Η Κωνσταντινούπολη το έτος 1450
«Όταν επρόκειτο να πεθάνει, η Άννα Κομνηνή ζήτησε να λάβει τη θεία κοινωνία από τη νεαρότερη μοναχή του μοναστηρίου στο οποίο είχε κλειστεί. Το κορίτσι μπήκε δειλά στο κελί της αυτοκράτειρας-μοναχής και στάθηκε αμήχανο μπροστά της. Εκείνη χαμογέλασε και της είπε:»
Έλα, παιδί μου, πιο κοντά. Πάψε να τρέμεις!
Λίγη ψυχραιμία θα μπορούσε να προσθέσει αρκετά στην παρουσία σου.
Το κυριότερο: θα βοηθούσε μια γριά να νιώσει λίγη σιγουριά.
Δεν είσαι παρά μια νέα μοναχή˙
άγια αύριο, αν σταθείς στο ύψος των απαιτήσεων σου,
με σοβαρότητα επαγγελματική.
Προσπάθησε, προσπάθησε, καλή μου!
Θα σου φύγουν τα σκεύη από τα χέρια, όπως πας!
Κάνε αυτό που είναι να κάνεις γρήγορα.
Συντονισμός, ακρίβεια, ποιότητα, εξυπηρέτηση.
Μια μηχανή πρέπει να λειτουργεί σωστά,
αν είναι να προβάλει απαιτήσεις στην δύναμη του τυχαίου.
Ένα άλλοθι χρειάζεται.
Η επιμέλεια θα σου προσφέρει την απαραίτητη βάση συντονισμού.
Δεν θα σε βάλει κάτω μια μηχανή!
Μην σε νοιάζει τώρα ποιος την κουρδίζει.
Θα ’χεις καιρό να το σκεφτείς στα πλαίσια της επιθανάτιας φήμης σου.
Εκπλήσσεσαι βλέπω! Έτσι λοιπόν!
Τα μάτια σου ζωντάνεψαν. Κάτι είναι κι αυτό.
Σε χίλια χρόνια, η ζωγραφιστή γαλήνη τους θ’ αξίζει πολλά.
Ίσως ξεπεράσει ακόμα κι εκείνη την συμπαγή ανευθυνότητα της εικόνας,
ίσως μπορέσει να πει κάτι περισσότερο
από τις κολακευτικές προθέσεις του ζωγράφου:
μια πινελιά που προσπαθεί να υπερβεί την αυταρέσκεια της:
ένα πραγματικό έργο τέχνης.
Φαντάσου την ζωή σου έργο τέχνης!
Τόση ασημαντότητα θεοποιημένη
μόνο και μόνο επειδή κάποιος πίστεψε πως πόνεσες
παραπάνω από τους άλλους, πιο βαθιά ή πιο ουσιαστικά... αστείο πράγμα!
Δραστικό, εντούτοις, αν σκεφτείς πως δαπανάμε τις μέρες μας σαν υποψήφιοι θεοί,
για να κατακτήσουμε έναν τίτλο που μυρίζει χώμα.
Μην μου πεις πως ταράχτηκες!
Δεν είμαστε τίποτα περισσότερο από άνθρωποι, κορίτσι μου.
Αλλά αισίως και τίποτα λιγότερο.
Όσο για τ’ άλλα... αφέλειες:
η θαλπωρή να κατοικούμε τον όλεθρο μας με την άνεση του ολέθρου.
Απελπισία, θάνατος, σιωπή.
Πράγματα ήδη μακρινά μες στην αστόχαστη εγγύτητα τους.
(Κάτι ξέρει ο λαός. Αισθάνονται ασφάλεια με τέτοια πράγματα.
Γνωρίζουν πολύ λίγα για τον εαυτό τους.
Γι’ αυτό πρέπει να επιμένουν πως γνωρίζουν τα πάντα.
Δεν είναι εύκολο να περάσεις μια ζωή σαν να μην είσαι εκεί.)
Μόνο η επίπλαστη ασφάλεια των εικόνων
μπορεί να προστατεύσει τον άνθρωπο απ’ τον Άνθρωπο.
Εμείς, κάνουμε την διαφορά.
Εμπρός, κοίταξε με! Τι νομίζεις πως βλέπεις;
Αυτό το σώμα υπήρξε μια λύρα... ένα τόξο ίσως;
Χαμογελάς; Άκουσε προσεκτικά.
Μάτια ούτε μικρά ούτε πολύ μεγάλα,
φρύδια σαν χορδές συμμετρικά.
Χείλη σαν ρόδο που τσιγκουνεύεται την άνθιση του.
Πρόσωπο λευκό, μόνο τα μήλα βαμμένα πάντα τριανταφυλλί.
Να λοιπόν μια εικόνα. Φτιαγμένη με λέξεις, βέβαια.
