Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

25/3/13

Οι κουρσάροι


Ο Φρίντριχ Ένγκελς (1820-1895) εκτός από τη θεμελιώδη συμμετοχή του στην ανάπτυξη του διαλεκτικού υλισμού και της επιστημονικής θεωρίας του προλεταριάτου, ασχολήθηκε με την ποίηση και τη πεζογραφία. Μάλιστα, η πεζογραφία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των ιδεών του, κυρίως στα νεανικά χρόνια. Η αρθρογραφία του σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, διηγήματα και ποιήματα προσανατολισμένα σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, ενώ είχε καταφερθεί κατά της «λαϊκής λογοτεχνίας» εκτιμώντας ότι μέσω της εξιδανίκευσης και των ψευτο-παραμυθιών εκφράζονται, συγκαλυμμένα, τα συμφέροντα των αντιδραστικών τάξεων.

Σταθερά προσανατολισμένος στο ριζοσπαστισμό, προσέγγιζε ομοίως και την ποίηση θεωρώντας ότι μέσω αυτής πρέπει να εκφράζεται «ο αγώνας για την ελευθερία, ενάντια στην τυραννία, στο φιλισταϊσμό και τη θρησκευτική μισαλλοδοξία». Επίσης, έχοντας διαχωρίσει τη θέση του από κάθε εθνικιστική τάση και εθνική προκατάληψη δεν παρέλειπε να επισημαίνει ότι κάθε έθνος συμβάλλοντας στον παγκόσμιο πολιτισμό, αξίζει σεβασμού.

Δεν ήταν λίγες φορές που ο Φρ. Ένγκελς δέχθηκε επιθέσεις για την προώθηση επαναστατικών λογοτεχνικών κειμένων ή και για την απόρριψη από πλευράς του, έργων που προωθούσαν την αστική ιδεολογία. Ακόμα και στις Επιστολές του, είναι  έντονο το ενδιαφέρον του για την ποίηση και τη πεζογραφία, αν και πολύ νωρίς είχε αντιληφθεί ότι η κλίση του προς την ποίηση είναι περιορισμένη.  

Ένα από τα λογοτεχνικά έργα του, το οποίο έγραψε το 1837 με τίτλο «A Tale Pirate», είναι εμπνευσμένο από τον Αγώνα των Ελλήνων «Κουρσάρων» κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.  Στην Ελλάδα μεταφράστηκε το 1936 και δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στον «Ριζοσπάστη» από  20 έως 26 Μαρτίου 1936. Από τα φύλλα αυτά δεν βρέθηκε στο ψηφιακό αρχείο της Εθνικής Βιβλιοθήκης, μόνο εκείνο της 23ης Μαρτίου.

Η παρούσα απόδοση του έργου Ένγκελς έγινε από την αγγλική γλώσσα με την υποστήριξη της πρώτης –και εξαιρετικής- μετάφρασης του 1936, από την οποία διατηρήθηκε και ο τίτλος.  

 Νικηφόρος Λύτρας, Η Πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη.


Οι κουρσάροι

Ι
Ήταν ένα χειμωνιάτικο πρωί του 1820. Το καράβι ετοιμαζόταν να σαλπάρει από την Κούλουρη, τη Σαλαμίνα της αρχαιότητας, τόπος που εκτυλίχθηκε η Αθηναϊκή Ανδρεία. Ένα ελληνικό εμπορικό καράβι, με πολυάριθμο πλήρωμα που είχε φέρει στην Αθήνα μαστίχα, αραβική κόμμι και άλλα, μα κυρίως χατζάρια  Δαμασκού, ξύλο κέδρου και όμορφα ασιατικά υφάσματα.

Στο λιμάνι υπήρχε μεγάλη κινητικότητα. Ο καπετάνιος περιδιάβαινε ανάμεσα στους ναύτες επιβλέποντας να γίνει σωστά η δουλειά, όταν ένας ναύτης ψιθύρισε σ΄ έναν άλλον στα ιταλικά:   

«Φίλιππο, βλέπεις  το παλικάρι που στέκεται εκεί πέρα; Είναι ο καινούριος επιβάτης που ο καπετάνιος  προσκάλεσε χθες βράδυ∙  θέλει να τον πάρει μαζί μας, κι αν αρνηθεί θα τον φουντάρει στη θάλασσα, γιατί ο μικρός δεν πρέπει να φτάσει στην Πόλη που θέλει να πάει.»

«Μα», είπε ο Φίλιππο, «τι σόι άνθρωπος είναι αυτός;».

«Δεν ξέρω. Ο καπετάνιος, όμως, είμαι σίγουρος ότι θα ξέρει».

Την ίδια στιγμή, από το καράβι ρίχτηκε μια κανονιά κι όλοι έτρεξαν στις βάρκες. Ο καπετάνιος πήρε θέση στη βάρκα φωνάζοντας: «Άντε, παλικάρι, τι σκέφτεσαι; Μπρος, έλα γιατί σαλπάρουμε!».

Ο νεαρός, στον οποίο απεύθυνε τα λόγια αυτά, και μέχρι τότε στεκόταν αμίλητος σε μια κολώνα, γύρισε φωνάζοντας: «Ναι, έρχομαι!» κι έτρεξε προς τη βάρκα. Έκατσε, και απομακρύνθηκαν γρήγορα από την ακτή. Το ίδιο γρήγορα πλεύρισαν το καράβι. Με τη δεύτερη κανονιά το πλήρωμα συγκεντρώθηκε στο κατάστρωμα και σήκωσαν άγκυρα με τα πανιά ανοιχτά. Το μπρίκι γλίστρησε πάνω στη γαλάζια θάλασσα, σαν ένας τεράστιος κύκνος.

Ο καπετάνιος, που επέβλεπε μέχρι τότε τους ναύτες, πλησίασε τον όμορφο νεαρό, ο οποίος ακουμπισμένος στην κουπαστή κοίταζε θλιμμένα να χάνονται στο βάθος οι κορφές του Υμηττού.

«Νεαρέ», του είπε, «έλα στην καμπίνα μου, θέλω να κάτι να σου πω»
«Ευχαρίστως», απάντησε ο νεαρός κι ακολούθησε τον καπετάνιο.

Όταν κατέβηκαν κάτω, ο καπετάνιος του είπε να καθίσει και ρίχνοντας χιώτικο κρασί σε δυο κούπες, είπε:

«Άκουσέ με, έχω μια πρόταση για ΄σένα. Αλλά για πες μου, πρώτα, πώς σε λένε; Από πού είσαι;»

«Το όνομά μου είναι Λέων Πάππος κι είμαι από την Αθήνα. Εσείς;»

«Λέγομαι καπετάν Λεωνίδας Σπετσιώτης, από τις Σπέτσες. Τώρα άκουσε! Εσύ  σίγουρα μας θεωρείς τίμιους εμπόρους; Όχι, δεν είμαστε τέτοιοι! Κοίταξε τα κανόνια μας, τα φανερά και τα κρυμμένα, τα πυρομαχικά μας, το οπλοστάσιό μας και τότε θα καταλάβεις πως το εμπόριο είναι απλώς ένα πρόσχημα. Θα καταλάβεις ότι είμαστε διαφορετικοί, καλύτεροι άνθρωποι, γνήσιοι Έλληνες, οι άνθρωποι που εξακολουθούν να λαχταρούν τη λευτεριά. Εν ολίγοις, Κουρσάροι, όπως μας λένε οι άπιστοι που τιμωρούμε. Και τώρα για ΄σένα∙ για ΄σένα που  μου αρέσεις και μου θυμίζεις πολύ τον αγαπημένο μου γιο που οι άπιστοι μού τον σκότωσαν πέρυσι, μπροστά στα μάτια μου. Θέλω να σου προτείνω λοιπόν, να ενωθείς μαζί μας και να βοηθήσεις στον αγώνα για τη λευτεριά των Ελλήνων, προξενώντας ζημιές στους άπιστους, για τους οποίους ταιριάζουν, βέβαια, οι στίχοι του Ομήρου:

«Έσσεται ήμαρ ότ΄ αν ολώλη  Ίλιος ίρη και Πρίαμος, και λαός ευμέλω Πριάμοιο» [α]

Αν όμως δεν θέλεις να το κάνεις αυτό δεν σου εγγυώμαι για τις συνέπειες. Όταν το πλήρωμά μου μάθει τι σου ομολόγησα, σίγουρα θα ζητήσει το θάνατό σου. Κι εγώ, όσο και να το θέλω, δεν θα μπορέσω να σε βοηθήσω»

«Τι είναι αυτά που λες; Κουρσάροι; Και μου προτείνετε να ενωθώ μαζί σας; Αμέσως! Για να πάρω πίσω το αίμα του πατέρα μου! Ω χαρά! Είναι χαρά μου να ενωθώ με εσάς, να πολεμήσω με λύσσα ενάντια στους μουσουλμάνους, να τους σφάξω σαν ζώα!»

«Συμφωνήσαμε λοιπόν! Έτσι μ΄ αρέσεις, Λέων! Ας πιούμε ένα μπουκάλι χιώτικο κρασί για την καινούρια φιλία!», και ο γέρο-μπεκρής ξαναγέμισε τις κούπες με κρασί: «Πιες λοιπόν, Λέων, να την αδειάσουμε!», έλεγε συνέχεια παρακινώντας τον ντροπαλό σύντροφό του.

Ύστερα, πήρε τον καινούριο του σύντροφο, τον σεργιάνισε στο καράβι και του έδειξε τ΄ άρματα. Πρώτα μπήκαν στην οπλαποθήκη. Εκεί βρίσκονταν κρεμασμένα κάθε είδους υπέροχα κουστούμια, στενές ναυτικές μπλούζες, φαρδιά καφτάνια, ψηλά καπέλα, χαμηλά ελληνικά φέσια, πλατιά σαρίκια, στενά φράγκικα πανταλόνια και φαρδιά τούρκικα κοντοβράκια, πλουμιστά περσικά γιλέκα, σακάκια ουσάρων της Ουγγαρίας, ρώσικες γούνες,  όλα  τακτοποιημένα μέσα σε μεγάλες ντουλάπες. Οι επιφάνειες ήταν σκεπασμένες από όπλα όλων των εθνών:  κάθε είδους πυροβόλα,  από μικρά πιστόλια τσέπης μέχρι βαριά τρίκροτα μουσκέτα, σπαθιά όλων των ειδών,  χατζάρες Δαμασκού, ισπανικά ξίφη, πλατιές γερμανικές σπάθες, κοντά ιταλικά στιλέτα, γιαταγάνια, ήταν προσεκτικά κρεμασμένα παντού. Στις γωνιές ήταν βαλμένα ντουλάπια για τα κοντάρια, έτσι ώστε να χρησιμοποιείται κάθε σημείο του χώρου.

