Ένα παραμύθι…
μέρες που ΄ναι
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ζούσε ένας πολύ φτωχός άνθρωπος. Για καλή του τύχη το σπίτι του ήταν δίπλα σε εκείνο που έμενε ένας πάμπλουτος έμπορος λαδιού και μελιού. Ο έμπορος ήταν πολύ ευγενικός κι έτσι βλέποντας τη φτώχια του γείτονά του, του έστειλε μια μέρα ένα μπουκάλι λάδι. Ο φτωχός χάρηκε τόσο πολύ που έβαλε το πολύτιμο δώρο ψηλά σ΄ ένα ράφι να καμαρώνει.
Ένα από τα φτωχικά βράδια του καθώς το κοίταζε σκέφτηκε μεγαλόφωνα: «Αναρωτιέμαι πόσο λάδι να έχει ακριβώς μέσα το μπουκάλι. Σίγουρα είναι μεγάλη ποσότητα. Αν το πουλούσα θα μπορούσα να αγοράσω πέντε πρόβατα και πολύ σύντομα γεννώντας να μου φτιάξουν ολόκληρο κοπάδι. Τότε αν πουλήσω μερικά απ΄ αυτά ίσως να μπορέσω να παντρευτώ μια πλούσια γυναίκα. Μπορεί να κάνουμε κι έναν γιο. Και τι ωραίο αγόρι που θα είναι! Ψηλός, δυνατός και υπάκουος! Αν όμως με παρακούσει», σηκώνοντας το ραβδί που κράταγε στο χέρι, «εγώ θα τον τιμωρήσω έτσι!».
Στριφογυρίζοντας το ραβδί γύρω από το κεφάλι του, δίνει μια στο πάτωμα με όλη του τη δύναμη, σε σημείο που αυτό εκσφενδονίστηκε ψηλά και χτυπώντας το μπουκάλι, εκείνο έγινε χίλια κομμάτια. Τότε το πολύτιμο λάδι άρχισε να τρέχει από ψηλά ώστε τον έλουσε από την κορφή μέχρι τα νύχια…
* Το παραμύθι ανήκει στους μύθους Μπιντπάι ή Πιλπάι που αποτελούν μέρος των περίφημων ινδουιστικών μύθων Πανχατάντρα, γραμμένοι στην σανσκριτική τον 3ο αιώνα π.Χ.
Πηγή: The Tortoise and the Geese and other Fables of Bidpai, retold by Maude Barrows Dutton (Boston and New York: Houghton Mifflin Company, 1908), pp. 8-9., από τη σελίδα του D. L. Ashliman.
Απόδοση στην ελληνική: α.μ.