Του Γιάννη Ρίτσου*
Έτσι είναι, βρε παιδί μου. Τα γεγονότα, τα πράγματα, τα ζεις, τα βλέπεις, τα δέχεσαι ή τ' απορρίπτεις, αντιδράς σ' αυτά με αισθήματα, ιδέες, εντυπώσεις, επιλογές, κρίσεις (και πάντα με τη θέλησή σου σ' εγρήγορση). Ύστερα διυλίζονται στη μνήμη και μπορείς κουτσά στραβά να τ' αναπολείς, να τα χρησιμοποιείς ή και να τα μετασχηματίζεις ανάλογα με τις ανάγκες σου.
Κάποτε τα πιάνεις όπως το πουλί με το δόκανο απ’ το 'να ή απ’ τα δυο πόδια, του στρίβεις το λαιμό, το μαδάς, ένα τόσο δα πραματάκι κιτρινιάρικο, πετσί και κόκαλο (αυτό ήταν όλο κι όλο;), δεν ξέρεις τί να το κάνεις, τα πούπουλα ψιλοφτερουγίζουν άψυχα, τα μαζεύει η κυρα Κατίνα «που ξέρεις, μπορεί να σιάξω κάνα μαξιλαράκι», πάει, ξεχάστηκε.
Τα όνειρα όμως; Ω, αυτά σε βρίσκουν πάντοτε ανέτοιμο, με ανύπαρκτη τη θέλησή σου, σε βρίσκουν θαυμαστικά έκπληχτον, σε παίρνουν, σε ηγεμονεύουν, ανυπεράσπιστο και ταυτόχρονα συμμέτοχο και συνένοχο, σε μαγεύουν, σε τρομάζουν, ρευστά, φευγαλέα, αιφνιδιαστικά, ωστόσο πιο ολοκληρωμένα και πραγματικά από κάθε πραγματικότητα, ολοκάθαρα, ευμετάβολα, τάχιστα, απέραντα, απίθανα, έχεις φτερά, πετάς, πέφτεις, πετάς πάλι χωρίς φτερά, πέφτουν τα δόντια σου όλα μες στο στόμα σου, τα μασάς, είναι πολύ νόστιμα, άσπρα κουφέτα γάμου, έχουν στη μέση ένα μύγδαλο καθαρισμένο, τα δόντια σου τώρα είναι στη θέση τους, πιο αστραφτερά, τα βλέπεις, όχι στον καθρέφτη, στο ίδιο σου το πρόσωπο απέναντί σου, είσαι το μωρό της Ελπινίκης, ο έφηβος των Αντικυθήρων, ο Αχιλλέας, ο Έκτορας, η Εκάβη, η θεια- Καλή με τη ρόκα της και τ' αδράχτι της, η σαύρα που χώθηκε στην τρύπα κι εσύ που κοιτάζεις τη σαύρα με το μονό μάτι του Πολύφημου -τί έξοχα όλα, κατορθωτά, πειστικότατα πίσω απ’ τα κλεισμένα σου βλέφαρα, και πέφτει ένα άστρο στο χέρι σου, το δαγκώνεις να βεβαιωθείς πώς είναι χρυσή λίρα για ν' αγοράσεις πέδιλα με δυο πλαϊνά φτεράκια σαν του Ερμή ακριβώς, αυτά πού είδες στη βιτρίνα της γωνίας στο κατάστημα του Σβούρα πού είναι το ίδιο ταυτόχρονα στον Περαία, στη Μονοβάσια, στα Χανιά, στο Καρλόβασι- πειστικότατα και να, μόλις ανοίξεις τα μάτια σου εξαφανίζονται, αέρας άπιαστος, ανεπανάληπτος, αμνημόνευτος∙ πασκίζεις να θυμηθείς, ν' αναπλάσεις∙ τίποτα∙ μονάχα πότε πότε κάτι ξεφτίδια, κάτι στιγμιότυπα ασύνδετα, και σπάνια ένα ολόκληρο όνειρο, θαμβωτικό, με όλη τη φανταστικά αφάνταστη ασυναρτησία του και γοητεία του, μόνο που δε θυμάσαι πια αν ήταν έγχρωμο ή ασπρόμαυρο