Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

23/6/12

Ματιά στα τέρατα του κόσμου

Στις μυθολογίες των λαών περιλαμβάνονται χιλιάδες «τέρατα», δηλαδή λογής λογής πλάσματα με αλλόκοτα ανατομικά χαρακτηριστικά. Πολλά από αυτά έχουν μια ιδιαιτερότητα στα μάτια που μπορεί να αφορά στον αριθμό, στη θέση, στο σχήμα, στο χρώμα, ακόμα και στην ικανότητά τους να μαγεύουν ή να θανατώνουν. Εξάλλου, τα χιλιοτραγουδισμένα και χιλιοζωγραφισμένα μάτια, θεωρούνται τα πολυτιμότερα αισθητήρια όργανα. Μάλιστα σε πολλά «τέρατα» διαπιστώνονται και περισσότερες από μία «ανωμαλίες». 

Στη συνέχεια παρατίθενται στοιχειά και δαίμονες, αλλόκοτα πλάσματα από τις παραδόσεις πολλών λαών της γης,  επιλεγμένα με κριτήριο τα ιδιαίτερα μάτια ή/και βλέμματα, από την ανέκδοτη, μέχρι σήμερα, «Εγκυκλοπαίδεια των Τεράτων» του Γιώργου Μπλάνα. Ενδεχομένως όταν με το καλό εκδοθεί να χρειάζεται συμπλήρωση. Βλέπετε, πολλά νέα πλάσματα που φοβίζουν τους λαούς, έχουν κάνει την εμφάνισή τους. 

Χουάν Μιρό, Καταλανικό Τοπίο (Ο Κυνηγός), 1923-24. 

Ο Άγγελος που είδε ο Δανιήλ είχε χιλιάδες μάτια σαν λυχνάρια αναμμένα. Έτσι ήταν και της Αμφίσβαινας της δικέφαλης σαύρας αλλά και του Γιού του Ανθρώπου, στην Αποκάλυψη. Ο Αιώνιος, μια Ερινύα σαύρα που φύλαγε την Κασταλία πηγή, είχε μάτια που έκαιγαν σαν κάρβουνα όπως και οι Αλ, τα τριχωτά γουρουνόμορφα αρσενικά που ζούσαν στα έλη της Περσίας. 
Ο πελώριος γάτος, ο Ρώσος Οβινίκης, που είχε κατακόκκινα μάτια, αν δεν τον τάιζαν οι αγρότες τούς έβαζε φωτιά με ένα του βλέμμα. Μα και ο λαός των Όνι, σκληρά και κακάσχημα πλάσματα, είχαν όλοι μάτια σαν κάρβουνα αναμμένα και πολύ βασάνισαν τους Ιάπωνες. 
Το τρομερότερο πλάσμα με μάτια σαν κάρβουνο ήταν ο Έλληνας Τυφώνας που είχε ούτε λίγο ούτε πολύ, 100 φιδίσια κεφάλια. Το ίδιο χαρακτηριστικό είχε και ο Αλλόκερως ο δαίμονας της Κόλασης με κεφάλι λιονταριού, η Ανάνγκα το μεγάλο ελάφι του Αμαζονίου αλλά και το τεράστιο φίδι ο Μποητατά, από τα ίδια μέρη, που μετά τον κατακλυσμό έμεινε κρυμμένο σε μια σπηλιά αιώνες ολόκληρους. Απ΄ όταν βγήκε ρήμαξε τη Βραζιλία, αφού κανείς δεν μπορεί να του ξεφύγει με αυτά τα μάτια. 
Πύρινα ήταν και τα μάτια του Εωσφόρου και σαν αναμμένα κάρβουνα έλαμπαν τα μάτια των γερο-Σκωτσέζων Κοκκινοσκούφηδων από τη γενιά των Γνόμων που τρέφονταν με ανθρώπους. Κάρβουνα για μάτια είχαν επίσης ο Ιάπωνας Δράκος, Κόσι και ο Τικμπαλάνγκ ο φρικτός και επικίνδυνος Φιλιππινέζος δαίμονας που καιροφυλακτούσε στα δέντρα τους περαστικούς. Αυτός μάλιστα φαίνεται ότι είχε μάτια που δεν έμοιαζαν απλώς με αναμμένα κάρβουνα αλλά ήταν. Μύριζε μόνιμα καμένη τρίχα.

