Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

4/2/09

Όταν τελειώνουν τα βαφτίσια...

Η Αλεπού και ο Λύκος
Ένα ολλανδικό παραμύθι, με αφορμή ένα σχόλιο του Περίπλου
-
Αγρότης από την Κρήτη, φορώντας το παραδοσιακό μαντήλι, κάθεται μπροστά από τις αστυνομικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης διαμαρτυρίας στο λιμάνι του Πειραιά. 3 Φεβρουαρίου 2009. Φωτ.:Reuters

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ η αλεπού και ο λύκος έκλεψαν ένα βαρέλι βούτυρο από έναν αγρότη και το έκρυψαν πολύ καλά. Όμως ο κρυψώνας ήταν μακριά από τα σπίτια τους και μια μέρα η αλεπού λαχτάρησε να απολαύσει λίγο βούτυρο χωρίς όμως να το μάθει ο λύκος. Έτσι αναγκάστηκε να ζητήσει τις μπότες του για να τα καταφέρει στο μακρύ ταξίδι της.

Ο λύκος, βέβαια, τη ρώτησε για ποιο λόγο χρειάζεται τις μπότες του. «Α! δεν σου το είπα;», αποκρίθηκε η αλεπού, «πρέπει να ταξιδέψω μακριά για κάτι βαφτίσια». «Καλά», της είπε εκείνος. Η αλεπού φόρεσε τις μπότες του και άρχισε να τρέχει προς τον κρυψώνα του βουτύρου. Όταν γύρισε, ο λύκος τη ρώτησε ποιο είναι το όνομα που έδωσαν στο παιδί. «Αρχή» του είπε η αλεπού, και ο λύκος συλλογίστηκε: «Πολύ συμπαθητικό όνομα».

Λίγες μέρες αργότερα η αλεπού ζήτησε ξανά από το λύκο να της δανείσει τις μπότες του, προφασιζόμενη κι αυτή τη φορά βαφτίσια. «Καλά», ξαναείπε εκείνος και για μια ακόμη φορά έδωσε τις μπότες του. Όταν επέστρεψε, τη ρώτησε: «ποιο είναι το όνομα του παιδιού;» «Καλά λύκε, δώσανε ένα όνομα στο παιδί που εγώ δεν θα το διάλεγα ποτέ! Το βάφτισαν "Μισό-Μισό"» είπε η αλεπού, και ο λύκος ξανασκέφτηκε ότι αυτό ήταν ακόμη πιο συμπαθητικό όνομα.

Μετά από λίγο καιρό, η αλεπού είπε στο λύκο ότι έπρεπε να πάει πάλι κάπου, για άλλο βαφτίσι τώρα. Όταν του επέστρεψε τις μπότες, εκείνος από συνήθεια ζήτησε να μάθει το όνομα του παιδιού. «Αυτή τη φορά το όνομα ήταν ακόμα πιο παράξενο. Το είπανε "Κάτω-Κάτω"» είπε η αλεπού.

Την τέταρτη φορά, που ζήτησε η αλεπού τις μπότες, με τη γνωστή πια δικαιολογία, ο λύκος φάνηκε λίγο ενοχλημένος και τη ρώτησε αν θα υπάρξει ποτέ τέλος σ΄ αυτήν την ιστορία με τα βαφτίσια. Όχι τίποτα άλλο, αλλά οι μπότες του είχαν αρχίσει να λιώνουν. «Ναι» είπε η αλεπού, «αυτή εδώ είναι και η τελευταία φορά». «Αν είναι έτσι πάρτες» είπε ο λύκος. Φυσικά η λαίμαργη ξαναπήγε στο γνωστό μέρος, άνοιξε το βαρέλι, το γέμισε με πέτρες, κι έστρωσε πάνω τους το βούτυρο που είχε μείνει στην πάτο. Ύστερα, σαν την καλή κυρία, γύρισε στο σπίτι. Εκεί την περίμενε ο λύκος με τη γνωστή του περιέργεια για το όνομα του παιδιού. «Ίσα-Ίσα», είπε η αλεπού, χωρίς να κρύψει τη δυσαρέσκειά της για το όνομα αυτό, και ο κύκλος των βαφτισιών έκλεισε εκεί.