κι αν τα χρώματα που βλέπεις στην ανάπλασή του είναι δικά σου σαν τις παλιές χαλκογραφίες τις επιχρωματισμένες∙ και παρ' όλο το στιγμιαίο και αστραπιαίο του ονείρου, έχει μια τεράστια περιεκτικότητα πανάρχαιου και μελλοντικού χρόνου πριν απ’ τη γέννηση και μετά το θάνατο∙ κι ίσως αυτό το αρχέγονο, αιώνιο, παγανιστικό, ελεύθερο, ηδονοκρατικό κι ανενδοίαστο του ονείρου, η αυθαιρεσία του κι η γυμνότητά του είναι που μας αποθεώνει μες στον ύπνο μας και θέλουμε να το κρατήσουμε και να το πούμε βεβαιώνοντας την αιωνιότητά μας και την ελευθερία μας πάνω από κάθε φυσικό και ηθικό εμπόδιο, πέρα από κάθε ενοχή αμαρτίας και φόβο τιμωρίας αφού στα όνειρά μας δεν έχουμε αυτόπτες μάρτυρες ή δαχτυλικά αποτυπώματα, γιατί καθένας είναι μόνος μέσα στο όνειρό του και δεν το βλέπει ποτέ μαζί μ' έναν άλλον, κι όλοι το 'χουν παραδεχτεί πως τ' όνειρο προτρέχει της πραγματικότητας κι ίσως μάλιστα να τη διαμορφώνει κατά κάποιο τρόπο και να διαμορφώνει και το δικό μας χαρακτήρα ή τουλάχιστον τη συμπεριφορά μας.
Έργο του Γ. Ρίτσου. Ακουαρέλα σε πακέτο τσιγάρων. Εξώφυλλο της έκδοσης*
Και σ' αυτό ακριβώς μοιάζουν τα όνειρα με τις μνήμες της παιδικής μας ηλικίας, βαθιά φυλαγμένες μέσα μας, άπλαστες πάντα, πλάθοντάς μας, κι όχι μνήμες αλλά η ίδια η παιδική μας ηλικία, μακρινή, απόκοσμη, ξένη κι η μόνη δική μας, έγχρωμη αυτή, με χρώματα αχνά ή δυνατά, η σκουριά του καρφιού στο τραπέζι, το φόρεμα της Μαρίτσας κίτρινο με άσπρες μαργαρίτες, η ταμπέλα του χασάπικου μια μαύρη αγελάδα και μια κόκκινη, κι η ταμπέλα του σιδεράδικου ένα πράσινο φανάρι με τζάμια τάχα και μέσα του μια μακρουλή πορτοκαλιά φλόγα, η ομπρέλα της Νίνας ρόδινη, της μαμάς μενεξελιά, κι η ζεστή μυρωδιά (όταν σιδερώναν τα εσώρουχα στο μέσα δωμάτιο) ήταν σταχτιά και παπαρουνιά, κι η αναμονή όλο έρωτας (αλλά ο έρωτας είχε όλα τα χρώματα και κανένα ορισμένο), και το πρώτο μακρύ παντελόνι του Αργύρη ήταν καφετί με λεπτές μπεζ ρίγες, γιατί, όντως, όπως το 'χε πει, σε τρεις μήνες φόρεσε μακρύ παντελόνι, έγινε πιο όμορφος, πιο ψήλος, πιο μελαχρινός και πιο γαλανομάτης, τέλειωσε το σχολαρχείο, πήγε στους Μολάους, έδωσε εξετάσεις, μπήκε στο γυμνάσιο, μου 'γραφε πότε πότε, όλο η Νίνα κι η Νίνα, μου λείπει λέει η Νίνα (κι εσύ βέβαια), μου λείπει η θάλασσα και το δικό μας φεγγάρι με τις βάρκες και τους αστακούς, φοράει τώρα γαλάζιο κασκέτο και του πάει πολύ, τον κοιτάνε τα κορίτσια, μα αυτός όλο η Νίνα στο νου του, τρώει