Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

28/3/10

Πίτερ Ουστίνοφ

Ο Πίτερ Ουστίνοφ το 1986. © Allan Warren

Τον Σερ Πίτερ Αλεξάντερ Ουστίνοφ οι περισσότεροι από εμάς έχουμε ταυτίσει με τον Ηρακλή Πουαρό, τον πανέξυπνο, πλην ιδιόμορφο, χαρακτήρα που έπλασε η Αγκάθα Κρίστι. Ωστόσο ο Ουστίνοφ, εκτός από ηθοποιός, υπήρξε συγγραφέας, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, δημοσιογράφος, αφηγητής, παρουσιαστής και διπλωμάτης τουλάχιστον, έτσι ώστε δικαίως μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ως έναν από τους πλέον χαρισματικούς ανθρώπους του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε στις 16 Απριλίου 1921 στο Σουίς Κότατζ του Λονδίνου με καταγωγή από τη Ρωσία, Αιθιοπία και Γερμανία. Ο προπάππος του, από τον πατέρα του, ήταν Εβραίος πρόσφυγας από την Κρακοβία και αργότερα ως μέλος ελβετογερμανικής ιεραποστολής μετοίκησε στην Αιθιοπία όπου και παντρεύτηκε. Ο «ευγενής» πατέρας του, Γιόχαν φον Ουστίνοφ, είχε υπηρετήσει στη γερμανική αεροπορία κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αργότερα τη δεκαετία του 1930 ως δημοσιογράφος ενός επίσης γερμανικού ειδησεογραφικού πρακτορείου. Περίπου δύο χρόνια μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία (1935) ο Γιόχαν άρχισε να δουλεύει για τη βρετανική στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών ΜΙ5, ενώ πήρε και τη βρετανική υπηκοότητα για να αποφύγει τις διώξεις. Ορισμένοι συγγραφείς ισχυρίζονται, μάλιστα, ότι ο πατέρας του Ουστίνοφ ήταν ο γνωστός πράκτορας με το κωδικό όνομα U35 ενώ ο ίδιος αναφέρει σε βιβλία του ότι στο σπίτι τους γίνονταν συναντήσεις Γερμανών και Βρετανών στρατιωτικών. Η μητέρα του Ναντέζντα Λεοντίενβα «Νάντια» Μπενουά ήταν ζωγράφος και χορογράφος ρώσικων μπαλέτων με καταγωγή από τη Ρωσία, Γαλλία και Ιταλία. Ο πατέρας της, Λεόν Μπενουά, υπήρξε αυτοκρατορικός αρχιτέκτονας και κάτοχος του πρώτου και περίφημου έργου του Λεονάρντο ντα Βίντσι με τίτλο «Madonna and child with flowers» που είναι γνωστό ως «Benois Madonna», ενώ ο θείος της Αλεξάντερ Μπενουά υπήρξε σκηνογράφος μπαλέτου και συνεργάτης του Στραβίνσκι. Η γαλλική καταγωγή οφείλεται στον προπάππο της, σεφ στο επάγγελμα, ο οποίος με την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης, έφυγε από τη χώρα του για να γίνει σεφ του Τσάρου.

Εικόνες από ταινία «τόνωσης του ηθικού» την περίοδο του πολέμου. Εκτός από τον Ουστίνοφ, διακρίνονται ο Ντέιβιντ Νίβεν και ο Τρέβορ Χάουαρντ.

.
Ο Πίτερ Ουστίνοφ είχε δύσκολα παιδικά χρόνια λόγω της καταγωγής των γονέων του, ωστόσο φοίτησε σε ένα καλό σχολείο του Λονδίνου (Γουέστμονστερ) με προσαρμοσμένο στη γλώσσα όνομα (Πίτερ Όστιν) αν και εναντιωνόταν σε διάφορες συμβουλές σχετικές με την τροποποίησή του, όπως για παράδειγμα να καταργήσει το «φον» και να διατηρήσει το «Ουστίνοφ». Έχοντας λάβει μαθήματα υποκριτικής τέχνης έκανε το ντεμπούτο το 1938 στο «Πλέιερς Θίατερ» που έχει παράδοση ως μιούζικ χολ. Αργότερα έγραψε ότι «δεν ήμουν από τα παιδιά που νιώθουν ακαταμάχητη έλξη για το δράμα. Ήταν ένας δρόμος διαφυγής από τη θλιβερή φυλή αρουραίων του σχολείου». Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου υπηρέτησε στον βρετανικό στρατό, ως απλός στρατιώτης και ως αγγελιοφόρος, οδηγός, υπηρέτης και φρουρός (δηλαδή ως batman) του Ντέιβιντ Νίβεν. Την ίδια περίοδο εμφανίσθηκε σε ταινίες προπαγάνδας όπως «One of Our Aircraft is Missing» (1942) ενώ μετά τη λήξη του πολέμου άρχισε να γράφει. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήρθε με την «Αγάπη των τεσσάρων συνταγματαρχών» (1951), ένα θεατρικό δύο πράξεων, όπου τέσσερεις συνταγματάρχες καταγόμενοι από τις αντίστοιχες υπερδυνάμεις (ΕΣΣΔ, Γαλλία, ΗΠΑ και Αγγλία) έχουν φθάσει σε αδιέξοδες διαπραγματεύσεις. Τότε ένας άντρας τους μαγεύει και τους πείθει να τον ακολουθήσουν σε ένα κοντινό κάστρο που βρίσκεται η Ωραία Κοιμωμένη. Όταν την αντίκρισαν, και έχοντας την ψευδαίσθηση ότι θα την ξυπνήσουν, άρχισε ο καθένας να την εξιδανικεύει σύμφωνα με τις καταβολές του και τις παραδόσεις του. Κανείς όμως δεν κατάφερε να την αφυπνίσει κι έτσι ο Σοβιετικός και ο Άγγλος έφυγαν ενώ ο Αμερικανός και ο Γάλλος αποφάσισαν να περιμένουν εκεί έναν αιώνα ακόμη ώστε να έχουν μια δεύτερη ευκαιρία (σημ: κάτι θυμίζει αυτό). Την ίδια χρονιά ενσάρκωσε τον Νέρωνα στην υπερπαραγωγή «Κβο Βάντις». Το φιλμ στο οποίο πρωταγωνιστούσαν επίσης ο Ρόμπερτ Τέιλορ και η Ντέμπορα Κερ ήταν υποψήφιο για οκτώ Όσκαρ αλλά δεν απέσπασε ούτε ένα. Ο Πίτερ Ουστίνοφ, ωστόσο, τιμήθηκε με τη Χρυσή Σφαίρα ανδρικού ρόλου.
.
Στο ρόλο του Ζιλ στο φιλμ «Δεν υπάρχουν άγγελοι»
.

Τέσσερα χρόνια αργότερα (1955) συμπρωταγωνίστησε με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και τον Άλντο Ρέι στη χριστουγεννιάτικη κωμωδία «Δεν υπάρχουν άγγελοι» παίζοντας το ρόλο ενός από τους τρεις δραπέτες οι οποίοι τελικά επέλεξαν να γυρίσουν πίσω στη… γαλήνη της φυλακής μια και δεν άντεξαν τον έξω κόσμο! Η καριέρα του συνεχίστηκε με επιτυχίες όπως το «Ρομανόφ και Ιουλιέτα» (1956) θεατρικό έργο ιδιαίτερα χλευαστικό για τον Ψυχρό Πόλεμο που εκτυλίσσεται στην μυθική ευρωπαϊκή χώρα Κονκορντία. Τη χώρα φλερτάρουν τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι Σοβιετικοί, ωστόσο τα παιδιά των εκεί διπλωματών τους, ερωτεύονται και οι οικογένειες γίνονται … Καπουλέτοι και Μοντέγοι.

.