Στη συνέχεια πήγαν στην πυριτιδαποθήκη. Εκεί βρίσκονταν οκτώ μεγάλα βαρέλια που το καθένα είχε κοντά πενήντα κιλά μπαρούτι και τέσσερα μικρότερα με πέντε, σχεδόν, κιλά το καθένα. [1] Μέσα σε τρία βαρέλια υπήρχαν μπόμπες και δύο μεγαλύτερα με οβίδες. Τα ντουλάπια, στα πλαϊνά, ήταν γεμάτα από κανάτια και τσουκάλια με σκόνη, που εκτός από μπαρούτι είχε μέσα κομμάτια από μολύβι, πέτρες και κομμάτια σίδερου. Στο άλλο διαμέρισμα που επισκέφθηκαν, ο Λεωνίδας του έδειξε μερικά τσουβάλια με μπάλες κανονιών. Ύστερα ανέβηκαν ξανά στα κανόνια. Κι από τις δυο μεριές του καραβιού υπήρχαν δώδεκα κανόνια μεγάλου διαμετρήματος. Στην πρύμνη  βρίσκονταν άλλα δυο κανόνια των 48 βολών. Ανάμεσα σ΄ αυτά, και σ΄ όλες τις μεριές, ήταν τοποθετημένα περιστροφικά κανόνια μεγάλου διαμετρήματος, όλα μαζί ίσαμε τριάντα. Όταν γύρισαν στην καμπίνα, ο Λεωνίδας έδειξε στον Λέοντα τρία ακόμα κιβώτια γεμάτα με τουφέκια και σφαίρες και δυο κασόνια με σκάγια.

«Τι λες; Το καράβι μας είναι σε καλή κατάσταση;»  τον ρώτησε.

«Τέλεια!», αποκρίθηκε ο Λέων, «Δεν μπορούσε να είναι καλύτερη. Τώρα όμως  επιστρέψτε μου να κοιτάξω λίγο ακόμα από το κατάστρωμα.»

Ανέβηκε πάνω. Μα πολύ σύντομα ξανακούμπησε στην κουπαστή. Περνούσαν πια τις Κάβο- Κολώνες, το αρχαίο Σούνιο, και ο Λέων κοίταζε θλιμμένα τις ψηλές κορφές του Υμηττού που χάνονταν στο βάθος, όταν τον διέκοψε ο Λεωνίδας:

«Γιατί παιδί μου είσαι τόσο λυπημένος; Έλα πάμε στην πρύμνη να μου πεις για τη ζωή σου.»
Και ο Λέων τον ακολούθησε, λέγοντας την ακόλουθη ιστορία: 

ΙΙ
Σε λίγο θα γίνω δεκάξι χρονών. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος, ο Γρηγόριος Πάππου. Η μητέρα μου ονομαζόταν Άρτεμις. Εγώ λέγομαι Λέων, η δίδυμη αδερφή μου ονομάζεται Ζωή κι ο μικρότερος αδελφός μου, Αλέξης. Πριν τρεις μήνες, πάνω κάτω, ο Πασάς της Αθήνας [2] λιμπίστηκε μια νεαρή σκλάβα που ο πατέρας μου την είχε μεγαλώσει μαζί μας. Αμέσως λοιπόν,  ζήτησε να του τη δώσουμε κι όταν ο πατέρας μου αρνήθηκε, αυτός ορκίστηκε να τον εκδικηθεί και κράτησε τον όρκο, για να μας καταστρέψει.

Ένα βράδυ, εκεί που καθόμασταν ήσυχα στο σπίτι μας τραγουδώντας μαζί με τη Σελίμ, τη σκλάβα, που έπαιζε λύρα, τη Ζωή και τον Αλέξη, ξαφνικά μπήκαν μέσα οι Αρναούτες [3] του Πασά και αρπάζοντας τον αγαπημένο μας πατέρα και τη Σελίμ έφυγαν.

Εμάς, αφού μας ποδοπάτησαν, μας άφησαν σε άθλια κατάσταση. Φύγαμε από το σπίτι μας και κάποια στιγμή  φτάσαμε στην πύλη του παλιού Μακεδονικού κάστρου [4]. Εκεί βρήκαμε καταφύγιο και οι σπλαχνικοί χωρικοί μας έδωσαν ψωμί και λίγο κρέας. Από ΄κει κινήσαμε για τον Πειραιά. Όμως αλίμονο! Η αδερφή μου είχε εξαντληθεί τόσο πολύ που έπεσε μισολιπόθυμη κάτω από μια ελιά. Όσο για ΄μένα, ήθελα να γυρίσω στην πόλη και να ζητήσω βοήθεια από τους συγγενείς μας.

Έτσι, ξεκίνησα αδιαφορώντας στα παρακάλια της μάνας μου κι όταν έφτασα κοντά στην Ακρόπολη κι ήμουν έτοιμος ν΄ ανέβω προς τα πάνω, βρήκα –φανταστείτε τη χαρά μου- τον πατέρα μου. Δεν μπορώ να σας περιγράψω με πόση λαχτάρα τον αγκάλιασα, όταν σκέφτηκα την ευτυχία και τη χαρά της μάνας μου.

Δυστυχώς, πολύ γρήγορα ήρθε  η απογοήτευση. Μόλις είχαμε κάνει μερικά βήματα, όταν είδαμε να έρχεται κατά πάνω μας ο διοικητής του στρατού του Πασά, των Αρναούτηδων. Αυτός αναγνώρισε τον πατέρα μου, έβγαλε το γιαταγάνι και ξεχύθηκε πάνω του. Ο πατέρας κρατώντας με το δεξί του χέρι ένα ροζιασμένο ξύλο που είχε βρει προηγούμενα, στάθηκε ακίνητος. Ο Τούρκος όμως, κατεβάζοντας το γιαταγάνι έκοψε το ξύλο στα δύο και με το χτύπημα ο πατέρας μου τραυματίστηκε στον ώμο. Ο Τούρκος ξαναχτύπησε το ίδιο δυνατά τον ανυπεράσπιστο, πια, πατέρα μου και χτυπώντας τον στο κεφάλι τον έριξε στη  γη. Εγώ σήκωσα το ξύλο από κάτω και το πέταξα στα μούτρα του Τούρκου. Μέσα στη μανία του, του έπεσε το γιαταγάνι αλλά τράβηξε ένα σφυρί από το ζωνάρι του και με χτύπησε τόσο δυνατά που έπεσα αναίσθητος

Όταν συνήλθα, ο  πατέρας μου ήταν ξαπλωμένος δίπλα μου και αφήνοντας την τελευταία του πνοή, μου είπε: «Λέων, γιε μου, φύγε, φύγε από ΄δω! Κινδυνεύεις! Είναι λεύτερη η μάνα σου;». Όταν του το επιβεβαίωσα, είπε: «Πηγαίνετε στην Κούλουρη κι από κει στο Ναύπλιο. Έχω φίλους εκεί!». «Πατέρα, πώς λέγεται ο δολοφόνος σου;»,  ρώτησα. «Λέων, το όνομά του είναι Μουσταφά Μπέη. Ο Θεός ας συγχωρέσει τη δόλια μου ψυχή.». Και μ΄ αυτά τα λόγια ο πατέρας μου ξεψύχησε. Αγκάλιασα το σώμα του, έκλαψα, φώναξα σε βοήθεια, όμως εκείνος κειτόταν πια νεκρός και κανένας δεν ήρθε να με βοηθήσει. Τελικά, σηκώθηκα στα πόδια μου και κλαίγοντας, φόρεσα το ζωνάρι του αγαπημένου μου πατέρα, έζωσα σ΄ αυτό το γιαταγάνι του δολοφόνου κι ορκίστηκα να μην αποχωριστώ ούτε το ζωνάρι, ούτε το γιαταγάνι, μέχρι που το αίμα του πατέρα μου να ξεπλυθεί με τούρκικο αίμα.  

Ύστερα απ΄ αυτό τράβηξα έξω από την πόλη,  αλλά –δυστυχώς, οι αγαπημένοι μου δεν ήταν πια εκεί! Ένα ματωμένο μαχαίρι, το ματωμένο μαντίλι της μάνας μου και το φέσι του Αλέξη που κείτονταν εκεί, μαρτυρούσαν πως κι εδώ είχε γίνει το κακό. Αυτό το φέσι φοράω τώρα. Αυτό είναι το μαχαίρι (κι έδειξε ένα όμορφο τούρκικο μαχαίρι, που είχε περασμένο στο ζωνάρι). Το μαντίλι το φοράω από τότε  κάτω από το χιτώνα μου, στο στήθος, δίπλα στην καρδιά μου.

Μόνο τότε θυμήθηκα τη λαβωματιά μου. Άρχισα να πονάω. Ανασήκωσα το φέσι και το αίμα ξανακύλισε στο πρόσωπό μου. Ξάπλωσα κάτω από ένα δέντρο κι έδεσα μ΄ ένα μαντίλι το κεφάλι μου.

Αποκοιμήθηκα και είδα στον ύπνο μου τον πατέρα μου, έτσι όπως μου άρεσε, ζωντανό και λεβέντη, με τη μάνα μου, τη Ζωή, και τον Αλέξη στο πλάι του, να έρχεται προς το μέρος μου και να με σηκώνει, αλλά στη συνέχεια ήρθαν οι Τούρκοι και ο δολοφόνος του πατέρα μου ορμούσε, ουρλιάζοντας. Τότε ξύπνησα κι είδα ότι βρισκόμουν  πάνω σ΄ έναν αραμπά κι ένας γέρος που στεκόταν μπροστά μου με καθησύχαζε.  

Με πήγε στην περιοχή του Άγιου Νικόλα, όπου με  γιάτρεψε. Έμεινα μαζί του τέσσερις βδομάδες και ύστερα μου έδωσε λεφτά και με τη βάρκα του με πήγε στην Κούλουρη. Εκεί πια χωριστήκαμε και για ενθύμιο κόψαμε ένα γρόσι στη μέση παίρνοντας από μισό. Στην Κούλουρη έκατσα μερικές μέρες, γιατί δε τα κατάφερνα να φύγω. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε.

ΙΙΙ
Αυτή, περίπου, ήταν η ιστορία του νεαρού Πάππου. Αμέσως, ο Λεωνίδας τον πήρε από το χέρι, πήγανε στην οπλαποθήκη, και τον πρόσταξε να διαλέξει τη στολή του. Από τα κουστούμια πήρε ελαφριά ελληνική βράκα κι ένα γαλάζιο πανωφόρι. Για όπλα διάλεξε ένα κοντό δίκαννο, ένα ζευγάρι δίκαννες πιστόλες κι ένα σφυρί. «Πάρε, λοιπόν, ένα σπαθί κι αν δεν θέλεις, διάλεξε θηκάρι», του είπε ο Λεωνίδας. «Όχι», είπε ο Λέων, «απ΄ αυτό το γιαταγάνι δεν θα χωριστώ! Και θα παραμείνει γυμνό ώσπου να βρω μονάχος μου θηκάρι».