σ' ένα ταβερνάκι το συχνότερο φασουλάδα (όχι μαρίδες και χταπόδι) μα, που θα πάει; το καλοκαίρι θα γυρίσω και τότες θα λυσσάξουμε στο κολύμπι, και κείνος ο τσιφούτης ο μπάρμπας μου δε μου 'στειλε ακόμα τα λεφτά για τους αρραβώνες, μην το πεις της Νίνας (εγώ δεν της είχα πει τίποτα) και μη με ξεχνάς ως το καλοκαίρι∙ μα στο μεταξύ η Νίνα αρραβωνιάστηκε με το Χρίστο που 'χε έρθει απ’ την Αθήνα και την ερωτεύτηκε αμέσως, όμορφος με τη στολή του, ενωμοτάρχης χωροφυλακής, ψηλός, σωστό ντερέκι, πιο όμορφος απ’ τον Αργύρη, πιο άντρας, με στριφτό μουστακάκι κι αράπικα μάτια∙ η αστυνομία ήταν απέναντι απ’ την αυλή του σπιτιού μας∙ κι αυτός ο μπερμπάντης είχε κρεμάσει στα δυο πάνω παράθυρα όχι κουρτίνες αλλά χοντρά τσουβαλόπανα (τάχα για να μην μπαίνει ο ήλιος και παραζεσταίνει τα γραφεία), είχε ανοίξει δυο τρύπες και παραμόνευε (κρυμμένος στα σκοτεινά) τη Νίνα κάθε που έβγαινε στην αυλή να λιάσει τα μαλλιά της ή να κοιτάξει το βαπόρι που περνούσε ή το βυσσινί λιόγερμα (και φώναζαν κάτου οι βαρκάρηδες σαν για ν' αράξει πιο γρήγορα το πλοίο, πού 'χει ανάψει κιόλας τα φώτα του, σαν για να μη φύγει ακόμα ο ήλιος πίσω απ’ τα βουνά πού είχαν γίνει μενεξεδένια με κάτι σκόρπιες ωχρές βουλές)∙ κι όταν ήρθε το καλοκαίρι -που θα γύριζε κι ο Αργύρης απ’ τους Μολάους, εμείς είχαμε φύγει για τις Βελιές, μαζί κι ο Χρίστος∙ είχε έρθει κι ο Μίμης, ο μεγάλος μου αδελφός απ’ τη Σχολή των Ναυτικών Δοκίμων, για τις διακοπές, όχι με τη μπλε στολή του και το σπαθάκι του, αλλά με τα κάτασπρα, απλό ναυτάκι, πιο γλυκός τώρα, πιο αδελφός μου (μ' άρεσε πολύ η μετακόμιση, η ανακατωσούρα, οι μπόγοι, τα συμπράγκαλα, οι φωνές, κι οι καθρέφτες μες στα δωμάτια άλλαζαν έκφραση σα ν' αλληθωρίζαν από κάποιο ανεξήγητο θυμό ή λύπη∙ δε μας κοίταζαν καταπρόσωπο κοίταζαν άλλου κι οι καρέκλες κουβέντιαζαν μεταξύ τους σε μια άγνωστη γλώσσα, παραξηγημένες φαίνεται με μας που φεύγαμε, και μάλιστα μια έπεσε μπρούμυτα και μου 'φραξε την πόρτα, μα εγώ πήδηξα από πάνω της κι έτρεξα κάτου στ' αμάξια που τα φόρτωναν οι υπηρέτριες, χάιδευα τα μουσούδια των αλόγων, και μόνο η μαμά ήταν λυπημένη κάτω απ’ το ψάθινο καπέλο της κι ενώ πηγαινοερχόταν έμοιαζε ακίνητη, η Λούλα κι η Νίνα -κι αυτές με ψάθινα καπέλα λουλουδοστόλιστα- κάναν τις μεγάλες, ο Χρίστος κι ο Μίμης παράμερα κουβέντιαζαν κάτι σοβαρά, ο μπαμπάς είχε φύγει δυο μέρες πριν για τις Βελιές, οι γάτες νιαούριζαν μες στα σκεπασμένα καλάθια).
