Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

31/12/12

Καλή Χρονιά


Γ. Ιακωβίδης. Ρόδια. 


K΄ η πέτρα όπου καθήσαν κάτου απ' τις ελιές το απομεσήμερο αντικρύ στη θάλασσα
αύριο θα γίνει ασβέστης στο καμίνι
μεθαύριο θ΄ ασβεστώσουμε τα σπίτια μας και το πεζούλι της Aγιά-Σωτήρας
αντιμεθαύριο θα φυτέψουμε το σπόρο εκεί που αποκοιμήθηκαν
κ΄  ένα μπουμπούκι της ροδιάς θα σκάσει πρώτο γέλιο του μωρού  στον κόρφο της λιακάδας.
K΄ ύστερα πια θα κάτσουμε στην πέτρα να διαβάσουμε όλη την καρδιά τους
σα να διαβάζουμε πρώτη φορά την ιστορία του κόσμου.

Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη (V)

20/12/12

Ένα παραμύθι για μεγάλα παιδιά


Το εικονογραφημένο έμμετρο παραμύθι με τον Αϊ Βασίλη, περιλαμβάνεται στην ηλεκτρονική βιβλιοθήκη παιδικών βιβλίων  The Rosseta Project. Φαίνεται να δημιουργήθηκε το 1887 από την  Margarite Rice, ενώ στην ίδια ιστοσελίδα διατίθεται και στην ελληνική γλώσσα.

Εδώ η παρέμβαση διαφέρει. Από το βιβλίο διατηρήθηκε η εικονογράφηση και τη θέση των κειμένων έλαβαν στίχοι 12  Ελλήνων ποιητών, με αποτέλεσμα ένα παραμύθι για μεγάλα παιδιά.

Μerry crisis
and a happy new fear
















e-book (scribd)
e-book (wordpress)

6/12/12

Στεφάνι 2013



Πώς να φτιάξετε το οικογενειακό πρωτοχρονιάτικο στεφάνι 2013, με τρόπο οικονομικό και οικολογικό.

Οδηγίες κατασκευής 
Από τη στοίβα των αχρήστων προς καύση κατά τις κρύες μέρες, που έχετε ήδη δημιουργήσει, διαλέγετε το καλύτερο στεφάνι από αυτά των παρελθόντων ετών.

Καθαρίζετε,  τινάζοντας και περνώντας με νωπό πανί. Αποφύγετε τα μαντήλια δακρύων, δεν περνάνε πια. Σε περίπτωση που σας έχουν κόψει το νερό, χρησιμοποιείστε μαλακό χαρτί. Μην χρησιμοποιήσετε εφημερίδες με συνεντεύξεις εταίρων και υπουργών (δημιουργούν «ψαλίδα» στις πευκοβελόνες).

Στη συνέχεια κόψτε προσεκτικά, χρησιμοποιώντας κατάλληλο ψαλίδι, τμήματα των λογαριασμών που εκκρεμούν (πρώην ΔΕΚΟ, Εφορία, ενοίκια, δάνεια, κλπ), την κάρτα ανεργίας σας, τη φωτογραφία από την τελευταία φορά που βάλατε πετρέλαιο θέρμανσης, κουπόνια από τα φάρμακα που κάποτε μπορούσατε να αγοράζετε και άλλα έγγραφα ή κάρτες που, όλα μαζί, γέμισαν τα συρτάρια σας τη χρονιά που μας πέρασε.  

Ταιριάξετε -διακριτικά- τα αποκόμματα με τα υπάρχοντα στολίδια, προσέχοντας να αφήνετε χώρο μεταξύ τους γιατί όλο και κάτι θα προκύψει μέχρι τις 23:59 της 31ης Δεκεμβρίου 2012. Για τη σταθεροποίησή τους χρησιμοποιήστε το σάλιο σας, το οποίο έτσι κι αλλιώς έχει γίνει κολλώδες.

Για να κάνετε το στεφάνι πιο εντυπωσιακό και επίκαιρο, κρεμάστε το τελευταίο σας ευρώ, μια δραχμούλα που ενδεχομένως έχετε κρατήσει ως ανάμνηση, αλλά και διάφορα «αγαπημένα» εμβλήματα όπως εκείνα του ΝΑΤΟ, του ναζισμού, κ.ά., κατά περίπτωση (γενιά, ενδιαφέροντα και εμπειρίες). Μην ξεχάσετε την πολυαγαπημένη μας Τράπεζα της Ελλάδος, για καθαρά ιστορικούς λόγους.

Τέλος, στολίστε την κορδέλα με αστέρια ώστε να σχηματίζουν το έμβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τοποθετώντας στο κέντρο τον πλανήτη μας, όπως αποτυπώνεται στο σήμα του «σωτήρα» αυτού (ΔΝΤ). Δεν χρειάζεται να γράψετε το έτος. Αν συνεχίσουμε απλώς να τους κοιτάζουμε, όλα τα έτη θα είναι ίδια από εδώ και πέρα.*

Προστασία περιβάλλοντος-Εξοικονόμηση πόρων 
Μαζέψτε προσεκτικά όσο χαρτί έχει περισσέψει και τοποθετείστε το εκ νέου στη στοίβα προς καύση. Τα πλαστικά μέρη τοποθετείστε τα ξεχωριστά και διατηρήστε τα σε χώρο δροσερό, σκοτεινό και καθαρό. Αργότερα μπορεί να τα χρειαστείτε για να καθαρίσετε πατάτες.  

Προφυλάξεις
Το στεφάνι προτείνεται για εσωτερικούς χώρους, ώστε να αποφεύγονται τα εγκεφαλικά και άλλα επεισόδια εκ μέρους των περαστικών.

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ   

*Αν έχετε διαφορετική διάθεση, φυλάξτε το στεφάνι. Θα φανεί χρήσιμο για μελλοντικές πανηγυρικές τελετές.

20/11/12

Για το μεγαλύτερο ορνιθοτροφείο...


Afternoon Chickens, Delilah Smith 

Ο καπνός μες στα μάτια
η λάμπα στον καθρέφτη
η αφή υγρασίας στα δάχτυλα
απ΄ τ΄ αδιάβροχο του μεταμφιεσμένου
όταν τη νύχτα σφύριζε ο άνεμος
στη θολωτή σήραγγα
όπου οι τυφλοί πουλούσαν
λαχεία σουγιάδες κομπολόγια
και μέσα σε μεγάλα χαρτονένια κιβώτια
μετέφεραν τους σκοτωμένους απεργούς
ώσπου να βγούμε απ΄ τ΄ άλλο μέρος
με τα μαλλιά μας όλο πούπουλα
από την ανεξήγητη εκείνη ανατίναξη
του μεγαλύτερου ορνιθοτροφείου.

Αθήνα 26.IV.76

Γιάννης Ρίτσος, Το Ρόπτρο: 32 ποιήματα από την ανέκδοτη ομώνυμη συλλογή, εκδ. Εγνατία: Τραμ/Λογοτεχνία, Θεσσαλονίκη, 1977.

11/11/12

Οι γερόντισσες και η θάλασσα


Στη μνήμη του Γιάννη Ρίτσου που «έφυγε» πριν 22 χρόνια, αφήνοντας την ποίησή του παρακαταθήκη για το μέλλον. Τα λόγια της Γκρίζαινας, ένα κομμάτι απ΄ αυτήν.

Το Χορικό με τίτλο «Οι Γερόντισσες και η θάλασσα» γράφηκε από τον Γιάννη Ρίτσο το Σεπτέμβριο του 1958, στη Σάμο. Αφιερωμένο στην ιερή μνήμη της μητέρα του, Ελευθερίας Ελευθερίου Ρίτσου, μας μεταφέρει στη ζωή των φτωχών γυναικών της εποχής και πριν από αυτήν. Επτά γερόντισσες χωρίς ονόματα (η Πρώτη, η Δεύτερη, κ.ο.κ) αναπολούν τη ζωή τους κοιτάζοντας το  ελληνικό φθινοπωρινό λιόγερμα, καθισμένες σ΄ ένα παλιό νησιώτικο λιμάνι.

Στο τέλος, χαιρετώντας τα παιδιά που φεύγουν για τη θάλασσα κάνει την εμφάνισή της, η όγδοη γυναίκα, η Γκρίζαινα η καπετάνισσα, και το έργο κλείνει με τον ακόλουθο διάλογο.

