Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

31/12/09

Η πρωτοχρονιά του νέγρου

Με τις πιο όμορφες και πιο ζεστές ευχές για μια Καλύτερη Χρονιά γεμάτη από Υγεία και Επιτυχίες. Μαζί κι ένα γαλλικό παραμύθι που μόνο σε μυθικούς χρόνους δεν μας ταξιδεύει. Άλλωστε αν δεν μας δημιουργούσε συνειρμούς δεν θα ήταν παραμύθι, θα ήταν ένα απλό ψέμα. Σας το χαρίζουμε με την ελπίδα ότι θα σας βοηθήσει να απολαύσετε τον δικό σας ήλιο χωρίς να παραμερίσετε εκείνον του διπλανού, Έλληνα ή ξένου, μαύρου ή λευκού, γυναίκας ή άνδρα, νέου ή γέρου, απλώς χρήσιμου ή αγαπημένου, ανθρώπου τέλος πάντων. Γιατί, μέχρι σήμερα, κανένας ήλιος δεν έχει χωρέσει στα σκουπίδια..
Τέσσερα κομμένα ηλιοτρόπια, Βίνσεντ βαν Γκογκ, 1887.
.Ο ήλιος δεν είχε φανεί τούτο το πρωινό, ούτε το προηγούμενο, ούτε και κανένα άλλο πρωινό, όλες τις μελαγχολικές τούτες μέρες, ενός ακόμη πιο μελαγχολικού τέλους του χρόνου. Ένας ήλιος γκρίζος σ΄ έναν πιο γκρίζο και πιο μουντό ουρανό. Από τον φουσκωμένο Σηκουάνα που τα κιτρινισμένα νερά του παράσερναν θάμνους και πλημμύριζαν υδατοφράκτες και αποβάθρες, αναδύονταν μια ομίχλη που τον έκανε να φαντάζει ακόμη πιο πλατύς, μια πυκνή ομίχλη –σκιά και φάντασμα του ποταμού- που υπερπηδώντας το περίφραγμα, πότιζε τα σπίτια με τ΄ απαλά της κύματα και γιόμιζε με μελαγχολία τις χαρούμενες μικρές προθήκες.

Η προκυμαία ήταν έρημη∙ μονάχα κάποιος νέγρος στεκόταν ακίνητος μπροστά σε μια βιτρίνα και κοίταζε κάτι μικροσκοπικές σέρες με κάτι ακόμη πιο μικροσκοπικά φυτά, που με τις αιχμηρές τους άκρες και τους ελικοειδείς κορμούς τους φάνταζαν μικρογραφία τροπικού τοπίου. Με τα παιδιάστικα μάτια του, όπου η ξενιτιά είχε σταλάξει τόση θλίψη, ο κακόμοιρος γέρο-νέγρος, τουρτουρίζοντας από το κρύο, φανταζόταν πως έβλεπε, ανάμεσα από τα φύλλα του καχεκτικού κάκτου και της ραχιτικής αλόης, τους ανάλαφρους λόφους κάποιας όασης της πατρίδας του να αχνοφαίνονται σε κάποιον μακρινό αντικατοπτρισμό και την απέραντη κοιλάδα να τελειώνει ΄κει κάτω στον ορίζοντα σε μια λευκή γραμμή, που ΄ρχονταν σε τέλεια αντίθεση με το βαθύ γαλάζιο ουρανό.

Έμεινε ΄κει ώρα πολλή, σαν σε έκσταση, ο κακόμοιρος ο νέγρος∙ ύστερα απομακρύνθηκε λιγάκι, για να σταθεί και πάλι σε κάποιαν άλλη βιτρίνα, όπου πίσω από το γυαλιστερό πλέγμα των μεγάλων κλουβιών πετούσαν και ξεφώνιζαν χαρούμενα κάθε είδους πολύχρωμα πουλιά, που πάνω στις φτερούγες τους ήταν χαραγμένη η χαρά κάποιας ηλιόλουστης χώρας.

