δικαστή. Η γυναικούλα, νομίζοντας ότι ήταν η κλέφτρα της μικρής της ομελέτας, σήκωσε το ρόπαλο και μ΄ όση δύναμη είχε το κατέβασε πάνω … στη μύτη του.

Επιμύθιο: Όσο λιγότερα έχεις τόσο πιο πολύ μοιάζουν οι εχθροί σου.

20/7/11

Ένα νέο πολιτικό υποκείμενο

του Γιώργου Μπλάνα

Επιτακτική είναι η ανάγκη να αγωνιστούμε για να σώσουμε και να βελτιώσουμε την Ελληνική Δημοκρατία. Οφείλουμε να αντισταθούμε στην κοινωνική κατάρρευση περισσότερο από την οικονομική κατάρρευση. Γιατί όταν μια κοινωνία παρέχει στους πολίτες της την ελευθερία να επιχειρήσουν, να δημιουργήσουν και να συνεργαστούν, οι πολίτες σχετικά εύκολα μπορούν να βγουν από την φτώχεια στην οποία θα τους ρίξει κάθε κακοποιό στοιχείο.

Σήμερα, τα πράγματα είναι πολύ άσχημα. Πως το ΠΑΣΟΚ είναι ένα κοινωνικά επικίνδυνο κόμμα, μας δόθηκε η ευκαιρία να το διαπιστώσουμε τα τελευταία 30 χρόνια. Κλαδικές, αθέμιτες μέθοδοι διαχείρισης των κρατικών λειτουργιών, αλαζονεία, ψέμα, συνομωσίες και αντιπαλότητες, διασπάθιση του δημοσίου χρήματος... Αλλά πως θα έφτανε να δημιουργήσει ένα νέο είδος πολιτεύματος! Αυτό δεν το φανταζόταν κανείς. Και όμως βρισκόμαστε τώρα μπροστά στο χειρότερο. Να μερικές από τις αρχές αυτού του νέου είδους πολιτεύματος:

1. Αν ένα πολιτικό κόμμα επιθυμεί να σώσει την Ελλάδα, δικαιούται να πει οποιοδήποτε ψέμα, προκειμένου να εκλεγεί.
2. Αν ένα πολιτικό κόμμα εκλεγεί λέγοντας ψέματα, δεν χρειάζεται να παραιτηθεί από τη διακυβέρνηση όταν αποκαλυφθούν τα ψέματα. Αρκεί να δηλώσει ευθαρσώς πως είπε ψέματα.
3. Αν κάποιοι Έλληνες πλούτισαν χρησιμοποιώντας εγκληματικές μεθόδους, με αποτέλεσμα την οικονομική κατάρρευση της χώρας, η κυβέρνηση δικαιούται να χρησιμοποιήσει τις ίδιες παράνομες μεθόδους, προκειμένου να σώσει τη χώρα από την χρεοκοπία.
4. Αν οι κλέφτες πολιτικοί επενδύσουν κλοπιμαία χρήματα σε παράνομες επιχειρηματικές δραστηριότητες εντός Ελλάδος, οι Έλληνες δεν δικαιούνται να χαρακτηρίζουν τους πολιτικούς κλέφτες.
5. Αν η κυβέρνηση κρίνει πως τα κόμματα της αντιπολίτευσης πρέπει να ακολουθούν την πολιτική της και τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν το κάνουν, τότε δικαιούται να τα χαρακτηρίζει κόμματα ανεύθυνα.
6. Αν η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει αλλιώς παρά να επιβάλει άδικα δημοσιονομικά μέτρα, δεν οφείλει να παραιτηθεί, ώστε κάποια άλλη κυβέρνηση να προσπαθήσει να επιβάλει δίκαια δημοσιονομικά μέτρα, αλλά δικαιούται να τα επιβάλει, δηλώνοντας ευθαρσώς πως λυπάται.
7. Αν η κυβέρνηση που κυβερνά με την ψήφο της μειοψηφίας των Ελλήνων, δεν μπορεί να επιβάλει μέτρα για τα οποία απαιτείται η συμφωνία της πλειοψηφίας των Ελλήνων, δεν χρειάζεται να προσπαθήσει να την εξασφαλίσει μέσω εκλογών. Μπορεί κάλλιστα να τρομοκρατήσει την πλειοψηφία.
8. Αν η πλειοψηφία των Ελλήνων δεν τρομοκρατηθεί από τις απειλές μιας κυβέρνησης μειοψηφίας, η κυβέρνηση δικαιούται να χρησιμοποιήσει βία.
9. Αν η κυβέρνηση δεν μπορεί να κυβερνήσει, δικαιούται να εκχωρήσει το έργο της σε ιδιώτες.
10. Αν η κυβέρνηση δεν μπορεί να συλλάβει αυτόν που κλέβει 1.000.000.000 Ευρώ, πρέπει να συλλαμβάνει αυτόν που έκλεψε 1.000, διότι έτσι αποδεικνύει πως όλοι οι πολίτες είναι ίσοι απέναντι στον νόμο.
11. Αν ένας νόμος δεν επιτρέπει στην κυβέρνηση να ασκήσει το έργο της, δεν χρειάζεται να ζητήσει από τη βουλή την κατάργησή του. Απλά τον παραβαίνει.