ΓΚΡΙΖΑ1ΝΑ : Ώρα καλή σας, γερόντισσες -τι τα πολεμάτε στο ξάγναντο;
τ΄ άστρα μετράτε και τα καράβια που διαβαίνουνε;
με το φεγγάρι στήσατε ψιλή κουβέντα, αλαφροΐσκιωτες ;

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ: Ούδ΄ άστρα, ουδέ καράβια -εκείνα βούλιαξαν,
ουδέ με το φεγγάρι -εκείνο θάμπωσε,
μόνε τον κόσμο χαιρετάμε κι  αποχαιρετάμε, καπετάνισσα.

ΓΚΡΙΖΑΙΝΑ : -Όι, δα, δεν ήρθε ακόμα η ώρα μας -πολλά να κάνουμε έχουμε,
χίλια τέκνα γεννήσαμε, τα δώκαμε,
χίλια καράβια, τ΄ αρμενίσαμε,
χίλιες θάλασσες στη στεριά κουβαλήσαμε,
χίλιες εκκλησιές χτίσαμε,
χίλιες χιλιάδες καμπάνες κρεμάσαμε,
χίλιες χιλιάδες καρβέλια μοιράσαμε,
το λάδι της φάλαινας μισοτιμής το δώκαμε,
το δάκρυο ακέριο το κρατήσαμε,
και την ξυλοπελεκητή του καραβιού γοργόνα μόνες μας την πελεκήσαμε,
και το καράβι, ως γέρασε, τούτη σαν το σταυρό την κουβαλήσαμε,
μες στο περβόλι, ανάμεσα στα δέντρα, την εβάλαμε,
κ΄ είναι καράβια και τα δέντρα και μας αρμενίζουνε,
κ΄ είναι η γοργόνα κόνισμα, σκίζει τον άνεμο,
την προσευκή μας λέμε της, κι αυτή ακουρμάζεται,

καταμεσίς στη στράτα σαστισμένες δε στεκούμαστε,
σε κανένανε μπόδιο δε μπαίνουμε
πάρεξ σε κείνον που το δρόμο φράζει μας,

καλό ταξίδι τα γεράματα μας κάναμε,
ακόμα γάλα στα βυζιά μας έχουμε,
φλουριά στους κόμπους της μαυρομαντήλας μας κλείνουμε,
πολλά ΄χουμε να πούμε και πολλά να ορμηνέψουμε
οι γριές, ελόγου μας, οι καπετάνισσες,
κι απαιτούμε το σέβας των νέων καπετάνιων -

και με τα δυο χρυσά μας δόντια που μας απομείνανε
έχουμε ακόμα να μασήσουμε και να μιλήσουμε ώσπου κι αυτά να λειώσουν μες στο στόμα μας.

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ: Έχουμε ακόμα να μιλήσουμε και να μασήσουμε
και να δαγκώσουμε το στερνό βόλι που κρατήσαμε για την καρδιά του χάροντα. Γεια σας, παιδιά μας. Καλοτάξιδοι.

Κείμενο και Εικόνα από το: Γιάννης Ρίτσος, Οι γερόντισσες και η θάλασσα, Κέδρος, Αθήνα, 1974.

7/10/12

Σκουλήκι ο Κατακτητής


Στη μνήμη του Έντγκαρ Άλαν Πόε
(19 Ιανουαρίου 1809 - 7 Οκτωβρίου 1849)

Για τη μνήμη των ραγιάδων


Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας
  Ηλέκτρα, 2009



Για δες πρεμιέρα, γεγονός σπουδαίο στην ερημιά των ημερών μας! Συρρέουν οι άγγελοι: περούκες, χρυσαφικά, επίσημα ενδύματα... Συρρέουν δακρύβρεκτοι και κάθονται να παρακολουθήσουν κάποια παράσταση προσδοκιών και φόβων, καθώς η ορχήστρα ασθμαίνει τη μουσική των ουρανίων σφαιρών.

Μίμοι-υπερούσιαι θεοί μασκαρεμένο-γκρινιάζουν, μουρμουρίζουν λόγια ακατάληπτα, πετάνε ακατάσχετα... Ανδρείκελα είναι∙ σπαστικά υπακούουν στις εντολές κάποιων πλασμάτων άμορφων, τεράστιων, που σέρνουν πότε αποδώ, πότε αποκεί τα σκηνικά, χτυπώντας τις αθέατες γιγάντιες φτερούγες τους -ουαί!- τρομαχτικά.

Θα μείνει αξέχαστο -ασφαλώς- το πλούσιο ετούτο δράμα, το κλασικό του Φάντασμα να τρέχει να ξεφύγει από το πλήθος, που όλο το φτάνει και δεν το πιάνει, κι όλο γυρίζει στο ίδιο σημείο, κι όλα βουλιάζουν μέσα στην Τρέλα, μέσα στο Αίσχος, μέσα στον Τρόμο.

Μα, τι ΄ναι αυτό; Μες στην ανία της κωμικής παράστασης, κάτι σαλεύει κι έρχεται, κάτι σφαδάζει κι έρχεται, σαν ματωμένο, κάτι εισβάλει στην ερμιά του σκηνικού! Χτυπιέται -ναι!- και σπαρταράει κι οι μίμοι ουρλιάζουνε φρικτά και τους κατασπαράζει. Φρίττουν οι άγγελοι, βλέποντας τα πορφυρά σαγόνια του με ανθρώπινα κουρέλια στολισμένα.

Σβήνουν τα φώτα. Κεραυνός που ξέσπασε απρόσμενα πέφτει η αυλαία, τυλίγοντας σαν σάβανο τα πλάσματα που σπαρταρούν το τέλος τους, κι οι άγγελοι, οι κάτωχροι, οι ξέπνοοι οι άγγελοι σηκώνονται και λένε: «Ε, ναι, λοιπόν, αυτή είναι πραγματικά η τραγωδία "Άνθρωπος"», κι αυτός αληθινά ο πρωταγωνιστής της: Σκουλήκι ο Κατακτητής».

11/9/12

American Dream


Μεταξύ των ετών 1903 και 1913, εκατομμύρια  Ευρωπαίοι μετανάστες βγήκαν στο λιμάνι της Νέας Υόρκης. Σχεδόν αμέσως για πολλούς από αυτούς, το αμερικανικό όνειρο έγινε εφιάλτης: στοιβαγμένοι σε ανθυγιεινούς χώρους, ζούσαν την απόλυτη φτώχεια. Για να επιβιώσει μια οικογένεια έπρεπε να εργάζονται όλα τα μέλη της.

Η απογραφή του 1910 έδειξε ότι δύο εκατομμύρια παιδιά από 10 έως 15 ετών μοχθούσαν σε ορυχεία και αγροκτήματα, δέκα ώρες την ημέρα, έξι ημέρες την εβδομάδα. Η παιδική εργασία στις ΗΠΑ διευθετήθηκε μόλις το 1938.

 Και σα με καρυδώνουνε μουνούχο σκλάβο
οι Αμερικάνοι, εγώ να βλαστημάω το Σλάβο.
(Κ. Βάρναλης)


Η φωτογραφία λήφθηκε το 1908, σε έναν βαμβακόμυλο της Καρολίνα. Η Μαρτ Πέιν, 5 ετών, συγκέντρωνε δέκα κιλά βαμβάκι την ημέρα. Τα πάντα στη μικρούλα υποδηλώνουν την ταλαιπωρία, την καθημερινή αγγαρεία, μα και την αξιοπρέπεια, κοιτάζοντας κατ΄ ευθείαν προς την κάμερα του Λιούις Χάιν.  