Σαλβαδόρ Νταλί, Η Γαλάτεια των Σφαιρών, 1952. 

Το σώμα του Αζαραήλ, άγγελος του μουσουλμανικού θανάτου, ήταν γεμάτο μάτια. Μυριάδες μάτια είχαν στα φτερά τους και τα Σεραφείμ που ήταν όμως ορθάνοιχτα. Ωστόσο, ο Άργος ο τεράστιος αγριοβοσκός της ελληνικής μυθολογίας είχε ακριβώς δέκα χιλιάδες μάτια. 
Η Βάνθα η Ετρούσκα δαιμόνισσα είχε στα φτερά της τόσα μάτια, όσα να μπορεί να βλέπει τα πάντα και ο γιγάντιος Ταύρος Κουγιάτα, που ζούσε στα μέρη των Αράβων είχε ούτε λίγο ούτε πολύ, τέσσερις χιλιάδες μάτια που απείχαν μεταξύ τους κοντά 500 χρόνια δρόμο. 
Εκατοντάδες μάτια είχε και ο Κουέρο, το ανθρωποφάγο χταπόδι του Αμαζονίου που αρεσκόταν σε ψαράδες και κολυμβητές. Οι Αηγαμούξες, επίσης ανθρωποφάγα πλάσματα, που κατοικούσαν στις αφρικανικές ερήμους, είχαν μάτια ακόμη και στις φτέρνες. 
Ο Αμνός του Θεού, το μισοσφαγμένο αρνί της Αποκάλυψης, είχε εφτά μάτια ενώ ο Νορβηγός φύλακας της Κόλασης, το αγριόσκυλο Γκαρμ μόνο τέσσερα, μα κόκκινα σαν αίμα. Τρία ήταν τα μάτια της Ινδής θεάς Κάλι και τέσσερα τεράστια ήταν των Καντέχο, των δύο αγριόσκυλων της Λατινικής Αμερικής που παραφυλούσαν τους διαβάτες έξω από τα νεκροταφεία. 
Ίδιο αριθμό ματιών είχαν και οι Μαρμίνιοι, τα ευγενικά και καλοσυνάτα στοιχειά της Αιθιοπίας. Ο καταστροφικός και τεράστιος φτερωτός Γίγαντας Νταχάκ από την Περσία, ούτε λίγο ούτε πολύ είχε 36 μάτια, έξι στο κάθε ένα από τα έξι κεφάλια του, ενώ η φοβερή Κινέζα Ντου Μου είχε δώδεκα, τρία σε κάθε ένα από τα τέσσερα κεφάλια της. 
Η Χατουημπάρη η Μελανήσια, μισή άνθρωπος μισή φίδι, είχε τέσσερα μάτια και τέσσερα στήθη. Με τα στήθη της βύζαξε τους πρώτους ανθρώπους και με τα μάτια της τούς πρόσεχε μην πάθουν κάποιο κακό. Όμως ο Ινδός Καρκαντάν που έμοιαζε με ρινόκερο, δεν είχε κανένα μάτι αφού την πρώτη φορά που πάλεψε με ελέφαντα τον σήκωσε με το κέρατο ψηλά για να επιδείξει τη δύναμη του και λιώνοντας ο ήλιος το λίπος του ελέφαντα, αυτό στράγγιξε στο πρόσωπό του και του τα έκαψε. 

Πάμπλο Πικάσο, Γκερνίκα, 1937. 