Αυτοί οι κανόνες δεν είναι αστεϊσμός. Είναι απόρροια των ενεργειών της κυβέρνησης των σοσιαλιστών. Και μάλιστα συγκεκριμένων ενεργειών. Η δικαιολογία για την εφαρμογή τους είναι η δραματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα. Όμως η χώρα είναι ένα νομικό μόρφωμα που εκφράζει τη βούληση των κατοίκων συγκεκριμένης εδαφικής επικράτειας. Συνεπώς η χώρα είναι το σύνταγμα και οι νόμοι της. Πώς θα μπορούσε να σωθεί η χώρα, αν παραβιάζονται οι νόμοι και το σύνταγμα; Προφανώς θα μπορούσε να σωθεί το Έθνος -δηλαδή τα πρόσωπα που αποτελούν το έθνος των Ελλήνων- από τη φτώχια. Αλλά για να είναι ή να μην είναι φτωχό ένα Έθνος πρέπει να διαθέτει μια χώρα με σύνταγμα και νόμους. Οπότε...

Οι άνθρωποι αυτοί χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: τους εντελώς ηλίθιους και τα εντελώς καθάρματα. Τι από τα δύο είναι καθένας, δεν πρέπει να ενδιαφέρει κανέναν Έλληνα. Η μόνη λύση είναι η απαλλαγή από τη μάστιγά τους, που οδηγεί την Ελλάδα στην καταστροφή. Μπορεί αυτή την ιστορική στιγμή ο καπιταλισμός να κάνει (ως προς την ιστορική κατασκευή Κράτος-Έθνος) την ίδια επιλογή με τους μεταμαρξιστές αριστερούς: πολυπολιτισμός! αλλά είναι προφανές πως τα έθνη δεν έχουν επινοήσει ακόμα άλλον τρόπο αντίστασης στην αθλιότητα που προωθεί ο καπιταλισμός.

Το Κράτος-Έθνος αποτελεί το μόνο καταφύγιό τους, παρόλα όσα λένε οι «αριστεροί επιστήμονές» μας. Είναι ζήτημα συγκεκριμένης τακτικής. Και στην πολιτική δεν χωρούν γενικότητες. Ο πολιτικός αγώνας πρέπει να είναι πάντα συγκεκριμένος. Σήμερα, μια δημοκρατία δεν μπορεί να αντλήσει δύναμη αντίστασης, παρά μόνο από τη λογική βάση της: το Έθνος. Υπάρχει, φυσικά, ο «κίνδυνος» να εισχωρήσουν εθνικιστικά στοιχεία σ’ αυτόν τον αγώνα. Εγώ τουλάχιστον δεν βλέπω κανέναν κίνδυνο σε αυτό. Αυτοί που καταδιώκουν τους μετανάστες δεν είναι εθνικιστές, αλλά αλήτες και καταδικάζονται από όλους του Έλληνες που χρόνια ολόκληρα προσφέρουν δουλειά, στέγη και ασφάλεια στους μετανάστες. Εξάλλου οι μετανάστες που εγκληματούν είναι απλά αλήτες. Και έχουν από τους Έλληνες την ανάλογη αντιμετώπιση με τους συμπατριώτες μας αλήτες. Οι υπερπατριώτες όπως και οι αριστεροί διαθέτουν θάρρος, αγωνιστικότητα και πίστη σε αξίες. Αμφότεροι είναι ίσως γεμάτοι στερεότυπα και εσφαλμένες αντιλήψεις. Γνωρίζουμε πως και τα δύο διορθώνονται μέσα στον συλλογικό αγώνα και το δημοκρατικό διάλογο. Οι θρησκευόμενοι είναι αντικαπιταλιστές, συχνά δογματικοί, όπως και αρκετοί αριστεροί, αλλά διαθέτουν τις αρετές της συνεργασίας και της αγάπης για τον διπλανό τους. Μέσα στον κοινό αγώνα θα απαλλαγούν από τον δογματισμό, όπως οι «επαναστάτες» θα απαλλαγούν από την ολέθρια άποψη πως αυτοί είναι οι καθοδηγητές του λαού για την ιστορική αλλαγή! Οι κοινωνικές ελευθερίες κατακτώνται μέσα σε κοινούς αγώνες με τους πιο διαφορετικούς συνεργάτες, συντρόφους, συναγωνιστές. Όποιος δεν θέλει να έρχεται σε επαφή με «αντιδραστικούς», «εθνικιστές», «δογματικούς», καλύτερα να ασχοληθεί με την χαρτοκοπτική ή την ξυλοκοπτική!

