Abusus non tollit usum
Τα πολύ πολύ παλιά χρόνια ζούσαν στην ίδια γειτονιά ένα κουνέλι κι ένα λιοντάρι. Το λιοντάρι ήταν πολύ περήφανο και λάτρευε, κυριολεκτικά, να επαίρεται για τη δύναμή του. Και σαν να μην ήταν γείτονας με το κουνέλι, το κοιτούσε απαξιωτικά και δεν έκανε τίποτ΄ άλλο παρά να το υποτιμά και να το φοβερίζει. Τελικά, το ποτήρι του κουνελιού ξεχείλισε. Δεν μπόρεσε ν΄ αντέξει άλλο το καθεστώς τρόμου που ζούσε κι αποφάσισε να πάρει το δίκιο του πίσω.
Μια μέρα, λοιπόν, πήγε στο λιοντάρι και του είπε: «Καλημέρα σας, σεβαστέ μεγάλε αδελφέ μου. Μου συνέβη κάτι εκπληκτικό. Γνώρισα, λίγο πιο μακριά από τη γειτονιά μας, ένα ζώο που είναι ακριβώς ίδιο με εσάς, και μου είπε: "Υπάρχει κάποιος στον κόσμο που τολμά να σηκώσει κεφάλι σε ΄μένα; Αν υπάρχει, ας έρθει να μονομαχήσουμε. Αν δεν υπάρχει, τότε όλοι εσείς πρέπει να υποταχθείτε σε ΄μένα και να είστε υπηρέτες μου!". Ω, ήταν απαράδεκτα καυχησιάρης! Μάλιστα, έχει φουσκώσει τόσο πολύ από το καμάρι, ώστε έχουν κλείσει τα μάτια του σε σημείο που να μην μπορεί ούτε το φως να περάσει ανάμεσά τους».
«Ω», είπε με στόμφο το λιοντάρι. «Δεν του μίλησες για ΄μένα;».
«Ναι, πράγματι, το έκανα», αποκρίθηκε το κουνέλι. «Αλλά καλύτερα να μην το είχα κάνει. Όταν άρχισα να του περιγράφω, πόσο φοβερός και δυνατός είστε, εκείνο άρχισε να σας σαρκάζει με τόση αγένεια, που ντρέπομαι να επαναλάβω τα λόγια του. Έφτασε μέχρι του σημείου να μου πει ότι δεν του κάνετε, ούτε καν, ως υπηρέτης!».
Το λιοντάρι, έξαλλο κυριολεκτικά, πετάχτηκε όρθιο και με όση μοχθηρία έκρυβε μέσα του, βρυχήθηκε: «Πού είναι; Πού είναι;»
Έτσι το κουνέλι αναγκάστηκε να του πει να το ακολουθήσει πίσω από το λόφο. Εκεί του έδειξε ένα βαθύ πηγάδι λέγοντάς του: «Είναι εκεί κάτω, στο πηγάδι», και εμφανώς ταραγμένο προτίμησε να παραμείνει σε απόσταση.
Το λιοντάρι ξεχύθηκε προς το πηγάδι και έσκυψε να κοιτάξει στο βάθος του με τόση αγριότητα στο βλέμμα όση ποτέ δεν είχε αντικρίσει κανείς. Πράγματι, βλέποντας την ίδια την εικόνα του μέσα στο νερό, πείσθηκε ότι εκεί μέσα κατοικούσε ο αντίπαλός του, και ήταν όπως ακριβώς τον είχε περιγράψει το κουνέλι. Βλέπετε, όσο το λιοντάρι αγριοκοίταζε τον … αντίπαλό του, άλλο τόσο τον αγριοκοίταζε κι εκείνος. Όσο εκείνο βρυχόταν άλλο τόσο και ο εχθρός του.
Το λιοντάρι έγινε έξαλλο. Εξαγριώθηκε σε σημείο που σηκώθηκαν οι τρίχες του. Το ίδιο όμως έπαθε και ο … αντίπαλος. Τότε αποφάσισε να δείξει τα δόντια του, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να χτυπιέται στριφογυρίζοντας απειλητικά την ουρά του στον αέρα που σφύριζε σα μαστίγιο. Αλίμονο όμως, το ίδιο έκανε και το … λιοντάρι του πηγαδιού, με τις ίδιες απειλητικές διαθέσεις. Στο τέλος, ήταν τόση η μανία του, ήθελε τόσο πολύ να εκδικηθεί τον … σφετεριστή της εξουσίας του, ώστε σε μια έξαρση της οργής του, χίμηξε με μανία στο πηγάδι να τον εξοντώσει, με αποτέλεσμα να πνιγεί αμέσως._
Απόδοση: α.μ.
Σημ.: Η λατινική φράση αποτελούσε αξίωμα του αρχαίου Δικαίου και σημαίνει: «Η κατάχρηση δεν αίρει τη χρήση». Δηλαδή, επειδή υπάρχει το ενδεχόμενο κάποιος να κάνει κατάχρηση κάποιου πράγματος, δε σημαίνει ότι πρέπει λόγω του φόβου αυτού, να το στερηθεί και τελείως. Δεν χρησιμοποιήθηκε μόνο για τη διάκριση της έννοιας «κατάχρηση εξουσίας» και των αποτελεσμάτων που μπορεί να έχει αυτή στον καταχραστή, αλλά και για τον καταχρηστικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους, όταν φοβόμαστε την αξία τους.
Πηγές
-Το παραμύθι: The Lion in the Water, fables of Aarne-Thompson type 92, The Rabbit's Revenge, Tibet, selected and edited by D. L. Ashliman, © 2002.
-Η φράση: Νατσούλης, Τ., (χ.χ.) Λέξεις και Παροιμιώδεις Φράσεις. 4η έκδ., Αθήνα: Σμυρνιωτάκης, σ. 588.
-Ο πίνακας: «Le mal du pays» (νοσταλγία -για την πατρίδα) του Ρενέ Μαγκρίτ, 1940. Ανήκει σε ιδιωτική συλλογή.