Στον Σπάρτακο. Britannica

Το 1960 εμφανίζεται στην ταινία «Σπάρτακος» στο ρόλο του Γναίου Λέντουλου Βατιάτου που είχε τη σχολή μονομάχων στην Καμπανία όπου σύμφωνα με μια εκδοχή οδηγήθηκε ο Σπάρτακος μετά τη σύλληψή του ως λιποτάκτης από το ρωμαϊκό στρατό. Τότε ο Ουστίνοφ τιμήθηκε με το Όσκαρ δεύτερου ανδρικού ρόλου. Ακολουθούν πολλοί ρόλοι μεταξύ των οποίων εκείνος του Κάπτεν Βέρε στο «Μπίλι Μπαντ» (1962) και ενός ηλικιωμένου διασωθέντα από καταστροφή στο «Λόγκανς Ραν» (1976), αλλά και φωνητικά στην Ντίσνεϊ με γνωστότερο έργο τον «Ρομπέν» (1973). Όμως η συμμετοχή του στο «Τοπ Καπί», στο ρόλο του Άρθρουρ που έχοντας αναλάβει να παραδώσει να αυτοκίνητο στην Κωνσταντινούπολη μπλέκει άθελά του στην κλοπή, του χαρίζει δεύτερο Όσκαρ στην ίδια κατηγορία (β΄ ανδρικού ρόλου). Επίσης από το 1944 μέχρι το 1984 σκηνοθέτησε αρκετές ταινίες αλλά και όπερες με κορυφαίες τις κωμικές «Τζιάνι Σκίκι» του Πουτσίνι και «Ισπανική ώρα του Ραβέλ» αλλά και τον «Μαγικό Αυλό» του Μότσαρτ.
.

Ηρακλής Πουαρό-Πίτερ Ουστίνωφ

.

Παρ΄ όλα αυτά ο ρόλος εκείνος για τον οποίο θαρρείς ότι είχε κοπεί και ραφτεί στα μέτρα του ήταν η ενσάρκωση του Ηρακλή Πουαρό στο φιλμ «Έγκλημα στο Νείλο» οπότε θεωρούμε ότι ο χαρακτήρας της Αγκάθα Κρίστι αναδείχθηκε ίσως και καλύτερα από τα βιβλία. Ο Ουστίνοφ, στο ρόλο του «αστείου» Βέλγου ιδιωτικού ντεντέκτιβ, κλήθηκε να λύσει μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση αναζητώντας τον πλέον μυστηριώδη δολοφόνο στην καριέρα του. Το φιλμ προτάθηκε για τα βραβεία Όσκαρ, της βρετανικής ακαδημίας κινηματογράφου (BAFTA), Έντγκαρ Άλαν Πόε, Ίβινινγκ Στάνταρντ Φιλμ όπως για τη Χρυσή Σφαίρα και το Νάσιοναλ Μπορντ οφ Ριβιού, αποσπώντας αρκετά από αυτά κα ειδικότερα ο Ουστίνοφ παρέλαβε το Ίβινινγκ Στάνταρντ Φιλμ στην κατηγορία πρώτου ανδρικού ρόλου. Αν και οι παραγωγοί δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν σε αριθμό εισιτήριων το «Έγκλημα στο Όριαν Eξπρές» την άλλη μεγάλη επιτυχία που βασιζόταν σε βιβλίο της Κρίστι που προτάθηκε, το φιλμ έκοψε 17 εκατομμύρια εισιτήρια με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν και άλλα όπως «Κακό κάτω από τον ήλιο» (1982), «Ραντεβού με τον θάνατο» (1988), «Δεκατρείς σε δείπνο (1985), «Η αφροσύνη του νεκρού» (1986), «Τραγωδία σε Τρεις πράξεις» (1986). Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι στο καστ του «Όριαν Εξπρές» που επέβαινε ως Πουαρό ο Άλμπερτ Φίνεϊ, περιλαμβάνονταν μεγάλα ονόματα του κινηματογράφου όπως οι: Ίνγκριτ Μπέργκμαν, Λορίν Μπακόλ, Σον Κόνερι, Μισέλ Γιορκ, Βανέσα Ρεντγκρέιβ, Ζακλίν Μπισέ, Άντονι Πέρκινς κ.ά., αλλά και ένας Έλληνας, ο Τζορτζ Κουλούρης, στο ρόλο του γιατρού Κωνσταντίνου. Όπως γίνεται αντιληπτό με ένα τέτοιο καστ η επιτυχία ήταν μοιρασμένη σε πολλούς ηθοποιούς ενώ στο «Έγκλημα στο Νείλο» αναντίρρητα ο Ηρακλής Πουαρό-Πίτερ Ουστίνοφ είχε τη μερίδα του λέοντος.


Συνομιλώντας με τον Κέρμιτ, ως γκεστ σταρ στο Μάπετ Σόου (1976)

Ο Πίτερ Ουστίνοφ εκτός από την υποκριτική, σκηνοθετική και συγγραφική του δραστηριότητα ανέπτυξε και μεγάλη κοινωνικοπολιτική δράση και μάλιστα σε διεθνές επίπεδο. Χρήσιμο εργαλείο υπήρξε η γλωσσομάθειά του καθώς το πολυπολιτισμικό και πολυεθνοτικό προφίλ των προγόνων του, του έδωσαν την ευκαιρία να μάθει άριστα την αγγλική, γαλλική, ισπανική, ιταλική, γερμανική και ρωσική γλώσσα, συμπεριλαμβανομένων και των διαλέκτων, ενώ γνώριζε λίγο την ελληνική και τουρκική. Μόνιμος κάτοικος από το 1960 της Ελβετίας και πολίτης της χώρας αυτής, για να αποφεύγει την υψηλή φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων που επιβλήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, πολύ σύντομα έγινε Πρέσβης Καλής Θέλησης της UNICEF (1969). Θέση που διατήρησε μέχρι το θάνατό του και από την οποία του δόθηκε η ευκαιρία να προσφέρει στα «Παιδιά του Κατώτερου Θεού». Ταυτόχρονα από το 1991 προέδρευε της ΜΚΟ «World Federalist Movement» με το όνειρο μιας μόνο χώρας σε όλη τη Γη, θέση την οποία κατείχε επίσης μέχρι το θάνατό του.



O Ουστίνοφ με παιδιά στην Καμπότζη. Φωτό: Charton


Στο πλαίσιο αυτών των δραστηριοτήτων είχε την ατυχία να γίνει μάρτυρας της δολοφονίας της Ίντιρα Γκάντι. Πράγματι την ημέρα που δολοφονήθηκε, από δύο σωματοφύλακές της, η Ινδή Πρωθυπουργός (31/10/1984) είχε ραντεβού μαζί του σε συνέντευξη που θα ενσωματωνόταν σε ντοκιμαντέρ της ιρλανδικής τηλεόρασης. Επίσης είναι γνωστό πως ο Ουστίνοφ υποστήριζε την κινεζική κυβέρνηση, χωρίς να χάνει ευκαιρία να το δημοσιοποιήσει όπως σε μια ομιλία του στο Πανεπιστήμιο Ντάρχαμ (2000), που υποστήριξε πως «οι άνθρωποι διαμαρτύρονται επειδή η κινεζική κυβέρνηση δεν σέβεται περισσότερο τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλά με έναν πληθυσμό τέτοιου μεγέθους είναι πολύ δύσκολο να έχουν την ίδια στάση για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Ο Ουστίνοφ δεν παρέλειψε να τοποθετηθεί και για τον πόλεμο του Ιράκ (2003) παρομοιάζοντας σε συνέντευξή του τον Τζορτζ Μπους με τον Νέρωνα!


Την εποχή που ήταν πρύτανης στο Πανεπιστήμιο Ντάρχαμ.