Εν τω μεταξύ,  άρχισε να σκοτεινιάζει. Έφταναν πια, στην Τζια. Χωρίς να πλησιάσουν στη στεριά, κατέβασαν όλα τους τα πανιά κι αμόλησαν μια ρουκέτα, απ΄ το μεσαίο άλμπουρο. Σε λίγο  πλησίασε μια βάρκα, με έναν σταυρό στην πλώρη της. Στη βάρκα  βρίσκονταν έξη ένοπλοι άνδρες και δένοντάς την  στο καράβι  ανέβηκαν στο κατάστρωμα. Ο Λεωνίδας τους παρουσίασε τον καινούριο σύντροφό τους κι όλοι τον υποδέχθηκαν εγκάρδια. Ύστερα, είπε ο Λεωνίδας:

 «Λοιπόν, Στέφανε, τι γίνεται εκεί έξω;»

Στέφανος: «Στο λιμάνι, είναι αραγμένο ένα τούρκικο εμπορικό καράβι. Εγώ ντύθηκα έμπορος κι ανέβηκα πάνω. Μα, ποιον νομίζεις πως είδα εκεί, Λεωνίδα; Φαντάσου ότι εκεί μέσα βρισκόταν ως σκλάβος ο παλιός μας σύντροφος, ο Δούκας. Φυσικά τον πήρα από ΄κει  βάζοντάς τον μέσα σ΄ ένα κασόνι. Το καράβι έχει μόνο τρία κανόνια, αλλά το  πλήρωμα είναι μεγάλο και καλά οπλισμένοι. Θα ΄ναι ίσαμε τριάντα Τούρκοι στο πλοίο. Αλλά πήρα με το μέρος μας δυο Έλληνες επιβάτες που ταξιδεύουν προς την Αθήνα. Αυτοί θα καταλάβουν την μπαρουταποθήκη» .

Λεωνίδας: «Ω! Έξοχα! Μείνετε εδώ και περιμένετε λίγο».

Έτρεξε κάτω στην καμπίνα, επέστρεψε με τρία μπουκάλια κρασί και αφού τα μοίρασε στους νιόφερτους, άρχισε να λέει:

«Τώρα, είμαστε -περιμένετε- έξι εσείς, είκοσι στο καράβι, ο Λέων, εγώ, που κάνει συνολικά 28, δυο Τούρκοι επιβάτες, που πάνε στο Σέριφο, από τους οποίους ο ένας Γενίτσαρος. Νότο!»

Ο άνθρωπος που λεγόταν έτσι, ήρθε αμέσως.

«Πάρε μαζί σου τον Πρώτο και τον Ταρά και πηγαίνετε στην καμπίνα, να αφοπλίσετε τους Τούρκους και φέρτε τους πάνω».

Ο Νότος έφυγε.

«Μιχάλη!», φώναξε ο Λεωνίδας, «Εδώ!», απάντησε ο τελευταίος, κι έφτασε αμέσως.

«Γεμίστε αμέσως τα  κανόνια, ετοιμάστε τρεις οβίδες με βόλια για τα περιστρεφόμενα και στα υπόλοιπα κανόνια βάλτε μολύβια, γυαλιά, πέτρες και σίδερα! Φέρτε εξήντα οβίδες, δυο μπόμπες κι ένα κασόνι με βόλια. Αρματωθείτε όλοι!». Οι εντολές του πραγματοποιήθηκαν. «Και τώρα, γιε μου», είπε στρεφόμενος προς τον Λέοντα, «τώρα θα έχεις την ευκαιρία να δοκιμαστείς στην πρώτη σου μάχη,  μαζί μας. Να πολεμήσεις γενναία. Από τη στιγμή που το καράβι μπει στη μάχη να είσαι δίπλα μου. Μην τολμήσεις να σαλτάρεις στο τούρκικο καράβι πριν από μένα. Θα μπορούσε πολύ εύκολα να κοστίσει τη ζωή σου.»

«Ναι», είπε ο Στέφανος, «Το ξέρω καλά αυτό. Φαντάσου, Λέων, ότι πήδηξα πάνω στο πλοίο του εχθρού με δύο νέους συντρόφους, όπως εσύ. Ο εχθρός, όμως, έκοψε τους κάβους, απομονωθήκαμε και βρεθήκαμε στα χέρια τους. Παλέψαμε, αλλά όταν πέθαναν οι δύο σύντροφοί μου, εγώ δέχτηκα τέτοια πίεση από τους εχθρούς κι ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι. Το σημάδι φαίνεται ακόμα. Σίγουρα θα είχα σκοτωθεί κι εγώ αν, εν τω μεταξύ, οι δικοί μας δεν ξαναπλεύριζαν το καράβι.»

Στη συνέχεια, ήρθε ο Νότος με δύο Τούρκους, ο ένας εκ των οποίων είχε δεμένο το χέρι του.  Ο Νότος είπε στο Λεωνίδα:

«Εδώ, τους έχω τώρα. Πάλεψαν απεγνωσμένα. Αυτός ο Γενίτσαρος χτύπησε τον Πρώτο τόσο δυνατά που δύσκολα θα γίνει καλά. Γι΄ αυτό κι εγώ του έσπασα το χέρι, την ώρα που ο Ταράς είχε ξαπλώσει τον άλλον κάτω.  

«Ναι», είπε ο Γενίτσαρος, «ήταν ένα πονηρό χτύπημα, να μας επιτεθούν την ώρα που καθόμασταν ήσυχοι στην καμπίνα μας! Αλλά την πλήρωσαν ακριβά κι αυτό με παρηγορεί.»

«Ω», απάντησε ο Λεωνίδας, «Εγώ ποτέ δεν αμφέβαλα για την ανδρεία σας. Γι΄ αυτό δεν πρέπει να μείνετε χωρίς ανταμοιβή. Αν θέλετε, θα σας αποβιβάσω  αύριο το πρωί στα Θερμιά. Αλλά ο καθένας από σας θα μου δώσει λύτρα πενήντα γρόσια».  Οι Τούρκοι συμφώνησαν ευχαρίστως και επέστρεψαν στην καμπίνα, υπό την επιτήρηση του Νότου, ενώ ο Λεωνίδας πήγε να δει τον Νότο που βρισκόταν ξαπλωμένος  σε μια αιώρα. Εξετάζοντας το τραύμα είδε ότι ήταν μια λαβωματιά από χαντζάρι στο κρανίο, το οποίο είχε καταστραφεί κατά ένα μέρος. Ήταν μια θανάσιμη πληγή, όμως υπήρχε ακόμα ελπίδα. Έβαλε ένα έμπλαστρο και αποσύρθηκε μαζί με τον Λέοντα για ύπνο. Για τον τελευταίο, έχει βάλει ένα κρεβάτι δίπλα στο δικό του. 

Στη μέση της νύχτας ξύπνησαν. Μπροστά τους στεκόταν ο Στέφανος.

«Βιαστείτε, στα βόρια φαίνονται  πανιά. Μπορείτε να τα δείτε χωρίς φανάρι.»

Μέσα σ΄ ένα λεπτό αρματώθηκαν και οι δυο. Ο Λεωνίδας άνοιξε ένα ντουλάπι κι έδωσε στον Λέοντα ένα σακί βόλια κι ένα μεγάλο κέρατο γεμάτο μπαρούτι. Εφοδιάστηκε και ο ίδιος με πυρομαχικά και τράβηξαν για το κατάστρωμα.  

«Μιχάλη!» φώναξε ο καπετάνιος, «πού είναι τα περιστρεφόμενα κανόνια;»

Όταν τα υπέδειξε, έκατσε ο ίδιος στο πρώτο κι έβαλε τον Λέοντα στο δεύτερο και τον Στέφανο στο τρίτο.

Το πλήρωμα συγκεντρώθηκε στο κατάστρωμα. Ο Λεωνίδας πρόσταξε να μαζευτούν και τους μέτρησε. Μαζί με τον ίδιο ήταν είκοσι έξι. Διέταξε το Νότο να φύγει κι αυτός έθεσε τον εαυτό του σε ένα από τα σαρανταοκτάρια κανόνια και ο Μιχάλης σε ένα άλλο. Τα περιστρεφόμενα όπλα ήταν τα πιο δύσκολα απ΄ όλα.

Όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα στον ορίζοντα. Είχαν πλησιάσει πολύ με το καράβι. Στη συνέχεια, χάθηκε. Μάλλον κατευθυνόταν αλλού. Επανεμφανίσθηκε αρκετές φορές αλλά τελικά το έχασαν.

Ξημέρωσε. Η θάλασσα ήταν καλυμμένη με ομίχλη η οποία σταδιακά αραίωνε. Λίγο αργότερα, ο Στέφανος, που ήταν ακόμη στο κατάρτι, φώναξε: «Βλέπω το καράβι! Είναι,  ίδιο όπως αυτό που είδα στο λιμάνι της Τζια.»

Ο Λεωνίδας το είδε επίσης, με το κιάλι του. Ο Στέφανος κατέβηκε. Αμέσως άνοιξαν όλα τα πανιά και σύντομα ήταν ορατό πλέον σε όλους. Ανέβασαν την τουρκική σημαία και άρχισαν να πλησιάζουν. Μετά από τρεις ώρες, περίπου, όταν ήταν τόσο κοντά ώστε  απείχαν ελάχιστα από το πεδίο βολής.  Στη συνέχεια, ο Λεωνίδας διέταξε να κατεβάσουν την τουρκική σημαία και η μαυροκόκκινη σημαία[5] με τον λευκό σταυρό κυμάτισε μεσίστια. Όμως, το τουρκικό πλοίο είχε ήδη αλλάξει ρότα προς τα  βορειοδυτικά με όλα του τα πανιά, για να φτάσει στη Μακρόνησο. Χωρίς να χάσει χρόνο ο Λεωνίδας ρίχνει μια κανονιά στα ξάρτια του εχθρού. Οι Τούρκοι απάντησαν αμέσως, αλλά στη συνέχεια αποσύρθηκαν. Στη συνέχεια, ο Λεωνίδας φωνάζει: «Εδώ, Μιχάλη με δεκαπέντε άντρες σου, ξεκίνα. Πρέπει να το πάρουμε! Νότο! Ρίξετε φλεγόμενα τόξα στον εχθρό! Ταρά, εσύ με πέντε άντρες να μείνετε εδώ.»

Το πλοίο ανέπτυξε ταχύτητα. Πλησίαζαν όλο και περισσότερο το θήραμά τους. Εν τω μεταξύ, ο Λεωνίδας διέταξε:

«Ταρά, μόλις γυρίσει ο Μιχάλης, πηγαίνετε στα δεξιά κανόνια. Στέφανε, είσαι υπεύθυνος για τα  κανόνια της πρύμνης. Λέων, μένεις κοντά μου!» 