Πολύ άγριος ήταν και ο μονόφθαλμος δαίμονας της Ζανζιβάρης. Ο Ποπομπάουα με ένα μάτι στο κούτελο είχε τη συνήθεια να βιάζει άνδρες και να τους απειλεί πως αν δεν το διαδώσουν θα το επαναλάβει. 
Ο απαίσιος Ιρλανδός Σατανάς, ο Φαχάν, που είχε ένα μοναδικό και κόκκινο τεράστιο μάτι στο κούτελο, λένε ότι είναι ό,τι πιο σιχαμερό έχει αντικρίσει ο άνθρωπος. Στην ίδια χώρα ζούσε ο λαός των Φορμόριων με την απαίσια όψη πουλιού και ανθρώπου μαζί. Άλλοι είχαν ένα μάτι και φτερά κι άλλοι πολλά μάτια και χέρια. Μάλιστα, ο αρχηγός τους ο Βάλορ, είχε ένα μάτι για το καλό που δεν το είχε ανοίξει ποτέ ούτε μπορούσαν τέσσερις μαζί δυνατοί άνδρες να σηκώσουν το βλέφαρό του και ένα μάτι για το κακό με το οποίο σκότωνε από μακριά έναν ολόκληρο στρατό. Λένε ακόμη ότι ο λαός αυτός επέζησε του κατακλυσμού. 
Οι Σκωτσέζοι γίγαντες Αχάτς είχαν κι αυτοί ένα μάτι στο κούτελο, όπως οι Κύκλωπες του Ομήρου και οι Γίγαντες σε κάθε γωνιά της γης, ενώ ο Βασιλίσκος, το μικρό πλην παντοδύναμο φιδόπουλο ή βατραχόπουλο, είχε κι ένα βοηθητικό μάτι στην ουρά. Μονόφθαλμοι ήταν και οι Λίβυοι Βλέμμυαι, μ΄ ένα μάτι στο στήθος ή στους ώμους μια και γεννιόντουσταν χωρίς κεφάλια, όπως και ομοεθνείς τους Τετράγωνοι. 
Σκωτσέζα και η αιμοβόρα Μαύρη Άννις που  είχε ένα μάτι στο κούτελο αλλά μπορούσε να το στριφογυρίζει ελέγχοντας ό,τι περνούσε από τη σπηλιά της. Και ο απαίσιος ομοεθνής της Νουκλελαβί, ένα πλάσμα μεταξύ αλόγου και ψαριού είχε ένα μάτι στο μέτωπο, μόνο που ήταν κατακόκκινο ενώ ο Καλιφορνέζος ανθρωποφάγος Τριπόδης επειδή το πρόσωπό του ήταν όλο ένα στόμα είχε ένα μάτι ακριβώς πάνω από τα πάνω σουβλερά του δόντια. 
Οι Ιάπωνες Χιτοτσούμε Κοζό που έμοιαζαν από μακριά με αγοράκια και χάλαγαν τα σπίτια του κόσμου, είχαν στη μέση του προσώπου τους ένα μοναδικό μάτι κι ένα στόμα. Στις ισπανικές σπηλιές ζούσε η αιμοβόρα Χουανκάνα, μια φτερωτή αρκούδα με πόδια κατσίκας, στόμα θηρίου, δυο τεράστια μαστάρια και πρόσωπο γυναικείο. Κι αυτή έχει μόνο ένα μάτι. 
Ο Τσιρούβης από την Κεντρική Αφρική ήταν μισός. Δηλαδή είχε ένα μάτι, ένα αφτί, ένα πόδι και ένα χέρι. Με αποτέλεσμα από το ένα πλάι να είναι αόρατος. Ο φρουρός των ψαριών, ο Αφρικανός φαφούτης Μουνουάνης, είχε μάτια στα γόνατα, όπως και Ραβέννας ο ακίνδυνος πλην τρομακτικός δαίμονας της ιταλικής πόλης, μισό πουλί-μισός άνθρωπος με γυναικεία στήθια και ένα κέρατο στην κορφή του κεφαλιού του. Μόνο που το μάτι του Ραβέννα στο γόνατο ήταν ορθάνοιχτο.

Βασίλι Καντίνσκι, Σε γκρι, 1919. 