.
Το γεγονός ότι είχε αλλάξει την υπηκοότητά του δεν στάθηκε εμπόδιο στο να λάβει τον τίτλο του ιππότη (Sir) ούτε να διορισθεί πρύτανης του Πανεπιστήμιου Ντάρχαμ, του οποίου το μεταπτυχιακό κολλέγιο αργότερα πήρε το όνομά του (Κολλέγιο Ουστίνοφ). Διετέλεσε επίσης επικεφαλής των πρυτάνεων του σκοτσέζικου Πανεπιστήμιου Ντάντι, διαδραματίζοντας μάλλον το ρόλο του εξισορροπιστή με τους φοιτητές τη δεκαετία του 1970. Οι φοιτητές του σπουδαίου αυτού Πανεπιστήμιου που αποτελεί το πρώτο κέντρο της UNESCO στο Ηνωμένο Βασίλειο, μέχρι σήμερα διαφοροποιούνται πολιτικά από εκείνους άλλων Πανεπιστημίων με αποτέλεσμα ο Σύλλογός τους να μην μετέχει στην Εθνική ένωση Φοιτητών αλλά στον Συνασπισμό Φοιτητών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Ο Ουστίνοφ ήταν και επίσημος διδάκτωρ του πανεπιστημίου Vrije, ενώ το όνομά του πήραν, ακόμη, η Διεθνής Ακαδημία Τηλεοπτικών Τεχνών και ένα Βραβείο που δίνεται κάθε χρόνο σε νέους σεναριογράφους τηλεοπτικών σειρών

Ο Ουστίνοφ διαβάζοντας Ουστίνοφ, Audiobook
..
Ο Πίτερ Ουστίνοφ πέθανε στις 28 Μαρτίου 2004 από καρδιακή ανεπάρκεια στο σπίτι του στην Ελβετία προφανώς με την ελπίδα όχι μόνο να μην χορταριάσει το μνήμα του, που άλλωστε ήθελε να χαράξουν και σχετική φράση σε αυτό, αλλά κυρίως την ελπίδα να συναντηθεί με τον εαυτό του. Κι αυτό επειδή στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Αγαπητέ μου» (1977) είχε γράψει για το alter ego του: «Έχουμε περάσει πολλά μαζί, αγαπητέ μου, και όμως ξαφνικά νομίζω ότι δεν γνωρίζουμε ο ένας τον άλλο σε όλα».
.
Πηγές
-Peter Ustinov, Wikipedia
-Peter Ustinov, THE LOVE OF FOUR COLONELS
-Το τελευταίο αντίο στον Πήτερ Ουστίνοφ. Ήταν όλα τους παιδιά του! Unicef
-Benois Madonna, Leonardo da Vinci
-Άλμπερτ Φίνεϊ, iShow, ο κόσμος της Showbiz
-Murder on the Orient Express (1974), IMDd, The Internet Movie Data Base
-Death on the Nile (1978 film), Wikipedia
-Hercule Poirot, Wikipedia
-University of Dundee, Wikipedia

21/3/10

Μανώλης Χιώτης

Ορισμένοι άνθρωποι που έχουν περάσει στην ιστορία για την προσφορά τους, αλλά και ιδιαίτερα εκείνοι που έχουν εγκατασταθεί στη μνήμη του κόσμου ως αυθεντίες, συχνότατα για να τους παρουσιάσουν στα ΜΜΕ χρησιμοποιούν, ταυτόχρονα, πλήθος (τιμητικών) επιθέτων. Η προσωπική μας εκτίμηση για τη συγκεκριμένη πολιτική γραφής είναι μάλλον πως υποτιμά την προσωπικότητα που παρουσιάζεται παρά την εξάρει. Για παράδειγμα πώς σας ακούγεται η φράση «ο αξεπέραστος, σπουδαίος και διαχρονικός συνθέτης» όταν αναφερόμαστε στον Μίκη Θεοδωράκη; Λίγη δεν είναι; Το ονοματεπώνυμό του αρκεί. Το εισαγωγικό σχόλιό μας έχει να κάνει με όσα διαβάσαμε αναζητώντας στοιχεία από τη ζωή του Μανώλη Χιώτη με αφορμή τη συμπλήρωση σαράντα χρόνων από τον πρόωρο χαμό του. Και τι δεν έχει γραφτεί δίπλα στο όνομά του στην προσπάθεια διαφόρων αρθρογράφων να αναδείξουν το μεγαλείο του. Κι αναρωτιόμαστε: χρειάζεται απόδειξη;


Πηγή: Music Heaven


Ο Μανώλης Χιώτης γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου 1921 και πέθανε την ίδια μέρα σε ηλικία μόλις 49 ετών (21 Μαρτίου 1970). Οι απόψεις για τον τόπο γέννησής του διίστανται καθώς ο Τάσος Σχορέλης, μελετητής του ρεμπέτικου, αναφέρει τη Θεσσαλονίκη ως γενέτειρα του Χιώτη ενώ ο στιχουργός Νίκος Ρούτσος θεωρεί το Ναύπλιο. Η αμφισβήτηση αυτή το πιθανότερο είναι να προέρχεται από τη μετακίνηση των γονιών του μεταξύ Ναυπλίου και Θεσσαλονίκης. Πράγματι ο πατέρας του Διαμαντής Χιώτης γέννημα θρέμμα του Πειραιά γνωστός μάγκας και σαματατζής και η δυναμική μητέρα του φαίνεται ότι μεταξύ των ετών 1920-1935 είχαν εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη προερχόμενοι από το Ναύπλιο. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από τη Χίο και σε αυτήν, σύμφωνα με τους βιογράφους τους, οφείλεται και το επώνυμό του.

Από το 1935 οπότε οι γονείς του είχαν εγκατασταθεί στο Ναύπλιο έχοντας ένα μπαρ για την υψηλή κοινωνία, αρχίζει να εμφανίζεται σαν μουσικός έχοντας λάβει από πολύ μικρός μαθήματα μουσικής κυρίως από τον Γιώργο Λώλο στη Θεσσαλονίκη και σε έγχορδα όργανα όπως κιθάρα, ούτι και βιολί. Εξάλλου οι γονείς του είχαν εξαιρετική οικονομική επιφάνεια και ο Χιώτης μπορούσε να απολαμβάνει κυριολεκτικά ό,τι επιθυμούσε. Έφηβος ακόμη, το 1936, κατέφθασε στη Αθήνα όπου έκανε τις πρώτες εμφανίσεις του δίπλα στον Στράτο Παγιουμτζή στο κέντρο «Παγώνια» γωνία Αγίου Κωνσταντίνου και Σωκράτους. Λίγους μήνες μετά τον βρίσκουμε μέλος της ορχήστρας του Παγιουμτζή στο «Δάσος» ενώ ο ίδιος τον είχε φέρει σε επαφή με την δισκογραφική εταιρεία «Κολούμπια» με αποτέλεσμα την υπογραφή συμβολαίου ως «διευθύνον πρίμο όργανο». Με την εταιρεία αυτή συνεργάσθηκε πολλά χρόνια σαν βασικός εκτελεστής ενώ την περίοδο 1937-1938 έγραψε σε δίσκο φωνόγραφου και το πρώτο του τραγούδι (Το χρήμα δεν το λογαριάζω) πάντα με τον Στράτο Παγιουμτζή δίπλα του. Η γνωριμία του με τον Μπαγιαντέρα, λίγο αργότερα, σήμανε και τη συνεργασία τους με κορύφωση τη «Νυχτερίδα», το «Μ΄ έχεις μαγεμένο» και «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη».