Οι άλλοι ας αγωνιστούμε μέσα στο μεγάλο καζάνι, όπου βράζουμε καθένας με τις απόψεις του: σωστές ή εσφαλμένες. Αυτό είναι το ΝΕΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ. Δεν πληροί ίσως τις προδιαγραφές των ειδικών των κοινωνικών επιστημών, αλλά είναι προφανές πως οι κοινωνικές επιστήμες δεν πληρούν σήμερα τις προδιαγραφές της πραγματικότητας.

Σημείωση των Γεφυριστών: Ο Λένιν για το έθνος και τον εθνικισμό, στο blog “Της γης οι κολασμένοι”.

12/7/11

Όχι στο κλείσιμο του Νοσοκομείου "Αγία Βαρβάρα"



2/7/11

Τραμπούκος


Όχι! Οι εμφανιζόμενοι στη φωτογραφία δεν είναι τραμπούκοι. Το μόνο κοινό που έχουν με τον Γκοτζαμάνη είναι ότι οδηγούν και αυτοί αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης.


Η λέξη προέρχεται από την ισπανική «τραμπούκο» η οποία προσδιορίζει ένα πνευστό όργανο, παρόμοιο με την οκαρίνα. Ακριβώς λόγω του σχήματός του, οι Ισπανοί αργότερα ονόμασαν «τραμπούκο» και τα πούρα Αβάνας.

Ωστόσο, στην ίδια χώρα επικρατούσε η συνήθεια από πλευράς των υποψηφίων βουλευτών τις παραμονές των εκλογών να προσφέρουν στους ψηφοφόρους τους, πούρα για να τους καλοπιάσουν. Έτσι, το πούρο έγινε ταυτόσημο με τη δωροδοκία και το φιλοδώρημα και όσους το δέχονταν, παρ΄ όλη την ευτελή αξία του, τους αποκαλούσαν «τραμπούκους».

Πηγή: Νατσούλης Τ. (χ.χ.) Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, Αθήνα: Σμυρνιωτάκης

29/6/11

Στάχτη-Στάχτη-Στάχτη!

Sam Mc, Sun Dragon

Ας τελειώνουμε, λοιπόν,
μ’ αυτόν τον ψεύτικο ήλιο,
τον ήλιο τον βρικόλακα
γεμάτο δόντια αχόρταγα
και νύχια αιμοβόρα•
γλώσσες φιδιών οι γλώσσες του:
φωτιά, καπνός, φαρμάκι,
ψυχές βαρβάρων, γουρουνιών
που γέννησαν γουρούνες.

Ας τελειώνουμε λοιπόν
μ’ αυτού του βρώμικου ήλιου
τα ψυχοβόρα τέρατα.
Στάχτη τα τέρατα
και στάχτη οι σιδερόφραχτοι
προστάτες τους. Κι η στάχτη
τροφή των αρουραίων
που δόξασαν και ύμνησαν
αυτόν τον ψεύτικο ήλιο,
τον ήλιο που ανατέλλει
μέσα στα αίματα
για αίμα διψασμένος.

Γιώργος Μπλάνας

25/6/11

Οι τρεις αγελάδες

Ένα αγγλικό παραμύθι από τη συλλογή του καθηγητή D.L.Ashliman. Απόδοση στην ελληνική: α.μ.

MΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ζούσε ένας γεωργός που είχε τρεις πανέμορφες και αφράτες αγελάδες, τη Φατσούλα, τη Διαμαντούλα και την Ομορφούλα. Ένα πρωί φτάνοντας στο στάβλο, βρήκε τη Φατσούλα τόσο αδυνατισμένη που μπορούσε να την πάρει ο αέρας. Το δέρμα της κρεμόταν σαν άδεια σακούλα καθώς ίχνος κρέατος δεν είχε μείνει πάνω της. Ακίνητη εκεί, η Φατσούλα, τον κοιτούσε με τα τεράστια μάτια της λες κι αντίκριζε φάντασμα. Την ίδια μέρα όμως είχε όμως συμβεί και κάτι ακόμη. Στο τζάκι της κουζίνας του υπήρχε ένας σωρός από στάχτη όμοια με εκείνην που αφήνουν τα ξύλα όταν καίγονται, γεγονός που έκανε το γεωργό να αναρωτιέται αν όλα όσα έβλεπε ήταν πραγματικότητα. Την επόμενη μέρα, η γυναίκα του βγαίνοντας από το σπίτι είδε τη Διαμαντούλα μεταμορφωμένη σε ένα σακί από κόκαλα, σαν τη Φατσούλα δηλαδή, ενώ η στοίβα με τα καυσόξυλα είχε μείνει μισή. Αλλά και στο τζάκι, το ύψος της στάχτης είχε φτάσει το ένα μέτρο!

Φραντς Μαρκ[*], Η μοίρα των ζώων, 1901, Μουσείο Κουνστ, Βασιλεία, Ελβετία. Wikipedia


Μια και δυο λοιπόν, ο γεωργός αποφάσισε να μείνει ξάγρυπνος τη νύχτα μήπως και καταλάβει, επιτέλους, τι συμβαίνει. Έτσι, κρύφτηκε σ΄ ένα ντουλάπι από το οποίο μπορούσε να ελέγχει όλο το σπίτι του, κι άφησε την πόρτα μισάνοιχτη ώστε να δει ποιος ή τι θα μπει μέσα. Οι ώρες πέρναγαν και μόνο το ρυθμικό «τικ, τακ» του ρολογιού ακουγόταν. Ο γεωργός είχε αρχίσει να κουράζεται, πια, και στην προσπάθειά του να παραμείνει ξύπνιος δάγκωνε το μικρό του δάκτυλο. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του σπιτιού και χίλια ξωτικά, γελώντας και χορεύοντας, εισέβαλαν μέσα τραβώντας την Ομορφούλα από το σκοινί μέχρι το κέντρο του δωματίου. Εκείνος, αν και ήταν σίγουρος ότι από στιγμή στιγμή θα πέθαινε από την τρομάρα του, μπόρεσε να κρατηθεί ζωντανός, μόνο και μόνο από περιέργεια για ό,τι θα ακολουθούσε.

Ακόμη κι ο χρόνος φαινόταν να είχε σταματήσει γι΄ αυτόν. Τρομοκρατημένος, όπως ήταν, δεν άκουγε ούτε το «τικ, τακ» του ρολογιού και το μόνο που τον απασχολούσε ήταν η δύστυχη Ομορφούλα, η τελευταία όμορφη αγελάδα του. Είδε τα ξωτικά να τη ρίχνουν κάτω, να πέφτουν πάνω της και να τη γδέρνουν με τα μαχαίρια τους. Είδε να τρέχουν μερικά απ΄ αυτά έξω στην αυλή και να επιστρέφουν κουβαλώντας καυσόξυλα ανάβοντας μια μεγάλη φωτιά στο τζάκι. Είδε να μαγειρεύουν το κρέας της Ομορφούλας του, ψητό, τηγανητό κι όπως αλλιώς γίνεται. Ξαφνικά ένα από τα ξωτικά, που φαινόταν να είναι ο βασιλιάς τους φώναξε: «Προσέξτε, μην σπάσει ούτε ένα κόκκαλο!».

