Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

20/1/10

Η μαγική πορτοκαλιά

Στην Αϊτή όταν γεννιέται ένα παιδί στην ύπαιθρο, φυλάσσουν τον ομφάλιο λώρο, τον αποξηραίνουν και τον φυτεύουν, τοποθετώντας στην άκρη του προς τη γη σπόρους από ένα οπωροφόρο δέντρο. Το δέντρο που μεγαλώνει ανήκει στο παιδί το οποίο αποκτά δικαιώματα ιδιοκτησίας επάνω του. Μπορεί να το παραχωρήσει ή να το πουλήσει ή να το διαθέσει όπως θέλει. Εξάλλου οι άνθρωποι στη χώρα αυτή εκ των πραγμάτων μπαίνουν στην παραγωγή από τα παιδικά τους χρόνια. Τα δέντρα αυτά, λοιπόν, εξασφαλίζουν τα παιδιά προστατεύοντάς τα, υπό μία έννοια, από την πείνα. Συχνά μάλιστα αναφέρονται ως «φύλακες-άγγελοι» τους. Ωστόσο, αν το δέντρο μαραθεί ή δεν αναπτυχθεί, τότε θεωρείται πολύ κακός οιωνός. Έτσι κι αυτή τη χρονιά φαίνεται να έπεσε αρρώστια σε όλες τις πορτοκαλιές του Πορτ-ο-Πρενς.

Στη συνέχεια παραθέτουμε ένα αϊτινό παραμύθι που βασίζεται σε αυτό το έθιμο. Το βρήκαμε δημοσιευμένο στη σελίδα Spirit of Trees όπως το διηγήθηκε η Diane Wolkstein, μια σπουδαία αφηγήτρια.  Το τραγούδι της πορτοκαλιάς που περιλαμβάνεται στο παραμύθι, τραγουδιέται συχνά από τον αφηγητή ώστε να βάλει «στο παιχνίδι» όλους όσους το ακούν, ενώ κάθε ένας που το τραγουδά μπορεί να το ντύσει με τη δική του μελωδία.
.

Gesner Abelard, Paradise, 1979


ΜΙΑ ΦΟΡΑ κι έναν καιρό ζούσε ένα κορίτσι που η μητέρα του πέθανε την ώρα της γέννας. Ο πατέρας της αφού άφησε να περάσει λίγος καιρός ξαναπαντρεύτηκε μια γυναίκα που αλίμονο, ήταν τόσο κακιά και μίζερη ώστε πολλές φορές άφηνε τη δύστυχη μικρούλα εντελώς νηστική.

Μια μέρα, γυρνώντας το κοριτσάκι από το σχολείο αντίκρισε πάνω στο τραπέζι τρία ολοστρόγγυλα και καλογινωμένα πορτοκάλια και τα λιγουρεύτηκε. Κοιτάζοντας προσεκτικά γύρω της, σιγουρεύτηκε ότι ήταν μόνη και αρπάζοντας ένα από αυτά το καταβρόχθισε κυριολεκτικά με τη φλούδα! «Μμμ, ήταν πολύ νόστιμο», σκέφτηκε, και χωρίς να χάσει λεπτό άρπαξε και το δεύτερο. Το ίδιο έκανε και με το τελευταίο μέχρι που γέμισε η κοιλιά της και έβγαζε επιφωνήματα χαράς.

Σύντομα όμως, η κακιά μητριά γύρισε στο σπίτι. «Ποιος έφαγε τα πορτοκάλια που είχα στο τραπέζι;», ρώτησε συνεχίζοντας με απειλητικό τόνο: «όποιος το έκανε καλύτερα να κάνει την προσευχή του γιατί πολύ σύντομα δεν θα μπορεί πια».

Το κοριτσάκι φοβήθηκε τόσο πολύ που πήρε δρόμο και άρχισε να τρέχει στο δάσος μέχρι που έφτασε στον τάφο της μαμάς της. Εκεί έκατσε όλη τη νύχτα, προκαλώντας με κλάματα, φωνές και προσευχές την μαμά της να τη βοηθήσει. Έτσι κατάκοπη την πήρε ο ύπνος.