Ο Ισπανός αρκουδάνθρωπος με το κέρατο στο κούτελο, Κουέλ, όχι μόνο είχε τρία μάτια, αλλά ήταν απαίσια και το καθένα με διαφορετικό χρώμα: γαλάζιο, πράσινο και κόκκινο. Δυο λογιών χρώματα είχαν και τα μάτια του κακάσχημου Γνόμου, του Πολεβόη από την Πολωνία που του άρεσε να φοβίζει μέχρι τρέλας τους ανθρώπους. 
Ο Αράπης, το στοιχειό των ελληνικών σπηλαίων, είχε μάτια κόκκινα, όπως και ο Βελζεβούλης, ο Δαίμονας των Δαιμόνων, ο Ρώσος Βοντονόης που τρεφόταν με αίμα, οι Καλλικάντζαροι, ο Κέρβερος, το αγριόσκυλο του Άδη, αλλά και οι Μπλόκο, οι Ζαϊρανοί αιμοδιψείς νάνοι. 
Ο τρομερός και φοβερός Γερμανός δαίμονας Άνεμπεργκ, που σκότωνε με μια ανάσα μια ντουζίνα μεταλλωρύχους είχε μάτια απερίγραπτα. Φρικιαστικά τα περιγράφει η παράδοση. 
Μα εκείνη η ασχήμια των Ερινύων δεν περιγράφεται. Οι απαίσιες γριές με τα ματωμένα φίδια για μαλλιά, αντί για μάτια είχαν δυο ματωμένες γούβες. Η Μπάνση, η Κέλτισσα Δαιμόνισσα είχε κι εκείνη κατακόκκινα μάτια μόνο που ήταν έτσι από το κλάμα. Προειδοποιούσε τους Ιρλανδούς για τις επερχόμενες συμφορές με τους θρήνους της. Θεραπευτικό αίμα έσταζαν τα μάτια του Σαχμαράν του θεόρατου φιδιού με το ανθρώπινο κεφάλι που ζούσε, μοναχικά, κάπου στην Τουρκία ενώ οι Κινόλες τα τέρατα της Μαδαγασκάρης, είχαν μάτια απολύτως κόκκινα αφού τρέφονταν αποκλειστικά με συκώτια ζωντανών. 
Τα μάτια του Άγγλου Βραχνά του κατάμαυρου σκύλου που προμηνύει το θάνατο ήταν κίτρινα όπως και του Μαύρου Ανγκ τον οποίο επιπλέον όποιος αντίκριζε αρρώσταινε και πέθαινε. Μα τα μάτια του Γκομπ του αρχηγού των Γνόμων, των μικροσκοπικών Ευρωπαίων που προστάτευαν τα ζώα και τα φυτά, ήταν κοφτερά σαν κρύσταλλο. Κρυστάλλινες πηγές ήταν και τα μάτια της αιμοβόρας Αζτέκας δαιμόνισσας Τλαλτεκούχτλης. 
Οι Συλφίδες Ελφ, ομορφότερες και από τον πιο όμορφο άνθρωπο, είχαν μάτια που έλαμπαν σαν τα αστέρια, η παρθένα Ιλεάνα, Ρουμάνα Βύθια, είχε μάτια αστραφτερά σαν τον ήλιο και τα μάτια του βιβλικού Λεβιάθαν άστραφταν σαν την αυγή. 
Όμως την πιο όμορφη λάμψη είχαν τα μάτια του Οπαλέγε, του Νεοζηλανδού φτερωτού Δράκου. Όταν έπεφτε το φως του ήλιου στα πολύχρωμα μάτια του, που δεν έχουν κόρες, αυτά άστραφταν με μοναδικό τρόπο. Ίσως ίδια να ήταν και η λάμψη που έβγαζαν τη νύχτα τα διαμαντένια μάτια του Πουλιού της Φωτιάς. Το χρυσό πουλί φώτιζε τις ρώσικες νύχτες. 
Το θεόρατο Φαρόψαρο της Νορβηγίας με το κατάμαυρο, τετράγωνο κεφάλι και τη γενειάδα από πούπουλα χήνας, είχε δυο στρογγυλά μάτια πέντε μέτρα γύρω του, που έλαμπαν σαν φάροι, κατατρομάζοντας τους ψαράδες. 
Ένα σύγχρονο τέρας που «είδαν» οι Αμερικανοί μεταξύ Βιρτζίνιας και Οχάιο το 1996 είχε μάτια που έλαμπαν σαν προβολείς. Μόθμαν το ονόμασαν. 