Ο φωτογράφος εργάσθηκε για την Εθνική Επιτροπή Παιδικής Εργασίας, μια οργάνωση που αγωνίστηκε για την κατάργηση της παιδικής εργασίας. Προκειμένου να ευαισθητοποιηθεί το κοινό τα μέλη της οργάνωσης προσπαθούσαν να συλλέξουν στοιχεία και κυρίως φωτογραφίες. Στο πλαίσιο αυτού του αγώνα ο Χάιν ταξίδεψε σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες καταφέρνοντας να διεισδύσει στα ορυχεία στη Βιρτζίνια, στις υαλουργίες της Ιντιάνα και στις φυτείες βαμβακιού στο Νότο. Για να καθησυχάσει τους φόβους των αφεντικών άλλοτε παρουσιαζόταν ως ασφαλιστής κι άλλοτε ως πωλητής της Βίβλου, ενώ κατάφερνε να αποκτήσει την εμπιστοσύνη των παιδιών. Στην τσέπη του, έκρυβε ένα μικρό σημειωματάριο, στο οποίο κρατούσε κρυφά σημειώσεις και την ηλικία των παιδιών την υπολόγιζε με βάση το ύψος τους. Αντί μέτρου χρησιμοποιούσε τα κουμπιά του σακακιού του τα οποία είχε βαθμονομήσει κατάλληλα.  

Πηγή: Mary Monique Robin, Les Cent Photos du SiècleEditions Du Chêne - Hachette, 1999.

30/8/12

Η γέφυρα


Η γέφυρα Λανγκλουά στην Αρλ, Βίνσεντ βαν Γκογκ, 1888  


Είναι μια ωραία περιπλάνηση, σχεδόν μια δραπέτευση -
δεν ξέρω από πού και για πού, -μια μυστική δραπέτευση που δίνει
μια μυστικότητα στην κάθε κίνησή μας, στον ίσκιο μας πάνω στον τοίχο,
στις απίθανες σχέσεις των δακτύλων μας, στον ήχο των βημάτων
        μας -μια εξαίσια αίσθηση
παρανομίας προς όλα, σαν του μοιχού, του κλέφτη, του φονιά,
        του αρσενοκοίτη ή του λαθρεπιβάτη,
κ' η αίσθηση της παρανομίας αυτής σού επιβάλλει
μιαν άγρυπνη προσοχή για ν' αποφύγεις τη σύλληψη,
ενώ η προσοχή σου αυτή συλλαμβάνει
το νόημα μιας αρχικής ενοχής, συλλαμβάνει
τις πιο αδιόρατες εκφράσεις της σιωπής· μα τότε πάλι
νιώθεις πως έτσι παραβιάζεις μ' αντικλείδι ένα μεγάλο, ξένο
        σκοτεινό χρηματοκιβώτιο
ύστερα από σκάλες πολλές και μεγάλους πλακόστρωτους διαδρόμους
που κάνουν ν' αντηχούν απεριόριστα οι κλειδώσεις σου,
κ' ένα καχύποπτο φεγγάρι μπαίνει από φεγγίτες καγκελόφραχτους
μεγάλο, κίτρινο, προδοτικό, φέρνοντάς σε αντιμέτωπο
με την ίδια πελώρια σκιά σου που κρατάει
μεγεθυσμένες τις σκιές των κλειδιών, που εσύ κρατάς, σα νάναι κιόλας
τα κάγκελα της φυλακής που θα σε κλείσει ισόβια· ώσπου τέλος

ανακαλύπτεις πως αυτό το χρηματοκιβώτιο
είναι δικό σου, ολότελα δικό σου
και μπορείς να τ' ανοίξεις ελεύθερα
και μπορείς να χαρίσεις όσα θέλεις στους φίλους σου
και μπορείς να σκορπίσεις όσα θέλεις στον άνεμο
με κείνη τη χαρά που δίνει το ανεξάντλητο
με κείνη τη χειρονομία μιας άσκοπης λεβεντιάς κι' ασωτείας
που είναι, ίσως, η μόνη αληθινή σκοπιμότητα.

Μα τότε νιώθεις ο ίδιος, πόσο η κίνηση αυτή θα φαίνεται ύποπτη
μες στο σκοτάδι το καρφωμένο απ' τ' άστρα, με το μετάλλινο ήχο
        των κλειδιών,
σα χτύπημα σπαθιών, ψηλά στον αέρα, αόρατων μονομάχων ή ιππέων,
μ' αυτό το σκοτεινό, πελώριο στόμιο του χρηματοκιβώτιου
που χάσκει ανοιχτό μες στη νύχτα ενώ στο βάθος του αστράφτουν
σωροί τα νομίσματα περίεργων εποχών και τόπων,
ράβδοι χρυσού σα μεγάλα καρφιά για μια σταύρωση· στοίβες
        χαρτονομίσματα
σα μυστικά τραπουλόχαρτα της Mοίρας. Kι' όσοι
δέχτηκαν μια στιγμή την προσφορά σου, μόλις στρίψεις το κεφάλι σου
δοκιμάζουν στην πέτρα τα νομίσματα, μα εκείνα δεν αφήνουν ήχο,
προσπαθούν ν' αποκρυπτογραφήσουν στα χαρτονομίσματα
τους αριθμούς και τις σφραγίδες, μ' αυτά δε διακρίνονται στο
        καταπληχτικό σκοτάδι,
και τα πετούν ξανά μπροστά στα πόδια σου και φεύγουν.

Και μένεις μόνος μ' όλο σου τον πλούτο ποδοπατημένο,
μόνος μπρος στο μαγνητικό ανοιγμένο στόμιο του αδειανού πια
        χρηματοκιβώτιου,
μόνος μπρος στην ακάλυπτη τρύπα του χάους,
με τόνα χέρι σου μισοσηκωμένο
σε μισοτελειωμένη στάση θεατρικής γενναιοδωρίας,
σαν άγαλμα ήρωα που ο ηρωισμός του
αποδείχτηκε απατηλός μετά θάνατον ― ή σαν ατέλειωτη προσπάθεια
να γίνεις άγαλμα για να μη σωριαστείς στο χώμα ― ένα άγαλμα
που τείνει μάταια σαν τσαμπί σταφύλι τ' αναπόδεκτα κλειδιά ενός
        παραδείσου.

 Γιάννης Ρίτσος, από τα Ποιήματα 1930-1960, Γ΄, Kέδρος 1964 

7/7/12

Νικολάς Γκιγιέν

Ο εθνικός ποιητής της Κούβας, Νικολάς Γκιγιέν Κριστομπάλ Μπατίστα, γεννήθηκε στο Καμαγουέι, μία από τις τέσσερις βασικές νησιωτικές συστάδες που περιβάλλουν την Κούβα, στις 10 Ιουλίου 1902. Τη χρονιά εκείνη οι Ισπανοί αποχώρησαν από την Κούβα, μετά από δεκαετείς αγώνες των κατοίκων, ωστόσο ήταν και η αρχή της κατοχής της από τις ΗΠΑ.

Ο μιγάς ποιητής ήταν το έκτο παιδί του Nicolás Guillén y Urra και της Argelia Batista y Arrieta, απόγονοι Αφρικανών και Ισπανών, αντίστοιχα. Ο πατέρας του που υπήρξε δημοσιογράφος, γερουσιαστής των Φιλελευθέρων και υπέρμαχος των δικαιωμάτων των μαύρων, δολοφονήθηκε από την κουβανική κυβέρνηση το 1917 κατά τη διάρκεια εμφυλίου πολέμου. 

Η δολοφονία του πατέρα του έκανε τον νεαρό Γκιγιέν να στρέψει το ενδιαφέρον του προς τη δημοσιογραφία και την ποίηση. Σε ηλικία 16 ετών έμαθε την τέχνη της εκτύπωσης και ξεκίνησε να εργάζεται στην El Naci Οnal, παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα στο Γυμνάσιο. Την εποχή εκείνη άρχισε να γράφει στίχους. 

Τα πρώτα ποιήματά του εμφανίζονται στο περιοδικό Camagüey Gráfico το 1919 και ακολούθησε η συλλογή Cerebro y Corazon (Μυαλό και Καρδιά). Ταυτόχρονα έστρεψε το ενδιαφέρον του στα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι μαύροι Κουβανοί. Το 1920, τελειώνοντας το Γυμνάσιο στο Καμαγουέι ξεκινά ανώτατες σπουδές στη Νομική Σχολή της Αβάνας. Όμως πολύ σύντομα (1921) εγκαταλείπει το Πανεπιστήμιο, πιθανόν λόγω οικονομικής αδυναμίας, και ιδρύει με τον αδελφό του Φρανσίσκο το λογοτεχνικό περιοδικό Lis, γράφοντας παράλληλα σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά της Κούβας. 

Το 1926 κατάφερε να προσληφθεί ως υπάλληλος σε δημόσια υπηρεσία και ταυτόχρονα άρχισε να συνεργάζεται τακτικά με την κυριακάτικη λογοτεχνική έκδοση της Diario de la Marina.