Όπου, μια μέρα, που πηγαίναμε στο χωριό Άγιοι Σαράντα, ο Χρίστος κι εγώ, να ψωνίσουμε απ’ τα μπακάλικα (εκεί που ήταν το θερινό μας σπίτι δεν υπήρχαν καθόλου μαγαζιά) βλέπουμε σ' ένα χωράφι να καβαλιούνται δυο γαϊδάροι ο Χρίστος με ρωτάει: «ξέρεις τί κάνουν;», «ναι -του λέω- τσακώνουνται» (μ' όλο που ήξερα πολύ καλά -μου τα 'χαν μάθει απ’ όξω κι ανακατωτά τα χωριατόπουλα που κάναμε παρέα κάθε καλοκαίρι- μα ήθελα να τ' ακούσω απ’ το στόμα του Χρίστου, του «μπερμπάντη» -όπως τον έλεγα μέσα μου), ο Χρίστος χαμογελάει πονηρούτσικα, «όχι –λέει- δεν τσακώνονται γαμιούνται»∙ εγώ κάνω πάλι τον ανήξερο, «δηλαδή;» ρωτάω∙ «να, ο γάιδαρος χώνει το πράμα του στο πράμα της γαϊδούρας», «όλο αυτό» ρωτάω πάλι∙ «ναι, όλο»∙ «ύστερα;» «χύνει μέσα της»∙ «δηλαδή κατουράει;»∙ «όχι∙ χύνει ένα άσπρο πηχτό υγρό στη μήτρα της»∙ «έχει η γαϊδούρα μέσα της μια μίτρα σαν του δεσπότη;»∙ γέλασε πάλι ο Χρίστος «όχι μίτρα με γιώτα αλλά με ήτα» (εδώ πια φχαρστήθηκα την επίδειξή μου παρθενικότητας), «χύνει λοιπόν μέσα στην τρύπα της», «στην πάνου ή στην κάτου;» μου ξέφυγε∙ «ά, κατεργαράκο, μου τα ξέρεις και μου παρασταίνεις τον ψόφιο κοριό∙ στην κάτου, βέβαια∙ η γαϊδούρα πιάνει το σπόρο, γκαστρώνεται και γεννάει το γαϊδουράκι, όπως κάνει κι ο άντρας με τη γυναίκα»∙ «έτσι κάνεις κι εσύ με τη Νίνα μας;»∙ έσκασε στα γέλια, λάμψαμε τα ωραία κάτασπρα δόντια του, γέλασα κι εγώ όσο μπορούσα πιο δυνατά να φαίνουμαι μεγάλος, να τον ξεπεράσω, κι αυτός μου ανακάτεψε τα μαλλιά με τη χερούκλα του, κι ένιωσα πράγματι μεγάλος και λεβέντης, άξιος να κάνω κι εγώ ό,τι ο γάιδαρος με τη γαϊδάρα, κι όχι πια κείνα τα σαλιαρίσματα με τη Μαρίτσα.
Όμως ο Χρίστος ποτέ δεν έλεγε τέτοια πράματα μπροστά στη μαμά, στον μπαμπά, στη Νίνα, στο Μίμη, στη Λουλά, κι εγώ τον κοίταζα πονηρά καθώς κουβέντιαζε κι ανεβοκατέβαινε σοβαρό το στριφτό μουστακάκι του, σα να 'χαμε οι δυο μας κάποιο κοινό μυστικό, μια κρυφή συμμαχία. Άλλα κι ο Κωσταντής, το χωριατόπουλο, πέντε χρόνια πιο μεγάλος από μένα, που 'μπαινε σ' όλα τ' αμπέλια σα να 'ταν δικά του, κι έτρωγε έναν περίδρομο άπλυτα σταφύλια και βάφονταν κόκκινα τα μάγουλά του, τα σαγόνια του και τον έπιανε τσιρλιό και κατέβαζε τα βρακιά του όπου βρισκόταν ν' αλαφρώσει, κι υστέρα κολύμπαγε τσίτσιδος στο ποτάμι κι έβγαινε κι έκοβε βατόμουρα, πάλι τσίτσιδος -πόσα μου 'χε μάθει ο Κωσταντής, και το 'κανε, λέει, με τις κατσίκες, κι είναι μια χαρά, λέει, κι αν θέλω, λέει, να φέρει τις δυο κατσίκες της μάνας του να κάνουμε κι οι δυο∙ κι εγώ πολύ θα το 'θελα, μα ντρεπόμουνα και του είπα «άσε, άλλοτε», κι όταν πηγαίναμε καβάλα στα ασέλωτα άλογα (μυθικοί καβαλάρηδες σαν εκείνους τους ιππότες που γράφουν τα βιβλία ή σαν εκείνους τους μαρμάρινους καβαλαραίους μπροστά στη στέγη των αρχαίων ναών) να τα ποτίσουμε στη βρύση, και τ' άλογα βγάζαν κείνα τα μακριά μαύρα μασούρια τους που σάλευαν δίχως να νοιάζονται για τους χωριάτες που πότιζαν τα ζα τους ή για τις χωριατοπούλες που κατέβαιναν απ’ τον Αι Λια και τους Άγιους Σαράντα με βαρέλια και στάμνες να πάρουν νερό, ο Κωσταντής με σκούνταγε στον αγκώνα, μου 'δειχνε με τη ματιά του τ' άλογα και μου 'λεγε σιγανά «νάν τις είχαμε κι εμείς τόσο μεγάλες, κάλλιο κι από βασιλιάδες θα 'μασταν».
Μα όταν έπεφτε το βραδάκι και βγαίνανε τ' αστέρια και δρόσιζε ο τόπος κι ανέβαινε από τα περβόλια κι από τα μποστάνια μια μυρουδάτη υγρασία με βαθιές ανάσες και μουγκανίζαν κι αναμηρυκάζαν ήσυχα τα ζώα και τα βατράχια φώναζαν δυνατά για να φαίνεται καθαρότερα η σιωπή -τότε όλα μοιάζαν πιο όμορφα, σαν εκκλησιαστικά να πεις κι έτσι κάπως, για κάτι, σαν μετανιωμένα κι ας κάναν έρωτα την ίδια ώρα τα βατράχια. Άναβαν οι λάμπες κι οι λύχνοι στο σπίτι. Στρώναν το δείπνο. Απ' τ' ανοιχτά παράθυρα μπαίναν στις κάμαρες τα μακρινά βουνά, τα δέντρα, τα ποτάμια, οι νυχτοπεταλούδες.
Όταν αποσώναμε το δείπνο, βγαίναμε όλοι στη μεγάλη ταράτσα (εκτός απ’ τη μαμά και τον μπαμπά) να κοιμηθούμε στην αράδα στρωματσάδα. Μοσκοβολούσε ο αέρας ρίγανη, στάχυ, ρετσίνι και πιο πολύ μούστο, γιατί στη μια γωνιά της ταράτσας λιάζαν τη μαύρη σταφίδα. Πόσο κοντά βρισκόμασταν στον ουρανό. Έτσι να 'κανες το χέρι σου έπιανες το φεγγαράκι. Κι ο Μίμης μάς έδειχνε και μας ονόμαζε τ' άστρα -Ωρίων, Λύρα, Βερενίκη, Αρκτούρος, Αφροδίτη, Άρκτος η μικρή κι η μεγάλη, Κριός, ω, ω, ω, Ωρίων, Ίων, μουσική, πηγή της μουσικής, χορός, ασάλευτος στρόβιλος, ω, θα κάνουν έρωτά τ' άστρα μεταξύ τους, ω, εκεί ετοιμαζότανε το ποίημα «Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα», πόσα άστρα, πόσα τριζόνια, πέφτω στο στρώμα, κρατάω τα μάτια ανοιχτά, μετράω τ' άστρα, αμέτρητα, δεν έχουνε αρχή και τέλος τ' άστρα, δεν έχει αρχή και τέλος ο κόσμος, έρωτας, μουσική, ποιήματα, νυστάζω, κάνε θε μου να μην υπάρχουν πόλεμοι, πώς νύσταξα, ειρήνη, ειρή-, ωραία, έρω-, έρωτας, Ωρί- ω, ω, Ωρίων, ω, και τα βατράχια πέρα, ρα, ρα, ρα, τ' αστέρια πέρα στον αέρα.
ΑΘΗΝΑ, 12-13.1.84
* Γιάννης Ρίτσος, Ίσως να ΄ναι κι έτσι, Μυθιστόρημα, Κέδρος, 1984, σ.σ. 64-73.
Σημ.: Το κείμενο, στην παραπάνω έκδοση, δομείται σε μία μοναδική παράγραφο.