Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

19/2/10

Η αλεπού φωτογράφος

Ένα παραμύθι του μεγάλου παραμυθά Τζάνι Ροντάρι.
Οι αλληγορίες, το επιμύθιο και το ηθικό δίδαγμα,
όπως πάντα, δικά σας.

Μια αλεπού ανακάλυψε μια ωραία μέρα ότι η αληθινή της κλίση ήταν η φωτογραφία, και μάλιστα ότι ήθελε να γίνει πλανόδιος φωτογράφος. Μα καλά, θα καθόσασταν εσείς να σας βγάλει φωτογραφία αυτή η πανούργα κουτσομπόλα; Εγώ, για να σας πω την αλήθεια, όχι. Και να σας εξηγήσω και τους λόγους μου.

Να σου, λοιπόν, με την καινούρια της φωτογραφική μηχανή και το τρίποδο, εφοδιασμένη με μια ωραία σειρά από φωτογραφίες για να δείχνει την αξία της, η κουτσομπόλα αλεπού τριγυρίζει κοντά σε ένα μεγάλο κοτέτσι. Οι κότες, μέσα από το μεταλλικό δίχτυ, αισθάνονταν ασφαλείς, και γι’ αυτό την πλησίασαν.

-Δείτε τι ωραίες καλλιτεχνικές φωτογραφίες! άρχισε να λέει η αλεπού. Αυτήν εδώ την έβγαλα στον κόκορα Πρασινοτρίχη, όταν χρειάστηκε να στείλει τη φωτογραφία του στην αρραβωνιαστικιά του.
-Α, ωραιότατη! αναφώνησαν έκθαμβες οι κοτούλες.

-Αυτή την έβγαλα σε μια οικογένεια κουνελιών. Ήθελαν μάλιστα να τους βάλω και φωτοστέφανο πάνω απ’ τα κεφάλια τους, γιατί είναι μια οικογένεια πολύ θεοσεβούμενη: κι εγώ τους έκανα το χατίρι. Με τη φωτογραφική μου μηχανή μπορώ να φωτογραφήσω ό,τι φαίνεται, αλλά και ό,τι δε φαίνεται!

Οι δύο φαντασμένες πουλάδες αποφάσισαν λοιπόν να βγάλουν μια φωτογραφία:
-Όμως θέλουμε να βγούμε με μια ουρά από πούπουλα...
-Βέβαια, βέβαια. Είναι όλα τιμής ένεκεν... Εγώ είμαι μία καλλιτέχνιδα. μία ευεργέτιδα, όχι μία έμπορος.

Οι πουλάδες, νικημένες απ’ τον ενθουσιασμό, βγαίνουν τρέχοντας απ’ το κοτέτσι και παίρνουν πόζα. Η αλεπού κάνει πως κοιτάζει στη μηχανή της: βουτάει το κεφάλι της κάτω απ΄ το μαύρο πανί, το ξαναβγάζει έξω, αλλάζει θέση στα τρίποδα και εστιάζει στα μοντέλα της.
-Πιο κοντά, παρακαλώ και να χαμογελάτε. Κοιτάξτε το δέντρο στα δεξιά σας. Έτοιμες; Ακίνητες, έτσι;

Κι όταν ήταν αρκετά κοντά της και ακίνητες σαν αγάλματα, έπεσε πάνω τους με έναν πήδο και τις έφαγε με μια μπουκιά. Οι καημενούλες. Θα ήταν καλύτερα αν έμεναν ευχαριστημένες με ένα σκίτσο τους φτιαγμένο πρόχειρα, ακόμα και με κάρβουνο.