Κι αν πεις πως ο λόγος έχει άλλη δύναμη παραστατική,
θα σου πω πως ο λακές που θ’ αναλάβει την καταγραφή της
παγιδεύτηκε ήδη σε μιαν ασήμαντη γνώση: την γραφή.
Καλύτερα να έγραφε συνταγές μαγειρικής.
Δεν θα είχε την παραμικρή πιθανότητα ν’ αντέξει
στην αρπακτική επίθεση του χρόνου,
αλλά θα κατάφερνε να πείσει μια παρθένα να σταθεί δίπλα του,
μέχρι να μην είναι παρθένα ούτε αυτός ικανός να την κρατήσει.
Έχω γράψει και ξέρω πως οι αναγνώστες ερεθίζονται
με το πριν και το μετά ενός βιβλίου.
Απλά, είναι αναγκασμένοι να το διαβάσουν,
προκειμένου να επινοήσουν τους λόγους
για τους οποίους δεν θα έπρεπε καν να είχε γραφτεί.
Έμενα η ζωή δεν μου ήταν ξένη.
Κρατώ ακόμα και τώρα εκείνη την φλόγα
που πυρπολεί τις μέρες μας στην ύπουλη αναστολή κάθε πραγματικής στιγμής. Ύπουλη, ναι!
Μια προσποίηση που προσποιείται αθωότητα.
Όταν τα πράγματα που αγαπάς σε πληγώνουν, πρόκειται για τραγωδία.
Πώς να διαλέξεις δυστυχία;
Η ζωή δεν έχει τίποτα να πει για την ζωή.
Μόνο απ’ τον θάνατο μαθαίνεις. Τι;
Σε πήρα μονότερμα ε;
Ας είναι αυτό το τέλος της ιστορίας μου.
Περιγράφοντας τα λυπηρά, φοβάμαι πως θα πικραθώ ακόμα περισσότερο.
Τελικά για ένα μόνο αγανακτώ:
η ψυχή μου υπήρξε αναίτια παρούσα σ’ αυτό το εμφύλιο σώμα
(σκληρή σαν διαμάντι ή ίσως άλλου είδους πλάσμα).
Κι είναι παράξενο να πεθαίνω ακόμα, έχοντας πεθάνει χιλιάδες θανάτους.
Θα ’ταν καλύτερα να είχα γίνει άψυχη πέτρα,
να κυλούν τα δάκρυα μου, χωρίς να νιώθω τις συμφορές...
Άρχισα πάλι!
«Όταν επρόκειτο να πεθάνει, η Άννα Κομνηνή ζήτησε να λάβει τη θεία κοινωνία από τη νεαρότερη μοναχή του μοναστηρίου στο οποίο είχε κλειστεί. Το κορίτσι μπήκε δειλά στο κελί της αυτοκράτειρας-μοναχής και στάθηκε αμήχανο μπροστά της. Εκείνη χαμογέλασε και της είπε:»
Έλα, παιδί μου, πιο κοντά. Πάψε να τρέμεις!
Λίγη ψυχραιμία θα μπορούσε να προσθέσει αρκετά στην παρουσία σου.
Το κυριότερο: θα βοηθούσε μια γριά να νιώσει λίγη σιγουριά.
Δεν είσαι παρά μια νέα μοναχή˙
άγια αύριο, αν σταθείς στο ύψος των απαιτήσεων σου,
με σοβαρότητα επαγγελματική.
Προσπάθησε, προσπάθησε, καλή μου!
Θα σου φύγουν τα σκεύη από τα χέρια, όπως πας!
Κάνε αυτό που είναι να κάνεις γρήγορα.
Συντονισμός, ακρίβεια, ποιότητα, εξυπηρέτηση.
Μια μηχανή πρέπει να λειτουργεί σωστά,
αν είναι να προβάλει απαιτήσεις στην δύναμη του τυχαίου.
Ένα άλλοθι χρειάζεται.
Η επιμέλεια θα σου προσφέρει την απαραίτητη βάση συντονισμού.
Δεν θα σε βάλει κάτω μια μηχανή!
Μην σε νοιάζει τώρα ποιος την κουρδίζει.
Θα ’χεις καιρό να το σκεφτείς στα πλαίσια της επιθανάτιας φήμης σου.
Εκπλήσσεσαι βλέπω! Έτσι λοιπόν!
Τα μάτια σου ζωντάνεψαν. Κάτι είναι κι αυτό.
Σε χίλια χρόνια, η ζωγραφιστή γαλήνη τους θ’ αξίζει πολλά.
Ίσως ξεπεράσει ακόμα κι εκείνη την συμπαγή ανευθυνότητα της εικόνας,
ίσως μπορέσει να πει κάτι περισσότερο
από τις κολακευτικές προθέσεις του ζωγράφου:
μια πινελιά που προσπαθεί να υπερβεί την αυταρέσκεια της:
ένα πραγματικό έργο τέχνης.