Στη συνέχεια, ο Νότος εξαπέλυσε δώδεκα οβίδες, άλλα πέντε κανόνια βρυχήθηκαν και ένα από τα πανιά  του εχθρού έπεσε και κρέμασε από τα σχοινιά! Κραυγές πανηγυρισμού ακούστηκαν! Το κανόνι ξερνάει φωτιά για μια ακόμη φορά και το κατάρτι του εχθρικού πλοίου γκρεμίζεται! Οι Τούρκοι δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν. Το πλοίο ήρθε πιο κοντά, και γρήγορα ο Λεωνίδας και ο Λέων έσπειραν τη φωτιά με τα περιστρεφόμενα όπλα τους. Αρκετοί άντρες σκοτώθηκαν, τα πυρά κόπασαν αλλά λίγο.  Ο Μιχάλης γύρισε. Τώρα ήταν αρκετά κοντά οι Τούρκοι, και οι κανονιοβολισμοί έπεφταν από παντού. Αλλά οι Τούρκοι αντιστέκονταν επίσης γενναία. Τότε, ο Λεωνίδας έδωσε εντολή να πέσουν με όλες τις δυνάμεις κατά του εχθρού. Τα περιστρεφόμενα κανόνια χτύπησαν και όταν το κατάστρωμα του εχθρικού πλοίου φάνηκε να καθαρίζει οι Έλληνες εφόρμησαν. Ο Μιχάλης έπεσε λαβωμένος ενώ  ο Λεωνίδας με το Λέοντα έριχναν τους γάντζους. Όλοι πυροβολούσαν τον εχθρό, όταν κάποια στιγμή ο Λέων βρέθηκε αντιμέτωπος με τον πρώτο εχθρό. Τραβώντας το πιστόλι του έριξε κάτω τον πρώτο και με το γιαταγάνι του να αστράφτει χτυπούσε τον έναν Τούρκο μετά τον άλλον. Άγρια η μάχη, μέχρι που αρκετοί Τούρκοι παραδόθηκαν στους γενναίους Έλληνες. Εκείνη τη στιγμή πετάγεται στον κατάστρωμα ένας γιγαντόσωμος Αρναούτης  και γυρνώντας το γιαταγάνι του, φώναξε:

«Τι συμβαίνει Μουσουλμάνοι; Σκοπεύετε να αφήσετε τον εαυτό σας να σφαγιασθεί από τους άπιστους; Αρπάξτε τα σπαθιά σας και σκοτώστε αυτά τα σκυλιά!»

Πήδηξε τότε μπροστά να διώξει μια και καλή τους Έλληνες. «Πού είναι ο αρχηγός σας;», φώναξε. «Εδώ», φώναξε και ο  Λεωνίδας προχωρώντας προς τα εμπρός. Πάλεψαν. Ο Λεωνίδας προστατευόταν από τα έξαλλα χτυπήματα του εχθρού. Με μια τυφλή, τρελή μανία ο τελευταίος κινήθηκε μπροστά και κατάφερε να χτυπήσει το αριστερό χέρι του αντιπάλου του. Ο Λεωνίδας έπιασε γερά τη σπάθα του κι έριξε κάτω το γιαταγάνι του εχθρού του, χτυπώντας τον, μέχρι που το αίμα ξεχείλισε από το στήθος του Τούρκου. Αλλά ένας άλλος Τούρκος έφτασε μέχρι τον Λεωνίδα και του έδωσε ένα τέτοιο χτύπημα στο πρόσωπο ώστε αυτός έπεσε κάτω. Ο Λέων είδε την πτώση, χτύπησε τον εχθρό μέχρι θανάτου και γυρνώντας είδε τους άλλους εχθρούς να παραδίδουν τα όπλα τους.  

Όμως, την ίδια στιγμή ο αρχηγός τους με δέκα άνδρες, μπήκαν στη βάρκα και τράβηξαν κατά τη Μακρόνησο.  

IV
Τώρα έκαναν τον απολογισμό στο πεδίο της μάχης. Δώδεκα Τούρκοι βρίσκονταν εκεί νεκροί. Οκτώ τραυματίστηκαν. Δέκα που είχαν παραδώσει τα όπλα τους, και δέκα είχαν δραπετεύσει.

Όμως, εκεί βρίσκονταν και τέσσερις Έλληνες νεκροί. Ο Μιχάλης κειτόταν κάτω μέσα στο αίμα. Ο Νότος  είχε πυροβοληθεί στο μηρό, ο καπετάνιος είχε πληγή από γιαταγάνι, και άλλοι τρεις τραυματίστηκαν ελαφρύτερα. Ο Λέων είχε χτυπήσει κεφάλι από σφαίρα που πέρασε ξυστά και είχε κόψει το χέρι του.

Ο Στέφανος πήγε προς το μέρος του. «Αγωνίστηκες, γενναία Λέων, αλλά πρέπει να έρθεις στο Λεωνίδα. Τι συμβαίνει, αιμορραγείς;»

«Δεν είναι τίποτα, μια σαχλαμάρα είναι. Εκείνο που με τρώει είναι που μας ξέφυγε αυτός ο καταραμένος ο Αρναούτης.  Ευχαρίστως να κάνω πολλά γι΄ αυτόν.»

Πήγε να δει τον Λεωνίδα. Ο καπετάνιος είπε: «Λέων, σου αναθέτω το καθήκοντα του Νότου μέχρι να γίνει καλά. Ο Στέφανος είναι καπετάνιος μέχρι που να μπορώ να αναλάβω εγώ. Πήγαινε στο Μιχάλη να δούμε πώς είναι.»

Εκείνος υπάκουσε. «Είναι πολύ αδύναμος! Έχει τραυματισθεί από πυροβολισμό στο στήθος και από μαχαιριά στο μηρό. Αλλά ο Ταράς ελπίζει ακόμα.»

Ο Στέφανος γύρισε: «Το πλοίο είναι φορτωμένο με βαμβάκι για Αθήνα και πυρομαχικά για το Ναύπλιο. Επίσης, μεταφέρει χουρμάδες, αιγυπτιακές καρύδες, σύκα και λογής λογής πραμάτεια προς πώληση.»

«Φέρτε πάνω  κάθε τι που έχει αξία από το πλοίο και βάλτε πλώρη για το Πόρτο Ράφτη», είπε ο Λεωνίδας. «Λέων, πήγαινε πάνω με το Στέφανο. Ανακρίνετε τους κρατούμενους και ελάτε να μου πείτε ό,τι σας πουν.» 

Πήγε. Η ουσία των δηλώσεων των κρατουμένων είχε ως εξής: το πλοίο ήταν  εμπορικό και ανήκε σε έναν έμπορο από τη Σμύρνη, που ονομαζόταν Μουράτ. Ο αδελφός του, Αλή, ήταν καπετάνιος και ήταν ο ίδιος άνθρωπος που τραυμάτισε τον Λέοντα.  Είχαν φτάσει στη Συκιά [6], όταν πήραν την είδηση πως υπήρχαν πειρατές στην περιοχή. Για το λόγο αυτό είχαν ναυτολογήσει ακόμα δέκα άνδρες το προηγούμενο βράδυ, ώστε να φθάσουν στην Αθήνα. Στη συνέχεια, είχαν δει το πλοίο και δέχτηκαν επίθεση. Στην ερώτηση, πού βρίσκονταν οι Έλληνες επιβάτες, είπε ότι ο ένας είχε πέσει στη θάλασσα και τον άλλο τον σκότωσε ο Αλή, όταν κοντοζύγωνε το πειρατικό καράβι.

Στη συνέχεια, αδειάσανε το πλοίο. Εκτός από τα προϊόντα που ήδη αναφέρθηκαν, βρέθηκαν πολλά όπλα και πυρομαχικά, τσόχα και ρούχα. Το καλύτερο απ΄ όλα ήταν τρεις σακούλες χρυσού, με 5.000 γρόσια η κάθε μια. Αυτές τις έφεραν στην καμπίνα του ελληνικού καραβιού.

Μεταξύ Σουνίου και αργολικής χερσονήσου υπάρχει ένα νησάκι [β],  βραχώδες και έρημο [7] Για ΄κει έβαλε πλώρη ο Λεωνίδας. Έφτασαν το επόμενο πρωί.  Αλλά, όπως ήθελαν να οχυρωθούν  εναντίον του Αλή και των Τούρκων, οι οποίοι σίγουρα θα είχαν βάλει το Πασά του Ευρίπου να στείλει πλοίο κατά του πειρατικού, ξεμπάρκαραν τους Τούρκους αιχμαλώτους, τους έδωσαν μερικά εφόδια, δυο σπαθιά και ένα όπλο με  πυρομαχικά, έτσι ώστε να μπορούν να συντηρηθούν από το κυνήγι λαγού και άλλων μικρών ζώων που αφθονούν στα νησιά αυτά.  

Ήταν έτοιμοι να σαλπάρουν, όταν διαπίστωσαν ότι έλειπε ο Λέων. Είχε πάει μακριά για κυνήγι, και άρχισαν να ψάχνουν να τον βρουν. Αναζητώντας τον, ακούστηκε ένας πυροβολισμός και σπεύδοντας προς τα κει βρήκαν τον Λέοντα βουτηγμένο στο αίμα. Δίπλα του κειτόταν σκοτωμένος ένας Τούρκος και παραδίπλα ένας άλλος με το ματωμένο γιαταγάνι  του Λέοντα στο χέρι.  Ο Στέφανος, που ήταν μπροστά, ξεχύθηκε κατά του Τούρκου. Μετά από μια σύντομη συμπλοκή έριξε στο χώμα το γιαταγάνι του, πέταξε κάτω και τον ίδιο και τον χτύπησε στο κεφάλι.  

Στη συνέχεια, έφθασαν και οι άλλοι. Έβαλαν τον Λέοντα σ΄ ένα φορείο από κλαδιά και ξεκίνησαν για το καράβι.  Ο Ταράς που εξέτασε τις λαβωματιές, διαπίστωσε ότι ο Τούρκος τον είχε χτυπήσει στο κεφάλι, στο μηρό και ελαφρύτερα στο βραχίονα. 

Στο δρόμο συνήλθε ο τραυματίας: «Πού είναι γιαταγάνι μου;»,  ήταν η πρώτη ερώτησή του. Όταν του το έδειξαν είπε: «Πού είναι ο Τούρκος που με τραυμάτισε;»

«Τον σκότωσα», είπε ο Στέφανος. «Αλλά ησύχασε, είσαι βαριά τραυματισμένος.»  

Το τραύμα στο κεφάλι ήταν επικίνδυνο. Το ταξίδι με πλοίο μόνο κακό μπορούσε να κάνει, γι΄ αυτό αποφασίστηκε να συλλάβουν ξανά τους Τούρκους, να τους αποβιβάσουν σε ακτή του Μοριά και ν΄ αφήσουν στο νησί τον Λέοντα, το Μιχάλη, που επίσης διέτρεχε κίνδυνο, το Νότο  και το Λεωνίδα, με τρεις άνδρες να τους προσέχουν. Ο Στέφανος θα γυρνούσε να τους πάρει,  λίγες εβδομάδες αργότερα.

Μαζέψανε τους Τούρκους ξανά, μόνο ένας έλειπε, αλλά επειδή εμφανίσθηκε ένα τουρκικό πλοίο στο βάθος, οι Κουρσάροι έφυγαν βιαστικά με καπετάνιο τον Στέφανο. Εκτός από τους τραυματίες και τον Ταράς με δύο βοηθούς, έμειναν πίσω άλλοι πέντε με σκοπό την επόμενη μέρα να οδηγήσουν το τουρκικό καράβι στην Έπεινο [8].

Η κατάσταση του Λέοντα βελτιώθηκε αισθητά. Μετά από έξι μέρες μπορούσε να σηκώνεται και να περπατά λιγάκι.  Επίσης ο Μιχάλης μετά από μια εβδομάδα άρχισε να βγαίνει από τη μικρή καλύβα που είχαν χτίσει. Ο Λεωνίδας και ο Νότος είχαν γίνει σχεδόν τελείως καλά και πήγαιναν συχνά για κυνήγι. Μια μέρα ο Νότος γυρνώντας είπε:

«Είδα έναν Τούρκο. Όμως έτρεξε κι έφυγε. Ας είμαστε σε επιφυλακή.»