Το πρωί ο ήλιος βιάστηκε να τη ξυπνήσει κι όπως πετάχτηκε τυφλωμένη από το φως του κάτι έπεσε από την φούστα της… στο χώμα! Τι ήταν αυτό; Ήταν ένα κουκούτσι από πορτοκάλι που σαν έπεσε στη γη ένα πράσινο φύλλο βλάστησε αμέσως! Το κοριτσάκι είχε μείνει άφωνο να παρακολουθεί αυτό που γινόταν μπροστά στα μάτια της. Γονατίζοντας τότε άρχισε να τραγουδάει:


Πορτοκαλιά,
μεγάλωνε, μεγάλωνε και ψήλωνε
Πορτοκαλιά, πορτοκαλιά
μεγάλωνε, μεγάλωνε και ψήλωνε
η μητριά δεν είναι αληθινή μαμά
Πορτοκαλιά.



Και η πορτοκαλιά μεγάλωσε φτάνοντας το μπόι της μικρής. Κι εκείνη εξακολουθούσε να τραγουδάει:



Πορτοκαλιά,
κλαδιά, βγάλε κλαδιά
Πορτοκαλιά, πορτοκαλιά
κλαδιά, βγάλε κλαδιά
η μητριά δεν είναι αληθινή μαμά
Πορτοκαλιά.



Κι έτσι μετά από πολλές στροφές και καμώματα, κλαδιά ξεπέταξε το δέντρο και το κοριτσάκι εξακολουθούσε τραγουδώντας να παρακολουθεί τη γέννηση μιας πορτοκαλιάς.



Πορτοκαλιά,
λουλούδια, βγάλε λουλούδια
Πορτοκαλιά, πορτοκαλιά
λουλούδια, βγάλε λουλούδια
η μητριά δεν είναι αληθινή μαμά
Πορτοκαλιά.



Πανέμορφα λευκά λουλούδια γέμισαν, τότε, τα κλαδιά και πολύ γρήγορα κάλυψαν ολόκληρο το δέντρο. Για λίγο όμως. Γιατί πολύ σύντομα μαράθηκαν κι έδωσαν τη θέση τους σε πράσινα μικρά πορτοκαλάκια. Και το κορίτσι συνέχιζε το τραγούδι του:



Πορτοκαλιά,
ωρίμαστα, ωρίμαστα
Πορτοκαλιά, πορτοκαλιά
ωρίμαστα, ωρίμαστα
η μητριά δεν είναι αληθινή μαμά
Πορτοκαλιά.



Και οι καρποί ωρίμασαν και το δέντρο κατακλύσθηκε από ολόχρυσα πορτοκάλια. Η μικρή όπως ήταν φυσικό ικανοποιήθηκε τόσο πολύ ώστε άρχισε να χορεύει γύρω από το δέντρο της χωρίς να σταματήσει το τραγούδι.



Πορτοκαλιά,
μεγάλωνε, μεγάλωνε και ψήλωνε
Πορτοκαλιά, πορτοκαλιά
μεγάλωνε, μεγάλωνε και ψήλωνε
η μητριά δεν είναι αληθινή μαμά
Πορτοκαλιά.



Κάποια στιγμή όμως διαπίστωσε ότι το δέντρο είχε πάρει καλά το δρόμο για τον ουρανό κι εκείνη δεν μπορούσε πια να φτάσει τα πορτοκάλια. Τι θα ΄κανε τώρα. Ω, μα ήταν πολύ έξυπνη η μικρή και… τραγούδησε:



Πορτοκαλιά,
κατέβαινε, κατέβαινε
Πορτοκαλιά, πορτοκαλιά
κατέβαινε, κατέβαινε
η μητριά δεν είναι αληθινή μαμά
Πορτοκαλιά.



Όταν τα πορτοκάλια έφτασαν σε ένα ύψος που μπορούσε να τα ακουμπήσει, έκοψε τόσα ώστε να γεμίσει η αγκαλιά της και γύρισε στο σπίτι.

Αντικρίζοντας η μητριά της τα χρυσά πορτοκάλια στα χέρια του κοριτσιού τ΄ άρπαξε χωρίς να χάσει ούτε ένα λεπτό κι άρχισε να τα τρώει. Μόλις τέλειωσε γύρισε στο κοριτσάκι και το ρώτησε: «Δεν μου λες γλυκιά μου, που βρήκες τόσο νόστιμα πορτοκάλια;».

Η μικρή δίστασε. Δεν ήθελε να της πει. Εκείνη όμως, η αδίστακτη, την άρπαξε από το χέρι κι άρχισε να της το στρίβει μ΄ όλη της τη δύναμη.

