Salvador Dali, 1931
Του Γιάννη Παπανικολάου
Δεν ήμουν σαν τους άλλους
εγώ από παιδί.
Δεν έβλεπα όπως αυτοί,
δεν έβγαζα τα πάθη μου
από κοινή πηγή.
Η θλίψη μου δεν έσταζε
από την ίδια βρύση.
Τα ίδια τραγούδια δεν ξυπνούσαν
στην καρδιά μου τη χαρά.
Κι ό,τι αγαπούσα,
το αγαπούσα ερημικά.
Τότε, λοιπόν, που ήμουν παιδί
-και χάραζε η συννεφιά
που έγινε ζωή μου-
ό,τι καλό κι ό,τι κακό
για μένα είχε βυθό:
έναν βυθό μυστήριο
που ακόμα με τυφλώνει.
Ο χείμαρρος και η πηγή,
ο ήλιος που με τύλιγε
χρυσάφι φθινοπωρινό,
το αστροπελέκι που άπλωνε
πάνω μου ολόφωτα φτερά,
η μπόρα, η βροντή,
το σύννεφο, έπαιρναν μορφή
(κι ας ήταν καταγάλανοι
γύρω μου οι ουρανοί)
δαίμονα μες στο βλέμμα μου•
απ’ τον καιρό που ήμουν παιδί.
εγώ από παιδί.
Δεν έβλεπα όπως αυτοί,
δεν έβγαζα τα πάθη μου
από κοινή πηγή.
Η θλίψη μου δεν έσταζε
από την ίδια βρύση.
Τα ίδια τραγούδια δεν ξυπνούσαν
στην καρδιά μου τη χαρά.
Κι ό,τι αγαπούσα,
το αγαπούσα ερημικά.
Τότε, λοιπόν, που ήμουν παιδί
-και χάραζε η συννεφιά
που έγινε ζωή μου-
ό,τι καλό κι ό,τι κακό
για μένα είχε βυθό:
έναν βυθό μυστήριο
που ακόμα με τυφλώνει.
Ο χείμαρρος και η πηγή,
ο ήλιος που με τύλιγε
χρυσάφι φθινοπωρινό,
το αστροπελέκι που άπλωνε
πάνω μου ολόφωτα φτερά,
η μπόρα, η βροντή,
το σύννεφο, έπαιρναν μορφή
(κι ας ήταν καταγάλανοι
γύρω μου οι ουρανοί)
δαίμονα μες στο βλέμμα μου•
απ’ τον καιρό που ήμουν παιδί.
Edgar Allan Poe
Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας