The Concert in the Egg, Hieronymus Bosch, Musee des Beaux-Arts, Lille, France
Μια νύχτα, έφθασε σ΄ ένα πανδοχείο ένας πλανόδιος μάστορας αποφασισμένος να ξεκουράσει τα πόδια του, που είχαν πρηστεί από το πολυήμερο ταξίδι, αν και δεν είχε φράγκο στην τσέπη! Ο ξενοδόχος, πήρε γρήγορα χαμπάρι την κατάσταση του πελάτη του, κι ένα βράδυ του είπε: «Καλέ μου φίλε, τώρα που ξεκουράστηκες για τα καλά, κοίτα να ξεκινήσεις πρωί- πρωί για τη δουλειά σου. Να! Πάρε και τον λογαριασμό». Κρύος ιδρώτας έλουσε τον άφραγκο μάστορα, ωστόσο βρήκε την ψυχραιμία να απαντήσει: «Αύριο, μια μέρα ακόμη, και θα φύγω». «Καλά», του αποκρίθηκε ο ξενοδόχος, «αλλά πρόσεχε στο τέλος μην καταλήξεις στο Ξενοδοχείο Μαύρος Πύργος. Εκεί γύρω, λένε, ότι είναι μαζεμένοι όλοι όσοι ήπιαν και έφαγαν παραπάνω από όσα μπορούσαν να πληρώσουν».
Μετά απ΄ αυτό, κι όπως ήταν φυσικό, ο πελάτης δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι όλη τη νύχτα. Με την αγωνία και το φόβο να μεγαλώνουν όσο πέρναγε η ώρα, στριφογύριζε, μέχρι που μια μαύρη φιγούρα πλησίασε το κρεβάτι του. Τρόμαξε τόσο πολύ σαν να στεκόταν από πάνω του ο Διάβολος ο ίδιος! Πριν καλά καλά προλάβει να καταλάβει τι γινόταν, η σκιά του είπε: «Μην φοβάσαι, αγαπητέ μου σύντροφε. Βάλε εσύ τα λουκάνικα κι εγώ θα φέρω τα ποτά. Δηλαδή, βάλε κι εσύ ένα χεράκι, κι εγώ θα σε βοηθήσω να βγεις καθαρός από αυτήν την περιπέτεια». «Τι να κάνω;», ρώτησε ο μάστορας. «Μείνε εδώ, στο ξενοδοχείο, για επτά χρόνια», είπε ο Διάβολος, γιατί εκείνος ήταν, «έτσι θα εξασφαλίσεις ό,τι χρειάζεσαι και θα σου τρέχουν, τα χρήματα, όπως τα φύλλα από τα δέντρα. Σε αντάλλαγμα γι΄ αυτό δεν πρέπει να πλυθείς, ούτε να χτενιστείς, ούτε να κουρευτείς, ούτε καν τα νύχια σου να κόψεις». «Με συμφέρει πολύ η πρόταση αυτή», σκέφτηκε ο μάστορας, και συμφώνησε μαζί του, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Όταν ξημέρωσε, ο συνεταίρος του Διαβόλου πλήρωσε τα χρωστούμενα στον ξενοδόχο μέχρι τελευταία δεκάρα, και μάλιστα του έδωσε και προκαταβολή για τις επόμενες μέρες. Έτσι, έμενε στο ξενοδοχείο για χρόνια ξοδεύοντας χρήματα λες και ήταν άμμος στην παραλία. Ωστόσο, τηρώντας τους κανόνες της συμφωνίας, κατέληξε να ΄χει την όψη άγριου θηρίου και κανένας δεν ήθελε πια να τον αντικρίζει.