Την επόμενη μέρα πήγε πάλι για κυνήγι με τον Λεωνίδα. Εντόπισαν ένα αγριοκάτσικο και στη συνέχεια χώρισαν. Ο Νότος περπατούσε στο δάσος όταν ένας πυροβολισμός τον έριξε κάτω και ο Τούρκος κρατώντας ένα πιστόλι στο αριστερό κι ένα στιλέτο στο δεξί του χέρι, ξεχύνεται προς τα εμπρός, σκύβει, σηκώνει το μαχαίρι, αλλά εκείνη τη στιγμή σηκώνεται ο λαβωμένος, βγάζει το κουμπούρι και πυροβολεί τον Μουσουλμάνο. Εν τω μεταξύ, έφθασαν και οι άλλοι Έλληνες. Ο Τούρκος ήταν νεκρός. Η σφαίρα είχε βρει το Νότο στο στήθος, αλλά η λαβή του στιλέτου του είχε συγκρατήσει την ορμή της και από το τραύμα δεν διέτρεχε κανέναν κίνδυνο.  

Μεταφέρανε το Νότο στην καλύβα, και πέρασε μια εβδομάδα ώσπου να ανακτήσει τις δυνάμεις του. Όμως, τα εφόδια είχαν εξαντληθεί και στο νησί το κυνήγι ήταν λίγο.

V
Είχαν στο νησί τέσσερις εβδομάδες, όταν ο Στέφανος ήρθε και τους πήρε. Το τουρκικό πλοίο είχε πουληθεί σε Άγγλο έμπορο στη Θεσσαλονίκη για 10.000 γρόσια. Επίσης το βαμβάκι σε έναν άλλο για 4.000 γρόσια. Το πλοίο των Κουρσάρων εξοπλίσθηκε πάλι,  τρία νέα κανόνια, αναπλήρωση των πυρομαχικών, και διάφορα όπλα ήταν ξανά άφθονα. Επίσης η κατάσταση των πειρατών ήταν πολύ καλύτερη. Τώρα, το πλοίο έβαλε πλώρη  για τον Χάνδακα [9].

Μα, περνώντας έξω από τη Μήλο, εμφανίσθηκε στον ορίζοντα ένα τουρκικό πλοίο. Αμέσως ο Λεωνίδας έπεσε ξοπίσω του και το καταδίωξε μέχρι τον κόλπο της Μήλου, έξω από το στόμιο του οποίου βρίσκονται διάσπαρτα πολλά μικρά νησιά. Εδώ το πλοίο τη γλίτωσε, προστατευμένο από τα κανόνια του λιμανιού. Έγινε, όμως, φανερό πως επρόκειτο για Αιγυπτιακή γαλέρα. Μια λυσσαλέα μάχη αρχίζει τότε. Οι Έλληνες σπέρνουν τη φωτιά παλικαρίσια. Όμως ξαφνικά εμφανίζεται από τον κόλπο και πίσω από τους Έλληνες ένα τουρκικό μικρό πολεμικό καράβι. Ο Λεωνίδας καταπιάστηκε με τους Τούρκους-έστειλε το Στέφανο επάνω στο σκάφος τους, και μετά από μια σύντομη μάχη το αιχμαλώτισαν.

Εν τω μεταξύ, μια κανονιά από το φρούριο είχε χτυπήσει το ελληνικό πλοίο που άρχισε να βυθίζεται. Έτσι, βιαστικά κατευθύνονται προς την ακτή και το καθίζουν σε μια αμμουδιά. Αλλά οι άνδρες ανεβαίνουν στο αιχμαλωτισμένο τούρκικο πλοίο και αρχίζουν να καταδιώκουν με λύσσα τη γαλέρα, μέχρι που την πλευρίζουν. Ο Λέων πήδηξε απέναντι και ακολούθησε τους άλλους. Ο Στέφανος  και οι άλλοι τον ακολουθούν και επιτίθενται. Ο Λέων πολεμά πάντα πρώτος, και το σπαθί του λούζεται στο αίμα των Μουσουλμάνων.  Ο Στέφανος τον ακολουθεί και περνούν μπροστά.

Στη συνέχεια, ο Λέων βρέθηκε αντιμέτωπος με τον αρχηγό των εχθρών, έναν γιγαντόσωμο Αιγύπτιο. Πάλεψε μαζί του, αλλά κανείς δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον άλλο. Τέλος, ο Λέων τραυματίζει τον αντίπαλό του με ένα γρήγορο χτύπημα στο αριστερό χέρι. Τότε ο τελευταίος τραβάει ένα πιστόλι, πυροβολεί, αλλά αντί του Λέοντα χτυπάει έναν άλλο Έλληνα και πέφτει κάτω από τα χτυπήματα του γενναίου του αντίπαλου του. Με την πτώση του το πλοίο αιχμαλωτίσθηκε.

Οι λίγοι Τούρκοι που απόμειναν, παρέδωσαν τα όπλα τους και μεταφέρθηκαν στην ξηρά, όπου ο Ταράς ντυμένος Τούρκος πλησίαζε το οχυρό για να διαπραγματευτεί την αποκατάσταση του πλοίου. Ο φιλάργυρος Πασάς πείστηκε από ένα δώρο τριακοσίων γροσιών, αλλά έστειλε κρυφά με μια βάρκα τα νέα στη Σίφνο, όπου ήταν αγκυροβολημένα πολλά πλοία του τουρκικού στόλου. Αμέσως ξεκίνησαν για το σημείο, τρία καράβια.

Ο Νότος και ο Ταράς μόλις  είχαν βγει στην είσοδο του κόλπου με τη βάρκα τους, αντίκρισαν τα πλοία κι έτρεξαν αμέσως να προφτάσουν το μαντάτο στο Λεωνίδα. Εκείνος έστειλε γρήγορα μερικούς άνδρες στα τούρκικα καράβια στα οποία είχαν ήδη στείλει πυρομαχικά και μπόλικα κανόνια.  Όμως, οι περισσότεροι άνδρες διέταξε να μείνουν στο δικό τους πλοίο, όπου παρέμειναν επίσης και καμιά τριανταριά  νεοστρατολογημένοι από τη Μήλο. Ο Λέων που ήταν κυβερνήτης στο μικρό πολεμικό πλοίο στάθμευσε στην είσοδο του κόλπου

Οι Τούρκοι πλησίασαν. Στην αρχή πλησίασε μόνο ένα καράβι. Ο Λέων το χτύπησε με όλα τα κανόνια στην πλώρη, έστριψε το δικό του πλοίο, πλεύρισε το τούρκικο και πήδηξε μέσα μ΄ όλο του το πλήρωμα. Από την άλλη πλευρά όμως, φτάνει το δεύτερο τούρκικο, βγαίνει το πλήρωμά του και ξεκινά μια λυσσαλέα μάχη.  Ο Λέων πολέμησε γενναία. Αρκετοί Τούρκοι πέφτουν από τα χτυπήματά του, αλλά και πολλοί γενναίοι Έλληνες ξεψυχούν κάτω από τα σπαθιά των Τούρκων. Η τύχη είναι με το μέρος των βαρβάρων, οι οποίο ωστόσο είναι τριπλάσιοι σε αριθμό.

Τότε, ο Λέων είδε το δολοφόνο του πατέρα του.  Βλέποντας τον τεράστιο Αρναούτη  που εκείνη τη στιγμή σκότωνε έναν ηλικιωμένο Έλληνα, φώναξε εξαγριωμένος: «Γκουνγκιάζ [γ], πολέμα αν σου βαστάει με τους νέους». Ο Αρναούτης γυρίζει και επιτίθεται, δυο φορές δυνατότερος από τον Έλληνα αλλά με λιγότερη μανία. Πολέμησαν με λύσσα. Το ένα χτύπημα διαδέχεται το άλλο. Ο Τούρκος έχασε το γιαταγάνι του όταν ο Λέων τον κτύπησε με δύναμη στο χέρι. Αλλά αυτός άρπαξε από τη ζώνη του, το γνωστό στον Λέοντα, σφυρί και  μανιασμένος από τον πόνο, κατάφερε κάμποσα χτυπήματα στο νεαρό. Σύντομα το σφυρί βρήκε για δεύτερη φορά στο μέτωπο τον Λέοντα.  Κι ο Λέων πέφτει κάτω από τα δυνατά απανωτά χτυπήματα του Τούρκου.

«Σε πήρε ο διάβολος τώρα!», φώναξε, «τώρα και για τους άλλους». Αλλά αυτοί ήταν ήδη σχεδόν όλοι νεκροί και μόνο λίγοι που έχασαν τα όπλα τους πιάστηκαν αιχμάλωτοι.

Εν τω μεταξύ, τα δύο άλλα πλοία που είχαν καταπλεύσει στο λιμάνι άρχισαν να καταδιώκουν τον Λεωνίδα, ο οποίος πέρασε στη γαλέρα με όλο το πλήρωμά του και με τα χρήματά του και ξεφεύγοντας την καταδίωξη έφυγε από το λιμάνι με ασφάλεια για την ανοιχτή θάλασσα πλέοντας προς το Μπέλο Πάουλο, όπου υπολόγιζε να λάβει νέα για την τύχη του Λέοντα και των υπολοίπων.  


Σημειώσεις του Φρ. Ένγκελς
[α]  Θα ΄ρθει μια μέρα που η μεγάλη Τροία θα καταστραφεί, θα καταστραφεί ο Πρίαμος και ο λαός του λογχοφόρου Πριάμου.
[β] Ονομάζεται Σαν Τζόρτζιο ντι Ασπάρα
[γ] Δολοφόνε, φονιά

