Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

17/7/09

του Γιώργου

Vladimir Veličković, Veliko gonjenje, 1986


Πέρσι τέτοια μέρα Γιώργο, έγραψα εδώ την ευχή να εξακολουθείς να κρατάς την κουπαστή του χρόνου. Του χρόνου που σήμερα μεταφράζεται μισός αιώνας ζωής. Ακούγεται παράξενο. Ίσως επειδή χρησιμοποιώ άλλο μέτρο. Φέτος σου γράφω ξανά την ίδια ευχή. Γιατί πώς να το κάνουμε; Πέρασε η πιο πολύπαθη χρονιά αλλά ανέτειλε κι η πιο δημιουργική περίοδος. Ουφ, μην μου απαντήσεις επί αυτού. Ξέρω. Ή μάλλον άσε με να κρίνω και να ξέρω.

Δεν θα σου χαρίσω, σήμερα, άλλου ποιητή στίχους, ούτε τραγούδια για «το χειμώνα που πηδήσαμε». Άστα αυτά για κείνους που «πηδάνε» και διακαώς επιθυμούν να «πηδήξουν» κι εμάς. Ένα δικό σου, μόνο. Ένα ποίημα που αγαπάς και επιλέγεις.

Χρόνια πολλά Γιώργο μου. Κι αίμα αν έχουν, κι αν λάσπη τα πιτσιλίζει, εμείς το λευκό επιδιώκουμε. Χρόνια καλά!

1900

(Στις 24 Αύγουστου του 1900, ο Φρίντριχ Νίτσε, υστέρα από παράνοια έντεκα χρόνων, πέθανε στην Βαϊμάρη. Πρώτος μεταξύ των Γερμανών φιλοσόφων του 19ου αιώνα, απέβη ένας παθιασμένος ηθικολόγος που απέρριψε τελικά το αστικό κατεστημένο του δυτικού πολιτισμού.)

Απ’ τον καιρό που έμαθα να ξεχωρίζω το καλό από το κακό, πέτρα η φωνή μου˙
ριπή του κατάμαυρου, αιχμή του κόκκινου, γλώσσα του λίγου.
Μίλησα αίμα εκεί που έπρεπε να τραγουδήσω κήπους.
Τραγούδησα πληγές εκεί που έπρεπε να σωπάσω αγάπη.
Βαρέθηκα την δύναμη της σκέψης που γνωρίζει μέχρι την άγνοια.

Και το δέντρο, επίσης, βαριέται ό,τι του ανέμου διεκδικεί το υγρό στα φύλλα του.
Αλλά τι; Μήπως δεν δίνει τον καρπό του;
Μήπως δεν είναι το ποτάμι αποφασισμένο να δεχθεί
τον όγκο του καρπού κατάθολά του;
Η πέτρα του βυθού μήπως οργίζεται την άνωση του φύλλου;
Γαλήνη, συγκατάβαση, αγάπη, ταπεινότητα,
πότε μοιράστηκαν κάτι κόκκινο;
Πότε το κόκκινο κατείχε όσο λευκό επιχειρεί το γαλάζιο;

Απ’ τον καιρό που έμαθα να ξεχωρίζω το καλό από το κακό, πέτρα η φωνή μου˙ θράσος του αλύγιστου, πάθος του γρήγορου, τρέλα του ξαφνικού.
Μια μπουκιά σπασμένα δόντια επιμένει τώρα την έπαρσή μου˙
την τελευταία έπαρσή μου:
διψασμένη, σκονισμένη, σωριασμένη σε απόσταση βροχής απ’ το παράθυρο˙
το τελευταίο παράθυρο:
σπίτια ψιθυριστά, εμφύλιες είσοδοι, εμπόλεμα δωμάτια,
αστοί φρεσκοπλυμένοι με τ’ όνομα τους ένας
ένας και κατάκαρδα παιδιά,
ορφανά πίσω απ’ το υγρό σκοτάδι των απόκρημνων ματιών τους.

Περνάνε, ταξιδεύουν με τρένα, ιδρώνουν στα παράθυρα
ό,τι δεν φαντάστηκαν ποτέ να δουν, κοιμούνται στα καθίσματα
όσα δεν φαντάστηκαν ποτέ ν’ αποκτήσουν, υποψιάζονται
πως ο κόσμος δεν μπορεί να χωρέσει σε μια παλάμη, ανακαλύπτουν
πως ο κόσμος περισσεύει σ’ έναν καθρέφτη, αποφασίζουν
πως όταν τα χέρια γίνονται πουλιά, επιζητούν
το θήραμα ή την φωλιά και τίποτα πιο ενθαρρυντικό
απ’ την σπονδυλωτή πνευματικότητα της αδράνειας.

Τρώνε, ξαπλώνουν, χωνεύουν, δεμένοι
με το σκοινί του κάκου προς εκείνο το παραλίγο που είναι άνθρωπος.
«Πώς έγινε τέτοιο πράγμα;» ρωτούσε και ξαναρωτούσε ο άντρας. «Πώς;»
Κάποιος είχε φέρει από το πλυσταριό
το παραμορφωμένο πτώμα του παιδιού. Του χάρισε ένα μέτρο γρασίδι.
Οι άνθρωποι ταραγμένοι σπρώχνονταν έναν κύκλο γεμάτο φρίκη.
Οι γυναίκες ούρλιαζαν κι έκλαιγαν, οι άντρες αναθεμάτιζαν.
Εκείνη δάγκωνε με λύσσα τους λυγμούς της.
Η μητέρα και η θεία της κρατούσαν από ένα αγριεμένο μπράτσο
και προσπαθούσαν να την τραβήξουν στο σπίτι,
αλλά είχε μπήξει γερά τα νύχια της στην γύρω απελπισία και δεν έλεγε να κουνήσει.

Ο άντρας δεν ήξερε σε ποιον να επιβληθεί, σε τι να βάλει τάξη.
Ούτε κέρδιζε τίποτα από τις ερωτήσεις του.
Περιφερόταν ανύπαρκτος κι έλεγε και ξανάλεγε μηχανικά:
«Κοίτα, είναι ο γιος μου! Ο γιος μου! Είναι ο γιος μου!»
καταπίνοντας ένα κοφτερό ερωτηματικό κάθε φορά.
Μια στιγμή γνήσιας ανθρώπινης φρίκης,
εκατό χρόνια επίπλαστης εκλέπτυνσης ή λίγες λέξεις που διαπράττουν
την μόνη πραγματικά θανάσιμη αμαρτία ανάμεσα στους ανθρώπους:
να είσαι ευχάριστος όταν δεν μπορείς να σκοτώσεις.

Αλλιώς: να γράφεις ποίηση όταν δεν μπορείς να γράψεις ούτε τ’ όνομα σου,
χωρίς να υπαινιχθείς κάτι κακό για τον εαυτό σου ή τους άλλους.
Η μουσική, με την σειρά της, αποφεύγει αποφασιστικά το παραδοσιακό μελόδραμα,
βάλλει με νέες χρωματικές αντηχήσεις και νέα αρμονική πλοκή, αλλά κατά που;
Αν η ενότητα των τεχνών σε μια μόνο δημιουργική φαντασία
χρειάζεται μερικές χιλιάδες πτώματα επί σκηνής,
πόσο μοντέρνο ψυχορραγεί υπό σκηνής;

Η ζωγραφική ίσως;
Ενδέχεται η παρουσία μιας ένοχης απόλυτα εκφραστικής
να συντηρεί την υποψία κάποιας αθωότητας θεμελιακής ή αφετηριακής,
όπως και να ‘χει, χρεωμένης στην καταγωγή του ζωγράφου.
Για την ιθαγένεια του θεατή
γνωρίζουμε μόνο το συνδυασμό ενός βέβαιου όγκου
που καθορίζει και επιβάλλεται στο χώρο με την βοήθεια του φωτός,
το δυναμικό περίγραμμα, την μέθοδο εξισορρόπησης της σύνθεσης
με τονισμένες αντιστίξεις, το ρυθμό της αφήγησης,
την δύναμη του χρώματος, την επιβολή της σκιάς...

Όχι, δεν ταξίδεψα ποτέ με τρένο προς την Ερζεγοβίνη,
για να υπαινιχθώ τόση πραγματικότητα.
Αυτό έγινε το χειμώνα του 1876 στο Σορέντο.
Μερικούς μήνες πριν, σκόνιζα τα βήματα μου στην σιωπή ενός χωματόδρομου.
Μπροστά μου, το ποτάμι και μια συστάδα λευκές.
Αν τα ρούχα μου δεν ήταν τόσο διαφορετικά,
θα μπορούσε κανείς να μου καταλογίσει εκείνες τις απρόσμενες χαίτες
που αυθαδίαζαν στον θερισμό όχι ασήμαντα χωράφια
-αν σκεφτείς πως τα βουνά επέβαλαν στον τόπο
μιαν εξορία γεμάτη άμμο κι αλάτι.

«Αυτά τα αγριολούλουδα είναι όμορφα», σκέφτηκα και στάθηκα.
Εννοούσα μια τούφα μαργαρίτες που φύτρωναν χαμηλά στην όχθη.
«Τα θέλεις για τον τάφο σου; Θα τα μαζέψω», μουρμούρισα.
Κατηφόρισα με προσοχή. Χώθηκα ανάμεσα σε κάτι ακακίες και δεν φαινόμουν πια. Από τον δρόμο πάνω, άκουγα τον ήχο των κλαριών που τσάκιζα.
Έπειτα ένα θρόισμα κι έναν παφλασμό.
Πίσω από τις πυκνές ακακίες σήκωσα το κεφάλι χαμογελώντας.
Ήμουν δοσμένος στο νερό μέχρι τους αστραγάλους.
«Γλίστρησα στο υγρό γρασίδι», είπα. «Δώσε μου ένα χέρι».
«Έπρεπε να σε αφήσω εκεί να ψοφήσεις!» φώναξα.
Κατηφόρισα με δυσκολία.
Το βλέμμα μου προσπάθησε να διακρίνει την στιγμή που ξέχασα
πώς ξεχνούν κάθε τι τετελεσμένο, αρνούμενο τον εαυτό του,
αποφασισμένο να οδηγηθεί ταχύτατα προς τον αφανισμό, κι έπεσα πάνω στον χειμώνα.

Ο χιονιάς ακουγόταν την νύχτα να ξύνει με μανία τα πήλινα αυτιά του˙
μουρμούριζε κι έβριζε και κλαψούριζε:
κάτω από ποιους όρους επινόησαν οι άνθρωποι το από κάτω μιας στέγης.
Κατά βάθος, εκείνο που φιλοξενούσα μέχρι τότε στην καρδιά μου
ήταν πολύ πιο αιχμηρό από κάποιους ανασφαλείς κρυστάλλους στο παράθυρο.
Αλλά το κρύο ήταν πολύ αναποφάσιστο κι εγώ σκεπτόμενος μέχρι κρυοπαγήματος.

Τι κατάφερα; Τα Ναι και τα Όχι, τα Αν και τα Όμως
βγαίνουν από μέσα μας σαν ανοιξιάτικα βλαστάρια:
εξαιρετικά αυθάδη, αρκετά επίμονα, ιδιαίτερα επιθετικά˙
θα κιτρινίσουν στον καιρό τους, θα προσκυνήσουν την απάθεια του θάμνου
κι ο ήλιος δεν θα ξέρει τι σκιερό ζητάει απ’ το βουνό,
το γεράκι τι χαμηλό από την γη,
ο άνεμος τι ανυποχώρητο από την πέτρα.

Η ζωή δεν είναι ό,τι πιο πράσινο μπορούμε να ελπίσουμε,
αν και σίγουρα ό,τι πιο υγρό.
Διψώντας δεν πνίγεσαι.
Παραμύθια!
Τριάντα αιώνες πνευματικής ζωής
για μιαν υπόθεση αναξιοπαθή, ψωριάρα, μαδημένη, βρωμερή,
μηχανικά δοσμένη στο φύτεμα μιας δυσωδίας προγονικής.