Εν τω μεταξύ, κατά τη δεκαετία ΄20 με την αφρο-κουβανική μουσική και τα ντόπια όργανα ξεκίνησε η διαμόρφωση της εθνικής μουσικής ταυτότητας της χώρας, με αποτέλεσμα η κουλτούρα των μαύρων να εξαπλωθεί και στις σφαίρες της τέχνης και της λογοτεχνίας. 

Δείγματα της γνωστής ως negrista ποίησης, έχουμε από κομμουνιστές, κυρίως, λευκούς λογοτέχνες μεταξύ των οποίων και ο σπουδαιότερος Κουβανός πεζογράφος, Αλέχο Καρπεντιέρ. Ο Γκιγιέν έχοντας γνωρίσει από τα παιδικά χρόνια, μέσω του πατέρα του, την αφρο-κουβανική μουσική αλλά και τον ρατσισμό που εισέπρατταν σε όλα τα επίπεδα της ζωής οι μαύροι της Κούβας, το 1929 δημοσιεύει στην El Camino en Harlem ένα άρθρο καταδικάζοντας της φυλετικές διακρίσεις στη χώρα του. 

Την ίδια χρονιά παίρνει συνέντευξη από τον Λάνγκστον Χιούζ που θαύμαζε πολύ. Έκτοτε και δια βίου παρέμειναν φίλοι. Ο Χιούζ (1902-1967) υπήρξε ποιητής και θεατρικός συγγραφέας από τις ΗΠΑ. Το έργο του συνδέθηκε όχι μόνο με την Τζαζ αλλά και την Αναγέννηση του Χάρλεμ τη δεκαετία του ΄20. 
Στη φωτογραφία από αριστερά προς τα δεξιά: Χιούζ, Κολτσόφ, Χέμινγουεϊ, Γκιγιέν. 

Το 1930, ο Γκιγιέν απευθύνει έκκληση στη λογοτεχνική κοινωνία για το ζήτημα του ρατσισμού με έναν μοναδικό, κατά κοινή παραδοχή, τρόπο. Η συλλογή  Motivos de son  αποτελεί την πρώτη επίσημη παρουσία του στα ποιητικά δρώμενα της Κούβας. 

Με οκτώ σύντομα ποιήματα εμπνευσμένα από τα sones, τα περίφημα λαϊκά τραγούδια των Αντιλλών, και τις καθημερινές συνθήκες ζωής των μαύρων της χώρας, ο ποιητής καταθέτει την προσωπική του άποψη για τους αγώνες, τα όνειρα, και τις ιδιομορφίες των Αφρο-Κουβανών. 

Τα ποιήματα αναπτύσσονται με επανάληψη στίχων και λέξεων, και σταδιακά κορυφώνονται νοηματικά, με μουσικότητα και έντονο κρεολικό συναίσθημα, παραπέμποντας στο εντεινόμενο ρυθμικό ταμ-ταμ  της μουσικής των Αφρο-Κουβανών. 

Εξάλλου, ο Γκιγιέν όπως και Χιούζ, πίστευε ότι οι μαύροι καλλιτέχνες πρέπει να είναι ελεύθεροι να  εκφράζουν τον μελαμψό εαυτό τους χωρίς ντροπή

Καθώς η γλώσσα που χρησιμοποιεί, είναι η καθομιλουμένη των μαύρων της Κούβας, με τη συλλογή αυτή διαχωρίστηκε η αφρο-κουβανική από την ισπανική λογοτεχνία, μετατοπίζοντας την κουλτούρα των μαύρων από το περιθώριο στο επίκεντρο της κουβανικής λογοτεχνίας. Για τα οκτώ αυτά ποιήματα οι κριτικοί αναφέρουν χαρακτηριστικά: Ήταν σαν ο Γκιγιέν να είχε ακουμπήσει σε κάτι που οι άνθρωποι της Κούβας είχαν στην άκρη της γλώσσας τους, μα περίμεναν τον Γκιγιέν να το αρθρώσει

Μετά τα Motivos de son, ακολούθησε μια άλλη σειρά ποιημάτων ακριβώς την επόμενη χρονιά. Με τη συλλογή Sóngoro Cosongo (1931), ο Γκιγιέν επεκτείνεται, αποτυπώνοντας λυρικά την πικρή ζωή όλων των Κουβανών, δίνοντας έμφαση στον πολιτισμό των μιγάδων, στους οποίους ανήκε και ο ίδιος. 

Και η συλλογή αυτή προκαλεί μεγάλη αίσθηση, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο την αναζήτηση της ταυτότητας της εθνικής κουβανικής λογοτεχνίας, συνδέοντάς την με τη μουσική  αλλά και απευθείας με το λαό. 

Ο ποιητής σε συνέντευξή του το 1930 δήλωσε σχετικά με τις αναζητήσεις αυτές:  Προσπαθώ να ενσωματώσω στην κουβανέζικη λογοτεχνία ό,τι θα μπορούσε να ονομασθεί ποίημα - ρυθμός, στηριγμένο στη μορφή λαϊκού χορού της χώρας μας. Οι ρυθμοί που μπορούν να γίνουν μουσική, αλλά δε γράφτηκαν μόνο γι' αυτό το σκοπό, θέλουν να παρουσιάσουν κάδρα ηθών, λαϊκούς τύπους που υπάρχουν πλάι μας, όπως μιλούν και σκέφτονται! Τα ποιήματά μου με βοηθούν, επιπλέον, να διεκδικήσω ό,τι απομένει δικό μας, βγάζοντάς το στο φως και χρησιμοποιώντας το σαν ένα ποιητικό στοιχείο δύναμης. Όσον αφορά στον προσανατολισμό της ποίησής μου, πιστεύω ότι τον έχω βρει. Με μαγεύει η σπουδή του λαού... Το βαθύ ψάξιμο των σπλάχνων του... Η ερμηνεία των πόνων και των απολαύσεών του

Το 1933, μετά την κατάρρευση της διεφθαρμένης κυβέρνησης του εθνικιστή Χεράρδο Ματσάδο, οι ΗΠΑ αναλαμβάνουν όλο και περισσότερη από την εθνική κυριαρχία της Κούβας, εν μέσω των κοινωνικών αναταραχών που είχε προκαλέσει η επέκταση της οικονομικής κρίσης και στη χώρα αυτή. Τότε, ο Γκιγιέν άρχισε να γράφει ποίηση με έκδηλες πολιτικές απόψεις. 

Η συλλογή West Indies, Ltd (1934) είναι διαποτισμένη από αγωνία, απογοήτευση και επίκριση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών της Καραϊβικής φτωχών. Ο Γκιγιέν κατηγορεί ευθέως τους ιμπεριαλιστές περιγράφοντας την περιοχή ως ένα τεράστιο και κερδοφόρο εργοστάσιο που εκμεταλλεύονται ξένα έθνη. 

Το 1937, κι ενώ στην Ισπανία ο λαός μάχεται κατά των φασιστών του Φράνκο, γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Κούβας και αναχωρεί για την Ιβηρική Χερσόνησο μετά από σύντομη παραμονή σε Μεξικό και Παρίσι. 

Σε αυτό το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό, αναλαμβάνει ανταποκριτής του περιοδικού Mediodia. Παράλληλα αρθρογραφούσε στα έντυπα του ισπανικού Λαϊκού Μετώπου ενώ συμμετείχε και στο Δεύτερο Διεθνές Συνέδριο των Συγγραφέων για την Υπεράσπιση του Πολιτισμού που οργανώθηκε επίσης στην Ισπανία  το 1937. 

Επέστρεψε στην Κούβα μέσω Γουαδελούπης με τις εμπειρίες από τον αντιφασιστικό ισπανικό αγώνα, να έχουν ενισχύσει ακόμα περισσότερο τις πεποιθήσεις του για κοινωνική αλλαγή. Ένα εκτεταμένο, αφηγηματικό του αγώνα των Ισπανών, ποίημα με τίτλο España: Poema en cuatro angustias y una Esperanza (1937), αποτελεί την πρώτη λυρική εκδήλωση των απόψεων αυτών. 