Ο Τζάνι Ροντάρι γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1920 σε ένα χωριό της Νοβάρα, στη Βόρεια Ιταλία. Ο πατέρας του, που ήταν φούρναρης, πέθανε πολύ νωρίς αφήνοντας πίσω τη γυναίκα του να αναθρέψει τρία μικρά παιδιά. Ο Τζάνι τελειώνοντας τη σχολή του Σεβέζο άρχισε τη σταδιοδρομία του σαν δάσκαλος, σε αγροτικές κυρίως οικογένειες, σε ηλικία μόλις 17 ετών. Παράλληλα διάβαζε φιλοσοφία, λογοτεχνία και πολιτικά κείμενα ενώ ασχολιόταν και με τη μουσική. Το 1939 φαίνεται να είχε εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο, ωστόσο για μικρό χρονικό διάστημα. Η κακή του υγεία του παρείχε μάλλον το προνόμιο της αποφυγής των στρατιωτικών υποχρεώσεων ωστόσο η ακόμη πιο κακή οικονομική κατάστασή του και ο φασισμός που επικρατούσε την εποχή εκείνη στην Ιταλία τον υποχρέωσαν να ενταχθεί στο φασιστικό κόμμα. Για πολύ λίγο, όμως, καθώς η απώλεια των δύο φίλων του και ο εγκλεισμός του αδελφού του σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης τον έκαναν να ενταχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας από τις γραμμές του οποίου συμμετείχε στην αντίσταση.

Μεταπολεμικά αρθρογραφώντας στην Ουνιτά, Εφημερίδα του ΚΚΙ, αρχίζει να γράφει παιδικά βιβλία εκδίδοντας παράλληλα το περιοδικό «Πιονέρος» στη Ρώμη. Από το 1952 ταξιδεύει στη Σοβιετική Ένωση, πράγμα που εξακολούθησε μέχρι το τέλος της ζωής του, και το 1953 παντρεύεται τη Μαρία Τερέζα Φερέτι με την οποία αποκτούν την Πάολα. Το 1957 μετά από εξετάσεις λαμβάνει και επίσημα την ιδιότητα του δημοσιογράφου. Πέθανε στη Ρώμη το 1980 κατά τη διάρκεια μιας χειρουργικής επέμβασης. Το σπουδαίο έργο του που αποτελεί μια βάση για την ανάπτυξη παιδαγωγικών δραστηριοτήτων, είναι παγκόσμια γνωστό και αναγνωρισμένο.
.
Ο Ροντάρι με το αστείρευτο χιούμορ του, και τις αλληγορίες του, δίνει στο παιδί εκείνες τις κατευθύνσεις που οδηγούν σε αξίες και ιδανικά αλλά και στον τρόπο για τη διατήρησή τους, τους αγώνες δηλαδή, και πάνω απ΄ όλα με την ελπίδα ζωντανή. Για το έργο του αυτό ο συγγραφέας το 1970 τιμήθηκε με το ανώτερο βραβείο παιδικής λογοτεχνίας, το Μετάλλιο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Ξεχωρίζει, φυσικά, το Τσιπολίνο το παραμύθι που το κρεμμυδάκι αποφασίζει να αγωνιστεί για την καταπολέμηση της αυταρχικής ντομάτας η οποία τυραννάει τον ίδιο αλλά και τα άλλα λαχανικά. Η πάλη των «λαχανικών τάξεων» παρουσιαζόταν πολύ συχνά στη Σοβιετική Ένωση από το 1973 από τους Κάρεν Χατσατουριάν και Γκένρικ Αλεξάντροβιτς Μαϊόροφ (χορογραφία).


Πηγές
-Rodari Gianni, «Παραμύθια σαν πλατύ χαμόγελο» (Fiabe lunghe un sorriso), μτφ Αναστασία Καμβύση, εικονογράφηση Cantone Anna Laura, Αθήνα, 2003, εκδ. Μεταίχμιο.
-Gianni Rodari, Wikipedia.
-Η μαγική πένα του Ροντάρι, Ριζοσπάστης, 16-10-2004.
-Για παιδιά και νέους, Η Αυγή, 16-08-2009.
-Gianni Rodari, Planetario.