Φαντάσου την ζωή σου έργο τέχνης!
Τόση ασημαντότητα θεοποιημένη
μόνο και μόνο επειδή κάποιος πίστεψε πως πόνεσες
παραπάνω από τους άλλους, πιο βαθιά ή πιο ουσιαστικά... αστείο πράγμα!
Δραστικό, εντούτοις, αν σκεφτείς πως δαπανάμε τις μέρες μας σαν υποψήφιοι θεοί,
για να κατακτήσουμε έναν τίτλο που μυρίζει χώμα.
Μην μου πεις πως ταράχτηκες!
Δεν είμαστε τίποτα περισσότερο από άνθρωποι, κορίτσι μου.
Αλλά αισίως και τίποτα λιγότερο.
Όσο για τ’ άλλα... αφέλειες:
η θαλπωρή να κατοικούμε τον όλεθρο μας με την άνεση του ολέθρου.
Απελπισία, θάνατος, σιωπή.
Πράγματα ήδη μακρινά μες στην αστόχαστη εγγύτητα τους.
(Κάτι ξέρει ο λαός. Αισθάνονται ασφάλεια με τέτοια πράγματα.
Γνωρίζουν πολύ λίγα για τον εαυτό τους.
Γι’ αυτό πρέπει να επιμένουν πως γνωρίζουν τα πάντα.
Δεν είναι εύκολο να περάσεις μια ζωή σαν να μην είσαι εκεί.)
Μόνο η επίπλαστη ασφάλεια των εικόνων
μπορεί να προστατεύσει τον άνθρωπο απ’ τον Άνθρωπο.
Εμείς, κάνουμε την διαφορά.
Εμπρός, κοίταξε με! Τι νομίζεις πως βλέπεις;
Αυτό το σώμα υπήρξε μια λύρα... ένα τόξο ίσως;
Χαμογελάς; Άκουσε προσεκτικά.
Μάτια ούτε μικρά ούτε πολύ μεγάλα,
φρύδια σαν χορδές συμμετρικά.
Χείλη σαν ρόδο που τσιγκουνεύεται την άνθιση του.
Πρόσωπο λευκό, μόνο τα μήλα βαμμένα πάντα τριανταφυλλί.
Να λοιπόν μια εικόνα. Φτιαγμένη με λέξεις, βέβαια.
Κι αν πεις πως ο λόγος έχει άλλη δύναμη παραστατική,
θα σου πω πως ο λακές που θ’ αναλάβει την καταγραφή της
παγιδεύτηκε ήδη σε μιαν ασήμαντη γνώση: την γραφή.
Καλύτερα να έγραφε συνταγές μαγειρικής.
Δεν θα είχε την παραμικρή πιθανότητα ν’ αντέξει
στην αρπακτική επίθεση του χρόνου,
αλλά θα κατάφερνε να πείσει μια παρθένα να σταθεί δίπλα του,
μέχρι να μην είναι παρθένα ούτε αυτός ικανός να την κρατήσει.
Έχω γράψει και ξέρω πως οι αναγνώστες ερεθίζονται
με το πριν και το μετά ενός βιβλίου.
Απλά, είναι αναγκασμένοι να το διαβάσουν,
προκειμένου να επινοήσουν τους λόγους
για τους οποίους δεν θα έπρεπε καν να είχε γραφτεί.
Έμενα η ζωή δεν μου ήταν ξένη.
Κρατώ ακόμα και τώρα εκείνη την φλόγα
που πυρπολεί τις μέρες μας στην ύπουλη αναστολή κάθε πραγματικής στιγμής. Ύπουλη, ναι!
Μια προσποίηση που προσποιείται αθωότητα.
Όταν τα πράγματα που αγαπάς σε πληγώνουν, πρόκειται για τραγωδία.
Πώς να διαλέξεις δυστυχία;
Η ζωή δεν έχει τίποτα να πει για την ζωή.
Μόνο απ’ τον θάνατο μαθαίνεις. Τι;
Σε πήρα μονότερμα ε;
Ας είναι αυτό το τέλος της ιστορίας μου.
Περιγράφοντας τα λυπηρά, φοβάμαι πως θα πικραθώ ακόμα περισσότερο.
Τελικά για ένα μόνο αγανακτώ:
η ψυχή μου υπήρξε αναίτια παρούσα σ’ αυτό το εμφύλιο σώμα
(σκληρή σαν διαμάντι ή ίσως άλλου είδους πλάσμα).
Κι είναι παράξενο να πεθαίνω ακόμα, έχοντας πεθάνει χιλιάδες θανάτους.
Θα ’ταν καλύτερα να είχα γίνει άψυχη πέτρα,
να κυλούν τα δάκρυα μου, χωρίς να νιώθω τις συμφορές...
Άρχισα πάλι!
Άννα (1999), εκδ. Ερατώ, Η Απάντησή του (2000), εκδ. Νεφέλη