«Πες μου», της φώναξε επιτακτικά.

Το κορίτσι τι να έκανε; Πήρε την κακιά μητριά και την οδήγησε στο δάσος, εκεί που είχε φυτρώσει η πορτοκαλιά της. Όπως θυμόσαστε όμως η μικρούλα ήταν και πολλή έξυπνη. Έτσι μόλις έφθασαν κοντά άρχισε να τραγουδάει πάλι:



Πορτοκαλιά,
μεγάλωνε, μεγάλωνε και ψήλωνε
Πορτοκαλιά, πορτοκαλιά
μεγάλωνε, μεγάλωνε και ψήλωνε
η μητριά δεν είναι αληθινή μαμά
Πορτοκαλιά.



Και το δέντρο μεγάλωνε και ψήλωνε μέχρι που έφτασε στον ουρανό. Και η μητριά τι άλλο μπορούσε να κάνει από το να αρχίσει να κλαίγεται και να ζητιανεύει.

«Σε παρακαλώ, θα είσαι για πάντα το δικό μου και αγαπημένο παιδί και θα τρως όσο θέλεις και ό,τι θέλεις. Μόνο, να, πες στο δέντρο να κατέβει χαμηλά και όταν φτάσει κοντά μας, και διάλεξε εσύ πορτοκάλια για μένα».

Έτσι πείσθηκε το κοριτσάκι κι άρχισε πάλι το τραγούδι:



Πορτοκαλιά,
κατέβαινε, κατέβαινε
Πορτοκαλιά, πορτοκαλιά
κατέβαινε, κατέβαινε
η μητριά δεν είναι αληθινή μαμά
Πορτοκαλιά.



Το δέντρο, όπως ήταν αναμενόμενο, άρχισε να κονταίνει κι όταν έφτασε στο ύψος της μητριάς εκείνη έδωσε έναν πήδο και αρπάχτηκε από τα κλαδιά του λες και ήταν μαϊμού. Κι όπως πηδούσε από το ένα κλαδί στο άλλο έτρωγε όλα τα πορτοκάλια που έβρισκε μπροστά της. Η μικρή κατάλαβε ότι σε λίγο δεν θα υπήρχε πορτοκάλι ούτε για δείγμα. Τι να κάνει τότε; Άρχισε ξανά το γνωστό τραγούδι της,



Πορτοκαλιά,
μεγάλωνε, μεγάλωνε και ψήλωνε
Πορτοκαλιά, πορτοκαλιά
μεγάλωνε, μεγάλωνε και ψήλωνε
η μητριά δεν είναι αληθινή μαμά
Πορτοκαλιά
.



με αποτέλεσμα το δέντρο να εισακούσει τις παρακλήσεις και να πάρει πάλι το δρόμο για τον ουρανό. Αυτή τη φορά όμως κουβαλώντας στα κλαδιά του και την κακιά μητριά που ούρλιαζε «Βοήθεια, βοήθεια!».

Αντί όμως για βοήθεια το έξυπνο κορίτσι φώναξε: «σπάσε! Πορτοκαλιά, σπάσε!». Το δέντρο έγινε χίλια κομμάτια και μαζί μ΄ αυτό και η στρίγγλα. Ύστερα το κοριτσάκι ψάχνοντας στα συντρίμμια βρήκε ένα μικροσκοπικό κουκούτσι, το φύτεψε στη γη και αρχίζοντας πάλι τα τραγούδια της από την αρχή, έφτιαξε μια κοντούλα πορτοκαλιά γεμάτη λαχταριστούς καρπούς.

Αυτά τα πορτοκάλια πουλούσε κάθε Σάββατο πρωί στην αγορά και δεν προλάβαινε τον κόσμο, γιατί η αλήθεια είναι ότι πιο γλυκά πορτοκάλια δεν είχαν ξαναϋπάρξει.

Το περασμένο Σάββατο πήγα να τη συναντήσω και τη ρώτησα εάν μπορεί να μου χαρίσει ένα πορτοκάλι. «Τι;» φώναξε, «μετά από τόσα που έχω τραβήξει;» και χωρίς να το καταλάβω μου έδωσε μια κλωτσιά τόσο δυνατή που στάθηκε και η αιτία να σας διηγηθώ την ιστορία της. Τη μαγική πορτοκαλιά.

Πηγές
The Magic Orange Tree, Spirit of trees
The official website of Diane Wolkstein
.