Αμέσως μετά τον πόλεμο αρχίζει η ανοδική πορεία της καριέρας του. Ταυτόχρονα όμως εκδηλώνει και τις αναζητήσεις του για ένα μπουζούκι διαφορετικό απ΄ αυτό που γνώριζαν μέχρι τότε. Και όχι μόνο από κατασκευαστικής πλευράς αλλά και στο ζήτημα της εισόδου του οργάνου στα «μεγάλα σαλόνια» στα οποία άλλωστε είχε μεγαλώσει και ο ίδιος. Στο πλαίσιο των αναζητήσεων αυτών αναφέρεται ότι αμέσως μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, στο καμπαρέ Ριτζ έπαιζε ένα συγκρότημα Γάλλων που είχαν μεταξύ άλλων και ηλεκτρική κιθάρα, όργανο που όπως φαίνεται «ηλέκτρισε» και τον Χιώτη που την αγόρασε αμέσως. Ταυτόχρονα σε συνεργασία με τον σπουδαίο οργανοποιό Ζοζέφ κατασκευάζει δύο οκτάχορδα (4 διπλές σειρές) μπουζούκια, ένα για τον εαυτό του και ένα για τον αδελφικό του φίλο Στέφανο Σπιτάμπελο, ενώ στις εμφανίσεις του χρησιμοποιεί δύο μπουζούκια. Το ένα ήταν το κλασικό και το άλλο έβγαζε ήχο που έμοιαζε σαν από ούτι. Για να το πετύχει αυτό εφάρμοσε χορδές από έντερο.


[Εις τό «Κεντρικόν» δίδεται αύριον Δευτέραν (σ.τ.γ. εννοεί 20 Μαρτίου) 8.30 μ.μ. η τακτική δεκαπενθήμερος συναυλία τής Ορχήστρας Ελαφράς Μουσικής τού Ε.Ι.Ρ., υπό τήν διεύθυνσιν τού κ. Μίκη Θεοδωράκη. Θα τραγουδήσουν οι Λένα Πάμελα, Μαίρη Λίντα, Γρ. Μπιθικώτσης, τό ντουέτο Μαριλένα - Καζαντζίδης και ο Τ. Χρυσός. Συμμετέχει ως σολίστ ο Μ. Χιώτης. Η συναυλία θα επαναληφθή εις τό «Κεντρικόν» και τήν προσεχή Τετάρτην, τήν αυτήν ώραν.] Μία από τις δύο παραστάσεις ή και τις δύο παρουσίαζε η Μάρω Κοντού. (Πηγή: Καθημερινή, Ελευθεροτυπία)


Στο τέλος της δεκαετίας του ΄40 ο Χιώτης ήταν ήδη γνωστός, με μεγάλες επιτυχίες στο ενεργητικό του μεταξύ των οποίων το «Θα σου πω το μυστικό μου» ερμηνευμένο από τη Μαρίκα Νίνου και το «Το φτωχομπούζουκο» δια φωνής Σταύρου Τζουανάκου. Το 1950 προκειμένου να κάνει ακόμη μια επιτυχία, αφού είχαν περάσει δύο χρόνια από την τελευταία, συμφωνεί με τον στιχουργό Νίκο Ρούτσο να του δίνει εκείνους τους στίχους που θα απορρίπτει ο Βασίλης Τσιτσάνης. Μεταξύ αυτών λοιπόν ήταν τα «Πεταλάκια» και το «Σ΄ αυτό το φτωχοκάλυβο» που ερμήνευσε η Στέλλα Χασκίλ με αποτέλεσμα δύο ακόμη μεγάλες επιτυχίες. Αυτή τη δεκαετία ο Χιώτης παντρεύεται δύο φορές. Πρώτη του γυναίκα υπήρξε η τραγουδίστρια Ζωή Νάχη με την οποία έσμιξαν το 1954 για λίγο όμως μια και σύντομα γνωρίσθηκε με την Μαίρη Λίντα με την οποία όλοι γνωρίζουμε ότι έκανε ένα θαυμάσιο ντουέτο για αρκετά χρόνια. Εν τω μεταξύ πέρα από τις προσωπικές του επιτυχίες, γράφει τραγούδια για τον Στέλιο Καζαντζίδη σε συνεργασία με τον Χρήστο Κολοκοτρώνη.


Το εξώφυλλο του δίσκου «Επιτάφιος» που είχαμε την τύχη να μας κληροδοτηθεί. Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος, Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, Σολίστ: Μανώλης Χιώτης, Ερμηνευτές: Γρηγόρης Μπιθικώτσης και Καίτη Θύμη, 1959, Columbia, 33GS3. Στο οπισθόφυλλο της θήκης μεταξύ άλλων αναφέρεται: «Η μουσική του, άλλοτε νοσταλγική, άλλοτε λυρική κι άλλοτε ελεγειακή, απηχεί τις μελωδίες των «κλασικών» του νεοελληνικού λαϊκού τραγουδιού –Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Χιώτη και Μητσάκη- που τραγούδησε η νεολαία μας από την κατοχή έως και πριν μερικά χρόνια».


Η δεκαετία ολοκληρώνεται με ένα μνημειώδες έργο. Ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου μελοποιημένος από τον Μίκη Θεοδωράκη με την ενορχήστρωση του Μανώλη Χιώτη τραγουδιέται από χιλιάδες Έλληνες. Βρισκόμαστε ακριβώς στην έναρξη ενός νέου κύκλου για τους σολίστες του μπουζουκιού που αρχίζουν να δημιουργούν στο χώρο του λεγόμενου «έντεχνου» τραγουδιού. To 1960 πια, ο Χιώτης κυριαρχεί στο λαϊκό μουσικό στερέωμα, έχοντας καθιερώσει το τετράχορδο μπουζούκι παρ΄ όλες τις αντιρρήσεις των παικτών του κλασικού τρίχορδου που το θεωρούσαν «κιθαρομπούζουκο», δηλαδή όπως χαρακτήρισε ο Ζοζέφ το πρώτο όργανο που κατασκεύασε με τον Χιώτη με βάση τον παραγόμενο ήχο. Το μπουζούκι έχει μπει παντού: κέντρα, ταινίες, περιοδείες, συναυλίες, έως και τον Λευκό Οίκο! Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι αναφέρεται και τεκμηριώνεται πως ο Μανώλης Χιώτης είχε παίξει στα γενέθλια του Προέδρου των ΗΠΑ Τζόνσον. Ίσως εκείνη την εποχή να τον έμαθε και ο Τζίμι Χέντριξ ο οποίος τον θεωρούσε τον καλύτερο σολίστα εγχόρδου. Πράγματι η ταχύτητα και οι αυτοσχεδιασμοί του Χιώτη τον έκαναν πολύ σύντομα γενικά αποδεκτό από τους μουσικούς ενώ οι συνεργασίες του με τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκη ανέβασαν το κύρος του ακόμη περισσότερο.

Η Κάλλας με τον Μανώλη Χιώτη, τη Μαίρη Λίντα και τον δημοσιογράφο- βιογράφο του Ωνάση, Ηλία Λυμπερόπουλο, σε κοσμική νυκτερινή έξοδο. Πηγή: Περιοδικό TAR

Δυστυχώς όμως μετά το 1965 οπότε χώρισε με την Μαίρη Λίντα, ο Χιώτης άρχισε να αντιμετωπίζει και άλλα προβλήματα στη ζωή του με κυρίαρχο εκείνο της υγείας του. Ο Μανώλης Χιώτης πέθανε την ημέρα των γενεθλίων του στη Θεσσαλονίκη την πόλη που γεννήθηκε, χτυπημένος από καρκίνο. Ο θάνατός του επήλθε από καρδιακό επεισόδιο στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο μετά από εντατική δουλειά στην οποία δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει χωρίς υποβοήθηση. Ο επίλογος γράφτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας με τη συνοδεία των τριών συζύγων του (η τρίτη ήταν η Μπέμπα Κυριακίδου), τον Γιάννη Καραμπεσίνη με το τραγούδι «Ηλιοβασίλεματα» και χιλιάδες κόσμου.

Άλλες πηγές
-Μανώλης Χιώτης-Βιογραφία, Κιθάρα
-Μανώλης Χιώτης, rebetiko.gr
-Μανώλης Χιώτης – Ο «Μπετόβεν» του μπουζουκιού, Matia.gr

5/3/10

Άννα Αχμάτοβα

Η Άννα Αχμάτοβα υπήρξε σπουδαία σοβιετική ποιήτρια μία από τις πλέον γνωστές της χώρας (συμπεριλαμβανομένων και των ανδρών), το έργο της οποίας επηρέασε ιδιαίτερα την ρωσική ποίηση. Η πολυμεταφρασμένη ποίησή της παρουσιάζει ιδιαίτερα μεγάλο εύρος περιεχομένου και ύφους περιλαμβάνοντας από λυρικούς έως και για μεγάλα κοινωνικά προβλήματα της εποχής στίχους, με κορύφωση το «Ρέκβιεμ» στο οποίο αποτυπώνεται η τραγική όψη της περιόδου που ηγείτο στην ΕΣΣΔ ο Ιωσήφ Στάλιν, οπότε αναφέρονται «εκκαθαρίσεις».

Η Αχμάτοβα με τον αδελφό της το 1905.

Γεννήθηκε στο Μπολσόι Φοντάν της ουκρανικής Οδησσού στις 23 Ιουνίου 1889, κόρη και ένα από τα τέσσερα παιδιά του Αντρέι Αντόνοβιτς Γκορένκο και της Ίνα Εράσμοβνα Στογκόβα. Τα παιδικά της χρόνια που έζησε στο χωριό των Τσάρων, λίγα χιλιόμετρα έξω από την (Αγία) Πετρούπολη, δεν προκύπτουν ευτυχισμένα ενώ οι γονείς της χώρισαν το 1905. Αν και αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα στην εκπαίδευση λόγω της κακής υγεία της, κατάφερε να τελειώσει το περίφημο για την λογοτεχνική του παράδοση Λύκειο του Τσάρσκογιε Σελό, όπως ονομάζεται στη ρωσική γλώσσα το χωριό των αυτοκρατόρων απ΄ όπου είχαν αποφοιτήσει σπουδαίοι λογοτέχνες με κορυφαίο στη λίστα τον Αλέξανδρο Πούσκιν, το όνομα του οποίου είχε λάβει κατά τη σοβιετική περίοδο. Τελειώνοντας το Λύκειο συνέχισε σπουδάζοντας Νομικά στο Κίεβο. Ήδη όμως εκεί είχε γνωρίσει τον ποιητή Νικολάι Γκουμιλιόφ, με τον οποίο τελικά παντρεύτηκε, μετά από πιεστική πολιορκία, στις 25 Απριλίου 1910. Μετά το γαμήλιο ταξίδι τους στο Παρίσι έμεινε μόνη μια κι εκείνος επέλεξε να συμμετάσχει σε αφρικανικό σαφάρι για κυνήγι λιονταριών. Εξάλλου ήταν γνωστή η αγάπη του για τα εξωτικά μέρη αλλά και τα παριζιάνικα και ιταλικά στέκια στα οποία ταξίδευε συχνότατα την πρώτη δεκαετία του 2ου αιώνα, τουλάχιστον. Την ίδια αγάπη έτρεφε επίσης και για την περιπέτεια λαμβάνοντας μέρος σε σαφάρι, σε μονομαχίες για τα μάτια μιας γυναίκας αλλά και πολέμους όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Σκίτσο της ποιήτριας δια χειρός Μοντιλιάνι (1911)

Κατά τη διάρκεια του γαμήλιου ταξιδιού στο Παρίσι την άνοιξη του 1910, η σπάνια ομορφιά και γοητεία της Άννα φαίνεται να «έκαψε πολλές καρδιές» στους καλλιτεχνικούς κύκλους του συζύγου της προκαλώντας αρκετές φορές τη ζήλια του αν και ήταν εγκρατής στις εκδηλώσεις του. Σε μία όμως περίπτωση η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχό του και ήταν τότε που η Άννα γνωρίσθηκε με τον ζωγράφο Αμεντέο Μοντιλιάνι που είχε πολλούς Ρώσους φίλους. Όπως αναφέρει η ίδια στα απομνημονεύματά της, 50 χρόνια μετά το περιστατικό, τον συνάντησε λίγες φορές αρκετές όμως για να δημιουργηθεί αμοιβαία συμπάθεια, ίσως και έρωτας. Η σχέση τους παραμένει αδιευκρίνιστη καθώς ο ίδιος έφυγε νωρίς ενώ η ίδια κάθε φορά διηγιόταν διαφορετικές εκδοχές με σκοπό, προφανώς, να καλύψει με πέπλο μυστηρίου μια τυπικά παράνομη σχέση. Ωστόσο φαίνεται ότι αμέσως μετά την επιστροφή του άνδρα της από την Αφρική, πήγε στο Παρίσι και έμεινε με τον Μοντιλιάνι περίπου έξι μήνες (Σεπτέμβριος 1910-Μάρτιος 1911), περίοδος κατά την οποία εκείνος την ζωγράφισε (;) και εκείνη έγραψε στίχους τους οποίους, σύμφωνα με δηλώσεις της, ο Μοντιλιάνι δεν μπορούσε να κατανοήσει καθώς δεν γνώριζε ρωσικά.

Όπως αναφέρουν οι βιογράφοι της, η Άννα ξεκίνησε να γράφει ποίηση σε ηλικία μόλις 11 ετών εμπνευσμένη από τους αγαπημένους τους ποιητές Ρακίνα, Πούσκιν και Μπαρατίνσκι. Τόσο οι σπουδές της όσο και ο γάμος της με τον Γκουμιλιόφ της έδωσαν την ευκαιρία αφενός να αναπτύξει το ποιητικό της ταλέντο και αφετέρου να κινηθεί σε χώρους λογοτεχνικούς αποτελώντας μάλιστα από το 1911 η ίδια και ο σύζυγό της τον κεντρικό πυρήνα του «Σιναφιού των ποιητών» ή «Ποιητικής Συντεχνίας» που δημιουργήθηκε σε συνεργασία με τον Οσίπ Μαντελστάμ. Το «Σινάφι» ασπαζόταν τον ακμεϊσμό που σύμφωνα με το λεξικό του Διαμαντίδη αποτελεί «ρωσική φιλολογική κίνηση που αναπτύχθηκε το 1909 και απαιτούσε την αγνότητα της τέχνης και την απομάκρυνσή της από την κοινωνική ζωή και τα ιστορικά γεγονότα. Τα κυρίαρχα στοιχεία στην τέχνη, σύμφωνα με τον ακμεϊσμό, πρέπει να είναι ο άνθρωπος, τα υψηλά ιδανικά, τα αισθήματα και κυρίως η αισθητική αρτιότητα. Η ακμεϊστική ποίηση εξυμνεί τον ερωτισμό, το μυστικισμό, τον πεσιμισμό, αλλά και τη δύναμη της ψυχής και της τύχης». Το ρεύμα αυτό, αν και κατά γενική παραδοχή σηματοδότησε τη μοντέρνα στροφή των Ρώσων ποιητών κόντρα στο ρεύμα του συμβολισμού, δέχθηκε συχνή και σκληρή κριτική από το σοβιετικό καθεστώς. Η πλευρά των ίδιων των ποιητών προσδιορίζει το ρεύμα ως «νοσταλγία του παγκόσμιου πολιτισμού» ενώ μέλη του ΚΚΣΕ χαρακτήρισαν τους ακμεϊστές «ως κήρυκες της ηττοπάθειας, του πεσιμισμού και της πίστης στο επέκεινα» παρομοιάζοντάς τους με τους «συμβολιστές, τους παρακμίες και τους άλλους εκπρόσωπους της αποσυνθεμένης αστικοαριστοκρατικής ιδεολογίας».

Προσωπογραφία της Αχμάτοβα (1922). Έργο του Ρώσσου Ζωγράφου Κούζμα Πετρόβ-Βόντκιν. Μουσείο (Αγίας) Πετρούπολης.

Η ποιήτρια στον συγκεκριμένο κύκλο ομότεχνών της απέκτησε σύντομα μεγάλη φήμη κερδίζοντας διάφορους τίτλους όπως «Βασίλισσα του Νέβα» ή «Ψυχή της Αργυρής Εποχής» αλλά και λόγω του «μοιραίου» στυλ που είχε υιοθετήσει στην εμφάνισή της τον τίτλο «Άννα Πασών των Ρωσιών». Ειδικότερα έτσι την χαρακτήριζε μια άλλη μεγάλη ρωσίδα ποιήτρια η Μαρίνα Τσβετάγεβα. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι οι περίοδοι στη ρωσική ποίηση συνηθίζεται να ταξινομούνται σε σχέση με την χρονική περίοδο που έζησαν μεγάλοι ποιητές τους. Έτσι η Χρυσή Περίοδος προσδιορίζεται στο πρώτο ήμισυ του 19ο αιώνα με κορυφαίο τον Πούσκιν ενώ η Αργυρή τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα με την εμφάνιση του έργου του Αλέξανδρου Μπλοκ. Μέσα σε αυτό το τοπίο δύο χρόνια μετά τον γάμο της παρουσιάζει την πρώτη συλλογή της με τίτλο «Εσπέρα» (1912), ως Άννα Αχμάτοβα. Ο λόγος της επιλογής αυτού του επώνυμου ήταν η άποψη του πατέρα της ο οποίος θεωρούσε ντροπή να χρησιμοποιείται το «σεβαστό» επώνυμο της οικογένειας Γκορένκο, ως υπογραφή σε ποιήματα. Έτσι εκείνη χρησιμοποίησε το επώνυμο της προγιαγιάς της που είχε ταταρική καταγωγή, με το οποίο, τελικά, έγινε παγκόσμια γνωστή. Πάντως, την μεγαλύτερη έκπληξη θα πρέπει να εκδήλωσε ο ίδιος ο σύζυγός της ο οποίος, όπως αναφέρεται, δεν έτρεφε και ιδιαίτερη εκτίμηση για το ταλέντο της γυναίκας του. Έτσι, ο Γκουμιλιόφ μάλλον σοκαρίστηκε όταν ο Μπλοκ του είπε πως τα ποιήματα της Άννα του αρέσουν περισσότερο από τα δικά του.

Με τον πρώτο σύζυγό της Γκουμιλιόφ και τον γιό τους Λεβ, σε οικογενειακή φωτογραφία του 1913.

Την 1η Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς που εκδόθηκαν τα πρώτα ποιήματά της, η Αχμάτοβα έφερε στον κόσμο τον γιο της Λεβ που υπήρξε ιστορικός, εθνολόγος και ανθρωπολόγος ο οποίος με τη διατύπωση της θεωρίας του σχετικά με τη μετακίνηση των νομαδικών φυλών από την ευρασιατική στέπα προς την Ευρώπη και την Κίνα, εστιάζοντας κυρίως στα ταταρικά και μογγολικά φύλα, κατηγορήθηκε ως αντισημίτης, διώχθηκε από το σοβιετικό καθεστώς, αποτέλεσε όμως και την αρχή για τη δημιουργία της πολιτι(στι)κής κίνησης γνωστής ως Νέο-Ευρασιανισμός σύμφωνα με την οποία, μεταξύ άλλων, οι Ρώσοι βρίσκονται πολιτιστικά πλησιέστερα στην Ασία παρά στην Ευρώπη. Ωστόσο η γέννηση του παιδιού σήμανε και την αρχή του τέλους ενός γάμου που από την αρχή φαινόταν ασταθής. Από τότε ξεκινούν να ζουν ουσιαστικά αυτόνομοι κυνηγώντας ο μεν λιοντάρια και ερωμένες η δε εραστές και γαλήνη. Όμως, η Αχμάτοβα προκειμένου να ζήσει ελεύθερη διάλεξε να μείνει μακριά από το παιδί, πράξη που είχε εξαιρετικά δυσμενή αποτελέσματα για το ίδιο και για τη σχέση τους όπως θα δούμε στη συνέχεια. Πιθανόν με το επιχείρημα που προβάλλει σε ποίημά της, πως η μητρότητα αποτελεί ένα γλυκό βασανιστήριο και δεν ήταν αντάξιά της, αποφασίζει να αφήσει το μωρό, αμέσως μετά την έξοδό της από το μαιευτήριο, στη γιαγιά του και πεθερά της.

Η Άννα Αχμάτοβα, ζωγραφισμένη από τον Ρώσο κυβιστή, Νάθαν Αλτμάν, το 1915.

Η έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου (1914) βρίσκει την Αχμάτοβα να γράφει, να ερωτοτροπεί, και να προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές από τον αποτυχημένο γάμο και της ακόμη πιο αποτυχημένης μητρότητας, προσβεβλημένη από φυματίωση. Από την άλλη μεριά ο τυπικά ακόμη σύζυγός της έσπευσε να ενταχθεί στο ρωσικό στρατό και ειδικότερα σε έλα ιππικό σώμα για την ελίτ της χώρας του. Μάλιστα, για την ανδρεία του, ο Γκουμιλιόφ τιμήθηκε δύο φορές ενώ την εμπειρία του από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις την αποτύπωσε μέσω των ποιημάτων του και ειδικότερα στη συλλογή με τον τίτλο «The Quiver» (Ανατριχίλα, 1916). Εν τω μεταξύ την ίδια χρονιά (1914) εκδίδεται η δεύτερη ποιητική συλλογή της «Ροζάριο» με την οποία μπορούμε να πούμε ότι κατέλαβε μια σημαντική θέση στη ρωσική ποίηση. Το 1918 διαλύθηκε και τυπικά ο γάμος της με τον Γκουμιλιόφ ενώ μεταξύ των εραστών που είχε την περίοδο αυτή, εκτός από εκείνους που παντρεύτηκε περιλαμβάνονται ο ζωγράφος και ποιητής Μπόρις Ανρέπ και ο ποιητής και κριτικός Νικολάι Νεντόμπροβο. Από αυτούς εκείνος που κατέλαβε μεγαλύτερο χώρο στη ζωή της ήταν ο Ανρέπ για τον οποίο έχει γράψει τουλάχιστον 30 ποιήματα. Να σημειωθεί ότι ο καλλιτέχνης αυτός ήταν φίλος τόσο με τον πρώτο της σύζυγο όσο και με τον Νικολάι Νεντόμπροβο ενώ η φιγούρα και το πρόσωπο της Αχμάτοβα εμφανίζονται και σε δικά του έργα (Compassion και Saint Anne Mosaic). Ο Ανρέπ εγκατέλειψε την Αχμάτοβα και μαζί και τη χώρα του λίγο προν την έκρηξη της Επανάστασης του 1917 και δεν επέστρεψε ποτέ, εγκατεστημένος κυρίως στην Μ. Βρετανία. Συναντήθηκαν για τελευταία φορά το 1965, λίγο πριν το θάνατό της, όταν εκείνη πήγε να παραλάβει το τιμητικό πτυχίο από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

1924: περίοδος απομόνωσης αλλά και προβλημάτων υγείας.

Το 1921 ο Γκουμιλιόφ εκτελείται με την κατηγορία της αντισοβιετικής δράσης και η Αχμάτοβα λίγο αργότερα παντρεύεται με τον μελετητή ασιατικών γλωσσών Βλαντιμίρ Σιλέικο ο οποίος ήταν ιδιαίτερα δύστροπος χαρακτήρας. Την περίοδο αυτή αναφέρεται επίσης η σχέση της με τον κλασικό συνθέτη και υποστηρικτή της οκτωβριανής επανάστασης κατά τα πρώτα χρόνια, Άρτουρ Λουριέ που ενσωμάτωσε στα έργα του πλήθος στίχων της, αλλά και με τον Μιχαήλ Ζίμερμαν, άνθρωπο του θεάτρου. Από τη μια οι βίαιες εκρήξεις ζήλιας του δεύτερου συζύγου της και από την άλλη η συνεχιζόμενη αναζήτηση ενός πραγματικού συντρόφου στη ζωή, έσπρωξαν γρήγορα την Άννα κοντά σε έναν άνθρωπο με τον οποίο ήταν συμμαθητές στο Τσάρσκογιε Σελό. Πράγματι, ο ιστορικός τέχνης Νικολάι Νικολάγεβιτς Πούνιν απέσπασε το ερωτικό ενδιαφέρον της σε σημείο που να παραβλέψει ότι από το 1917 ήταν παντρεμένος με την γιατρό Άρενς με την οποία είχαν αποκτήσει και μια κόρη, την Ιρίνα. Έτσι τον παντρεύτηκε και έζησε μαζί του 15 ολόκληρα χρόνια ανεχόμενη της απιστίες του που έφθαναν μέχρι του σημείου κάποια φορά να συγκατοικούν μαζί με την ερωμένη του. Ο Πούνιν παρόλο που μέχρι το 1949 κατείχε σημαντικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό της ΕΣΣΔ τότε συνελήφθη με την κατηγορία της αντισοβιετικής προπαγάνδας γιατί όπως λένε δήλωσε ότι πολλά πορτρέτα του Λένιν είναι «ανούσια, άγευστα». Παίρνοντας το δρόμο της εξορίας κατέληξε λίγους μήνες μετά το θάνατο του Στάλιν στο στρατόπεδο Γκούλακ λόγω των εξαιρετικά δυσμενών συνθηκών διαβίωσης. Να σημειωθεί ότι ο Πούνιν είχε συλληφθεί και κατά τη διάρκεια της σχέσης του με την Αχμάτοβα, ωστόσο εκείνη είχε καταφέρει να τον αφήσουν ελεύθερο. Μετά το θάνατο του Πούνιν η Αχμάτοβα εξακολουθούσε να προκαλεί το ενδιαφέρον των ανδρών και να δέχεται και προτάσεις γάμου, χωρίς όμως ανταπόκριση από πλευράς της. Ο Μπόρις Πάστερνακ, μάλιστα, ήταν ένας από τους επίδοξους συζύγους της.

Χειρόγραφο του «ποιήματος δίχως ήρωα» (1940-1942)

Τα δεκαπέντε χρόνια της συμβίωσής της πέρα από την απιστία του συντρόφου της, η Αχμάτοβα παράγει ένα μεγάλο αριθμό ποιημάτων στα οποία φαίνεται η απογοήτευσή της όχι μόνο για την προσωπική της ζωή αλλά και για το περιβάλλον στο οποίο ζούσε καθώς ήταν στιγματισμένη ήδη λόγω του πρώτου γάμου της ενώ οι περισσότεροι φίλοι της είτε είχαν μεταναστεύσει είτε είχαν εξορισθεί ή και εκτελεσθεί. Μέχρι την έκρηξη του Β΄ Παγκόσμιου ζούσε μεταφράζοντας κυρίως Τζιάκομο Λεοπάρντι, αρθρογραφώντας και γράφοντας ποίηση, που όμως είχε απαγορευθεί η δημοσίευσή της. Ήδη από το 1922 ο Λέων Τρότσκι είχε αποκηρύξει τη συλλογή της «Αnno Domini», που σήμερα θεωρείται κορυφαίο επιτεύγματα της ρωσικής ποίησης, ως βδελυρή ενώ τρία χρόνια αργότερα αποσύρθηκαν όλα τα βιβλία της και, όπως αναφέρεται, καταστράφηκαν. Την περίοδο του Μεσοπολέμου περίοδο φαίνεται να έχει υπογράψει και ένα ποίημα για τον «Πατερούλη των Λαών» το οποίο όπως αναφέρουν οι βιογράφοι της έγραψε σε μια προσπάθεια αποστιγματισμού του παιδιού της. Πράγματι ο Λεβ τη δεκαετία του 1930 αποπέμφθηκε από το Πανεπιστήμιο του Λένινγκραντ και οδηγήθηκε στην εξορία για πολλά χρόνια (1938-1956), παρόλο που κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου είχε πολεμήσει στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού και ειδικότερα στη μάχη του Βερολίνου. Ο ίδιος δεν συγχώρεσε ποτέ τη μητέρα του, θεωρώντας την υπεύθυνη για όλα τα βάσανα που πέρασε στα νεανικά του χρόνια.

Η ποιήτρια με τον Μπόρις Πάστερνακ το 1940.

Με την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου άρθηκε, προσωρινά, η απαγόρευση και η «Πράβντα» δημοσίευσε πατριωτικά ποιήματα της Αχμάτοβα ενώ η ίδια σε όλη τη διάρκεια του πολέμου των 900 ημερών εμψύχωνε από τα ραδιόφωνο τις γυναίκες. Παράλληλα εργαζόταν πάνω στο «Ρέκβιεμ», που θεωρείται και το αριστούργημά της, με περιεχόμενο εξόχως καυστικό για τη σταλινική περίοδο στην ΕΣΣΔ αλλά και κυρίως για τα προσωπικά δεινά της. Χαρακτηριστικοί οι στίχοι για τη σύλληψη του παιδιού της: «Συνοδεία σε πήραν την αυγή/ Σαν κηδεία ακολούθησα μαζί/ Στο μισοσκόταδο της κάμαρας κλαίγαν τα παιδιά/ Και στο εικόνισμα τρεμοσβήναν τα κεριά./ Στα χείλη σου τ' αγίου η παγωνιά./ Στο μέτωπό σου ο θάνατος ανάβλυζε νερό... Δεν ξεχνώ!/ Σαν των Στρέλτσι τις έρημες γυναίκες κι εγώ/ Στους πύργους του Κρεμλίνου θα ουρλιάζω χωρίς σταματημό». Το «Ρέκβιεμ» στο σύνολό του δημοσιεύτηκε στην ΕΣΣΔ μόλις το 1987.

Φωτογραφία της που μάλλον επιβεβαιώνει τον χαρακτηρισμό «καλόγρια». Χωρίς ημερομηνία.