Όταν πια, όλα τα δαιμόνια είχαν καταβροχθίσει κάθε ίχνος κρέατος, ξεκίνησαν να παίζουν με τα κόκαλα, πετώντάς τα μεταξύ τους. Όμως, μέσα σε αυτό το πανδαιμόνιο ένα κοκαλάκι από το πόδι της Ομορφούλας βρέθηκε πολύ κοντά στην πόρτα της ντουλάπας που ήταν κρυμμένος ο γεωργός. Εκείνος κατατρόμαξε και μόνο στη σκέψη ότι τα ξωτικά θα το αναζητήσουν και απλώνοντας δειλά το χέρι του, το τράβηξε μέσα. Την ίδια στιγμή είδε τον βασιλιά των ξωτικών, όρθιο στο τραπέζι να διατάζει: «Μαζέψτε τα κόκαλα!», κι αμέσως εκείνα άρχισαν να σεργιανούν στο δωμάτιο, μαζεύοντάς τα ένα-ένα. «Τακτοποιήστε τα, τώρα», διέταξε ξανά ο βασιλιάς, και τα ξωτικά τα έβαλαν όλα στη θέση τους, μέσα από το δέρμα της αγελάδας, που δίπλωσαν με περισσή τεχνική. Στη συνέχεια ο βασιλιάς, άρχισε να κτυπά με το ραβδί του τη μάζα οστών και δέρματος και σε λίγο ακούστηκε ένα πονεμένο μουγκανητό. Η αγελάδα ξαναζωντάνεψε!

Αλίμονο όμως! Όταν τα ξωτικά άρχισαν να την τραβούν πίσω στο στάβλο, τα πράγματα ήταν δύσκολα για εκείνην αφού της έλειπε κάτι από το ένα της πόδι. Αλλά ήταν πια πολύ αργά. Ο κόκορας ξημέρωνε μια νέα μέρα και τα ξωτικά κρύφτηκαν αφήνοντας την Ομορφούλα δυο φορές πληγωμένη και τον γεωργό τρέμοντας να κουκουλώνεται στο σκεπάσματά του.

Επίκαιρο ηθικό δίδαγμα
Η περιέργεια και η αγωνία δεν σε σώζουν. Αντίθετα, σε οδηγούν στη φυγομαχία που σημαίνει το τέλος σου.


[*]Φραντς Μαρκ (Franz Marc, 1880-1916)
Γερμανός εξπρεσιονιστής ζωγράφος και χαράκτης, ιδρυτικό μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας «Ο Γαλάζιος Καβαλάρης», στην οποία συμμετείχε, μεταξύ άλλων Ρώσων καλλιτεχνών-μεταναστών, και ο Β. Καντίνσκι. Γεννήθηκε στο Μόναχο από πατέρα ζωγράφο ενώ η μητέρα του ήταν γνωστή ως πιστή καλβινίστρια. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της πόλης του ενώ μεταξύ 1903-1907 μελέτησε τεχνικές στο Παρίσι όπου συναναστράφηκε με πολλούς καλλιτέχνες μεταξύ των οποίων και η Σάρα Μπερνάρ. Εκεί, όμως, διαπίστωσε και έντονες ομοιότητες του έργου του με εκείνων του Βίνσεντ βαν Γκογκ. Την ίδια περίοδο μελέτησε την τεχνική της βυζαντινής αγιογραφίας επισκεπτόμενος τη Θεσσαλονίκη και το Άγιο Όρος, τουλάχιστον.

Επηρεασμένος από τον φουτουρισμό και τον κυβισμό ανέπτυξε μια δική του, ξεχωριστή, τεχνική αποτυπώνοντας συνήθως ζώα στο φυσικό τους περιβάλλον. Το έργο του διακρίνεται από έντονη απλότητα, βαθύτατη ευαισθησία και χαρακτηριστικά χρώματα τα οποία εκφράζουν συγκεκριμένα νοήματα και σκοπούς: το μπλε για την αρρενωπότητα και την πνευματικότητα, το κίτρινο για τη θηλυκότητα και τη χαρά, το κόκκινο για τη βία.

Η προσωπική του ζωή ήταν θυελλώδης με μεγάλους έρωτες και δύο γάμους. Σκοτώθηκε στη μάχη του Βερντέν, από γαλλική σφαίρα, λίγο πριν την αναχώρηση από το μέτωπο των σπουδαίων καλλιτεχνών που είχαν αποφασίσει οι Γερμανοί με σκοπό να τους προστατεύσουν. Οι Ναζί καταδίκασαν το έργο του Μαρκ, χαρακτηρίζοντας τον ίδιο ως «εκφυλισμένο καλλιτέχνη». Το συγκεκριμένο έργο ολοκληρώθηκε το 1913 και φέρει στο πίσω μέρος σημείωση του ζωγράφου στην οποία εκφράζει την έντονη αγωνία του για τον επικείμενο πόλεμο.