Σημειώσεις των Γεφυρισμών
[1] Στο πρωτότυπο κείμενο αναφέρονται 100 και 10 πάουντς  και στη μετάφραση του 1936, 33 και 23 οκάδες, αντίστοιχα.
[2] Η Αθήνα είχε το προνόμιο να μην αποτελεί έδρα Πασά. Τη διοίκηση στην πόλη ασκούσε ο Βοεβόδας που έδινε αναφορά στον Πασά της Χαλκίδας. Στο έργο του βοηθούσαν οι Αγάδες ενώ για τα μεγάλα ζητήματα απευθύνονταν στο Σουλτάνο. Ο Βοεβόδας δεν αναμειγνυόταν  σε ζητήματα μεταξύ Ελλήνων τα οποία επίλυαν οι Δημογέροντες και οι Επίτροποι που εκλέγονταν κάθε χρόνο μεταξύ των αρχόντων. Από τους άρχοντες ήτοι: εφημέριοι, ηγούμενοι, δημοδιδάσκαλοι, συμβολαιογράφοι, ποταμάρχος, αγροφύλακας και επικεφαλής συντεχνιών, μόνον ο Μητροπολίτης δεν χρειαζόταν ψήφο.  
[3] Οι Αρναούτες γενεαλογικά ανήκουν στους Ιλλύριους. Στην Ελλάδα ονομάζονται Αρβανίτες, στην Τουρκία Αρναούτες (Αρναβουτλάρ), στην Ιταλία Αρμπερέσσε, ενώ στην αρχική κοιτίδα τους έχουν αλλάξει όνομα και αυτοαποκαλούνται Σκιπτάριοι.
[4] Ο Ένγκελς δεν προσδιορίζει επακριβώς την περιοχή. Πιθανόν να αναφέρεται στο Λόφο του Μουσείου (Φιλοππάπου) όπου είχε εγκατασταθεί η μακεδονική φρουρά κατά την κατάληψη της Αθήνας από του Μακεδόνες (262 π.Χ.). Στο εσωτερικό του διατειχίσματος, το 294 π.Χ. είχε ανεγερθεί από τοn Δημήτριο τον Πολιορκητή το μακεδονικό φρούριο, με δύο πύργους.
[5] Οι σημαίες που χρησιμοποιήθηκαν τόσο στην προεπαναστατική Ελλάδα όσο και κατά τη διάρκεια του Αγώνα, ποίκιλλαν ανάλογα με την περιοχή και τις οικογενειακές παραδόσεις των οπλαρχηγών. Τα χρώματα που αναφέρει ο Ένγκελς χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά από τον Ρήγα Φεραίο ο οποίος σε φόντο με τρείς ρίγες (κόκκινη, λευκή και μαύρη) τοποθέτησε το ρόπαλο του Ηρακλή με τρεις σταυρούς επάνω σε αυτό. Στα ίδια χρώματα ήταν και η σημαία του Αλέξανδρου Υψηλάντη και του Ιερού Λόχου. Το λευκό συμβόλιζε την αδελφότητα, το κόκκινο τον πατριωτισμό και το μαύρο τη θυσία. Επίσης ένας άγνωστος καπετάνιος σχεδίασε άσπρο σταυρό σε μαύρο πανί, συμβολίζοντας τη σκλαβιά (μαύρο), τον αγώνα (σταυρός) και την αναγέννηση  (λευκό).
[6] Συκιά ή Συκέα. Στη μετάφραση του 1936 το όνομα της άγνωστης περιοχής αποδίδεται  μόνο με το αρχικό γράμμα, «Σ.».  
[7]  Πιθανόν να αναφέρεται στη ακατοίκητη βραχονησίδα Άγιος Γεώργιος (ή Σαν Τζώρτζη) στην είσοδο του Σαρωνικού, η οποία είναι ιδιόκτητη και πολύ πρόσφατα εντάχθηκε στο δήμο Λαυρεωτικής  ενώ ιστορικά ανήκε στην Αργολίδα. Το νησάκι αναφέρεται από τον Ηρόδοτο, το Στράβωνα και τον Σκύλακα ενώ σήμερα ανήκει σε Υδραίικη οικογένεια.   
[8] Στην αγγλική μετάφραση το άγνωστο λιμάνι αναφέρεται ως «Epina». Εδώ διατηρήθηκε η ονομασία από την ελληνική μετάφραση του 1936.
[9] Στο πρωτότυπο κείμενα αναφέρεται η πόλη Candia, δηλαδή το σημερινό Ηράκλειο. Έτσι ονόμασαν την πόλη οι ιδρυτές της, Σαρακηνοί πειρατές, το 824. Κάντια ονομάζεται, επίσης, ένα Αργολικό παραθαλάσσιο χωριό μεταξύ Ιρίων και Δρέπανου το οποίο χτίστηκε μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από Κρήτες πρόσφυγες.

Πηγές
-Fr. Engels, A Pirate Tale
-Ριζοσπάστης, 20-26 Μαρτίου 1936, Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Εφημερίδων και Περιοδικού Τύπου 
--

11/3/13

Παιδικισμός ή το παραμύθι της άσπρης αρκούδας


Ένα διαχρονικά επίκαιρο δοκίμιο του Κώστα Βάρναλη

Μια φορά κ' έναν καιρό ανέβηκε ένας χωριάτης σ' ένα ψηλό και μακρινό βουνό να συμβουλευτεί κάποιο μάγο, πώς θα μπορέσει να γίνει πλούσιος. Ο μάγος του είπε: άμα γυρίσεις στο σπίτι σου, να πάρεις μια χύτρα με νερό, να τη βάλεις απάνου στη φωτιά και την ώρα που θ'  αρχίσ'  η βράση να ρίξεις μέσα μια φούχτα αλάτι.

Καθώς ο χωριάτης κατέβαινε το βουνό με την πολύτιμη συνταγή, συλλογιζότανε, πως η συνταγή αυτή είτανε πολύ απλή. Κι άρχισε να πονηρεύεται. Στάθηκε λοιπόν μια στιγμή και γυρίζοντας το κεφάλι του προς την κορφή, όπου στεκότανε ο μάγος, τόνε ρώτησε με όλη τη δύναμη της φωνής του :

-Μήπως έχει κι άλλο τίποτα να κάνω;
-Αφού επιμένεις, σου το λέω. Την ώρα που θα ρίχνεις τ' αλάτι, να μη βάλεις στο νου σου την... άσπρη αρκούδα.

Όσο λοιπόν μπόρεσε ο χωριάτης να μη θυμάται την άσπρη αρκούδα κάθε φορά, που έκαμνε και ξανάκαμνε τα μάγια του, άλλο τόσο θα μπορέσει ένας λογικός και μορφωμένος άνθρωπος να ξεχάσει τη λογική του, τις γνώσεις του και την πείρα του και να γίνει μωρό την ώρα που δημιουργεί. Αλλ' ένας από γεννησιμιό του μωρός είναι πολύ εύκολο να μείνει «τοιούτος» σε όλη του τη ζωή.


Με αυτό το παραμύθι και αυτό το ηθικό δίδαγμα, ο Κώστας Βάρναλης ολοκληρώνει το δοκίμιο με τίτλο «Παιδικισμός ή το παραμύθι της άσπρης αρκούδας», το οποίο αποτελεί μέρος των «Αισθητικών-Κριτικών», όπως συγκεντρώθηκαν αργότερα. Σύμφωνα με τον Τάσο Βουρνά δημοσιεύθηκε ως χρονογράφημα στην εφημερίδα «Πρωΐα» τον Ιούνιο του 1941[1, 2]

Ακολουθεί το δοκίμιο το οποίο επιβεβαιώνει ακόμη και σήμερα τον ποιητή για την αναγκαιότητα να βρεθεί επιστημονική εξήγηση (βλ. σημ. 1) τουλάχιστον για το θέμα του  «παλιμπαιδισμού», ως νοσηρό αποτέλεσμα του χρόνιου ξεπεσμού μας.  


   
Όταν οι λαοί χάνουν τα νερά τους (σε περιόδους χρόνιου ξεπεσμού ή ξαφνικών ανατροπών) ζητούνε συνήθως τη σωτηρία τους με τη «φυγή» από την πραγματικότητα. Το σύνθημα της φυγής το δίνουνε οι κατώτεροι των περιστάσεων πνευματικοί ηγέτες, που με την λιγοψυχία τους και την ανεπάρκειά τους αυξάνουν τη σύγχυση και τον πανικό του κοινού.

Η «φυγή» αυτή κατευθύνεται ή προς τα «καλά περασμένα» ή προς το «Εγώ» του καθενός. Η πρώτη φυγή είναι ένα είδος Ψυχοσάββατου : ομαδική έξοδο των ζωντανών προς τους τάφους. Οι λογιότατοι, που πιάνουνε το Έθνος από το λαρύγγι και του χώνουνε το κεφάλι μέσα στο παχνί της αττικής διαλέκτου για να γίνει άνθρωπος∙  οι Κάτωνες, που θέλουνε να ξαναχυθεί η ζωή στα καλούπια των απλών ηθών και του πατριαρχικού βίου των προγόνων οι Αρνητάδες (Αποστολάκης [3] κλπ.) που ζητούνε να ξαναγίνουμε παιδιά για να ξαναβρούμε το σωστό μας δρόμο, είναι όλοι αντιπροσωπευτικοί τύποι της...ψυχοσαββατιάτικης «φυγής». Είναι οι κλασικοί τύποι του «κοσμοδιορθωτού» στις εποχές του χρονίου ξεπεσμού.

Η φυγή προς το «Εγώ» είναι φυγή, φυσικά, εγωιστική. Το κάθε άτομο κοιτάει να σωθεί μοναχό του αδιαφορώντας για τους άλλους. Προσπαθεί και κατορθώνει να κλείσει τη ζωή του μέσα στον ελεφάντινο πύργο του, μακριά από κάθε γείτονα, όσο το δυνατό ακινδυνότερα και χωρίς ευθύνες. Ο διανοούμενος, που αφοσιώνεται στην εκστατική θεώρηση των αιωνίων και απολύτων ουσιών∙ ο ποιητής, που σιχαίνεται το ανίερο πλήθος και παραληρεί «αινιγματώδη έπη», όπως λέγει ο Αισχύλος∙ ο υλοζωιστής, που ρίχνεται με τα μούτρα στην άκρατη απόλαυση των αισθησιακών ηδονών, είναι οι κυριότεροι αντιπροσωπευτικοί τύποι της εγωιστικής φυγής.

Το κήρυγμα του «εκπαιδικισμού» (αυτό, που θα μας απασχολήσει εδώ) είναι κυρίως αισθητικό. Αποτείνεται στους συγγραφείς και στους καλλιτέχνες και τους... εξορκίζει να γίνουνε παιδιά για να μπορέσουν έπειτα να «εκπαιδικοποιήσουν» πνευματικά το Έθνος! Η «επιστροφή» στην παιδική ηλικία σημαίνει: «Να γίνετε αγνοί, απλοϊκοί, φρέσκοι σαν τα βρέφη και σαν τα νήπια. Να τα βρίσκετε όλα καινούργια, πρωτόφαντα, πρωτόπλαστα. Να ζείτε τον μέσα σας και τον έξω κόσμο όχι με το μυαλό σας σαν πράγματα, που δέχονται εξήγηση, παρά με τα ένστιχτά σας σαν θαύματα, που είναι μυστήρια, και που τα κρατάτε παντοτινά κάτου από το κατώφλι της συνείδησης. Κι αφού θ' αποκαθαρθείτ΄ εσείς και θα εξαγνισθείτε, τότε θα οδηγήσετε και την ψυχή του Συνόλου με δεμένα τα μάτια κατ' ευθείαν στον παράδεισο του... «Νάνι-νάνι» !

Το σύνθημα αυτό του θεληματικού αγνωστικισμού δεν είναι ντόπιο. Το είχε βγάλει «εις περίπατον» πριν από 170 χρόνια ο Ρουσσώ. Ο Ρουσσώ και οι οπαδοί του θεωρούσανε τον καλλιτέχνη για άνθρωπο, που παραμένει σ' όλη του τη ζωή παιδί∙  που διατηρεί τη φρεσκάδα και τον αυθορμητισμό των πρώτων του εντυπώσεων. Αυτός δεν γίνεται ποτές μπλαζέ και δεν προσαρμόζεται με το περιβάλλον του. Περιφέρει ακατάπαυτα απάνω στον κόσμο τ' αθώα του μάτια και την απλοϊκή του περιέργεια, πάντα θαυμάζοντας και πάντα ξαφνισμένος. Και με το πνεύμα του το μυθομανικό, το εξωλογικό και εξωηθικό δε σκέφτεται, αλλά προφητεύει.