Όμως η αλεπού εκτός από λαίμαργη ήταν και πονηρή. Περίμενε να περάσει λίγος καιρός και μια μέρα πρότεινε στο λύκο να πάνε μέχρι τον κρυψώνα, και να στήσουν γλέντι, με το βούτυρό τους. Φθάνοντας εκεί, άρχισαν να διαπληκτίζονται για το ποιος θα ξεκινήσει να τρώει πρώτος. Επειδή δεν έβρισκαν άκρη, έριξαν κορώνα-γράμματα και ο λύκος φάνηκε πιο τυχερός. Ξεκίνησε λοιπόν, να τρώει το λαχταριστό βούτυρο με αποτέλεσμα …να γεμίσει το στόμα του με πέτρες!

Έπρεπε να τους βλέπατε τότε να αλληλοκατηγορούνται! «Το έκανες τότε που μου ΄λεγες ότι έτρεχες σε βαφτίσια», έλεγε ο λύκος. «Το έκανες όταν έλειπα από το σπίτι», του αντιγύριζε η πονηρή αλεπού. Τίποτε όμως δεν μπορούσε να διαγράψει την πραγματικότητα: το βαρέλι ήταν άδειο και θα έμενε άδειο. Έτσι αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω χωρίς να χρονοτριβούν.

Στο δρόμο του γυρισμού βρήκαν μέσα στο βάλτο, ένα γέρικο άλογο. Σκέφτηκαν να το πάρουν μαζί τους, αλλά έπρεπε να βρουν έναν τρόπο να το κουβαλήσουν. «Εσύ είσαι πιο δυνατός» είπε η αλεπού, «δέσε την ουρά του γύρω από το σώμα σου και τράβα, ενώ εγώ θα το σπρώχνω με ένα ραβδί. Σύντομα κατάφεραν να τραβήξουν το άλογο από το βούρκο, αλλά εκείνο συνήλθε κι άρχισε να τρέχει τραβώντας το λύκο που είχε δέσει την ουρά του, επάνω του. «Βάστα γερά τα πόδια σου στη γη!» φώναξε η αλεπού, «Αλεπού, ούτε τη γη ούτε τον ουρανό μπορώ να δω, έτσι όπως με τραβάει το παλιάλογο!», της απάντησε αυτός. Τελικά ο λύκος κατάφερε να λυθεί και οι δυο «συνεταίροι», συνέχισαν το δρόμο τους.

Όταν επιτέλους έφθασαν στο σπίτι ο λύκος πήγε κι έκατσε κοντά στη φωτιά να στεγνώσει, αφού από τη μάχη με το άλογο είχε μουσκέψει μέχρι το κόκαλο. Όμως, έτσι ταλαιπωρημένος που ήταν, τον πήρε ο ύπνος. Τότε το σχέδιο της αλεπούς έδωσε καρπούς. Βρήκε την ευκαιρία που περίμενε τόσον καιρό. Πασάλειψε με λίγο βούτυρο την ουρά του κι όταν αυτό έλιωσε από τη ζέστη, τον ξύπνησε φωνάζοντας τάχα μου: «τώρα σ΄ έπιασα λύκο. Είναι βέβαιο πια ότι εσύ πήγες και καταβρόχθισες το βούτυρο… Κλέφτη!».

Από τότε ο δύστυχος λύκος δεν τόλμησε ποτέ πια να αναφέρει το περιστατικό και συνέχισε να ζει καλά και η αλεπού καλύτερα…


Ηθικόν δίδαγμα
Όταν τελειώνουν τα βαφτίσια, αρχίζουν τα ….


Σημείωση
Το ίδιο παραμύθι διηγούνται και οι Σκοτσέζοι, με πρωταγωνιστές τον κόκκινο και τον άγριο σκύλο (αλεπού και λύκος) χωρίς το περιστατικό με το βάλτο.

Πηγές
-A.M.A. Cox-Leick and H. L. Cox, Märchen der Niederlande (Düsseldorf and Cologne: Eugen Diederichs Verlag, 1977), no. 64, pp. 212-214. © 1964 by Eugen Diederichs Verlag.
-Cox-Leick's and Cox's source: G. J. Boekenoogen, Volkskunde, vol. 15 (1903), pp. 112-113. Collected 1894 in Beilen, province of Drente.
-The episode of catching a horse by the tail is categorized as Aarne-Thompson type 47A. Link to additional tales of type 47A: Catching a Horse by Its Tail.

Μετάφραση στην Αγγλική: D. L. Ashliman, © 2000.

Απόδοση στην Ελληνική και ηθικόν δίδαγμα: Α.Μ., 2009.
.