Την ίδια περίοδο δημοσίευσε και τη συλλογή Cantos para soldados y sortes para turistas, καταγγέλλοντας την κλιμακούμενη στρατιωτική παρουσία στην κουβανική κοινωνία. Σε αυτή τη συλλογή ο Γκιγιέν αναδεικνύει την αντίθεση μεταξύ των σκοτεινών και εξαθλιωμένων γκέτο του λαού της Κούβας και των φανταχτερών τουριστικών εγκαταστάσεων της Αβάνας, με στίχους σατιρικούς και ιδιαίτερα καυστικούς. 

Το 1940, έθεσε υποψηφιότητα για δήμαρχος του Καμαγουέι από πλευράς του Κομμουνιστικού Κόμματος. Έκτοτε και μέχρι το 1945, μεγάλο μέρος της ζωής του στην Κούβα το πέρασε ως πολιτικός κρατούμενος, ενώ στάθηκε αδύνατη η χορήγηση βίζας από τις ΗΠΑ. Σε ένα σύντομο διάστημα που δεν ήταν υπό περιορισμό αποφάσισε και έφυγε από τη χώρα του. 

Μέχρι το 1948 ταξιδεύει σχεδόν σε όλη τη Λατινική Αμερική δίνοντας διαλέξεις. Σε Περού, Χιλή, Βραζιλία, Ουρουγουάη, Κολομβία, Αργεντινή, Βενεζουέλα, το έργο του αναγνωρίζεται και τον υποδέχονται θερμά. Το 1947 δημοσιεύει στο Μπουένος Αϊρες την ποιητική συλλογή El son entero (Όλα τα τραγούδια), περιγράφοντας τα βάσανα και τους αγώνες όχι μόνο των Κουβανών αλλά και όλων των Λατινοαμερικανών. 

Ωστόσο, η επιστροφή του στην Κούβα δε ήταν εύκολη υπόθεση. Αν και το 1948 έθεσε ξανά υποψηφιότητα για δήμαρχος στην ιδιαίτερη πατρίδα του κάθε προσπάθεια να μπει στη χώρα συνοδευόταν με τη σύλληψή του. Μάλιστα, σε μια από τις προσπάθειες επανεγκατάστασης συνελήφθη μαζί με άλλους συντάκτες του Mediodia. Σε όλους αποδόθηκαν κατηγορίες για υπονόμευση λόγω της πολιτικής σάτιρας, με αποτέλεσμα να περάσουν κάποιο διάστημα στη φυλακή  μετά από μια δίκη παρωδία. 

Έτσι, όταν αφέθηκε ελεύθερος αποφάσισε να συνεχίσει να ζει στο εξωτερικό, και από το 1950 κυρίως στην ΕΣΣΔ. Μέχρι το 1959 ταξίδεψε και σε άλλες σοσιαλιστικές χώρες, περιλαμβανόμενης και της Κίνας. Το 1950 έγινε μέλος του Διεθνούς Συμβουλίου Ειρήνης, και το 1954, για τους αγώνες και την ποίησή του, τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν για την Ειρήνη (τότε Βραβείο Στάλιν). 

Την ίδια χρονιά εκδίδει τη συλλογή Elegías και τις παραμονές της Κουβανικής Επανάστασης εκδίδει, στο εξωτερικό, τη συλλογή La Paloma de vuelo (Το περιστέρι των λαών), όπου εξαίρει τη δράση αγωνιστών όπως ο Κάστρο και ο Γκεβάρα. Στα έργα αυτής της περιόδου εκφράζει την αντίθεσή του στην πολιτική καταστολής του Μπατίστα και στον ρατσισμό στις ΗΠΑ, ενώ στους στίχους του είναι καταφανής η μαρξιστική διαλεκτική. 

Ο Γκιγιέν επέστρεψε στην Κούβα στις αρχές του 1959, αμέσως μετά την εκδίωξη του Μπατίστα, προσφέροντας πολλές και πολύπλευρες υπηρεσίες στην Επανάσταση. Το 1961 εκλέχθηκε πρόεδρος της Ένωσης Κουβανών Συγγραφέων και Καλλιτεχνών, μια θέση που διατήρησε επί 25 ολόκληρα χρόνια. Το 1964 δημοσιεύει τη συλλογή Tengo. Πρόκειται για μια λυρική γιορτή της νικηφόρας Επανάστασης και της κατάργησης φυλετικών και ταξικών διακρίσεων που έφερε στη χώρα του. Το 1967 εκδίδει τη συλλογή El gran zoo (Ο μεγάλος ζωολογικός κήπος). 

Εμπνευσμένος από τον Αίσωπο, τον Γκιγιόμ Απολινέρ, τον Πάβλο Νερούδα και την τρέχουσα κατάσταση στην Κούβα, ο Γκιγιόμ χρησιμοποιεί ζώα προσεγγίζοντας μεταφορικά τα κοινωνικά ζητήματα της εποχής. Φαίνεται ότι ο ποιητής είχε ξεκινήσει το έργο από το 1964, ενώ πριν το εκδώσει το έστειλε στον σπουδαίο Αϊτινό κομμουνιστή ποιητή Ρενέ Ντεπέστρ (βλ. σχετικό αφιέρωμα των Γεφυρισμών) ο οποίος το απέδωσε στη γαλλική. 
Στη φωτογραφία με τον Πάβλο Νερούδα στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας, 1960. 

Όμως, η πρώτη έκδοση της συλλογής αυτής δεν έγινε ούτε στην Κούβα ούτε σε άλλη χώρα. Το 1966 ο μεγάλος μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος μετά από πρόσκληση, επισκέφθηκε την Αβάνα και γνωρίσθηκε με τον Γκιγιέν. 

Η συνάντηση δύο ποιητών με κοινή ιδεολογία και κοινούς αγώνες  που ο ένας θαύμαζε την ποίηση του άλλου, είχε ως αποτέλεσμα ο ποιητής της Ρωμιοσύνης να γυρίσει στην Ελλάδα έχοντας μαζί του τη γαλλική μετάφραση του El gran zoo από τον Ντεπέστρ, αδημοσίευτη ακόμη. 

Παράλληλα ο Γκιγιέν μετέφρασε δέκα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου τα οποία δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Bohemia, το 1967. 
Έτσι, το 1966 κυκλοφορεί για πρώτη φορά, παγκόσμια, ο Μεγάλος Ζωολογικός Κήπος του Γκιγιέν, από τις εκδόσεις Θεμέλιο.   

Η πείνα 

Να την η πείνα. Ζώο 
όλο από μάτι και κυνόδοντα. 
Τίποτα δεν την ξεγελά μήτε την ξεστρατίζει. 
Δεν τη χορταίνει το τραπέζι. 
Μήτε που αρκείται σ' ένα γεύμα 
ή σ' ένα δείπνο. 

Πάντοτες προμηνάει το αίμα. 
Βρυχιέται σα λιοντάρι, σφίγγει σαν το βόα, 
σκέφτεται σαν άνθρωπος. 

Το είδος που βρίσκεται δω πέρα 
πιάστηκε στις Ινδίες (στα προάστια της Βομβάης) 
μα βρίσκεται λίγο ως πολύ σε αγρία κατάσταση 
και σ' άλλες περιοχές πολυάριθμες. 

Το νου σας, μην πλησιάζετε. 

 Το 1971 λόγω υπερκόπωσης άρχισε να κλονίζεται η υγεία του και νοσηλεύθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα σε νοσοκομείο με σοβαρό καρδιολογικό πρόβλημα. Εξερχόμενος ακολούθησε πιο ήσυχη ζωή  περιοριζόμενος μόνο στην ποίηση. 

Το 1972 δημοσιεύει δύο συλλογές. Στην πρώτη, La Rueda dentada, προσαρμόζει την ποίησή του στη νέα Κούβα δίνοντας έμφαση στην κοινωνική ευθύνη για όσα πλήγωναν τους ανθρώπους  τα χρόνια πριν την Επανάσταση. Σε αυτή τη συλλογή περιλαμβάνονται και έξι ελεγείες για τον Τσε Γκεβάρα. Στη δεύτερη, El diario que a diario, συνδυάζοντας την ποίηση με τη δημοσιογραφία σχολιάζει με σατιρικό και ειρωνικό ύφος την αδικία, την ανηθικότητα, και τον παραλογισμό που επικρατούσε στην αποικιακή κουβανική κοινωνία.