Το περίεργο όμως είναι, πως κανείς μεγάλος δημιουργός δεν παρουσίασε την κλινικήν αυτήν εικόνα. Όλοι τουλάχιστον οι μεγάλοι τα μυαλά τους τα είχανε πεντακόσια από το Σοφοκλή ίσαμε τον Γκαίτε, από τον Τολστόη ίσαμε τον Ίψεν και το δικό μας το Σολωμό, που τον προβάλλουνε τάχα για υπόδειγμα μεγάλου παιδιού. Κανένας απ' αυτούς δεν είχε στη ζωή του και στο έργο του τον παιδιάτικο ενορμητισμό. Όλοι τους δουλεύανε με όλες τους τις γνώσεις και όλη τους την πείρα και όλες τους τις ψυχικές δυνάμεις «με καιρό και με κόπο» για να πετύχουν το «νόημα της τέχνης».

Κανείς φυσιολογικός άνθρωπος δεν μπορεί να πετάξει από μέσα του τις γνώσεις και την πείρα του για να ξαναγίνει παιδί. Υπάρχουν όμως και αρρώστειες, που έναν ώριμο άνθρωπο τον κάνουνε πραγματικά παιδί. Είναι ή αρρώστεια του εκπαιδικισμού» (καθυστερημένη σωματική και διανοητική ανάπτυξη, φυσιολογική ανικανότητα) και η αρρώστεια του «παλιμπαιδισμού», τα ξαναμωράματα.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ο Κώστας Βάρναλης σε προλογικό του σημείωμα για τα «Αισθητικά» γράφει:
«Η σειρά των αισθητικών αυτών άρθρων (τα περισσότερα) δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πρωία» επί Διχτατορίας. Φυσικό είταν ό,τι απαγορευότανε να λεχτεί, να λέγεται με τρόπο.
Τα ξανακοίταξα –όσο είτανε μπορετό.
Στον καιρό τους κινήσανε το ενδιαφέρο των ανθρώπων της Τέχνης και του Λόγου. Ελπίζω πως τα θέματα που θίγω, εξακολουθούνε να κινούνε το ενδιαφέρο των σκεπτομένων και τη σκέψη των ενδιαφερομένων. Πάντως σ΄ όλα τα θέματα τούτα ζητιέται εξήγηση επιστημονική (κοινωνιολογική) με μέθοδο επιστημονική (διαλεχτικός υλισμός).»

[2] Η εφημερίδα «Πρωία» (1925-1941*) ιδρύθηκε από τους γιους του Ιωάννη Πεσμαζόγλου, Στέφανο και Τζόνη και στεγαζόταν στην ομώνυμη στοά της Αθήνας. Παρά τις καλές σχέσεις των οικογενειών Μεταξά και Πεσμαζόγλου, η εφημερίδα δυσαρέστησε τον δικτάτορα, καθώς η στάση της εξελίχθηκε, προϊούσης της λογοκρισίας, σε εχθρική προς το καθεστώς. Ο Μεταξάς αντέδρασε, βάζοντας τον Μανιαδάκη να βιαιοπραγεί συχνά κατά των εκδοτών –κυρίως του Στέφανου.
Οι σχέσεις φαίνεται να αποκαταστάθηκαν με την κήρυξη του πολέμου, οπότε ο Στέφανος Πεσμαζόγλου θεώρησε ότι το «ΟΧΙ» πλάσθηκε παράλληλα από το λαό και τον δικτάτορα, αναγνωρίζοντας τον πατριωτισμό του Μεταξά.
Οι συντάκτες της εφημερίδας, μεταξύ αυτών και ο Κώστας Βάρναλης, χαρακτηρίζονταν από αγωνιστικότητα, ήθος και όραμα.
*UPDATE: Ο κ. Ν. Σαραντάκος διορθώνει:  η εφημερίδα «Πρωία» έκλεισε το 1944. Μάλιστα, επισημαίνει πως το κατοχικό της φύλλο είχε πολύ ενδιαφέρουσες συνεργασίες, μεταξύ αυτών και του Κ. Βάρναλη.

[3] Προφανώς ο Βάρναλης αναφέρεται στον Γιάννη Αποστολάκη, ενός εκ των εκδοτών του περιοδικού «Ελληνικά Γράμματα» (1927-1930), το οποίο δημιουργήθηκε ως αντίβαρο προς τις μαρξιστικές απόψεις των περισσότερων λογοτεχνών της εποχής. Ο Γιάννης Αποστολάκης ήταν και γνωστός πολέμιος του Κωστή Παλαμά.


ΠΗΓΕΣ
-Κώστας Βάρναλης, Αισθητικά-Κριτικά-Σολωμικά, Κέδρος, Αθήνα, 1982, σελ. 188-190.
-Κώστας Χατζηπατέρας-Μαρία Φαφαλιού, Μαρτυρίες ΄40-΄41, Κέδρος, Αθήνα, 1988, σελ. 45.
-Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, τ. Γ΄, Πατάκης, Αθήνα, 1999, σελ. 209-225.
..
..

8/3/13

Η γυναικεία εκπαίδευση στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος


Με αφορμή την Ημέρα της Γυναίκας
και ένα ντοκουμέντο για τη γυναικεία εκπαίδευση στην Ελλάδα,
το οποίο φέρει ημερομηνία: 8 Μαρτίου 1840


Αν και από τα πρώτα χρόνια της σύστασης του Ελληνικού Κράτους εκδηλώθηκαν πρωτοβουλίες για την εκπαίδευση των γυναικών, η δημιουργία σχολείων για κορίτσια καθυστέρησε ιδιαίτερα, ενώ ο ταξικός χαρακτήρας τους ήταν ιδιαίτερα έντονος.

Μέχρι το 1830 είχαν ιδρυθεί σχολεία για κορίτσια σε Αθήνα, Ναύπλιο, Άργος, Ερμούπολη και Αίγινα, με την ευθύνη εταιρειών (Φιλόμουσος),  Δήμων (Ερμούπολη), ιδιωτών (Δανέζη, Φανδρίδης) και ξένων ιεραποστόλων (Κόρκ, Χίλντερ, Χιλ).  Η κατανομή αυτή θεωρείται ότι βοήθησε στην απεξάρτηση της γυναικείας εκπαίδευσης από τα μοναστήρια και τις εκκλησίες, αλλά και στην εξάρτηση από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Με αυτόν τον τρόπο βέβαια κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι σταμάτησε και ο θρησκευτικός προσηλυτισμός, αν κρίνουμε την εξέλιξη των παρθεναγωγείων.

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν την εποχή εκείνη, πέρα από τη επιφυλακτικότητα της κοινωνίας απέναντι στη μόρφωση των γυναικών, ήταν η έλλειψη δασκάλων, καταφεύγοντας έτσι στην αλληλοδιδακτική μέθοδο. Αναφέρεται ότι οι πρώτες δασκάλες ήρθαν από την Κρήτη, ενώ το πρώτο ιδιωτικό σχολείο για κορίτσια, της Ελένης Δανέζη, οργανώθηκε σύμφωνα με τα επτανησιακά πρότυπα. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά μαθητριών σημειώθηκαν στα νησιά του Αιγαίου.

Άλλωστε, στην Ερμούπολη ιδρύθηκε  και το πρώτο σχολείο Μέσης Εκπαίδευσης για κορίτσια (1830) σε μια εποχή που οι σπουδές στη βαθμίδα αυτή  θεωρούνταν «ανώτερες». Ακολούθησαν αντίστοιχα σχολεία σε Αθήνα και Ναύπλιο με πρωτοβουλία κυρίως δυτικών ιεραποστόλων.

Έτσι, ενώ η στοιχειώδης εκπαίδευση άρχισε δειλά να παρέχεται στις γυναίκες από την Πολιτεία, η «ανώτερη» εκπαίδευση είχε καθαρά ταξικό χαρακτήρα εφόσον στα σχολεία αυτά φοιτούσαν οι κόρες των «καλών οικογενειών», δηλαδή των πλουσίων, μαθαίνοντας πώς θα γίνουν καλές σύζυγοι, μητέρες και οικοδέσποινες.

Η ανάγκη για δευτεροβάθμια εκπαίδευση των κοριτσιών άρχισε να αναδεικνύεται από το 1890. Μάλιστα, την ίδια χρονιά εισήχθη και η πρώτη γυναίκα στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστήμιου. Η αλλαγή προς τον 20ο αιώνα χαρακτηρίσθηκε από τη δράση εκπαιδευτικών γυναικών (Παρρέν, Λασκαρίδου, Λεοντιάς, Κεχαγιά)  αλλά και των Δελμούζου και Γληνού στην κατεύθυνση της μόρφωσης των Ελληνίδων.

Τελικά, για τη θεσμοθέτηση ισότιμης πρόσβασης των γυναικών στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα,  χρειάστηκε ακριβώς ένας αιώνας (1929) αλλά για την κοινωνική αποδοχή του θεσμού ακόμα περισσότερα χρόνια.

Ένα από τα πρώτα ιδιωτικά σχολεία γυναικών στη νεοσύστατη Ελλάδα, ιδρύθηκε από τη Γαλλίδα παιδαγωγό Σαρλότ Βολμεράνζ, η οποία εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο το 1831 έχοντας δουλέψει προηγούμενα στη Ρωσία. Εκεί με την υποστήριξη του Καποδίστρια λειτούργησε ένα ιδιωτικό σχολείο προσφέροντας ταυτόχρονα εκπαίδευση και σε ένα μικρό αριθμό «απόρων κορασίδων».

Μετά την έλευση του Όθωνα μετονόμασε το σχολείο της σε «Βασιλικό» και υποβάλλοντας υπόμνημα σχετικά με την οργάνωσή του, πετυχαίνει τη λειτουργία του με επιχορήγηση υπό μορφή υποτρόφων (μεταξύ αυτών και οι κόρες του Γ. Καραϊσκάκη). Τελικά, το 1836 το σχολείο μεταφέρεται στην Αθήνα και το 1840 η ιδρυτής το εγκαταλείπει για να κλείσει το 1852 προωθώντας τις  μαθήτριες στο Αρσάκειο.

Το ακόλουθο ντοκουμέντο σχετικά με τη λειτουργία του εν λόγω παρθεναγωγείου, όχι μόνο αναδεικνύει την ταξικότητα στη γυναικεία εκπαίδευση εκείνα τα χρόνια, αλλά και τη διαπλοκή γύρω από τις επιχορηγήσεις σε μια εποχή που πολλοί σήμερα μνημονεύουν, θεωρώντας ότι αν συνέχιζε η βαυαρική κατοχή, σήμερα μπορεί να είχαμε …κράτος.



Προς την Αυτόν Μεγαλειότητα τον Βασιλέα
Η επί των Εκκλησιαστικών και της Δ. Εκπαιδεύσεως Γραμματεία της  Επικρατείας
Εν Αθήναις την 8 Μαρτίου 1840
Περί ανωτέρου εκπαιδευτηρίου των κορασιών

Μεγαλειότατε

Λαμβάνω την τιμήν να επισυνάψω ενταύθα αναφοράν της διευθύντριας του σχολείου των κορασιών Κας Βολμεράνζ, εξαιτουμένης την συμπλήρωσιν των θέσεων όσαι έμειναν κενοί εις το κατάστημά της.