Εδώ ο νέγρος μελαγχόλησε: «Πουλιά, αδέλφια μου», έμοιαζε να λέει, «ποιο να ΄ναι άραγε το μυστικό σας, που σας κάνει να ζείτε έτσι χαρούμενα κι ευτυχισμένα σε τόσο κρύα κλίματα; Κι εγώ προσπάθησα σαν κι εσάς, με το μπλε σακάκι μου, το κόκκινο γιλέκο μου, την κίτρινη γραβάτα μου, αλλά αλίμονο, δε φτάνει μόνο η λάμψη των ζωηρών χρωμάτων για να νιώσω λίγη ζεστασιά…»

Ξαφνικά, ο νέγρος χτύπησε τις παλάμες του στο μέτωπό του και το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα χαμόγελο. Μια καταπληκτική είδηση ήταν η αιτία της ικανοποίησης αλλά και της έκπληξής του∙ πίσω από το τζάμι της βιτρίνας κρεμόταν μια πινακίδα που έγραφε: Ήλιος για Παπαγάλους. «Ήλιος για παπαγάλους;» αναρωτήθηκε. «Έτσι εξηγούνται όλα», μονολόγησε ο νέγρος. «Διάβολε, τούτο ήταν το μυστικό!... Ήλιος για παπαγάλους!... Να, λοιπόν, γιατί μπορούν να ζουν οι παπαγάλοι στο Παρίσι. Δεν υπάρχει πια καμιά αμφιβολία!... Το δίχως άλλο θα ΄ναι ήλιος σε ράβδους, σαν εκείνες τις χρυσές ράβδους που τ΄ απογέματα του καλοκαιριού ξεγλιστρούν μες στα σπίτια από τα κακοκλεισμένα παντζούρια κι οι άνθρωποι τις μαζεύουν και τις κόβουν σε μικρά κομμάτια. Ήλιος για παπαγάλους λοιπόν! Ίσως μάλιστα να τις πουλούν και σε μπουκάλια. Γι΄ αυτό είναι μια χαρά οι φιλαράκοι! Αφού όμως κάνει τόσο καλό στους παπαγάλους, γιατί να μην κάνει καλό και στους νέγρους;»

Και γιομάτος περηφάνια για την ανακάλυψή του. Αφού πρώτα έψαξε τις τσέπες του μπήκε στο μαγαζί.
-Ήλιο, παρακαλώ, κερία∙ πέντε ντεκάρες ήλιο για καημένο μαύρο…, μουρμούρισε ακαταλαβίστικα στην κυρία του καταστήματος∙ κι εκείνη, χωρίς φυσικά να φαντάζεται τι προσδοκίες είχε ο νέγρος, του γέμισε, σ΄ αντάλλαγμα για τα χρήματα που της έδωσε, ένα μεγάλο χάρτινο χωνί, μαύρα γυαλιστερά σπόρια.

Ο νέγρος έφυγε ακτινοβολώντας από χαρά, ζεσταμένος πια, κουβαλώντας πέντε δεκάρες ήλιο μέσα σ΄ ένα γκρίζο χάρτινο χωνί.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, επειδή η ομίχλη είχε διαλυθεί, μια αχτίδα ήλιου τρεμόλαμψε σ΄ ένα κομμάτι γαλάζιου ουρανού, που φάνηκε ανάμεσα από τα μολυβένια σύννεφα.

Κι εγώ δεν είχα το θάρρος –γιατί δεν πρέπει να αφαιρούμε την ψευδαίσθηση από κανέναν-, δεν είχα το θάρρος να του πω ότι αυτό που είχε αγοράσει για τη δική του Πρωτοχρονιά ο γέρο-νέγρος δεν ήταν παρά λίγα γραμμάρια σπόροι ηλιοτρόπιου, φυτού που κοινώς ονομάζεται ήλιος και που οι ηλικιωμένες κυρίες συνηθίζουν να δίνουν στα παπαγαλάκια για λειχουδιά!...

Το παραμύθι ανήκει στον Γάλλο ποιητή, πεζογράφο, και θεατρικό συγγραφέα Paul Arène (1843-1896) που όπως και ο Βίνσεντ βαν Γκογκ αναζητούσε τον ήλιο, νιώθοντας στο Παρίσι ως εξόριστος. Πέθανε μόνος σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Η παρούσα μετάφραση έγινε από την Καίτη Κάστρο και περιλαμβάνεται στη συλλογή με τίτλο «Διηγήματα ξένων συγγραφέων για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά» (1989), εκδ. Gutenberg, με την επιμέλεια των Δ. Αρμάου και Ξ. Μπρουτζάκη.