Το 1978 παρουσίασε μια ποιητική συλλογή για παιδιά και το 1981 τιμήθηκε με το βραβείο Χοσέ Μαρτί. Τα δύο επόμενα χρόνια ανακηρύχθηκε διδάκτωρ του Πανεπιστήμιο του Μπορντό και έλαβε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Κούβας. Έφυγε από τη ζωή στις 16 Ιουλίου 1989 μετά από μακρόχρονη ασθένεια και τάφηκε με ιδιαίτερες τιμές στην Αβάνα. 

Το ευρύ φάσμα των θεμάτων και η ποικιλία της ποιητικής τεχνικής του Γκιγιέν, δυσχεραίνουν την ταξινόμηση του έργου του από τους κριτικούς, οι απόψεις των οποίων διαπιστώνονται διχασμένες ακόμη και για τις «άφρο» επιρροές. Άλλοι εστιάζουν στην πολιτική πλευρά της ποίησής του και άλλοι έχουν επικεντρωθεί στις αισθητικές ανησυχίες του, καθώς μας άφησε ποιήματα ελεγειακά, σατιρικά, λαϊκά και πάντα εξόχως λυρικά.

Ωστόσο, σε εκείνο το σημείο για το οποίο υπάρχει μία κοινή άποψη είναι ότι ο μιγάς ποιητής Νικολάς Γκιγιέν συνέβαλε τα μέγιστα στην καθιέρωση εθνικής Κουβανικής ποίησης, ενώνοντας τους μαύρους και τους λευκούς, με προσήλωση στην καταπίεση και την αδικία και την πεποίθηση ότι η ποίηση έχει τη δύναμη να επηρεάσει την κοινωνία και να οδηγήσει σε μεγάλες αλλαγές.

Το Δεκέμβριο του 2011 εκδόθηκε στη χώρα μας η Ποιητική Ανθολογία του Νικολάς Γκιγιέν σε μετάφραση της Άννας Καράπα. Το βιβλίο παρουσιάστηκε  στις 20 Ιουνίου 2012 στην εκδήλωση που οργάνωσε η Πρεσβεία της Κούβας στην Ελλάδα, το Ινστιτούτο Θερβάντες, το Ίδρυμα Τσάκος και το περιοδικό Sol Latino, στο πλαίσιο του φεστιβάλ LEA


Πηγές
-Nicolás Guillén, Wikipedia  
-Nicolás Guillén, Enotes   
-Biografía, Nicolás Guillén, Avizora 
-Nicholas Guillén, Cuban Poet, Chicken Bones: A Journal for Literary 
-Κούβα, Βικιπαίδεια 
-Langston Hughes, Academy of American Poets  
-«Συνάντηση» των ποιητών της Κούβας και της Ρωμιοσύνης, Ριζοσπάστης, 18-06-2006   
-Βιογραφικό του Αλέχο Καρπεντιέρ, Ριζοσπάστης, Ένθετο «7 ημέρες μαζί», 27-02-2005 
-Ρίτσος - Γκιγιέν αλληλομεταφρασμένοι, Ριζοσπάστης, 14-03-2006
-«Κιθαριστής» των λατινοαμερικάνικων λαών, Ριζοσπάστης, 18-06-2006 


23/6/12

Ματιά στα τέρατα του κόσμου

Στις μυθολογίες των λαών περιλαμβάνονται χιλιάδες «τέρατα», δηλαδή λογής λογής πλάσματα με αλλόκοτα ανατομικά χαρακτηριστικά. Πολλά από αυτά έχουν μια ιδιαιτερότητα στα μάτια που μπορεί να αφορά στον αριθμό, στη θέση, στο σχήμα, στο χρώμα, ακόμα και στην ικανότητά τους να μαγεύουν ή να θανατώνουν. Εξάλλου, τα χιλιοτραγουδισμένα και χιλιοζωγραφισμένα μάτια, θεωρούνται τα πολυτιμότερα αισθητήρια όργανα. Μάλιστα σε πολλά «τέρατα» διαπιστώνονται και περισσότερες από μία «ανωμαλίες». 

Στη συνέχεια παρατίθενται στοιχειά και δαίμονες, αλλόκοτα πλάσματα από τις παραδόσεις πολλών λαών της γης,  επιλεγμένα με κριτήριο τα ιδιαίτερα μάτια ή/και βλέμματα, από την ανέκδοτη, μέχρι σήμερα, «Εγκυκλοπαίδεια των Τεράτων» του Γιώργου Μπλάνα. Ενδεχομένως όταν με το καλό εκδοθεί να χρειάζεται συμπλήρωση. Βλέπετε, πολλά νέα πλάσματα που φοβίζουν τους λαούς, έχουν κάνει την εμφάνισή τους. 

Χουάν Μιρό, Καταλανικό Τοπίο (Ο Κυνηγός), 1923-24. 

Ο Άγγελος που είδε ο Δανιήλ είχε χιλιάδες μάτια σαν λυχνάρια αναμμένα. Έτσι ήταν και της Αμφίσβαινας της δικέφαλης σαύρας αλλά και του Γιού του Ανθρώπου, στην Αποκάλυψη. Ο Αιώνιος, μια Ερινύα σαύρα που φύλαγε την Κασταλία πηγή, είχε μάτια που έκαιγαν σαν κάρβουνα όπως και οι Αλ, τα τριχωτά γουρουνόμορφα αρσενικά που ζούσαν στα έλη της Περσίας. 
Ο πελώριος γάτος, ο Ρώσος Οβινίκης, που είχε κατακόκκινα μάτια, αν δεν τον τάιζαν οι αγρότες τούς έβαζε φωτιά με ένα του βλέμμα. Μα και ο λαός των Όνι, σκληρά και κακάσχημα πλάσματα, είχαν όλοι μάτια σαν κάρβουνα αναμμένα και πολύ βασάνισαν τους Ιάπωνες. 
Το τρομερότερο πλάσμα με μάτια σαν κάρβουνο ήταν ο Έλληνας Τυφώνας που είχε ούτε λίγο ούτε πολύ, 100 φιδίσια κεφάλια. Το ίδιο χαρακτηριστικό είχε και ο Αλλόκερως ο δαίμονας της Κόλασης με κεφάλι λιονταριού, η Ανάνγκα το μεγάλο ελάφι του Αμαζονίου αλλά και το τεράστιο φίδι ο Μποητατά, από τα ίδια μέρη, που μετά τον κατακλυσμό έμεινε κρυμμένο σε μια σπηλιά αιώνες ολόκληρους. Απ΄ όταν βγήκε ρήμαξε τη Βραζιλία, αφού κανείς δεν μπορεί να του ξεφύγει με αυτά τα μάτια. 
Πύρινα ήταν και τα μάτια του Εωσφόρου και σαν αναμμένα κάρβουνα έλαμπαν τα μάτια των γερο-Σκωτσέζων Κοκκινοσκούφηδων από τη γενιά των Γνόμων που τρέφονταν με ανθρώπους. Κάρβουνα για μάτια είχαν επίσης ο Ιάπωνας Δράκος, Κόσι και ο Τικμπαλάνγκ ο φρικτός και επικίνδυνος Φιλιππινέζος δαίμονας που καιροφυλακτούσε στα δέντρα τους περαστικούς. Αυτός μάλιστα φαίνεται ότι είχε μάτια που δεν έμοιαζαν απλώς με αναμμένα κάρβουνα αλλά ήταν. Μύριζε μόνιμα καμένη τρίχα.

Σαλβαδόρ Νταλί, Η Γαλάτεια των Σφαιρών, 1952. 