Εις την περίστασιν ταύτην χρεωστώ να υπενθυμίσω εις την Υ.Μ. ότι δια τον από 7/19 9βρίου 1835 και υπ' αρ. 24732 Β. Διατάγματος είχον συστηθή εις το κατάστημα της Κας Βολμεράνζ 24 θέσεις υποτρόφων της Κυβερνήσεως, ων αι μεν 16 επί πλήρει συντάξει, αι δε 8 επί ημισεία. Εις την υπόσχεσιν ταύτην της Κυβερνήσεως πεποιηθυία η διευθύντρια, ενοικίασεν οίκον ανάλογον, και διωργάνισε το κατάστημά της, και υπελόγισε τα έξοδά της προς τον αριθμόν τούτον των μαθητριών.

Αλλ' επί του προκατόχου μου γυνή τις του όχλου (πλύστρα το επάγγελμα), της οποίας η θυγάτηρ είχε συγκαταταχθή μετά των υποτρόφων της Κυβερνήσεως, εκίνησε βαρείας κατηγορίας κατά τον καταστήματος. Επιτροπή διορισθείσα παρά της Γραμματείας δια να ερευνήση περί αυτών, τας εύρεν άτοπους συκοφαντίας, και τας παρέστησεν ως τοιαύτας. Άλλη δευτέρα επιτροπή, διορισθείσα δια να ανακάλυψη τι περισσότερον από την πρώτην, ηναγκάσθη να συνομολογήση τα υπ΄ εκάστου ρηθέντα, ως η Γραμματεία δεν ηδυνήθη ν΄ αποφυγή να εκθέση τούτο εις την Υ.Μ. δια της από 9 Οκτωβρ. 1839 και υπ' αρ. 26196, 28049, 28447 αναφοράς της.

Μ' όλον τούτο επί τη προφάσει των κατηγοριών τούτων δεν έγινεν ουδεμία πρότασις περί αντικαταστάσεως διαφόρων κορασιών, των οποίων εκ διαφόρων περιστάσεων είχον μείνει αι θέσεις κεναί, ούτω ενώ η διευθύντρια εκράτη κατάστημα δια εικοσιτέσσαρα κοράσια και κατέβαλλε την δαπάνην όση απαιτείται δια τον αριθμόν τούτον, είχε δεκαεπτά μόνον υποτρόφους, και δια τόσας επληρώνετο.

Ενταύθα χρεωστώ να παρατηρήσω ότι και λόγον δυσαρέσκειας αν είχεν η Κυβέρνησις κατά του καταστήματος τούτου, δίκαιον ήτο ν' αναγγείλη αυτόν εις την διευθύντριαν, να την ειδοποίηση ότι το κατάστημά της έμελλεν ή να διαλυθή παντάπασιν ή να ελαττωθή, ουχί όμως να τη ελαττώση την υποσχεθείσαν πρόσοδον χωρίς να την ειδοποίηση εγκαίρως δια να διάταξη τα των εξόδων της αναλόγως.

Η σύμβασις της Κυβερνήσεως μετά της διευθύντριας είναι υποχρεωτική δι' αμφότερα τα μέρη, δια τούτο θεωρώ ότι δικαίως απαιτεί ή Κα Βολμεράνζ να τη δοθώσιν αι επτά από το κατάστημά της ελλείπουσαι υπότροφοι, και να αποζημιωθή δι' όσον καιρόν αύται έλλειψαν, και η Κα Βολμεράνζ έπαυσε λαμβάνουσα την σύνταξίν των, χωρίς όμως δια τούτο να ελαττώση (επαισθητώς τουλάχιστον) τα έξοδά της, διότι την αυτήν οικίαν, την αυτήν θεραπείαν και τους αυτούς διδασκάλους επλήρωνε πάντοτε. Η κατά τον τρόπον τούτον καθυστερούσα ποσότης εις την διευθύντριαν συμποσούται, από τον Μαΐου μηνός του 1838, μέχρι τέλους Ιανουαρίου έ.έ. εις Δραχμ. 3430.

Αλλ' ενώ αφ' ενός νομίζω αναμφισβήτητον ότι τα περί του σχολείου τούτον χαιρεκάκως διαδοθέντα ήσαν ψεύδη, και θεωρώ ως χρέος απαραίτητον της Κυβερνήσεως να δικαίωση αυτό, αφ' έτερον απέχω πολύ του να θεωρώ την κατάστασιν αυτού ως καλώς έχουσαν, και τον οργανισμόν του ως αναπληρούντα και μέρος καν των κατά τούτο αναγκών της ελληνικής κοινωνίας.

Δημοτικά κορασιών σχολεία υπάρχουν ήδη εις διαφόρους της Ελλάδος πόλεις και η σύστασις αυτών εναπόκειται εις τους δήμους. Αλλά προ πολλού εγένετο επαισθητή η ανάγκη συστάσεως σχολείου ανωτέρου, όπου να δίδεται εις τα κοράσια εντελής αγωγή ελευθέριος, και να διδάσκωνται εις αυτά τα εγκύκλια μαθήματα.

Η ύπαρξις τοιούτου σχολείου είναι εις την Ελλάδα αναγκαιότερα ή εις παν άλλο μέρος, διότι ενταύθα οι διδάσκαλοι είναι σπάνιοι, και επομένως οι γονείς δεν δύνανται να εκπαιδεύσωσι τα κοράσιά των οίκαδε.

Δια τον λόγον τούτον ήτον ανάγκη να συστηθή παιδευτήριον δια εκατόν κοράσια τουλάχιστον, ώστε όλαι αι πρώτισται και οπωσούν ευκατάστατοι οικογένειαι να δύνανται να εμπιστεύωνται τας θυγατέρας των εις αυτό.

Προς τούτο πρέπει το παιδευτήριον να προμηθεύη άνετον την ενδιαίτησιν, καθαράν και επαρκή την τροφήν και την ενδυμασίαν, και αγωγήν αρτίαν καθ' όλα τα μέρη της. Τοιούτο δεν ην το κατάστημα της Κας Βολμεράνζ.

Η Κυβέρνησις παρεχώρησεν εις αυτήν εικοσιτέσσαρα κοράσια δια να εμψύχωση το κατάστημά της, άλλα το κατάστημα όλον περιωρίσθη εις τα εικοσιτέσσαρα ταύτα κοράσια. Ο λόγος δε τούτον ην ότι η διευθύντρια την μεν επιστασίαν περιώρισεν εις εαυτήν και εις θετήν τίνα θυγατέρα της μόνον, την δε διδασκαλίαν εις εαυτήν πάλιν και εις μαθητήν τίνα του Γυμνασίου, όστις εδίδασκε την ελληνικήν εις το κατάστημά της. Τοιαύτα στοιχεία δεν επλήρουν τας εύχάς των γονέων, ουδέ η δίαιτα εις το κατάστημα ήτον τοιαύτη ώστε να ελκύση αυτούς δια να εμπιστευθώσι των θυγατέρων των την ανατροφήν εις αυτό.

Δια τους λόγους τούτους νομίζω εκ των ων ουκ άνευ, πριν ή δοθώσιν άλλαι μαθήτριαι εις την Καν Βολμεράνζ, να προσκληθή αυτή να οργανίση το κατάστημά της εις εντελώς άλλας, μάλλον εκτεταμένας ή εντελεστέρας βάσεις, ή αν δεν δύναται ν' αναλάβη τούτο, να τη δοθή προθεσμία μέχρις ης να διάθεση τα καθ' εαυτήν, και τότε να προσκληθή αντ' αυτής άλλη, ιδίαις Ελβετίς, ήτις να οργανίση εν ανώτερον εκπαιδευτικόν κατάστημα δια τα κοράσια.

Η σήμερον διδομένη σύνταξις δι΄ έκαστον των εκπαιδευομένων κορασιών παρά τη Κα Βολμεράνζ είναι εκ Δρχ. 70 κατά μήνα. Νομίζω ότι η ποσότης αυτή πρέπει ν' αυξηθή εις Δρχ. 80, δια να οργανισθή το κατάστημα κατά το έγκλειστον σχέδιον, ως ο επισυνημμένος  προϋπολογισμός  αποδεικνύει.  

Η Κυβέρνησις πληρώνει σήμερον είκοσι πλήρεις συντάξεις εις το κατάστημα της Κυρίας Βολμεράνζ, διανεμημένος εις εικοσιτέσσαρα κοράσια. Αν θέλη να υποστήριξη δραστηριώτερον το εντελέστερον τούτο κατάστημα, δύναται να αυξήση εις 24. τον αριθμόν των συντάξεων, διανέμων αατάς εις 38. κοράσια εις 4. κλάσεις ως ακολούθως:
Α.-  12. με πλήρη σύνταξιν
Β.-  8 με 3/4
Γ. -  6 με 1/2
Δ.- 12 με 1/4

Το περιπλέον της δαπάνης της Κυβερνήσεως επί ταις μέχρι τούδε, έσται εκ τριακοσίων εξήκοντα Δρχ. μόνον κατά μήνα.

Ετέρα πηγή βεβαίου πορισμού δια το κατάστημα τούτο δύναται να είναι και η Φιλεκπαιδευτική Εταιρία, ήτις εις την περίστασιν συστάσεως ανωτέρου εκπαιδευτηρίου, δεν θέλει έχει ανάγκην να διατηρή το τοσούτον δαπανηρόν της σχολείον, το οποίον και εις τον σκοπόν της ξένον φαίνεται, και ούτε έφθασε, ούτε δύναται να φθάσει εις την απαιτουμένην εντέλειαν.

Θέλει δε περιορισθή και αυτή πέμπουσα αριθμόν τίνα υποτρόφων εις το δημόσιον παιδευτήριον. Κατά τον τρόπον τούτον το κατάστημα έχον περί τας πεντήκοντα υποτρόφους της Κυβερνήσεως και της Εταιρίας, δύναται να οργανισθή με τρόπον ώστε να εμπιστεύωνται εις αυτό αι πρώτισται ελληνικοί οικογένειαι των θυγατέρων των την ανατροφήν.

Υποσημειούμαι, με βαθύτατον σέβας της Υ. Μεγαλειότητας!
Ταπεινότατος και ευπειθέστατος πιστός υπήκοος και υπηρέτης
Ο επί των Εκκλησιαστικών κ.τ.λ. Γραμματείας

         Α. Ρ. Ραγκαβής                                                                                              Ν. Γ. Θεοχάρης


Σημείωση
Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής την περίοδο 1831-1841 υπηρέτησε ως Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας, επεξεργαζόμενος σχέδιο για την οργάνωση της Μέσης Εκπαίδευσης και του Πανεπιστημίου, ενώ ο  Νικόλαος Θεοχάρης ήταν υπουργός επί των Εσωτερικών, των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως. Ο ίδιος διατελέσει υπουργός σε πέντε κυβερνήσεις από το 1834 έως το 1862 και καταγόταν  από την Καστοριά.

Πηγές
-Ζιώγου-Καραστεργίου Σ. (1986) Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα (1830-1893), Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα.
-Βουρνάς, Τ. (1999) Ιστορίας της Νεώτερης Ελλάδας, τ. Α΄, Πατάκης, Αθήνα.
-Σχολείο Θηλέων της Σαρλότ Βολμεράνζ (Charlotte Volmerange) στο Ναύπλιο, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού. 
-Δημόσιο Αλληλοδιδακτικό Σχολείο Άργους (1828-1832),   Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού 
-Ίδρυμα Γληνού