Οι Κινέζες Βασκανόγατες αν και δεν είχαν τίποτε παράξενο στην εμφάνισή τους, είχαν βλέμμα θανατηφόρο. Το ίδιο βλέμμα είχαν και οι Βίλλες οι πεντάμορφες Νύμφες των Άλπεων. Άτυχοι ήταν οι Νοτιοαφρικανοί που αντίκριζαν τον Μαμλάμπο, έναν κροκόδειλο είκοσι μέτρα. Όταν το κοιτούσαν στα μάτια λιποθυμούσαν κι εκείνος τους αφαιρούσε το μυαλό και το αίμα. 
Ο Χουλχούτ ο Τούρκος, ένα πουλί με γούνα τίγρης, υπνώτιζε όποιον τον κοιτούσε. Λέγεται ότι σαν ήθελε να γίνει κάποιος Σουλτάνος έπρεπε να περιμένει τον Χουλχούτ. Μα το βλέμμα της Τσιγουάπας, της δαιμόνισσας που τριγυρνούσε ολόγυμνη τη νύχτα στα βουνά της Δομινικανής Δημοκρατίας είναι ομολογουμένως το πιο τρομακτικό. Τα μάτια της ήταν μαύρα σαν τη νύχτα και ποιος ξέρει, μπορεί να φέρνουν ακόμα τον θάνατο. 

Μαξ Ερνστ, Πουλιά, Επίσης: πουλιά, ψάρια και φίδι-σκιάχτρο, 1921. 

Τεράστια ήταν τα μάτια του άστομου Κιλμούλη που κατοικούσε σε Γερμανία, Βέλγιο και Ολλανδία αλλά και του τεράστιου Κράκες που έμοιαζε με χταπόδι και κατάπινε πλοία ολόκληρα. Οι Νορβηγοί λένε ότι τα μάτια του ήταν μεγαλύτερα από την ασπίδα των Βίκινγκ. 
Κι ο Σεκηκόατ ο Σκωτσέζος που έμοιαζε με ψάρι και ζούσε στις λίμνες με μόνο σκοπό να τρομοκρατεί μέχρι αμνησίας τους περαστικούς, φημιζόταν για τα τεράστια μάτια του. Γελαδίσια μάτια είχε ένα ψάρι που ξεβράστηκε στη Νέα Αγγλία πριν 500 και παραπάνω χρόνια. Γι΄ αυτό το ονόμασαν γελαδόψαρο. 
Γουρουνίσια ήταν τα μάτια των Μέροου των Ιρλανδών μπεκρήδων που φημίζονταν για τις όμορφες γυναίκες τους. Ολοστρόγγυλα και μεγάλα ήταν και τα μάτια του Νεροβούβαλου, ενός μικρόσωμου κερασφόρου ζώου στη Σκωτία με χαρακτηριστικά βούβαλου και βατράχου. Δεν έκανε κακό σε κανέναν, μόνο «τακτοποιούσε» τις αγελάδες αν καθυστερούσαν να μείνουν έγκυες. 
Και οι σκληροί εχθροί του ανθρώπου, οι Σουηδοί Τρολ, στρογγυλομάτες ήταν, και μερικοί από αυτούς είχαν ένα μόνο μάτι κι αυτό στο κούτελο. Ο πιο σιχαμερός Κινέζος Δαίμονας, ο Γιάμα, άφηνε τα χιλιάδες μάτια του να βόσκουν δεξιά αριστερά στην Κόλαση ώστε να εντοπίζει κάθε παραστράτημα των κολασμένων. 
Οι Θρόνοι, οι ταπεινοί αλλά πανίσχυροι Άγγελοι είχαν χιλιάδες μάτια αλλά βρίσκονταν επάνω στα στεφάνια τους. Όμως, το πιο παράξενο απ΄ όλα σε σχέση με τον αριθμό και τη θέση των ματιών, παρατηρήθηκε στις Γραίες, τις τρεις φρικτές αδελφές που φύλαγαν τα σανδάλια του Ερμή και την ασπίδα της Αθηνάς. Είχαν ένα μάτι, όλες μαζί, και το χρησιμοποιούσαν όποτε ήταν απαραίτητο. 