Το σώμα του Αζαραήλ, άγγελος του μουσουλμανικού θανάτου, ήταν γεμάτο μάτια. Μυριάδες μάτια είχαν στα φτερά τους και τα Σεραφείμ που ήταν όμως ορθάνοιχτα. Ωστόσο, ο Άργος ο τεράστιος αγριοβοσκός της ελληνικής μυθολογίας είχε ακριβώς δέκα χιλιάδες μάτια. 
Η Βάνθα η Ετρούσκα δαιμόνισσα είχε στα φτερά της τόσα μάτια, όσα να μπορεί να βλέπει τα πάντα και ο γιγάντιος Ταύρος Κουγιάτα, που ζούσε στα μέρη των Αράβων είχε ούτε λίγο ούτε πολύ, τέσσερις χιλιάδες μάτια που απείχαν μεταξύ τους κοντά 500 χρόνια δρόμο. 
Εκατοντάδες μάτια είχε και ο Κουέρο, το ανθρωποφάγο χταπόδι του Αμαζονίου που αρεσκόταν σε ψαράδες και κολυμβητές. Οι Αηγαμούξες, επίσης ανθρωποφάγα πλάσματα, που κατοικούσαν στις αφρικανικές ερήμους, είχαν μάτια ακόμη και στις φτέρνες. 
Ο Αμνός του Θεού, το μισοσφαγμένο αρνί της Αποκάλυψης, είχε εφτά μάτια ενώ ο Νορβηγός φύλακας της Κόλασης, το αγριόσκυλο Γκαρμ μόνο τέσσερα, μα κόκκινα σαν αίμα. Τρία ήταν τα μάτια της Ινδής θεάς Κάλι και τέσσερα τεράστια ήταν των Καντέχο, των δύο αγριόσκυλων της Λατινικής Αμερικής που παραφυλούσαν τους διαβάτες έξω από τα νεκροταφεία. 
Ίδιο αριθμό ματιών είχαν και οι Μαρμίνιοι, τα ευγενικά και καλοσυνάτα στοιχειά της Αιθιοπίας. Ο καταστροφικός και τεράστιος φτερωτός Γίγαντας Νταχάκ από την Περσία, ούτε λίγο ούτε πολύ είχε 36 μάτια, έξι στο κάθε ένα από τα έξι κεφάλια του, ενώ η φοβερή Κινέζα Ντου Μου είχε δώδεκα, τρία σε κάθε ένα από τα τέσσερα κεφάλια της. 
Η Χατουημπάρη η Μελανήσια, μισή άνθρωπος μισή φίδι, είχε τέσσερα μάτια και τέσσερα στήθη. Με τα στήθη της βύζαξε τους πρώτους ανθρώπους και με τα μάτια της τούς πρόσεχε μην πάθουν κάποιο κακό. Όμως ο Ινδός Καρκαντάν που έμοιαζε με ρινόκερο, δεν είχε κανένα μάτι αφού την πρώτη φορά που πάλεψε με ελέφαντα τον σήκωσε με το κέρατο ψηλά για να επιδείξει τη δύναμη του και λιώνοντας ο ήλιος το λίπος του ελέφαντα, αυτό στράγγιξε στο πρόσωπό του και του τα έκαψε. 

Πάμπλο Πικάσο, Γκερνίκα, 1937. 

Πολύ άγριος ήταν και ο μονόφθαλμος δαίμονας της Ζανζιβάρης. Ο Ποπομπάουα με ένα μάτι στο κούτελο είχε τη συνήθεια να βιάζει άνδρες και να τους απειλεί πως αν δεν το διαδώσουν θα το επαναλάβει. 
Ο απαίσιος Ιρλανδός Σατανάς, ο Φαχάν, που είχε ένα μοναδικό και κόκκινο τεράστιο μάτι στο κούτελο, λένε ότι είναι ό,τι πιο σιχαμερό έχει αντικρίσει ο άνθρωπος. Στην ίδια χώρα ζούσε ο λαός των Φορμόριων με την απαίσια όψη πουλιού και ανθρώπου μαζί. Άλλοι είχαν ένα μάτι και φτερά κι άλλοι πολλά μάτια και χέρια. Μάλιστα, ο αρχηγός τους ο Βάλορ, είχε ένα μάτι για το καλό που δεν το είχε ανοίξει ποτέ ούτε μπορούσαν τέσσερις μαζί δυνατοί άνδρες να σηκώσουν το βλέφαρό του και ένα μάτι για το κακό με το οποίο σκότωνε από μακριά έναν ολόκληρο στρατό. Λένε ακόμη ότι ο λαός αυτός επέζησε του κατακλυσμού. 
Οι Σκωτσέζοι γίγαντες Αχάτς είχαν κι αυτοί ένα μάτι στο κούτελο, όπως οι Κύκλωπες του Ομήρου και οι Γίγαντες σε κάθε γωνιά της γης, ενώ ο Βασιλίσκος, το μικρό πλην παντοδύναμο φιδόπουλο ή βατραχόπουλο, είχε κι ένα βοηθητικό μάτι στην ουρά. Μονόφθαλμοι ήταν και οι Λίβυοι Βλέμμυαι, μ΄ ένα μάτι στο στήθος ή στους ώμους μια και γεννιόντουσταν χωρίς κεφάλια, όπως και ομοεθνείς τους Τετράγωνοι. 
Σκωτσέζα και η αιμοβόρα Μαύρη Άννις που  είχε ένα μάτι στο κούτελο αλλά μπορούσε να το στριφογυρίζει ελέγχοντας ό,τι περνούσε από τη σπηλιά της. Και ο απαίσιος ομοεθνής της Νουκλελαβί, ένα πλάσμα μεταξύ αλόγου και ψαριού είχε ένα μάτι στο μέτωπο, μόνο που ήταν κατακόκκινο ενώ ο Καλιφορνέζος ανθρωποφάγος Τριπόδης επειδή το πρόσωπό του ήταν όλο ένα στόμα είχε ένα μάτι ακριβώς πάνω από τα πάνω σουβλερά του δόντια. 
Οι Ιάπωνες Χιτοτσούμε Κοζό που έμοιαζαν από μακριά με αγοράκια και χάλαγαν τα σπίτια του κόσμου, είχαν στη μέση του προσώπου τους ένα μοναδικό μάτι κι ένα στόμα. Στις ισπανικές σπηλιές ζούσε η αιμοβόρα Χουανκάνα, μια φτερωτή αρκούδα με πόδια κατσίκας, στόμα θηρίου, δυο τεράστια μαστάρια και πρόσωπο γυναικείο. Κι αυτή έχει μόνο ένα μάτι. 
Ο Τσιρούβης από την Κεντρική Αφρική ήταν μισός. Δηλαδή είχε ένα μάτι, ένα αφτί, ένα πόδι και ένα χέρι. Με αποτέλεσμα από το ένα πλάι να είναι αόρατος. Ο φρουρός των ψαριών, ο Αφρικανός φαφούτης Μουνουάνης, είχε μάτια στα γόνατα, όπως και Ραβέννας ο ακίνδυνος πλην τρομακτικός δαίμονας της ιταλικής πόλης, μισό πουλί-μισός άνθρωπος με γυναικεία στήθια και ένα κέρατο στην κορφή του κεφαλιού του. Μόνο που το μάτι του Ραβέννα στο γόνατο ήταν ορθάνοιχτο.

Βασίλι Καντίνσκι, Σε γκρι, 1919. 

