Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

20/11/12

Για το μεγαλύτερο ορνιθοτροφείο...


Afternoon Chickens, Delilah Smith 

Ο καπνός μες στα μάτια
η λάμπα στον καθρέφτη
η αφή υγρασίας στα δάχτυλα
απ΄ τ΄ αδιάβροχο του μεταμφιεσμένου
όταν τη νύχτα σφύριζε ο άνεμος
στη θολωτή σήραγγα
όπου οι τυφλοί πουλούσαν
λαχεία σουγιάδες κομπολόγια
και μέσα σε μεγάλα χαρτονένια κιβώτια
μετέφεραν τους σκοτωμένους απεργούς
ώσπου να βγούμε απ΄ τ΄ άλλο μέρος
με τα μαλλιά μας όλο πούπουλα
από την ανεξήγητη εκείνη ανατίναξη
του μεγαλύτερου ορνιθοτροφείου.

Αθήνα 26.IV.76

Γιάννης Ρίτσος, Το Ρόπτρο: 32 ποιήματα από την ανέκδοτη ομώνυμη συλλογή, εκδ. Εγνατία: Τραμ/Λογοτεχνία, Θεσσαλονίκη, 1977.

11/11/12

Οι γερόντισσες και η θάλασσα


Στη μνήμη του Γιάννη Ρίτσου που «έφυγε» πριν 22 χρόνια, αφήνοντας την ποίησή του παρακαταθήκη για το μέλλον. Τα λόγια της Γκρίζαινας, ένα κομμάτι απ΄ αυτήν.

Το Χορικό με τίτλο «Οι Γερόντισσες και η θάλασσα» γράφηκε από τον Γιάννη Ρίτσο το Σεπτέμβριο του 1958, στη Σάμο. Αφιερωμένο στην ιερή μνήμη της μητέρα του, Ελευθερίας Ελευθερίου Ρίτσου, μας μεταφέρει στη ζωή των φτωχών γυναικών της εποχής και πριν από αυτήν. Επτά γερόντισσες χωρίς ονόματα (η Πρώτη, η Δεύτερη, κ.ο.κ) αναπολούν τη ζωή τους κοιτάζοντας το  ελληνικό φθινοπωρινό λιόγερμα, καθισμένες σ΄ ένα παλιό νησιώτικο λιμάνι.

Στο τέλος, χαιρετώντας τα παιδιά που φεύγουν για τη θάλασσα κάνει την εμφάνισή της, η όγδοη γυναίκα, η Γκρίζαινα η καπετάνισσα, και το έργο κλείνει με τον ακόλουθο διάλογο.

ΓΚΡΙΖΑ1ΝΑ : Ώρα καλή σας, γερόντισσες -τι τα πολεμάτε στο ξάγναντο;
τ΄ άστρα μετράτε και τα καράβια που διαβαίνουνε;
με το φεγγάρι στήσατε ψιλή κουβέντα, αλαφροΐσκιωτες ;

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ: Ούδ΄ άστρα, ουδέ καράβια -εκείνα βούλιαξαν,
ουδέ με το φεγγάρι -εκείνο θάμπωσε,
μόνε τον κόσμο χαιρετάμε κι  αποχαιρετάμε, καπετάνισσα.

ΓΚΡΙΖΑΙΝΑ : -Όι, δα, δεν ήρθε ακόμα η ώρα μας -πολλά να κάνουμε έχουμε,
χίλια τέκνα γεννήσαμε, τα δώκαμε,
χίλια καράβια, τ΄ αρμενίσαμε,
χίλιες θάλασσες στη στεριά κουβαλήσαμε,
χίλιες εκκλησιές χτίσαμε,
χίλιες χιλιάδες καμπάνες κρεμάσαμε,
χίλιες χιλιάδες καρβέλια μοιράσαμε,
το λάδι της φάλαινας μισοτιμής το δώκαμε,
το δάκρυο ακέριο το κρατήσαμε,
και την ξυλοπελεκητή του καραβιού γοργόνα μόνες μας την πελεκήσαμε,
και το καράβι, ως γέρασε, τούτη σαν το σταυρό την κουβαλήσαμε,
μες στο περβόλι, ανάμεσα στα δέντρα, την εβάλαμε,
κ΄ είναι καράβια και τα δέντρα και μας αρμενίζουνε,
κ΄ είναι η γοργόνα κόνισμα, σκίζει τον άνεμο,
την προσευκή μας λέμε της, κι αυτή ακουρμάζεται,

καταμεσίς στη στράτα σαστισμένες δε στεκούμαστε,
σε κανένανε μπόδιο δε μπαίνουμε
πάρεξ σε κείνον που το δρόμο φράζει μας,

καλό ταξίδι τα γεράματα μας κάναμε,
ακόμα γάλα στα βυζιά μας έχουμε,
φλουριά στους κόμπους της μαυρομαντήλας μας κλείνουμε,
πολλά ΄χουμε να πούμε και πολλά να ορμηνέψουμε
οι γριές, ελόγου μας, οι καπετάνισσες,
κι απαιτούμε το σέβας των νέων καπετάνιων -

και με τα δυο χρυσά μας δόντια που μας απομείνανε
έχουμε ακόμα να μασήσουμε και να μιλήσουμε ώσπου κι αυτά να λειώσουν μες στο στόμα μας.

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ: Έχουμε ακόμα να μιλήσουμε και να μασήσουμε
και να δαγκώσουμε το στερνό βόλι που κρατήσαμε για την καρδιά του χάροντα. Γεια σας, παιδιά μας. Καλοτάξιδοι.

Κείμενο και Εικόνα από το: Γιάννης Ρίτσος, Οι γερόντισσες και η θάλασσα, Κέδρος, Αθήνα, 1974.