Μεταπολεμικά οι περιορισμοί συνεχίστηκαν με κορύφωση τον Αύγουστο του 1946 οπότε της ασκήθηκε σκληρή κριτική από την ΚΕ του ΚΚΣΕ για «ερωτισμό, μυστικισμό, και πολιτική αδιαφορία», όπως και για «ξένη προς τον σοβιετικό λαό ποίηση». Μάλιστα ο Αντρέι Ζντάνοφ, στενός συνεργάτης του Στάλιν, μέλος του ΠΓ, υπεύθυνος πολιτιστικών και δημιουργός της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων με σφοδρή αντιδυτική ιδεολογία και ένθερμος υποστηρικτής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού ήταν εκείνος που την χαρακτήρισε ως «Μισή πόρνη, μισή Καλόγρια», διαγράφοντάς την ταυτόχρονα από την Ένωση Λογοτεχνών. Η φράση αυτή έμελλε να συνοδεύει την Αχμάτοβα, συχνότερα για να αναδείξει την σκληρότητα του καθεστώτος, αν και η προσωπική μας άποψη είναι ότι το περιεχόμενό της δεν είναι υβριστικό, τουλάχιστον για τους Μαρξιστές. Αν και στο πλαίσιο της λογοκρισίας απαγορεύθηκαν και περιοδικά όπως το Ζβέζντα στο οποίο δημοσιεύονταν κατά καιρούς στίχοι της Αχμάτοβα, η ποίησή της διαδιδόταν από στόμα σε στόμα και σε συνδυασμό με την προσωπικότητά της και την τύχη των μελών της οικογένειάς της, σύντομα έγινε θρύλος και σύμβολο της πολιτιστικής κληρονομιάς των Ρώσων από εκείνους που θεωρούσαν πως αυτή ισοπεδωνόταν από το σοβιετικό καθεστώς. Κάποιες πηγές αναφέρουν ότι η ποιήτρια έγραψε ύμνους για τον Στάλιν το 1950 με τον ίδιο στόχο που δεν ήταν άλλος από την απελευθέρωση του γιου της. Τα ποιήματα αυτά, σύμφωνα πάντα με τις ίδιες πηγές, δημοσιεύτηκαν στο εβδομαδιαίο περιοδικό Ογκονιόκ υπό τον τίτλο «Από τον κύκλο “Δόξα στην Ειρήνη”». Μετά το θάνατο του Στάλιν, η αποκατάσταση της Αχμάτοβα ήταν αργή και σταδιακή. Μέχρι το 1958 δημοσιεύτηκαν αρκετά ποιήματά της και μεγάλο μέρος του ογκώδους μεταφραστικού έργου της, στο οποίο εκτός από τα έργα του Λεοπάρντι περιλαμβάνονται κι εκείνα του Βίκτωρα Ουγκώ, του Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ, και διαφόρων Αρμενίων Κορεατών ποιητών. Επίσης ήρθαν στην δημοσιότητα διάφορα κείμενα - απομνημονεύματα για τους Μπλοκ, Μοντιλιάνι και Μαντελστάμ. Το 1964 τιμήθηκε με την ευκαιρία των 75ων γενεθλίων της με ειδικές εκδηλώσεις. Μεταξύ άλλων έλαβε το ιταλικό βραβείο ποίησης «Αίτνα-Ταορμίνα», ενώ το 1965 όπως αναφέραμε ήδη πήρε τιμητικό πτυχίο από την Οξφόρδη.

Η Αχμάτοβα προς την τελευταία κατοικία της. Δεξιά διακρίνεται ο νομπελίστας ποιητής Γιόζεφ Μπρόντσκι.

Η Άννα Αχμάτοβα πέθανε στις 5 Μαρτίου 1966, κατά σύμπτωση ακριβώς την ίδια μέρα που είχε πεθάνει ο Ιωσήφ Στάλιν το 1953, ενώ ο γιός της πέθανε τον Ιούνιο του 1992. Η φήμη της εξαπλώθηκε ιδιαίτερα μετά το θάνατό της ενώ στη χώρα της υπάρχουν και μνημεία μεταξύ των οποίων και το σπίτι που έζησε με τον Πούνιν όπου συγκεντρώνονταν πολλοί Ρώσσοι διανοούμενοι. Από το έργο της που δημοσιεύθηκε ολόκληρο στην ΕΣΣΔ την περίοδο της «Περεστρόικα» γνωρίζουμε να έχουν εκδοθεί στη χώρα μας το «Ποίημα χωρίς Ήρωα» (Ωκεανίδα,1982), το «Ρέκβιεμ» (Υπερίων, 1998 και Αρμός, 2007), «Ρέκβιεμ», «Ποίημα δίχως Ήρωα» και «Ελεγείες του Βορρά» (Μικρή Άρκτος 2008), ενώ ποιήματά της περιλαμβάνονται στις Ανθολογίες των Ρώσων ποιητών (2004) και της Ξένης Ποίησης (2007). Αξιόλογες επίσης μεταφράσεις παρουσιάζονται και στα ηλεκτρονικά περιοδικά ενώ έχει μεταφρασθεί και η βιογραφία της γραμμένη από τον Βόλφγκανγκ Χέσνερ (Μελάνι, 2007).

Άννα Αχμάτοβα, βιογραφικά στοιχεία, ποίηση και κριτικές
-Anna Akhmatova, Wikipedia.
-Anna and Amedeo, Olga's Gallery, 1 Σεπτεμβρίου 2002.
-Μια τσαρίνα «αγία και πόρνη», Δημήτρης Χουλιαράκης, Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2007, ΤΟ ΒΗΜΑonline.
-Άννα Αχμάτοβα: «Ο κάλπικός τους έπαινος εμένα δεν μ΄ αγγίζει», Χάρης Βλαβιανός, Σάββατο 23 Αυγούστου 2008, ΤΑ ΝΕΑ on-oline, Ένθετο «Βιβλιοδρόμιο».
-Akhmatova Anna, OdessaWeb.
-Anna Akhmatova, The University of Vermont.
-Άννα Αχμάτοβα: Ποίηση, Pegas, Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Μικρών Κειμένων.
-Το «Ρέκβιεμ» της Αννας Αχμάτοβα, «Και εσείς μπορείτε να περιγράψετε αυτό;», Του Γιάννη Αντιόχου, .poema, ηλεκτρονικό περιοδικό για την ποίηση.
-Ρετρό: «Ποιήματα» της Άννας Αχμάτοβα, της Ανθής Ντάρδη, Βακχικόν, Περιοδικό Γραμμάτων και Τεχνών.
-Άννα, η Πασών των Ρωσιών: Το κορίτσι και το πεπρωμένο, Σόνια Ιλίνσκαγια-Αλεξανδροπούλου, Κυριακή 19 Ιουλίου 1998, ΤΟ ΒΗΜΑonline.
-Φωτογραφικό υλικό από το RussianPoetry.

Άλλα πρόσωπα και τα έργα τους
-Nikolay Gumilyov, Wikipedia.
-Lev Gumilyov, Wikipedia.
-Αλέξανδρος Πούσκιν, Βικιπαίδεια.
-Ποίηση Αλέξανδρου Πούσκιν, Pegas, Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Μικρών Κειμένων.
-Alexander Blok, Wikipedia.
-Ποίηση Αλέξανδρου Μπλοκ, Pegas, Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Μικρών Κειμένων.
-Οσίπ Μαντελστάμ: Ερανίσματα από την ποίησή του, Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης, .poema, ηλεκτρονικό περιοδικό για την ποίηση.
-Αμεντέο Μοντιλιάνι, Βικιπαίδεια.
-Arthur Vincent Lourié, Geocities, Composer of 'L'
-Nikolai Punin, From Wikipedia.
-Boris Anrep, Wikipedia.
-Andrei Zhdanov, Spartacus.
-Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ, Βικιπαίδεια.
-Kuzma Petrov-Vodkin, Wikipedia.
-Nathan Altman, Wikipedia.

Οδησσός
-Odessa, Wikipedia.
-Οδησσός: Η ανατολή της Ευρώπης, Κυριακή Βασσάλου, Η Καθημερινή, 5 Οκτωβρίου 2007.

Τσάρσκογιε Σελό
-Τα τεκμήρια της καταστροφής, Ριζοσπάστης, Ένθετο «7 ημέρες μαζί», 16 Μαρτίου 2008.
-Ρωσία, ΔΕΘ.
-Tsarskoye Selo,Wikipedia.

Ακμεϊσμός
-Διαμαντίδης, Αντώνης (2008) Λεξικό των –ισμών, Αθήνα: εκδ. Γνώση.
-Οι εποχές της καταστολής: Συγγραφείς & εξουσία, Αναστάσιος Βιστωνίτης, Κυριακή 30 Ιουλίου 2006, ΤΟ ΒΗΜΑonline.

Ευρασιανισμός
-Neo-Eurasianism, Wikipedia.

Εποχές της ρωσικής ποίησης