Ο Ισπανός αρκουδάνθρωπος με το κέρατο στο κούτελο, Κουέλ, όχι μόνο είχε τρία μάτια, αλλά ήταν απαίσια και το καθένα με διαφορετικό χρώμα: γαλάζιο, πράσινο και κόκκινο. Δυο λογιών χρώματα είχαν και τα μάτια του κακάσχημου Γνόμου, του Πολεβόη από την Πολωνία που του άρεσε να φοβίζει μέχρι τρέλας τους ανθρώπους. 
Ο Αράπης, το στοιχειό των ελληνικών σπηλαίων, είχε μάτια κόκκινα, όπως και ο Βελζεβούλης, ο Δαίμονας των Δαιμόνων, ο Ρώσος Βοντονόης που τρεφόταν με αίμα, οι Καλλικάντζαροι, ο Κέρβερος, το αγριόσκυλο του Άδη, αλλά και οι Μπλόκο, οι Ζαϊρανοί αιμοδιψείς νάνοι. 
Ο τρομερός και φοβερός Γερμανός δαίμονας Άνεμπεργκ, που σκότωνε με μια ανάσα μια ντουζίνα μεταλλωρύχους είχε μάτια απερίγραπτα. Φρικιαστικά τα περιγράφει η παράδοση. 
Μα εκείνη η ασχήμια των Ερινύων δεν περιγράφεται. Οι απαίσιες γριές με τα ματωμένα φίδια για μαλλιά, αντί για μάτια είχαν δυο ματωμένες γούβες. Η Μπάνση, η Κέλτισσα Δαιμόνισσα είχε κι εκείνη κατακόκκινα μάτια μόνο που ήταν έτσι από το κλάμα. Προειδοποιούσε τους Ιρλανδούς για τις επερχόμενες συμφορές με τους θρήνους της. Θεραπευτικό αίμα έσταζαν τα μάτια του Σαχμαράν του θεόρατου φιδιού με το ανθρώπινο κεφάλι που ζούσε, μοναχικά, κάπου στην Τουρκία ενώ οι Κινόλες τα τέρατα της Μαδαγασκάρης, είχαν μάτια απολύτως κόκκινα αφού τρέφονταν αποκλειστικά με συκώτια ζωντανών. 
Τα μάτια του Άγγλου Βραχνά του κατάμαυρου σκύλου που προμηνύει το θάνατο ήταν κίτρινα όπως και του Μαύρου Ανγκ τον οποίο επιπλέον όποιος αντίκριζε αρρώσταινε και πέθαινε. Μα τα μάτια του Γκομπ του αρχηγού των Γνόμων, των μικροσκοπικών Ευρωπαίων που προστάτευαν τα ζώα και τα φυτά, ήταν κοφτερά σαν κρύσταλλο. Κρυστάλλινες πηγές ήταν και τα μάτια της αιμοβόρας Αζτέκας δαιμόνισσας Τλαλτεκούχτλης. 
Οι Συλφίδες Ελφ, ομορφότερες και από τον πιο όμορφο άνθρωπο, είχαν μάτια που έλαμπαν σαν τα αστέρια, η παρθένα Ιλεάνα, Ρουμάνα Βύθια, είχε μάτια αστραφτερά σαν τον ήλιο και τα μάτια του βιβλικού Λεβιάθαν άστραφταν σαν την αυγή. 
Όμως την πιο όμορφη λάμψη είχαν τα μάτια του Οπαλέγε, του Νεοζηλανδού φτερωτού Δράκου. Όταν έπεφτε το φως του ήλιου στα πολύχρωμα μάτια του, που δεν έχουν κόρες, αυτά άστραφταν με μοναδικό τρόπο. Ίσως ίδια να ήταν και η λάμψη που έβγαζαν τη νύχτα τα διαμαντένια μάτια του Πουλιού της Φωτιάς. Το χρυσό πουλί φώτιζε τις ρώσικες νύχτες. 
Το θεόρατο Φαρόψαρο της Νορβηγίας με το κατάμαυρο, τετράγωνο κεφάλι και τη γενειάδα από πούπουλα χήνας, είχε δυο στρογγυλά μάτια πέντε μέτρα γύρω του, που έλαμπαν σαν φάροι, κατατρομάζοντας τους ψαράδες. 
Ένα σύγχρονο τέρας που «είδαν» οι Αμερικανοί μεταξύ Βιρτζίνιας και Οχάιο το 1996 είχε μάτια που έλαμπαν σαν προβολείς. Μόθμαν το ονόμασαν. 

Οι Κινέζες Βασκανόγατες αν και δεν είχαν τίποτε παράξενο στην εμφάνισή τους, είχαν βλέμμα θανατηφόρο. Το ίδιο βλέμμα είχαν και οι Βίλλες οι πεντάμορφες Νύμφες των Άλπεων. Άτυχοι ήταν οι Νοτιοαφρικανοί που αντίκριζαν τον Μαμλάμπο, έναν κροκόδειλο είκοσι μέτρα. Όταν το κοιτούσαν στα μάτια λιποθυμούσαν κι εκείνος τους αφαιρούσε το μυαλό και το αίμα. 
Ο Χουλχούτ ο Τούρκος, ένα πουλί με γούνα τίγρης, υπνώτιζε όποιον τον κοιτούσε. Λέγεται ότι σαν ήθελε να γίνει κάποιος Σουλτάνος έπρεπε να περιμένει τον Χουλχούτ. Μα το βλέμμα της Τσιγουάπας, της δαιμόνισσας που τριγυρνούσε ολόγυμνη τη νύχτα στα βουνά της Δομινικανής Δημοκρατίας είναι ομολογουμένως το πιο τρομακτικό. Τα μάτια της ήταν μαύρα σαν τη νύχτα και ποιος ξέρει, μπορεί να φέρνουν ακόμα τον θάνατο. 

Μαξ Ερνστ, Πουλιά, Επίσης: πουλιά, ψάρια και φίδι-σκιάχτρο, 1921. 

Τεράστια ήταν τα μάτια του άστομου Κιλμούλη που κατοικούσε σε Γερμανία, Βέλγιο και Ολλανδία αλλά και του τεράστιου Κράκες που έμοιαζε με χταπόδι και κατάπινε πλοία ολόκληρα. Οι Νορβηγοί λένε ότι τα μάτια του ήταν μεγαλύτερα από την ασπίδα των Βίκινγκ. 
Κι ο Σεκηκόατ ο Σκωτσέζος που έμοιαζε με ψάρι και ζούσε στις λίμνες με μόνο σκοπό να τρομοκρατεί μέχρι αμνησίας τους περαστικούς, φημιζόταν για τα τεράστια μάτια του. Γελαδίσια μάτια είχε ένα ψάρι που ξεβράστηκε στη Νέα Αγγλία πριν 500 και παραπάνω χρόνια. Γι΄ αυτό το ονόμασαν γελαδόψαρο. 
Γουρουνίσια ήταν τα μάτια των Μέροου των Ιρλανδών μπεκρήδων που φημίζονταν για τις όμορφες γυναίκες τους. Ολοστρόγγυλα και μεγάλα ήταν και τα μάτια του Νεροβούβαλου, ενός μικρόσωμου κερασφόρου ζώου στη Σκωτία με χαρακτηριστικά βούβαλου και βατράχου. Δεν έκανε κακό σε κανέναν, μόνο «τακτοποιούσε» τις αγελάδες αν καθυστερούσαν να μείνουν έγκυες. 
Και οι σκληροί εχθροί του ανθρώπου, οι Σουηδοί Τρολ, στρογγυλομάτες ήταν, και μερικοί από αυτούς είχαν ένα μόνο μάτι κι αυτό στο κούτελο. Ο πιο σιχαμερός Κινέζος Δαίμονας, ο Γιάμα, άφηνε τα χιλιάδες μάτια του να βόσκουν δεξιά αριστερά στην Κόλαση ώστε να εντοπίζει κάθε παραστράτημα των κολασμένων. 
Οι Θρόνοι, οι ταπεινοί αλλά πανίσχυροι Άγγελοι είχαν χιλιάδες μάτια αλλά βρίσκονταν επάνω στα στεφάνια τους. Όμως, το πιο παράξενο απ΄ όλα σε σχέση με τον αριθμό και τη θέση των ματιών, παρατηρήθηκε στις Γραίες, τις τρεις φρικτές αδελφές που φύλαγαν τα σανδάλια του Ερμή και την ασπίδα της Αθηνάς. Είχαν ένα μάτι, όλες μαζί, και το χρησιμοποιούσαν όποτε ήταν απαραίτητο. 

Ζορζ Μπρακ, Στούντιο με κρανίο, 1938. 

Οι νεκροζώντανοι Άραβες Γκουλ, είχαν μάτια που εξείχαν, γουρλωτά, σε αντίθεση με τα Ζόμπι που έχουν μάτια χυμένα. Έτσι ήταν και τα μάτια του φύλακα των φλογών και των καζανιών της Κόλασης, του μυταρά φλογερού Δαίμονα, Ουκομπάτση. 
Ο Αζτέκος Δαίμονας Μικτλαντεκούχτλ δεν είχε δικά του μάτια, μια και ήταν ένας καταματωμένο σκελετός, ωστόσο φορούσε στο λαιμό του ένα κολιέ με ολοστρόγγυλα μάτια ανθρώπων. 
Έξω από τις κόγχες είχαν τα πράσινα μάτια τους οι μικροσκοπικοί βορειοευρωπαίοι Λέσυ ενώ ο κίτρινος σκύλος με τα τέσσερα μάτια ήταν ένα είδος που ζούσε στην Περσία και μπορούσε να κάνει καλά την απαίσια δαιμόνισσα Ντρουτζ που μόνο της μέλημα ήταν να κλέψει και να καταβροχθίσει φρεσκοπεθαμένους, μεταμορφωμένη σε μεγάλη μύγα.