Ζορζ Μπρακ, Στούντιο με κρανίο, 1938. 

Οι νεκροζώντανοι Άραβες Γκουλ, είχαν μάτια που εξείχαν, γουρλωτά, σε αντίθεση με τα Ζόμπι που έχουν μάτια χυμένα. Έτσι ήταν και τα μάτια του φύλακα των φλογών και των καζανιών της Κόλασης, του μυταρά φλογερού Δαίμονα, Ουκομπάτση. 
Ο Αζτέκος Δαίμονας Μικτλαντεκούχτλ δεν είχε δικά του μάτια, μια και ήταν ένας καταματωμένο σκελετός, ωστόσο φορούσε στο λαιμό του ένα κολιέ με ολοστρόγγυλα μάτια ανθρώπων. 
Έξω από τις κόγχες είχαν τα πράσινα μάτια τους οι μικροσκοπικοί βορειοευρωπαίοι Λέσυ ενώ ο κίτρινος σκύλος με τα τέσσερα μάτια ήταν ένα είδος που ζούσε στην Περσία και μπορούσε να κάνει καλά την απαίσια δαιμόνισσα Ντρουτζ που μόνο της μέλημα ήταν να κλέψει και να καταβροχθίσει φρεσκοπεθαμένους, μεταμορφωμένη σε μεγάλη μύγα.

18/6/12

Η αληθινή απολογία του Σωκράτη

Απόσπασμα από το έργο του Κώστα Βάρναλη (1934) 


   
Κατ΄ επιθυμίαν του «Δάσκαλου» η έκδοση του 1974 εικονογραφήθηκε από τον Γιάννη Ρίτσο, αν και ο μεγάλος μας ποιητής θεωρούσε ότι σε αυτό το «αριστούργημα της νεοελληνικής πεζογραφίας, όπου αίσθημα, στόχαση, λόγος, δένονται σε μια μοναδική αδιάσπαστη ενότητα», «η γλώσσα είναι τόσο νευρώδης, ακριβόλογη, καίρια, παραστατική που δεν έχει ανάγκη από καμμιάν εικαστική επικουρία, από καμμιάν άλλη παράσταση». 

Γι΄ αφτά που δίδαξα, θα πρεπε να με κάνετε χρυσόνε και να με προσκυνάτε. Γι΄ αφτά που θα ΄κανα, αν εζούσα, θα ΄πρεπε με το δίκιο σας όχι να με σκοτώσετε μοναχά, μα να με κοπανίσετε ζωντανό μέσα στο γουδί, όπως ο τύραννος ο Νέαρχος θα κοπανίσει το Ζήνωνα τον Ελεάτη, για να μάθει να διδάσκει την αρετή όσο θέλει, μα να μη μιλάει για την παλιανθρωπιά των αρχόντων. Θα ΄πρεπε να μου κόψετε τη γλώσσα, καθώς ο βασιλιάς Αντίπατρος θα κόψει τη γλώσσα του Υπερείδη του ρήτορα, για να μάθει, πως μπορεί να προδίνει την πατρίδα του, μα δεν κάνει να βρίζει και τον ξένο μισθοδότη... Θα ΄μουνα πραγματικά επικίντυνος στη δημόσια τάξη, στο «συμφέρον του κρείττονος». Και να ρίχνατε το κουφάρι μου μακριά στον Κορινθιακό ή σε κανένα φαράγγι του Κιθαιρώνα -«μη ταφήναι εν γη αττική!» Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ατιμία και προδοσία από το να λες την αλήθεια!.. 