Μια ωραία πρωία, λοιπόν, φθάνει στο πανδοχείο ένας έμπορος που έμενε απέναντι, μαζί με τις τρεις πεντάμορφες κόρες του. Ο λόγος της επίσκεψής του ήταν να μοιραστεί τον πόνο του με τον ξενοδόχο, μια και πολύ πρόσφατα κάτι πήγε στραβά με τις επιχειρήσεις του και τώρα δεν ήξερε τι να κάνει. «Άκουσέ με», του είπε ο ξενοδόχος, «νομίζω ότι υπάρχει λύση στο πρόβλημά σου. Εδώ, μένει ένας περίεργος τύπος περισσότερα από έξι χρόνια. Μπορεί να μην περιποιείται τον εαυτό του και να είναι άσχημος σαν αμαρτία, αλλά έχει τόσο χρήμα που το μοιράζει λες και είναι σανό! Πήγαινε να τον βρεις. Έχω παρατηρήσει ότι πολύ συχνά κοιτάζει το σπίτι σου. Ποιος ξέρει, μπορεί να του έχει γυαλίσει καμιά από τις κόρες σου».
Ο έμπορος δεν έχασε την ευκαιρία. Ανέβηκε στο δωμάτιο του μάστορα και πολύ σύντομα έκλεισαν συμφωνία διάσωσης. Ο μάστορας θα πλήρωνε τα χρέη του εμπόρου και ο έμπορος θα του έδινε μια θυγατέρα του. Όταν όμως, ο πατέρας πήγε τον πολύφερνο γαμπρό στο σπίτι κι εξήγησε στις κόρες του τη συμφωνία, η μεγαλύτερη άρχισε να τρέχει μακριά φωνάζοντας: «Τρελάθηκες πατέρα; Τι είδους τέρας είναι αυτό που έφερες στο σπίτι; Δεν πάω καλύτερα να πνιγώ παρά να τον παντρευτώ;». Αλλά και η δεύτερη δεν αντέδρασε πιο καλά. «Τρελάθηκες πατέρα;», είπε τρέχοντας μακριά κι αυτή, «τι είδους τέρας είναι αυτό που έφερες στο σπίτι; Δεν πάω καλύτερα να κρεμαστώ παρά να τον παντρευτώ;».
Ωστόσο, η μικρή κόρη είχε άλλη άποψη. «Αυτός πρέπει να είναι καλός άνθρωπος, αφού θέλει να σώσει τον πατέρα μας. Θα τον παντρευτώ εγώ», είπε και έστρεψε τα μάτια της στο πάτωμα, να μην τον βλέπει, αν και διακρινόταν μια συμπάθεια από πλευράς της, ειδικά την ώρα που όριζαν τον γάμο. Τα επτά χρόνια που είχε ζητήσει ο διάβολος είχαν ήδη παρέλθει. Το πρωί της ημέρας του γάμου μια υπέροχη άμαξα, στολισμένη με χρυσάφια και πολύτιμους λίθους, στάθηκε μπροστά στο σπίτι του εμπόρου. Απ΄ αυτήν πήδηξε ο μάστορας που ήταν πια ένας όμορφος, καθαρός και ευγενής νέος. Η νύφη βγάζοντας μια κραυγή ανακούφισης, δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά της. Μετά την τελετή οι καλεσμένοι έκαναν πομπή συνοδεύοντας το ζευγάρι για το γαμήλιο γλέντι. Ο έμπορος, ο ξενοδόχος, οι φίλοι, οι συγγενείς, ήταν όλοι εκεί. Μόνο οι δυο αδελφές της νύφης έλειπαν καθώς της έπνιξε η οργή κι έβαλαν τέλος στην ζωή τους. Η μια πνίγηκε και η άλλη κρεμάστηκε.
Και καθώς ο γαμπρός έφευγε από την εκκλησία, είδε τον Διάβολο, για πρώτη φορά μετά από επτά χρόνια, καθισμένο σε μια στέγη να γελά ικανοποιημένος λέγοντας:
Μάστορα, στη βγήκα από πάνω
εσύ πήρες τη μια κι εγώ ακόμη παραπάνω
εσύ πήρες τη μια κι εγώ ακόμη παραπάνω
Σημ.: Χρειάζεται πολλή σκέψη πριν τους επίκαιρους συνειρμούς ή τελικά, λογιστική μελέτη της φράσης του Διαβόλου.
Πηγή: Otto Sutermeister, Der Teufel als Schwager, Kinder- und Hausmärchen aus der Schweiz (Aarau: Sauerländer, 1873), no. 27, pp. 83-86. Ελβετικό παραμύθι, μετάφραση στην Αγγλική: D. L. Ashliman, © 1998. Απόδοση στην ελληνική α.μ.