Αν ήταν ν’ αποδειχτεί τουλάχιστον φυλλοβόλα,
θα μπορούσαν εκατό χρόνια μετά από τα εκατό που έρχονται
ν’ αξιοποιήσουν την κοπριά της σε μιαν υπερεπιστήμη
που θα πετάει, χωρίς να την πληρώνει κανείς στην μύτη του:
δυο κομψά φτερά μ’ έναν αόρατο Καρτέσιο στην μέση
ή καθόλου Καρτέσιο, αν ο Σινιορέλι είναι αρκετά εμπορεύσιμος.

Δεν χρειάζεται οι αυξημένες βροχοπτώσεις να παίξουν τον ρόλο τους,
τρομερές πλημμύρες να κατακλύσουν ολόκληρη την Ευρώπη,
να καταστρέψουν τα σπαρτά, να προκαλέσουν παρατεταμένο λιμό,
θανατηφόρο λιμό, για τρία χρόνια να τρώμε τον σπόρο του σταριού,
και ποντίκια και γάτες και σκυλιά, την απελπισία την ίδια,
θάβοντας το ένα δέκατο του πληθυσμού σε έξι μήνες,
χορεύοντας τον μαύρο θάνατο ανάμεσα στα πόδια μας
και τραγουδώντας το μαύρο θάνατο πίσω από τα λαχανιάσματα μας,
εκμηδενίζοντας κάθε πιθανότητα για πλήρη ανάκαμψη την επόμενη χρονιά.

Καμιά πλώρη δεν θα χαράξει αργά μιαν εποχή συμποσίων
σε νερά που ξύπνησαν από την σαρκοβόρα εφηβεία τους
με στήθη τρυφερά σαν καρπούς και καρπούς τρυφερούς σαν λαγόνια.
Επιτέλους! Αυτό το μακελειό που είναι ο άνθρωπος δεν είναι μακελειό, είναι άνθρωπος.
«Μην κουνηθείς!» φώναξε κάποιος με μαύρη στολή.
«Σε κατηγορώ για το φόνο αυτού του παιδιού».

Η συμμορία χίμησε πάνω του. Τα χτυπήματα έπεφταν βροχή.
Όταν εκείνος γλίστρησε κι έπεσε, τον κλώτσησαν ραγδαία.
Έπειτα τον ξανασήκωσαν και προσπάθησαν να τον τραβήξουν
προς τις πυκνές ακακίες, όπου θα μπορούσαν
να τον αποτελειώσουν αλύπητα δικό μου.
Στην πραγματικότητα ήταν μια σύνθεση εξαιρετικά ισορροπημένη:
μια ανθρωπότητα που διεξάγει ηρωικό αγώνα
για την απελευθέρωση από την υλη και το κακό.

Μια κάποια επιτήδευση στον τρόπο με τον οποίο οι μορφές διεκδικούν
την αποκλειστικότητα του βλέμματος, απομένοντας μετέωρες
ανάμεσα στο θέμα και το χρώμα,
καθώς και ο νευρωτικός διάκοσμος,
κάνουν απλά το αποτέλεσμα πιο κανονικό
-υπό την έννοια της μεταδοτικότητας.

Όχι, δεν ταξίδεψα ποτέ με τρένο προς την Ερζεγοβίνη,
για να υπαινιχθώ τόση πραγματικότητα.
Εκείνον τον χειμώνα στο Σορέντο,
τα όνειρα μου μαρτυρούσαν μιαν ανοησία
που κόβει την ανάσα με λασπωμένες δρασκελιές.
Κι όμως προσπάθησα κάτι οπωσδήποτε λευκό.
Κάτι ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο.

Μια βαθιά υποψία, τις συνέπειες της˙
μιαν απόλυτη παγωνιά, την διαφορά της˙
ένα είδος τέχνης υπονοιών κι ερωτηματικών,
ένα είδος παγίδας για τσακάλια που αμύνονται σαν απερίσκεπτα πουλιά.
Λοιπόν; Ποιος θ’ άντεχε έναν αιώνα ανθρώπινου πολιτισμού,
χωρίς να πάρει μιαν ανάσα αίμα;
Για τον καθαρό όλα είναι καθαρά, λέει ο λαός.
Εγώ λέω: για την λάσπη όλα είναι λάσπη. Βρέχει.
.
Γιώργος Μπλάνας, «Η απάντησή του». Εκδόσεις «Νεφέλη», 2000