Θα πήγαινα, που λέτε, στους λαϊκούς μαχαλάδες της Αθήνας, στα βρωμοχώρια της Αττικής από τις Κάβο Κολόνες ίσαμε τα Κούντουρα κι από την Κούλουρη ίσαμε το Καπαντρίτι. Θα κατέβαινα στα σκοτεινά χαμόσπιτα, γεμάτα κοριούς και χτίκιασμα, θα ΄μπαινα στα μικρομάγαζα της φτωχολογιάς, στα καρβουνιάρικα του λιμανιού, γιομάτα λέρα και βόχα. Και θα ΄λεγα: 

«Λέφτεροι πολίτες! Αφτός ο τόπος, κι αν ακόμα βρισκότανε στη Σκυθία, όπου σπάνια ξεμυτίζει ο γήλιος ανάμεσ΄ από μάβρα σύνεφα και πάνου σ΄ άλιωτα χιόνια, πάλε θα ΄τανε ο καλύτερος απ' όλους, γιατί το θέλ' η καρδιά σας. Είναι η πατρίδα. Δικιά σας η πατρίδα, μα τίποτα δικό σας μέσα σ' αφτήνε: χωράφια και παλάτια, καράβια και χρήμα, θεοί κ΄ εξουσία, σκέψη και θέληση -όλα ξένα! Λιγοστοί σας έχετε τόσο μέρος, όσο να τρυπώνετε ζωντανοί και να θάβεστε πεθαμένοι και τόση λεφτεριά, όσο να κάνετε τη φυσική σας ανάγκη στη ρεματιά, όταν δε σας βλέπει χωροφύλακας... Και όταν βυθίζετε το μάτι σας πέρα στο γαλάζιο πέλαγος, οπού πάνε κ΄ έρχονται καΐκια και φρεγάδες κουβαλώντας από το στόμα του Νείλου κι απ΄ τον Κιμμέριο Βόσπορο κι απ΄ τις Ηράκλειες στήλες σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι και γυναίκες, περηφανέβεστε, πως είναι δικά σας, γιατί ΄ναι «εθνικά!» Και κανένας δε συλλογάται, πως όλα τ' αγαθά μαζέβονται σε λίγα χέρια. Ατζέμηδες, Μοραίτες, Θηβαίοι και Κορθιανοί σας σκοτώνουνε μια φορά οι ξένοι με τα χέρια τ΄ αδερφικά σας σφίγγουνε το καρύδι του λαρυγγιού σ΄ όλη σας τη ζωή και σας δολοφονούνε κάθε μέρα. Όχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα, μα κι όλος ο εαφτός σας κ΄ η ψυχή σας είναι δικά τους». 

Ύστερα θα πήγαινα στα νταμάρια της Πεντέλης, στις μίνες του Δασκαλειού και του Λάβριου, στους ταρσανάδες του Περαία, στις φάμπρικες, που φκιάνουνε σκουτάρια και λουρίκια του πολέμου -στους δούλους! Θα κατέβαινα στ΄ αμπάρια των καραβιών, όπου χιλιάδες σκεβρωμένοι κουπηλάτες (άσπρα μαλλιά, μέτωπα καμένα με το πυρωμένο σίδερο) βροντάνε ρυθμικά τους χαλκάδες τους και ξεφωνίζουν από τα χτυπήματα του βούρδουλα, σαν τύχει και λιγοθυμίσουν από την κούραση, θα πήγαινα στα μεγάλα τσιφλίκια, σαν του Αλκιβιάδη στον Κουβαρά, όπου ζεμένοι με τα καματερά οργώνουνε τα κατσάβραχα και τα πουρνάρια, θα πήγαινα στην Ακρόπολη, στη Ραμνούντα, στα Κούντουρα, στις Κάβο Κολόνες, όπου σηκώνουνε με τα χέρια τους στον αψηλό ουρανό τους μαρμαρένιους κολοσσούς του πνέματός σας, τους Παρθενώνες. Και θαν τους έλεγα: 

«Θρακιώτες, Ασιάτες, Αφρικανοί και Σκύθες και Ρωμιοί! Οικέτες, θεράποντες, επιστάτες, παιδαγωγοί, τσογλάνια. Μαντινούτες του γυναικωνίτη κι άγιες πόρνες των θεών και των ανθρώπων. Σκλάβοι δημόσιοι και σκλάβ΄ ιδιωτικοί. Η ξετσίπωτη φιλοσοφία δασκαλέβει, πως είσαστε γεννημένο σκλάβοι. Μα μήτε οι θεοί μήτε κ' η φύση διατάξανε το σπέρμα του πατέρα σας να σας γεννήσει τέτιους. Η τύχη σάς έκανε κι η συνήθεια σάς αποτέλειωσε. Είσαστε σκλάβοι εσείς, για να μαστ' εμείς οι λέφτεροι. Σηκώστε το κεφάλι και κοιτάχτε τον ανοιξιάτικο ουρανό. Έχετε ξεχάσει το βάθος και το χρώμα του. Στην πατρίδα σας όμοια γελάνε τ΄ ακρογιάλια κι αστροβολάνε κάμποι και γήλιος. Κάποτες είσαστε και σεις λέφτεροι κι άδικοι, για να γίνετ΄ εδώ σκλάβοι κι αδικημένοι -σεις, οι προγονοί σας, αδιάφορο! Είσαστε το μεγάλο ψυχομέτρι. Νιώστε τη δύναμη σας κ΄ ενωθείτε με τους αδικημένους λέφτερους. Να σηκώσετε μοναχά τα σφυριά, τα δρεπάνια, τα πελέκια, τα κρικέλια σας και θα γίνει κουρνιαχτός ολάκερ΄ η δημοκρατία των «αρίστων». Να τους πάρετε τ΄ αγαθά και να τους βάνετε να δουλέβουνε, για να τρώνε». 
-«Και να καθόμαστ΄ εμείς», θ΄ απαντούσανε μερικοί μαθημένοι να σέρνονται σα ραγιάδες στην κοιλιά μπροστά στους δυνατούς και να ξεκοιλιάζουνε τους αδύνατους. 
-«Όχι», θα φώναζα εγώ. «Θα δουλέβουνε κ΄ αφτοί και σεις. Κοινή δουλειά, κοινά τ΄ αγαθά κι η λεφτεριά...» 
 -«Αμ τότες ας λείπει τέτια λεφτεριά. Δε μας κάνει...» 
 -«Μην πειράζεστε! Σαν έρτει κείν' η ώρα, θα μπείτε σε δρόμο να γίνετε άνθρωποι» να λυτρώσετε, θέλοντας και μη, το σώμα σας, την ψυχή σας και το πνέμα σας». 
-«Ποιοι, μωρέ, θα μας βάλουνε σε δρόμο;» πάλε θα ξεφωνούσανε. 
-«Οι Σκύθες!». 

Μια βροντερή φωνή πετάχτηκε ξαφνικά, σα ρουκέτα: «Τέλειωσε το νερό!» Είταν ο κλητήρας. Οι δικαστάδες τινάχτηκαν άπανον μ΄ ορμή ξεφωνίζοντας και βλαστημώντας και τρέξαν όλοι πατείς με πατώ σε κατά την πόρτα. Δεν είτανε πυρκαϊά. Δεν είτανε σεισμός. Τρέχανε, στριμωγνόντανε, χτυπιόντουσαν αναμεταξύ τους ποιος θα πάει πρώτος στο ταμείο να πάρει το μιστό του! Ακόμα κ΄ οι κλητήρες ορμήσανε κατά την πόρτα για την ίδια δουλειά κι αφήσανε το Σωκράτη μοναχό του πάνου στο βήμα να πικρογελά. Και κείνος, με την παντοτινή του γαλήνη στην ψυχή και στο πρόσωπο, κατεβαίνοντας από το βήμα παρακάλεσε τον Πλάτωνα, που στεκότανε σαστισμένος εκεί κοντά, να τον οδηγήσει στη φυλακή: «Δεν ξέρω, καημένε, μήτε που βρίσκεται μήτε κι από ποιο δρόμο πάνε!»

Πηγή: Κώστας Βάρναλης, η Αληθινή Απολογία του Σωκράτη, 4η Έκδοση, Κέδρος, Αθήνα, 1974, σελ. 95-99.